Μετά την ηρωική Εξοδο των υπερασπιστών του Μεσολογγίου στις 10 Απριλίου 1826 και την κατάληψη της πόλης από τις ενωμένες δυνάμεις του Κιουταχή και του Ιμπραήμ, ο πρώτος, κυριεύοντας τη Στερεά Ελλάδα, έφθασε στην Αθήνα, ενώ ο δεύτερος στράφηκε προς τον Μοριά.
H πτώση του Μεσολογγίου γέμισε απελπισία τους Ελληνες. Στην Επίδαυρο, όπου μόλις είχε αρχίσει τις εργασίες της η Γ’ Εθνική Συνέλευση, μόλις οι πληρεξούσιοι άκουσαν την είδηση έμειναν βουβοί: «Μας ήλθε η είδηση ότι το Μεσολόγγι εχάθη», αφηγείται ο Κολοκοτρώνης στα Απομνημονεύματά του. «Ετσι εβάλαμε τα μαύρα όλοι, μισή ώρα εστάθη σιωπή που δεν έκρενε κανένας, αλλ’ εμέτραε καθένας με το νου του τον αφανισμό μας. Βλέποντας εγώ τη σιωπή, εσηκώθηκα εις το πόδι και τους ομίλησα λόγια διά να εμψυχωθούν. Τους είπα ότι το Μεσολόγγι εχάθη ενδόξως και θα μείνη αιώνας αιώνων η ανδρεία. Εάν βάλομε τα μαύρα και οκνεύσομε, θα πάρομε τα ανάθεμα και θα πάρομε το αμάρτημα των αδυνάτων όλων». Στη συνέχεια ο Κολοκοτρώνης πρότεινε: «Να σκορπίσομε εις τες επαρχίες και να πιάσομε γενικώς τα άρματα, ως τα πρωτοπιάσαμε εις την Επανάσταση».
H δεινή κατάσταση που δημιουργήθηκε με την πτώση του Μεσολογγίου ανάγκασε την Εθνοσυνέλευση να διακόψει στις 16 Απριλίου 1826 τις εργασίες της, αφού προηγουμένως είχε αναστείλει τη λειτουργία της Βουλής και του Εκτελεστικού και είχε εκλέξει μια δωδεκαμελή Διοικητική Επιτροπή παύοντας την κυβέρνηση του Γεωργίου Κουντουριώτη. Πρόεδρος της Διοικητικής Επιτροπής ορίστηκε ο Ανδρέας Ζαΐμης, ο οποίος, κατανικώντας την προσωπική του έχθρα εναντίον του Γεωργίου Καραϊσκάκη (ο Καραϊσκάκης κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου είχε λεηλατήσει με το ασκέρι του όχι μόνο το χωριό του Ζαΐμη, τη Κερπινή, κοντά στα Καλάβρυτα, αλλά και το ίδιο του το σπίτι), τον διόρισε Αρχιστράτηγο της Στερεάς Ελλάδας.