Μετά την επικράτηση της Eπανάστασης στις 3 Σεπτεμβρίου 1843 αποφασίστηκε η σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης, έργο της οποίας θα ήταν η σύνταξη του νέου Συντάγματος. Η Γ΄ Εθνοσυνέλευση συνήλθε στην Αθήνα στις 8 Νοεμβρίου του 1843 και οι εργασίες της έληξαν στις 18 Μαρτίου 1844. Στις 19 Φεβρουαρίου 1844 ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, αντιπρόεδρος της επιτροπής, μαζί με άλλους 23 πληρεξουσίους, επέδωσε στο βασιλιά το εγκριθέν σχέδιο Συντάγματος. Στις 4 Μαρτίου το Σύνταγμα ψηφίστηκε στο σύνολό του και εγκαθίδρυσε τη Συνταγματική Μοναρχία.
Η Συνταγματική Μοναρχία είναι ένα παρόμοιο πολίτευμα με την Βασιλευόμενη Δημοκρατία, με την διαφορά ότι ο ρόλος του μονάρχη δεν είναι καθόλου συμβολικός, καθώς διαθέτει αρκετές πολιτικές αρμοδιότητες μονολότι περιορίζονται οι εξουσίες του.
Το Σύνταγμα καθιέρωνε την αρχή της διάκρισης των εξουσιών, την ευθύνη των υπουργών για τις πράξεις του μονάρχη, ο οποίος τους διόριζε και τους έπαυε, αναγνώριζε θεμελιώδη ατομικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων, για πρώτη φορά, το απόρρητο των επιστολών και το άσυλο της κατοικίας, και προέβλεπε στο ακροτελεύτιο άρθρο 107 ότι «η τήρησις του παρόντος Συντάγματος αφιερούται εις τον πατριωτισμόν των Ελλήνων». Τέλος, ο εκλογικός νόμος, που ψηφίσθηκε το Μάρτιο του 1844, καθιέρωσε την εκλογή των βουλευτών με πλειοψηφικό σύστημα δύο γύρων, που θα διεξαγόταν με άμεση, σχεδόν καθολική και μυστική ψηφοφορία.
Η Ελλάδα είχε συνταγματική μοναρχία την περίοδο 1844 εώς το 1862, οπότε αντικαταστάθηκε από το πολίτευμα της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας. Στις μέρες μας υπάρχουν λίγες συνταγματικές μοναρχίες (π.χ Ιορδανία, Μπαχρέιν, Μαλαισία), στις οποίες υπάρχει πρωθυπουργός, αλλά και ο βασιλιάς έχει ενεργό ρόλο σην πολιτική ζωή.