Η μάχη της Βέργας (22 – 25 Ιουνίου 1826) στα δυτικά σύνορα της μεσσηνιακής Μάνης, ήταν πολεμική συμπλοκή της επανάστασης του 1821. Διεξήχθη μεταξύ ισχυρών Αιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ αποτελούμενα από πολυάριθμο πεζικό και ιππικό (συνολικά 8.000 άνδρες) αφενός και Ελληνικών επαναστατικών δυνάμεων, κυρίως Μανιατών, αφετέρου, ενισχυμένων από αρκετούς Μεσσήνιους και Καλαματιανούς (συνολικά περίπου 5.000 μαχητές), στην οποία οι Μανιάτες και 500 Έλληνες πρόσφυγες, υπό την ηγεσία των οπλαρχηγών Γεωργίου Μαυρομιχάλη, Ηλία Κατσάκου Μαυρομιχάλη, Κωνσταντίνου Μαυρομιχάλη, Αναστάσιου Μαυρομιχάλη, Τζανέτου Γρηγοράκη, Μούρτζινου, Τζανετάκη, Αθανασούλια, Χριστέα, Γαλάνη Κουμουνδουράκη κ.ά., νίκησαν τους Αιγυπτίους του Ιμπραήμ.
Η Βέργα ήταν πέτρινο οχύρωμα (μακρύ τείχος) που είχε κατασκευαστεί τον Ιούλιο του 1826 κοντά στο χωριό Βέργα (Σέλιτσα) της Καλαμάτας στο στρατηγικό σημείο που ήταν η μοναδική είσοδος στην δυτική Μάνη. Ο Ιμπραήμ αρχικά προσκάλεσε τον Μαυρομιχάλη να παραδοθεί, όταν όμως αυτός αρνήθηκε, ξεκίνησε με 7.000 πεζικό και ιππείς, από την Καλαμάτα κατά της Μάνης. Στο χωριό Αλμυρό μαζεύτηκαν περίπου 1.000 Μανιάτες υπό τον Γεωργάκη Μαυρομιχάλη και έπιασαν την Βέργα. Στις 20 Ιουνίου του 1826 ο Αιγυπτιακός στόλος κανονιοβόλησε τις ελληνικές παράκτιες θέσεις, χωρίς όμως να προκληθούν φθορές στους αμυνόμενους. Η κυρίως μάχη, που ξεκίνησε δυο μέρες μετά, υπήρξε σφοδρή και φονικότατη. Διήρκεσε επί ένα δεκάωρο και κατά την εξέλιξή της επιχειρήθηκαν δέκα αλλεπάλληλες έφοδοι των τουρκοαιγυπτίων, που όλες τους αποκρούσθηκαν επιτυχώς από τους Έλληνες. Έως το βράδυ της 22ας Ιουνίου περίπου 500 επιτιθέμενοι είχαν σκοτωθεί, ενώ πολλαπλάσιοι ήταν οι τραυματίες. Την ελληνική νίκη γνωστοποίησαν αυθημερόν οι αρχηγοί με επιστολή τους προς τη διοίκηση, αναφέροντας χαρακτηριστικές λεπτομέρειες. Δυο μέρες μετά (24 Ιουνίου), ο Ιμπραήμ θέλησε να επαναλάβει την επίθεση από ξηρά και θάλασσα, αυτή τη φορά σε εκτεταμένο μέτωπο, που απλωνόταν από το Διρό μέχρι τη Τζίμοβα. Και αυτή τη φορά όμως η αντίσταση των Μανιατών (που αυτοαποκαλούνταν Σπαρτιάτες, θέλοντας έτσι να καταδείξουν τη στενή ιστορική συγγένεια που τους συνέδεε με τους σκληροτράχηλους προγόνους τους) υπήρξε ακατάβλητη. Οι Μανιάτες απόκρουσαν τους εισβολείς και κατά μέτωπο και με τα πυρά από δυο βρίκια από την θάλασσα. Ο Ιμπραήμ αποφάσισε τότε να επιχειρήσει απόβαση 1.500 Αιγυπτίων πεζών στο Διρό. Το σώμα αυτό αποβιβάστηκε και προέλασε προς τα Τσαπαλιανά, όπου κατατροπώθηκε από τα πυρά των γύρω Μανιατών. Ακόμα και οι γυναίκες, αλλά και γέροντες και πολλά παιδιά, τους υποδέχτηκαν με τα δρεπάνια στο χέρι. Μετά από σκληρό αγώνα, οι Αιγύπτιοι επιβιβάστηκαν και πάλι και έφυγαν. Ο Ιμπραήμ διέταξε τότε νέα επίθεση στην Βέργα στις 25 Ιουνίου, η οποία απέτυχε όπως και οι προηγούμενες.
Η ηρωική και αλλεπάλληλη νίκη των Ελλήνων ήταν μια από τις λίγες δοξασμένες στιγμές του 1826. Οι Έλληνες απέκρουσαν όλες τις προσπάθειες εισβολής του στρατού του Ιμπραήμ. Ο υπεράριθμος καλά οργανωμένος στρατός των Αιγυπτίων και η οξυδέρκεια του Ιμπραήμ απέτυχαν μπροστά στην τόλμη και την αποφασιστικότητα των Μανιατών. Μετά την μάχη της Βέργας, η Μάνη έμεινε μέχρι το τέλος της επανάστασης αλώβητη από κάθε τουρκική επιδρομή.
Ο Σπαρτιάτης ποιητής Βασίλης Γ. Βλαχάκος γράφει για τις Μανιάτισσες:
Λεβεντογέννες ξεφαντώνουν στους αιώνες/ σερνικομάνες με τ’ αγόρια αρμαθιά/ αντρογυναίκες και σκληρές σαν αμαζόνες/ με τα δρεπάνια γιαταγάνια και σπαθιά,/ ουράνιο τόξο, νίκες και κορώνες/ η πίστη στην καρδιά τους θάλασσα βαθιά.// Πρόσωπα στεγνά από αρχαία τραγωδία/ που τρέχουν με τη μοίρα τους ζαλιά/ φωνές που φτάνουν σαν ουράνια χορωδία/ χείλη που βγάζουν μια αλλιώτικη λαλιά,/ χορός που κάνει το μοιρολόι μελωδία,/ θάνατος και ζωή πηγαίνουν αγκαλιά.// Άνερα στόματα ξερά και πεινασμένα/ τα μυστικά τους είναι σ’ όλους φανερά /ένδοξα μέτωπα δαφνοστεφανωμένα/ κρατάνε την τιμή τους απίστευτα γερά/ μες στη χαρά τα ξεμόνια μονοιασμένα/ στου Ματαπά τον πόνο πνίγουν τα νερά.//Στήθη ’πο πέτρα στο γαλάζιο στημένα/ αιώνια θηλάζουν την αθάνατη γενιά,/ χέρια στιβαρά με ρόζους καμωμένα/ οργώνουν τις πέτρες με αξίνες και υνιά/ μάτια στο χρέος χρόνια καρφωμένα/ φυλάνε καραούλι την αδούλωτη γωνιά.