Η μάχη του Γηροκομείου διεξήχθη στις 2 Μαρτίου 1822 και αποτελεί μια σημαντική μάχη, μεταξύ Ελλήνων επαναστατών και Τούρκων, στις αρχές του δεύτερου έτους της Επανάστασης του 1821. Η μάχη δόθηκε κοντά στη Μονή Γηροκομείου Αχαΐας, εξ ου και η ονομασία της. Εκεί οι Έλληνες υπό τη γενική αρχηγία του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και με άλλους οπλαρχηγούς, όπως οι Δημήτρης Πλαπούτας, Γενναίος Κολοκοτρώνης, και Κωνσταντίνος Πετμεζάς, αμύνθηκαν εναντίον συνολικής δύναμης 8.000 Τούρκων υπό τους πασάδες Μεχμέτ Σαλίχ και Γιουσούφ Σέρελζη, που τους νίκησαν και τους έτρεψαν σε φυγή.
Η μάχη εντάσσεται στην προσπάθεια των Τούρκων να λύσουν τον ασφυκτικό κλοιό των Ελλήνων γύρω από την Πάτρα. Όμως, παρά το επιτυχές αποτέλεσμα της μάχης, η πολιορκία τελικά λύθηκε στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους, λόγω διαμαχών ανάμεσα στους Έλληνες.
«Καί βλέποντας οι Τούρκοι ότι επιάσθηκε τό μοναστήρι (Γηροκομειού), εβγήκαν εις πόλεμο, νομίζοντες ότι είναι καθώς πρώτα. Καί τά στρατεύματα κινήθηκαν τά εδικά μας καί έγεινε ο πόλεμος σφοδρός καί επήραμε κεφάλια καμιά ογδοηνταριά. Εμβήκαν οι Έλληνες εις τήν μισή χώρα (1 Μαρτίου 1822). Μού επαράγγειλαν νά μείνουν εις τήν χώρα, τούς είπα νά τραβηχθούν εις τά πόστα τους. Τό μέν καλαβρυτινό στράτευμα, οι εκατό έμειναν εις τό Γεροκομιό, στού Σαΐταγα τόν λινό (πύργος κοντά στό Γηροκομειό), οι Τροπολιτσιώταις τετρακόσιοι. Ο Κανέλος Δελιγιάννης μέ εξακόσιους έπιασε τό Πουρναρόκαστρο αποκάτω.
Τόν Γενναίον μέ τούς Φαναρίτας τριακόσιους στόν Παλιόπυργο (Πετρωτό), τούς Γαστουναίους τούς είχα στήν Οβριά, τό μέν δυνατώτερο λοιπό στράτευμα τό είχα εις τό Σαραβάλι νά δίδη μεντάτι (εφεδρεία). Τό Σαραβάλι, μακράν από τά ταμπούρια μισή ώρα, από τήν Πάτρα τρία κάρτα. Είδαν οι Τούρκοι τά ορδιά (στρατόπεδα), καί ακούοντας, ότι ήλθε καί ο Κολοκοτρώνης, έστειλαν τού Γιουσούφ πασά, οπού ήτον εις τό Καστέλι, (ειδοποίησαν τόν Γιουσούφ πασά πού βρισκόταν στό κάστρο τού Ρίου) ότι ήλθαν πολλά στρατεύματα καί ο Κολοκοτρώνης. Πρίν κάμωμεν τόν πόλεμον, είχε έλθη ο Μιαούλης καί έκαμε μεγάλη χαλάστρα εις τά καράβια, καί έφυγαν καί επήγαν κατά τήν Κωνσταντινούπολι καί τά εδικά μας έμειναν εκεί έως οπού επήγαμεν καί ημείς κ’ εκάμαμε τόν πόλεμο».
Απομνημονεύματα Κολοκοτρώνη