Διαβάζετε τώρα
10 Αυγούστου 1821. Μάχη της Γράνας

10 Αυγούστου 1821. Μάχη της Γράνας

 

Κατά τον Αύγουστο του 1821 οι Έλληνες είχαν αρχίσει την πολιορκία της Τριπολιτσάς. Οι δε πολιορκημένοι στη πόλη Οθωμανοί κατά τη διάρκεια της νύκτας επιχειρούσαν συχνές εξόδους για εξεύρεση τροφίμων, θερισμό ή συλλογή καρπών από τα γύρω αγροκτήματα. Η προσπάθεια των Ελλήνων να σταματήσουν τον τουρκικό ανεφοδιασμό απαιτούσε την προώθηση των πολιορκητικών στρατοπέδων σε θέσεις πιο κοντά στην πόλη. Αυτό δεν μπορούσε γίνει λόγω έλλειψης πυροβολικού κι έτσι οι επαναστάτες παρέμεναν σε πιο ασφαλείς θέσεις, κοντά στο βουνό Παρθένι. Όταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κλήθηκε από τους πολιορκητές σε βοήθεια και είδε τα συμβάντα, διέταξε να ανοιχθεί πολεμικό χαράκωμα (γράνα) βάθους ενός μέτρου και πλάτους δύο μέτρων από τη θέση Μύτικα και το χωριό Μπεντένι (σημερινό Διακόπιο) μέχρι τον λόφο που βρισκόταν κοντά στο χωριό Λουκά, όπου ήταν οχυρωμένος ο οπλαρχηγός Γιάννης Νταγρές. Προς την πλευρά της πόλης, η γράνα θα είχε μορφή αναχώματος, το οποίο θα προέκυπτε από τα χώματα της εκσκαφής. Το όλο αυτό έργο, που κάλυπτε μια απόσταση περίπου 700 μέτρων, ολοκληρώθηκε με προσωπική εργασία 200 χωρικών της περιοχής και των ανδρών του Τριπολιτσιώτη αρχηγού Αθανασίου Κίντζιου, μέσα σε τρεις ημέρες. Η Γράνα είχε σκοπό την αναχαίτιση των οθωμανικών εξορμήσεων, την αποτροπή της προσπάθειας του Κιαμήλμπεη να διαφύγει μέσω του δημόσιου δρόμου Κάψια – Λεβίδι – Καλάβρυτα, καθώς και την ενθάρρυνση των Ελλήνων να κατεβούν στην πεδιάδα γύρω από την Τριπολιτσά.

Κατά τη νύχτα της 9ης προς 10η Αυγούστου, ισχυρή οθωμανική δύναμη υπό τον κεχαγιάμπεη Μουσταφά, βγήκε από την Τριπολιτσά με κατεύθυνση προς Λουκά και Τσιπιανά (σημ. Νεστάνη), με σκοπό τη συνηθισμένη αναζήτηση τροφών. Η τουρκική δύναμη διαιρέθηκε σε δύο τμήματα, ώστε να περικυκλώσει τους επαναστάτες που βρίσκονταν στον δρόμο της. Το πρώτο τμήμα, αποτελούνταν από 3.000 πεζούς, κατά τον Φωτάκο, ενώ το δεύτερο τμήμα διέθετε και ιππικό. Κατά τους Κολοκοτρώνη και Φωτάκο, η συνολική δύναμη των δύο τουρκικών τμημάτων έφτανε τους 6.000 αλλά άλλες σύγχρονες πηγές αναφέρουν πολύ μικρότερους αριθμούς.

Το πρώτο τουρκικό τμήμα, αφού ανέβηκε το βουνό της Μονής Βαρσών, βρέθηκε πίσω από τον Λουκά και άρπαξε ζώα και κτηνοτροφικά προϊόντα. Το δεύτερο τμήμα πέρασε από τον δρόμο της πεδιάδας, δίπλα στο βουνό, από σημείο που δεν είχαν ακόμα σκάψει οι Έλληνες. Οι Τούρκοι, βλέποντας τη Γράνα, αναφέρθηκαν ειρωνικά σε αυτήν, νομίζοντας πως επρόκειτο για σύνορα που έφτιαχναν οι Έλληνες, με σκοπό τον διαμοιρασμό της γης. Στη συνέχεια, το δεύτερο αυτό τουρκικό τμήμα λεηλάτησε τα χωριά Λουκάς, Τσιπιανά, Σάγκα και Πικέρνι, φορτώνοντας 600 έως 1.000 ζώα με τρόφιμα.

Εν τω μεταξύ, Τούρκοι πεζοί και ιππείς επιτέθηκαν κατά των 200 ανδρών του Γιάννη Νταγρέ, οι οποίοι είχαν κατασκευάσει ταμπούρια στα αμπέλια της Καπνίστρας (αντέρεισμα του όρους Παρθένι), στο κενό ανατολικά της Γράνας, φέρνοντάς τους Έλληνες σε δύσκολη θέση. Μετά από σημαντικές απώλειες (σκοτώθηκαν 27 άνδρες, ανάμεσά τους και ο αδελφός του Γιάννη, Θανάσης Νταγρές, και τραυματίστηκαν 20), ο Νταγρές και οι άντρες του κλείστηκαν στη σπηλιά «τρύπα του Μπούρμπουνα». Εκεί παραλίγο να πνιγούν από τους καπνούς που διοχέτευσαν σ’ αυτή οι Τούρκοι.

Ο Κολοκοτρώνης, παρατηρώντας τη μάχη από τα Τρίκορφα, και αντιλαμβανόμενος την κρισιμότητα της κατάστασης, διέταξε τους Δημήτρη Πλαπούτα, Δημητράκη Δεληγιάννη, Κωνσταντίνο Παπαζαφειρόπουλο και Χριστόπουλο, καθώς και Τριπολιτσιώτες ενόπλους υπό τον Κίντζιο, να καταλάβουν θέσεις μέσα στη Γράνα, πλάτη με πλάτη, ώστε να πολεμούν και προς τις δύο πλευρές. Επίσης, τοποθέτησε άλλες δυνάμεις πίσω από τους φράχτες των αμπελιών κινητοποιώντας παράλληλα και στρατεύματα υπό τους Γιαννάκη και Αποστόλη Κολοκοτρώνη. Έτσι η ελληνική δύναμη έφτασε τους 2.000 περίπου άνδρες. Σε αυτούς προστέθηκαν και αγωνιστές υπό τους Ζακυνθινούς Διονύσιο και Ιωάννη Πέτα, τον Σέρβο Καραγεώργη και τον Χριστόφορο Ζαχαριάδη, οι οποίοι είχαν αφιχθεί την προηγούμενη μέρα από τη Βλαχία, διασχίζοντας ολόκληρη τη Βαλκανική χερσόνησο. Συν τοις άλλοις, για να αποφορτίσει το μέτωπο της Γράνας,ο Κολοκοτρώνης ζήτησε να πραγματοποιηθεί αντιπερισπασμός, από τις δυνάμεις των Δημητρίου Υψηλάντη, Αναγνωσταρά και Γιατράκων, προς την Τριπολιτσά, ώστε να μη μπορέσουν οι πολιορκημένοι Τούρκοι να στείλουν βοήθεια στη Γράνα. Ταυτόχρονα έστειλε μικρό σώμα πολεμιστών να βοηθήσει τον Νταγρέ. Ενώ οι δυνάμεις του Αλή Βεγή (ή Μπέη) είχαν φέρει σε δεινή θέση το σώμα του Νταγρέ, αντιλήφθηκαν την επερχόμενη παγίδα και υποχώρησαν για να μην αποκοπούν, στη Γράνα όμως βρήκαν μπροστά τους Έλληνες ένοπλους ενώ ταυτόχρονα απειλούνταν και από τις δυνάμεις του Νταγρέ που τους καταδίωκαν.

Την κατάσταση για τους Οθωμανούς βελτίωσε προσωρινά το ιππικό που στάλθηκε για να ενισχύσει τον Αλή μπέη. Ταυτόχρονα, νέες οθωμανικές δυνάμεις βγήκαν από την Τριπολιτσά με σκοπό να ενισχύσουν τους συμπολεμιστές τους που είχαν πραγματοποιήσει τη νυχτερινή εξόρμηση. Με αυτό τον τρόπο, η σύγκρουση γενικεύτηκε με το σχηματισμό δύο μετώπων. Ο Κολοκοτρώνης, ακολουθούμενος από τη σωματοφυλακή του από Επτανήσιους, γυρνούσε από το ένα μέτωπο στο άλλο, εμψυχώνοντας και ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές. Η κατάσταση, όμως, χειροτέρευσε για τους Οθωμανούς της Γράνας, οι οποίοι, καθώς άκουγαν πυροβολισμούς από την κατεύθυνση της Τριπολιτάς, φοβήθηκαν πως θα αποκλειστούν έξω από αυτήν. Εκείνη τη στιγμή, μέρος του στρατού τους και των φορτωμένων ζώων, υπό τον κεχαγιάμπεη, προσπάθησε να περάσει την τάφρο. Στη σύγχυση που δημιουργήθηκε από τη σκόνη που σήκωναν τα τρομαγμένα ζώα και από τους καπνούς των πυροβολισμών, τόσο το ιππικό όσο και το πεζικό των Οθωμανών υπέστησαν βαριές απώλειες. Τελικά, οι οθωμανικές δυνάμεις κάμφθηκαν με επακόλουθο την άτακτη φυγή τους προς την Τριπολιτσά. Η μάχη κράτησε μία ώρα.

Υπολογίζεται ότι, κατά τη μάχη, οι Οθωμανοί έχασαν περίπου 400 άνδρες, οι περισσότεροι από τους οποίους σκοτώθηκαν κατά την αποτυχημένη προσπάθεια διάβασης της Γράνας. Κατά τον Δ. Κόκκινο, αυτό οφείλεται στο γεγονός πως φοβούμενοι την περικύκλωση, πολλοί από τους Οθωμανούς προσπάθησαν να διαπεράσουν τη Γράνα τρεπόμενοι σε άτακτη φυγή και χωρίς να έχουν ως πρώτο στόχο τη σύγκρουση. Μεταξύ των νεκρών συγκαταλέγονταν αρκετοί επιφανείς Οθωμανοί, όπως ο Αβδούλ μπουλούκμπασης (γιος του Σεήχ Ταχήρ εφέντη) και ο Καμπέρ Κεχαγιάς ενώ και ο ίδιος ο Αλή μπέης απεβίωσε τρεις ημέρες αργότερα από τα τραύματά του. Παράλληλα, εγκαταλείφθηκαν στο πεδίο της μάχης και όλα τα οχήματα με τα ζώα και τα τρόφιμα που είχαν συγκεντρωθεί από τις λεηλασίες εκείνης της ημέρας.

Από ελληνικής πλευράς, σκοτώθηκαν τριάντα ένοπλοι, μεταξύ των οποίων και ο αδελφός του Γιάννη Νταγρέ, Θανάσης. Υπήρξαν αρκετοί τραυματίες, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονταν ο Αποστόλης Κολοκοτρώνης αλλά και ο Γεώργιος Ντρίτσας, ο οποίος κατέληξε λίγες ημέρες αργότερα.

Η επιτυχής, για τις ελληνικές δυνάμεις, έκβαση αυτής της αποφασιστικής μάχης, συνέτεινε τα μέγιστα στην επιτάχυνση της κατάληψης της Τριπολιτσάς από τους επαναστάτες. Οι Οθωμανοί υπέστησαν σημαντικές απώλειες και υπήρξε κατακόρυφη πτώση του ηθικού τους ενώ καίριο πλήγμα ήταν η απώλεια κάθε περαιτέρω δυνατότητας για εξεύρεση προμηθειών από τα γύρω χωριά καθώς τώρα πια ο κλοιός είχε στενέψει. Επιπλέον, οι Έλληνες πλησίασαν πια σε απόσταση βολής κανονιού από το τείχος της πόλης, σκάβοντας γράνες και σε άλλα σημεία γύρω από αυτήν. Από την άλλη πλευρά, ο Δημήτριος Υψηλάντης, με ημερήσια διαταγή του (στις 31 Αυγούστου 1821), απένειμε δημόσιο έπαινο στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη για το στρατήγημά του αλλά και στους Έλληνες που συμμετείχαν στη μάχη αυτή.

View Comment (1)

Leave a Reply

Your email address will not be published.