Η αντίθεση του Βατικανού στην Ελληνική Επανάσταση, όπως αυτή αποκαλύπτεται από την αποστολή του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Ιταλία
Εφέτος, που εορτάζουμε τα 200 έτη από την Εθνεγερσία, πόσοι από εμάς έχουμε πλήρως συνειδητοποιήσει αυτό που είχε γράψει ο αρχαίος τραγικός ποιητής Ευριπίδης, ότι: «ὄλβιοςὅστιςτῆςἱστορίαςἔσχεμάθησιν». Καιίσωςν’ αναρωτιούνταικάποιοι, γιατίεμείςοισύγχρονοιΈλληνεςπουζούμε στον 21ο αιώνα χρειάζεται ν’ αναμοχλεύσουμε την ιστορική μνήμη όλων αυτών των αρκετά μακρινών γεγονότων; Μήπως θα ήταν συμφερότερο ν’ αφήσουμε τον πανδαμάτωρα χρόνο να απλώσει επάνω τους τον βαρύ μανδύα της λήθης; Γιατί άραγε χρειάζεται σ’ εμάς που οδεύουμε προς το μέλλον να στραφούμε να κοιτάξουμε και να κατανοήσουμε το παρελθόν; Η απάντηση είναι ότι αυτό, όχι απλά συνίσταται, αλλά απαιτείται. Έθνη χωρίς Πίστη, σεβασμό στην Παράδοσή τους, και γνώση της Ιστορίας τους μοιάζουν με δέντρα χωρίς ρίζες που έχουν καταντήσει ένα νεκρό κούτσουρο έτοιμο να σωριαστεί στο χώμα.
Η Ελληνική Επανάσταση ήδη διέτρεχε το δεύτερο έτος της, έχοντας επιτύχει περίλαμπρους θριάμβους, αλλά και ήττες. Πέραν του ότι οι Σουλτανικές στρατιές, η μία μετά την άλλη, προσπαθούσαν να την καταπνίξουν έρχονταν να προστεθούν και η δραματική έλλειψη οικονομικών πόρων, καθώς και η απουσία διεθνούς αναγνωρίσεως των ήδη απελευθερωμένων ελληνικών εδαφών. Στις 29 Αυγούστου του 1822 η Ελληνική κυβέρνηση σύνταξε διακήρυξη προς τους μονάρχες της Ευρώπης, που θα συγκεντρώνονταν στο Συνέδριο της Βερόνας (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1822), ζητώντας τους να δεχθούν σε ακρόαση τους Έλληνες αντιπροσώπους που θα τους απέστελλε. Μεταξύ άλλων το κείμενο αυτό αναφέρει: «Δεκαοκτώ ήδη ολόκληρους μήνες διέτρεξαν, αφ’ ου η Ελλάς ήρχισε να πολεμή με τον εχθρόν του Χριστεπωνύμου πληρώματος. Όλαι αι δυνάμεις του Μωαμεθανισμού συντρέξασαι αγωνίζονται να εξολοθρεύσουν το Έθνος των Ελλήνων. Η Ευρωπαϊκή και Ασιατική Τουρκία, και αυτή η Αφρική, καθοπλίζονται αμιλλώμεναι δια να υποστηρίξουν την σιδηράν μάστιγα, η οποία εν διαστήματι τόσον αιώνων καταθλίβει το γένος των Ορθοδόξων Χριστιανών, και σήμερον σκοπεύει την εξόντωσιν αυτού. … Ποταμοί αίματος έρρευσαν έως σήμερον, αλλ’ όμως η του ζωοποιού Σταυρού τροπαιοφόρος σημαία, υψωθείσα, κυματίζει ήδη …»1. Στις 18 Σεπτεμβρίου 1822 ο Ανδρέας Μεταξάς και ο Γάλλος φιλέλληνας πλοίαρχος Ζουρνταίν, μεταφέροντας την παραπάνω διακήρυξη και επιστολές της Ελληνικής κυβερνήσεως, αναχώρησαν από την Ύδρα για το λιμάνι της Αγκώνας με τελικό προορισμό το Συνέδριο της Βερόνας. Το Συνέδριο αυτό αποκήρυξε στις 2 Δεκεμβρίου την Ελληνική Επανάσταση, ευτυχώς όμως δεν αποφάσισε να λάβει μέτρα εναντίον της, μετά από τη σωτήρια παρέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια.
Παράλληλα η Α΄ Εθνοσυνέλευση στην Επίδαυρο έλαβε απόφαση «να αποσταλή καν μια Πρεσβεία εις τον Πάπαν, δια να μεσιτεύση εις τους Μονάρχας υπέρ των Ελλήνων»2. Το Εκτελεστικό στις 18 Σεπτεμβρίου 1822, αναθέτει την αποστολή στον Παλαιών Πατρών Γερμανό, αναγνωρίζοντας την ήδη μεγάλη συνεισφορά του στον Αγώνα, αλλά και τις εξαιρετικές ικανότητές του. Μαζί του αποφασίζουν να στείλουν και τον Χίο λόγιο διάκονο Νεόφυτο Βάμβα. Και οι δυο αποδέχθηκαν, όπως αναφέρει ο πρώτος εξ αυτών στα Απομνημονεύματά του3. Αποστολή τους ήταν να ταξιδεύσουν έως τη Ρώμη, όπου να προσπαθήσουν να επιτύχουν να συναντηθούν με τον Πάπα, και, αφού τον ενημερώσουν για την Ελληνική Επανάσταση, να ζητήσουν τη βοήθειά του για την επιτυχία της. Μαζί τους θα μετέφεραν σχετικές επιστολές του Εκτελεστικού, προκειμένου να τις επιδώσουν στον Πάπα. Ουσιαστικά μέσω των φιλικών σχέσεων που θα καλλιεργούνταν προσδοκούσαν την Αναγνώριση της Ελληνικής Κυβερνήσεως από τον Ποντίφικα.
Ήδη από τον Απρίλιο του 1822 είχε προταθεί με μυστικές διπλωματικές ενέργειες, από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Θ. Νέγρη, στο Βατικανό να συνδράμει τους αγωνιζόμενους Έλληνες με αντάλλαγμα την έναρξη συνομιλιών για την «Ένωση των Εκκλησιών». Ο Μαυροκορδάτος, ο οποίος ήταν Πρόεδρος του Εκτελεστικού, ήταν εκείνη την εποχή πολύ ισχυρός, κυριολεκτικά ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων. Η πρόταση αυτή που ήταν δική του απόφαση και πολιτική επιλογή, δεν είχε τη σύμφωνη γνώμη ούτε των Ιεραρχών ούτε γενικότερα του πληρώματος της Εκκλησίας. Αυτή η πρόταση, αν και δελεαστική για τη Ρώμη, είχε μείνει αναπάντητη, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω. Πάντως οι αρκετές ομοιότητες με τα γεγονότα που οδήγησαν στη Σύνοδο της Φερράρας – Φλωρεντίας (1438 – 1439) με αυτές του 1822 είναι αξιοπρόσεκτες. Δυστυχώς τα ιστορικά γεγονότα δεν εδίδαξαν σε κάποιους συμπατριώτες μας τίποτε και βλέπουμε τα ίδια σφάλματα να επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά.
Ο Νεόφυτος Βάμβας τελικά δεν έλαβε μέρος στην αποστολή και τη θέση του ανέλαβε ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης, υιός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη. Ο Μητροπολίτης των Πατρών, Γερμανός, ανέλαβε τη νέα αποστολή του «πλήρης πικρίας, αλλ’ όχι και αποθαρρύνσεως διά την εσωτερικήν κατάστασιν, υπέρ της τακτοποιήσεως της οποίας και ειρηνεύσεως των αντιμαχομένων είπερ τις και άλλος ειργάσθη, πανταχού παρών και πολλαχώς δρων… απήλθεν εις Ιταλίαν, δύσθυμος το πνεύμα, χωρίς τούτο να μειώση τον προς την εκτέλεσιν του καθήκοντός του ζήλον»4.
Απέπλευσαν γύρω στα τέλη Οκτωβρίου του 1822, ένα και πλέον μήνα μετά την αναχώρηση του Ανδρέα Μεταξά. Το θαλάσσιο ταξίδι από την Πάτρα προς το Ιταλικό λιμάνι της Αγκώνα κράτησε πενήντα πέντε ολόκληρες ημέρες, λόγω κακοκαιρίας, και αφού έφθασαν παρέμειναν υποχρεωτικά σε προληπτική απομόνωση στο λοιμοκαθαρτήριο άλλες δεκαπέντε ημέρες. Στο εν τω μεταξύ η αρνητική στάση του Συνεδρίου της Βερόνας έναντι της Ελλάδος συμπληρώθηκε με την απαίτηση του Συνεδρίου από τον Πάπα να απελάσει από την Αγκώνα, που ήταν Παπικό έδαφος, τον Ανδρέα Μεταξά. Ο Πάπας το έπραξε αμέσως και χωρίς καμία αντίρρηση.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός προσπάθησε να έλθει σε συνεννόηση με τον Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιο, ο όποιος βρισκόταν τότε στην Πίζα. Ήταν και αυτός μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ο Γερμανός έκρινε σκόπιμο να συντονίσουν τις ενέργειές τους. Όμως δυστυχώς ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος, κατά το αιώνιο σαράκι της ελληνικής φυλής, δηλαδή το να υποσκάπτει ο ένας το έργο του άλλου, χλεύασε τις προσπάθειες του Παλαιών Πατρών Γερμανού στην Ιταλία. Του είπε μάλιστα με αρκετή εμπάθεια «ότι αμαθέστερα και παραλογώτερα γράμματα από τα ιδικά του δεν έλαβε ποτέ»5. Το πόσο προσβλητική και άδικη ήταν αυτή η φράση κατανοείται από όποιον, έστω και λίγο γνωρίζει την «έξοχον μόρφωσιν, ικανότητα και μεγάλη ευγλωττία»6, που διέκρινε τον Μητροπολίτη Γερμανό. Ο Γάλλος πρόξενος στην Πάτρα, Φρανσουά Πουκεβίλ, που τον είχε γνωρίσει από κοντά, έγραψε στα Απομνημονεύματά του: «Αι ομιλίαι του ήσαν πειστικώταται και εφαίνοντο ως θεόπνευστοι … η δε πίστις ακράδαντος»7. Ο Γερμανός και μέχρι τότε, αλλά και ως τον θάνατό του αγωνίσθηκε με όλες του τις δυνάμεις, για να κατασιγάσει τα πάθη και τις εμφύλιες διαμάχες των επαναστατημένων συμπατριωτών του. Φυσικά και είχε κάθε δικαίωμα να ελέγξει τον άλλον Αρχιερέα για τον άδικο και προσβλητικό τρόπο με τον οποίο τον αντιμετώπισε. Όμως, μη θέλοντας να σπείρει κι άλλη διχόνοια, απάντησε με λόγους, που φανέρωναν ότι σε μεγάλο βαθμό είχε αποκτήσει την αρετή της ταπεινώσεως: τα γράμματά μου μπορεί να είναι αμαθή, αλλά όχι παράλογα. Δυστυχώς ο Ιγνάτιος δε συνετίσθηκε, αλλά του απάντησε και αυτή τη φορά με το ίδιο ειρωνικό ύφος, συστήνοντάς του να αναπαυθεί, αφού καμιά προσπάθειά του δεν πρόκειται να φέρει αποτέλεσμα. Ο Γερμανός του ανταπάντησε: «Το να αναπαυθώμεν ενταύθα της πατρίδος πασχούσης είναι αδύνατον, επειδή ουδέ διά τούτο ήλθομεν, ουδέ το ιδίωμα ημών τοιούτον. Εγώ, αδελφέ, είχον ανάπαυσιν και δόξαν και πλούτον αρχιερατεύων εις τας λαμπράς Πάτρας εν καιρώ της εξουσίας των Τούρκων, αλλά κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα την μετά των λοιπών ομογενών κακουχίαν επ’ ελπίδι κοινής ωφελείας της πατρίδος, χωρίς να έχω ποτέ ιδιαιτέρους σκοπούς ιδιωφελείας»8.
Η συνάντηση με τον Πάπα στη Ρώμη αναβαλλόταν συνεχώς από τους Παπικούς εκπροσώπους με διάφορα προσχήματα. Επί τρεισήμισι μήνες ο Γερμανός παρέμενε στην Αγκώνα, ενώ η Παπική πλευρά κωλυσιεργούσε. Ο ίδιος σε επιστολή του στις 25 Μαρτίου του 1823 προς τον Μινίστρο (Υπουργό) των Εξωτερικών της Ελληνικής Διοικήσεως μεταφέρει επί λέξη τι του διαβίβασαν, χωρίς να σχολιάζει, ούτε θετικά, γιατί απλά δεν πιστεύει τις προφάσεις τους, αλλά ούτε και αρνητικά, ίσως από φόβο μήπως πέσει σε λάθος χέρια η επιστολή: «Η αυλή της Ρώμης απέστειλε τας διαταγάς της προς τον ενταύθα δελέγκατον κύριον Πενβενούτον, … να μας ειδοποιήση δε, ότι να μη βιάσωμεν την εκείσε μετάβασίν μας, επειδή η μεν Αγιότης του προβεβηκυία εις βαθύτατον γήρας ουδεμίαν δύναται να ακροασθή εσωτερικήν ή εξωτερικήν υπόθεσιν, ο δε Καρδινάλης κύριος Κονσάλβος ασθενεί βαρέως και ευρίσκεται ήδη εις επισφαλή κατάστασιν, και δια τούτο ανάγκη να παραμείνωμεν ημέρας τινάς ενταύθα…»9. Εμμέσως, πλην σαφώς, το Βατικανό τούς διαμηνύει ότι δεν πρέπει να πιέζουν να έλθουν στη Ρώμη, αλλά ούτε αυτοβούλως να αναχωρήσουν προς τα εκεί. «Η αυλή της Ρώμης απέστειλε τας διαταγάς της …. να μας ειδοποιήση δε, ότι να μη βιάσωμεν την εκείσε μετάβασίν μας …». Η βασικότερη δικαιολογία ήταν ότι ο Πάπας Πίος ο Ζ΄, ο οποίος το 1823 ήταν 81 ετών, λόγω της προχωρημένης ηλικίας του δεν ασχολούνταν με εσωτερικές, αλλά και εξωτερικές υποθέσεις, όπως η Ελληνική Επανάσταση. Ολοφάνερα αυτό ήταν μια πρόφαση και μάλιστα πρόχειρη. Μετά το Συνέδριο της Βιέννης (1813 – 1814) το Παπικό κράτος είχε ανασυσταθεί, συνεπώς είναι γελοίος ο ισχυρισμός ότι μια κρατική οντότητα, όπως ήταν και παραμένει να είναι το Βατικανό, δεν ασχολείται με τα εσωτερικά του θέματα, αλλά και τη διεθνή διπλωματία. Ακόμη κι αν δεχθούμε ότι τα γηρατειά είχαν επιφέρει κόπωση στον Πίο, είναι αφελές να πιστέψουμε ότι και νεότεροι σε ηλικία Πάπες διαχειρίσθηκαν τα πάντα μόνοι τους. Φυσικά και υπάρχει δίπλα στον εκάστοτε Πάπα ένα επιτελείο από Καρδιναλίους, συμβούλους, διπλωμάτες κ. ά., οι οποίοι βοηθούν, διαχειρίζονται και επιβλέπουν τα τρέχοντα θέματα με πρώτο τον Γραμματέα του Κράτους (Segretario di stato). Εκείνη την εποχή Γραμματέας του Κράτους ήταν ο προαναφερθείς Καρδινάλιος Ercole Consalvi, ο οποίος εκτελούσε και καθήκοντα υπουργού εξωτερικών. Το πρόσωπο αυτό ήταν της αμερίστου εμπιστοσύνης και έχαιρε της πλήρους εκτιμήσεως του Πίου, άνθρωπος ικανότατος και με πολλή πειθώ. Σε μια συνάντηση του Πάπα με τον Μητροπολίτη Πατρών, αυτοί, Consalvi και Μητροπολίτης Γερμανός, θα έφεραν εις πέρας το ουσιαστικό τμήμα, αυτό των συζητήσεων, ο γηραιός Πάπας θα αναλάμβανε το εθιμοτυπικό. Όλως ”συμπτωματικώς” όμως ο Καρδινάλιος Ercole Consalvi ήταν ασθενής και μάλιστα βαρύτατα, «ο δε Καρδινάλης κύριος Κονσάλβος ασθενεί βαρέως και ευρίσκεται ήδη εις επισφαλή κατάστασιν, και δια τούτο ανάγκη να παραμείνωμεν ημέρας τινάς ενταύθα…». Προφανώς πρέπει να δεχθούμε ότι, αφού η συνάντηση δεν έγινε ποτέ, ο Consalvi τους επόμενους έξι μήνες δεν “θεραπεύθηκε” από την διπλωματική του ”ασθένεια”. Η πραγματικότητα όμως ήταν ότι Consalvi παρέμεινε υγιής σ’ αυτή τη θέση μέχρι τον θάνατο του Πίου και αναγκάσθηκε να παραιτηθεί στις 28 Σεπτεμβρίου 1823. Επίσης είναι δύσκολο να μην αναρωτηθούμε αν το Παπικό κράτος δεν διέθετε κάποιον τρίτον κατά σειρά στην Ιεραρχία, που θα μπορούσε, έστω και εθιμοτυπικά, να υποδεχθεί ή και ουσιαστικά να συζητήσει με τον Έλληνα Μητροπολίτη. Φυσικά και διέθετε μία πολυπληθή και αυστηρά ιεραρχημένη σειρά προσώπων, ένας εκ των οποίων θα μπορούσε να εκπροσωπήσει τον Πάπα και τον Γραμματέα του Κράτους. Αλλά τότε με ποια πρόφαση θα εμπόδιζαν τον Μωραΐτη Αρχιερέα να έλθει στη Ρώμη;
Αλλά, ας υποθέσουμε ότι ο Πάπας Πίος ο Ζ΄ είχε συμφωνήσει να δεχθεί σε ακρόαση τον εκπρόσωπο της Ελλάδος, Μητροπολίτη Γερμανό, σε μια μεγαλοπρεπή αίθουσα των Παπικών ανακτόρων. Αυτό δεν θα σήμαινε de facto αναγνώριση της Επαναστατημένης Ελλάδος ως κρατικής οντότητας ; Φυσικά και ναι. Το Παπικό κράτος το επιθυμούσε αυτό ; Βεβαιότατα όχι. Μήπως το Παπικό κράτος ήταν εντελώς αδύναμο, μια μαριονέτα στα χέρια των ισχυρών, και δεν μπορούσε να έχει ελευθερία κινήσεων; Όχι βέβαια, αλλά αντιθέτως μετά την πάλη του Πάπα με τον Ναπολέοντα είχε αυξηθεί σημαντικά τόσο η δύναμη, όσο και το κύρος του Παπισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο, όπως παρατηρεί ο καθηγητής Ιωάννης Αναστασίου10. Τότε τί πραγματικά συνέβαινε; Τα περί διωκόμενων αδελφών μας Χριστιανών στην Ανατολή, δεν είχαν καμία απολύτως θέση στη Βατικάνειο διπλωματία. Αυτό που απασχολούσε τη Ρώμη, δεν ήταν τα βάσανα των Χριστιανών ραγιάδων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, των κακοκέφαλων και πεισματάρηδων αυτών σχισματικών Ορθοδόξων. Αφού θίγονταν τα συμφέροντα του Παπισμού, ας έμεναν υπόδουλοι για πάντα, εξάλλου αυτοί δεν ανήκαν στην ”ποίμνη του Αγίου Πέτρου”. Αφενός αυτό που πραγματικά απασχολούσε το Βατικανό ήταν να μη δώσει έστω και την παραμικρή αφορμή δυσαρέσκειας στον Σουλτάνο και αφετέρου να μην δυσαρεστηθούν οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις, που τότε στο σύνολό τους ήταν εχθρικές προς την Ελληνική Επανάσταση. Ιδίως δεν έπρεπε να οργισθεί ο καγκελάριος Κλέμενς Μέτερνιχ της Ρωμαιοκαθολικής Αυστρίας, ο οποίος ενορχήστρωνε – τόσο στο προσκήνιο όσο και στο παρασκήνιο – την κατάπνιξη της Επαναστάσεως. Σύμφωνα με τον ιστορικό Σπυρίδωνα Τρικούπη υπήρξε ευθεία παρέμβαση της Αυστρίας, η οποία τότε είχε υπό την προστασία της το Παπικό κράτος, για να διασφαλισθεί ότι δεν θα υπάρξει καμία μορφή συναντήσεως11.
«Οι Λατίνοι Κληρικοί διεβίβασαν στον Παλαιών Πατρών Γερμανό «το ενδιαφέρον που πάντα έδειχνε ο παπικός θρόνος για την επιστροφή των ορθοδόξων στη δικαιοδοσία του υπέρτατου ποντίφηκα, του υπέδειξε έμμεσα ως πρότυπο για την οποιαδήποτε συζήτηση περί ενώσεως τη σύνοδο της Φλωρεντίας»12. Ουσιαστικά όμως ο Πίος Ζ΄ και ο Καρδινάλιος Ercole Consalvi απέκλεισαν κάθε συνάντηση, αφού ως προϋπόθεση έθεταν πρώτα την «επιστροφή των Ορθοδόξων στην δικαιοδοσία του υπερτάτου Ποντίφηκα». Ο όρος που έθεταν ήταν προσχηματικός, αφού γνώριζαν ότι ούτε ο Ορθόδοξος Μητροπολίτης Γερμανός, ούτε οι περισσότεροι Ιεράρχες, αλλά ούτε και ο πιστός Ορθόδοξος Ελληνικός λαός θα τον αποδέχονταν. Εξάλλου, όπως παρατηρεί ο Γ. Ζώρας, στα διάφορα έγγραφα του αρχείου του Βατικανού είναι «καταφανής η δυσπιστία εις την επιτυχίαν του αγώνος»13, ιδιαίτερα στην αρχή του. Συνεπώς το Βατικανό αφενός δεν πίστευε ότι οι Ορθόδοξοι ποτέ θα δεχθούν οικειοθελώς να υποταγούν στον Πάπα – και δεν έκανε λάθος – αφετέρου δεν θα διακινδύνευε να εξοργίσει τις Μεγάλες Δυνάμεις τασσόμενο με τους ανίσχυρους και κατά πάσα πιθανότητα σύντομα ηττημένους Έλληνες. Μάταια ο Georg Hofmann (1885-1956) σε έργο του προσπαθεί να πείσει για την πολύ φιλική στάση της Ρωμαιοκαθολικής “Εκκλησίας” έναντι της Ελληνικής Επαναστάσεως. Όπως πολύ σωστά είχε παρατηρήσει ο μακαριστός καθηγητής του ΑΠΘ Αντώνιος Παπαδόπουλος, η αγία Έδρα «ουδόλως ωφέλησε την ελληνικήν υπόθεσιν»14.
Αποδείξεις περί του ότι λειτουργούσαν οι διπλωματικές υπηρεσίες του Βατικανού και μάλιστα με τη γνωστή μεθοδικότητά τους, και ”ζύγιζαν” συνεχώς τις εξελίξεις στον Ελλαδικό χώρο, υπάρχουν στα Βατικάνεια αρχεία. Εκεί διασώζονται εκατοντάδες εκθέσεις, όπου «αι αρμόδιαι παπικαί αντιπροσωπείαι παρηκολούθουν μετά μεγάλης προσοχής την εξέλιξην των γεγονότων»15 της Επαναστάσεως και συνέτασσαν λεπτομερείς εκθέσεις προς ενημέρωση του Segretario di stato Καρδιναλίου Ercole Consalvi.
Από την Αγκώνα ο Γερμανός πήγε στην Μπολόνια (Βολωνία), στη Φαέντζα, στη Σενεγαλία και πάλι επέστρεψε στην Αγκώνα. Συνολικά στην Ιταλία ο Γερμανός έμεινε για ένα έτος και οκτώ μήνες περίπου. Σε όλο αυτό το διάστημα έζησε λιτά και ασκητικά. Κατά το παράδειγμα του Αποστόλου Παύλου δεν ήθελε να κατηγορηθεί από κανένα για τον βιοπορισμό του. Ζούσε για τον Αγώνα και όχι εις βάρος του Αγώνα. Προσπαθούσε να έχει όσο το δυνατό λιγότερα έξοδα. Για παράδειγμα ένα μήνα παρέμεινε φιλοξενούμενος του Δημητρίου Αλεξάκη στην Αγκώνα και το υπόλοιπο διάστημα σε διάφορα σπίτια ομογενών της πόλεως αυτής. Μετά από την αποτυχία να μεταστραφούν ευνοϊκά οι ηγεμόνες στη Βερόνα, και περιμένοντας κάποια Παπική απόκριση προσπάθησε να επιτύχει δάνειο για τις επείγουσες ανάγκες του Εθνικού αγώνα. Επιχείρησε να έλθει σε επαφή με τον Λόρδο Στάνχοουπ και τον τραπεζίτη Μπλανκίαρ γι’ αυτόν τον σκοπό, αλλά δυστυχώς δεν τα κατάφερε.
Δεν απογοητεύθηκε όμως. Αντί να μελαγχολεί και να αφήνει τον χρόνο να κυλάει άσκοπα, προσπάθησε, και εδώ επέτυχε, να ενημερώσει και να κινητοποιήσει τους φιλέλληνες των περιοχών που ταξίδεψε για το δίκαιο και τους σκοπούς της Εθνικής εξέγερσης στην Ελλάδα. Όπως οι Απολογητές των τριών πρώτων αιώνων, του διωγμού εναντίον του Χριστιανισμού που με τα απολογητικά τους κείμενα υπεράσπισαν τον Χριστιανισμό εναντίον των συκοφαντιών των ειδωλολατρών και των Ιουδαίων, έτσι λειτούργησε και ο Γερμανός. Επέτυχε να διαλύσει τις συκοφαντίες, που σκορπούσε η Ιερά Συμμαχία εναντίον των Ελλήνων, και να πείσει πολλούς να βοηθήσουν την Επανάσταση είτε χρηματικά, είτε με όπλα και εφόδια, είτε ως εθελοντές κλπ.. Αλλά και αλληλογραφώντας προσπάθησε να ενισχύσει την Ελληνική υπόθεση. Απέστειλε δεκάδες επιστολές σε εξέχοντα πρόσωπα, Έλληνες και μη, όπως πολιτικούς, στρατιωτικούς, κληρικούς στην Ιταλία, Βλαχία, Ρωσία, στα Ελληνικά εδάφη και αλλού. Εργαζόταν άοκνα χωρίς να μένει ώρα αργός. Δεν προσδοκούσε κάτι για τον εαυτό του. Ο ίδιος στερούνταν, ταλαιπωρούνταν, περιφρονούνταν, αλλά η πίστη του στον Χριστό τον ενίσχυε. Όπως είχε παρατηρήσει ο Φρανσουά Πουκεβίλ, η «πίστις ακράδαντος» ενυπήρχε στον Γερμανό16.
Στις 28 Σεπτεμβρίου 1823 εκλέχθηκε νέος Ποντίφικας, ο Λέων ο ΙΒ΄. Το πρόσωπο που κατείχε τον Παπικό θρόνο άλλαξε, αλλά σε τίποτα δεν μεταβλήθηκε η Βατικάνειος πολιτική έναντι της Ελληνικής Επαναστάσεως. Νέος Γραμματέας του Παπικού Κράτους ορίσθηκε ο Καρδινάλιος G. M. della Somaglia, αλλά τους δέκα μήνες που ακολούθησαν καμία πρόσκληση δεν έλαβε η Ελληνική αντιπροσωπεία και ουδεμία βοήθεια, ούτε καν συμβολική, ούτε καν στον ανθρωπιστικό τομέα, δεν έλαβε ο Αγωνιζόμενος Ελληνισμός. Τον Ιούλιο του 1814 ο Μητροπολίτης Γερμανός επιβιβάζεται σε πλοίο, για να συνεχίσει τον αγώνα του στην Επαναστατημένη Ελλάδα. Όπως επεξηγεί ο Κωνσταντίνος Βοβολίνης, οι ενέργειες του Παλαιών Πατρών Γερμανού για αναζήτηση προστασίας της Επανάστασης και συνάψεως δανείου στην Ιταλία, παρά τις προσπάθειες του, απέτυχαν. «Αι αποστολαί απέτυχον. Η Ελληνική Ελευθερία δεν ήτο επιθυμητή!»17. Όπως πολύ ορθά τον είχε χαρακτηρίσει ο Τάσος Γριτσόπουλος, ο Γερμανός κατά την παραμονή του στην Ιταλία «απέβη η έγκυρος φωνή της Ελλάδος προς πάσαν κατεύθυνσιν»18. Μια φωνή όμως που δεν θέλησε να ακούσει το Βατικανό, λόγω της αντίθεσής του στην Ελληνική Επανάσταση.
Ποιες όμως ήταν οι πεποιθήσεις του Μητροπολίτου των Παλαιών Πατρών ; Ήταν φιλοπαπικός ; Ήταν χλιαρός ως προς την Ορθόδοξη πίστη; Θα δεχόταν να υποδουλωθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία με αντάλλαγμα να απελευθερωθεί η Πατρίδα; Ας τον αφήσουμε να μας απαντήσει ο ίδιος. Σε αυτόγραφο κείμενό του με επιγραφή ”Εισαγωγή των αρχιερέων, πνευματικών, ιεροκηρύκων και ιερέων” αναφέρει τα ακόλουθα : «Η ημετέρα ορθόδοξος ανατολική Εκκλησία, ήτις διεφύλαξεν απαραλλάκτως τας εξ αρχής δογματικάς παραδόσεις των αποστόλων, και των πατέρων, και δεν εδέχθη καμμίαν καινοτομίαν, μισουμένη από τας άλλας των αιρετικών εκκλησίας, εγκατελείφθη εις την διάκρισιν των Οθωμανών, οίτινες υπέταξεν και την Εκκλησίαν και το βασίλειόν της»19.
Ο λόγος που δεν θέλησε να αρνηθεί την αποστολή που του ανέθεσε το Εκτελεστικό και να μεταβεί στην Ιταλία ήταν για να μην δοθεί πρόφαση σε όσους εχθρεύονταν την Εκκλησία, να την κατηγορήσουν ότι εμποδίζει την επιτυχία της Επαναστάσεως. Ο Μητροπολίτης Γερμανός γνώριζε εκ των προτέρων τόσο τα αισθήματα των Παπικών έναντι των Ορθοδόξων Ελλήνων, όσο και τις συμφορές που είχε προκαλέσει η Παποσύνη ανά τους αιώνες στο Γένος. Ούτε αυτός ούτε οι περισσότεροι Ορθόδοξοι μπορούσαν να ξεχάσουν τη μισαλλοδοξία, τον φανατισμό και την έντονη εχθρότητα που είχε δείξει η Ρωμαιοκαθολική Δύση τους τελευταίους οκτώ αιώνες και να πιστέψουν ότι ξαφνικά θα μας συμπονέσουν και θα σπεύσουν να μας βοηθήσουν. Ο Γερμανός γνώριζε ότι ακόμα κι αν ο Πάπας δεχόταν την Ένωση που του πρότειναν οι Έλληνες πολιτικοί, σωστότερα την υποταγή της Ορθοδοξίας, τελικώς δεν θα έκανε τίποτα για να βοηθήσει τους Έλληνες. Πολλά ιστορικά γεγονότα τού το βεβαίωναν αυτό, με κορυφαίο την απραξία του Πάπα μπροστά στον κίνδυνο της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως το 1453. 20 Ο Μητροπολίτης των Πατρών καθόλου δεν συμμεριζόταν τα γραφόμενα υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως προς τον Πάπα, ότι τον αναγνωρίζουν και οι Ορθόδοξοι ως «κεφαλή της Χριστιανοσύνης» και ότι το Ελληνικό Έθνος σύσσωμο του υποβάλει «τον σεβασμό, τη λατρεία και την εκτίμηση». Όπως τονίζει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, ένας βασικός λόγος που δεν τελεσφόρησε η αποστολή αυτή «είναι ο προσεκτικός χειρισμός του θέματος που έγινε από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος έμμεσα, ως γνήσιος Ιεράρχης, υπονόμευσε την επιθυμία των πολιτικών ηγετών της Επαναστάσεως να υποταχθούν στον Πάπα»21.
Αλλά, ας ακούσουμε εμείς οι σύγχρονοι και μια συμβουλή του Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών Γερμανού, του άξιου αυτού Ιεράρχη και έντιμου Εθνικού Αγωνιστή: «Είναι καιρός ήδη να ανακαλέσωμεν την αρχαίαν σεμνοπρέπειαν της Εκκλησίας, είναι καιρός να επισυνάξωμεν το έθνος εις την θερμότητα της πίστεως, και εις την ευαγγελικήν ζωήν, και εις την αδελφικήν σύμπνοιαν … και έχοντες εν μέσω ημών τον Κύριον Ιησούν Χριστόν, θέλει υπερπηδήσωμεν όλα τα αντιπίπτοντα καθώς και οι άγιοι απόστολοι, και οι πατέρες της Εκκλησίας υπερεπήδησαν τοιούτους διωγμούς και κινδύνους μεταξύ διαφόρων εθνών κηρύττοντες το Ευαγγέλιον»22.
1. Ευσταθιάδη Κωνσταντίνου, Διπλωματική Ιστορία της Ελλάδος, Αθήναι 1956, τ. Α΄, σελ. 40.
2. Γερμανού Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1900, σελ. 126.
3. Γερμανού Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1900, σελ. 126.
4. Καμπούρογλου Δημητρίου, Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού, Αθήναι 1916, σελ.. 45 – 46.
5. Γριτσόπουλου Τάσου, Γερμανός Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, άρθρο στη ΘΗΕ, Αθήναι 1964, τ. 4,στ.395.
6. Βοβολίνη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας 1453-1953, Αθήναι 1952 (Επανέκδοση 2002), σελ.106.
7. Βοβολίνη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας 1453-1953, Αθήναι 1952 (Επανέκδοση 2002), σελ.106.
8. Γριτσόπουλου Τάσου, Γερμανός Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, άρθρο στη ΘΗΕ, Αθήναι 1964, τ. 4,στ.395
9. Καμπούρογλου Δημητρίου , Μελέτη περί του βίου και της δράσεως του Παλαιών Πατρών Γερμανού, Αθήναι 1916, σελ. 269.
10. Αναστασίου Ιωάννου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Θεσσαλονίκη χ.χ., τ. Β΄, σελ.322.
11. Τρικούπη Σπυρίδωνος, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1862, τ. Γ΄, σελ. 22.
12. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Οι Παπικοί – Φράγκοι της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821, άρθρο στο διαδίκτυο.
13. Ζώρα Γεωργίου, Έγγραφα του Αρχείου του Βατικανού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1979, τ. Α΄, σελ. 17.
14. Παπαδόπουλου Αντωνίου, Μαρτυρία και Διακονία της Ορθοδοξίας σήμερα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ.71. Περισσότερα βλέπε στο Αντωνίου Παπαδοπούλου, Η στάσις των Ελλήνων Καθολικών έναντι της Επαναστάσεως του 1821, Θεσσαλονίκη 1971.
15. Ζώρα Γεωργίου, Έγγραφα του Αρχείου του Βατικανού περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, Αθήναι 1979,τ. Α΄, σελ. 13.
16. Βοβολίνη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας 1453-1953, Αθήναι 1952 (Επανέκδοση 2002), σελ.106.
17. Βοβολίνη Κωνσταντίνου, Η Εκκλησία εις τον Αγώνα της Ελευθερίας 1453-1953, Αθήναι 1952 (Επανέκδοση 2002), σελ.107.
18. Γριτσόπουλου Τάσου, Γερμανός Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών, άρθρο στη ΘΗΕ, Αθήναι 1964, τ. 4,στ.395.
19. Γερμανού Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1900, σελ. 175.
20. Βοξάκη Βασιλείου, Η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως και ο Λεονάρδος ο Χίος (1ο μέρος) και (2ο μέρος), άρθρο αναρτημένο στο ιστολόγιο Ακτίνες στις 29 Μαΐου και στις 2 Ιουνίου 2020.
21. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου, Οι Παπικοί – Φράγκοι της Ελλάδος κατά την Επανάσταση του 1821, άρθρο στο διαδίκτυο.
22. Γερμανού Μητροπολίτου Παλαιών Πατρών, Απομνημονεύματα, Αθήναι 1900, σελ. 177 – 178.