Διαβάζετε τώρα
22 Ιουλίου 1821. Καταστροφή των Τούρκων στη μάχη της Αμπέλου

22 Ιουλίου 1821. Καταστροφή των Τούρκων στη μάχη της Αμπέλου

Σώμα Γερλήδων αποτελούμενο από 960 άνδρες (τους επισήμους) με αρχηγό τον Ομέρ Εφένδη ξεκίνησε από το Ηράκλειο για να δρέψει και αυτό τμήμα της δόξας από την καταστροφή των Σφακίων.

Εισέρχεται στα Σφακιά από τον Καλλικράτη και διανυκτερεύει εκεί στις 20 Ιουλίου. Την επομένη, στην θέση Άμπελος Ασφένδου οι καπετάνιοι Μανουσέλης, Δεληγιαννάκης, Μανουσογιαννάκης, Βουρδουμπάς, Πωλογεωργάκης και Πρωτοπαπαδάκης με 350 άνδρες κτυπούν τους νέους εισβολείς.

Η μάχη κράτησε δύο ημέρες και έληξε με την ολοκληρωτική σφαγή των εχθρών. Από όλους έμειναν και παραδόθηκαν 54 άτομα, τα οποία αργότερα εκτελέστηκαν.

Οι νέοι θα τραγουδήσουν την ήττα των εχθρών σκωπτικά:

<< Στην Αμπελ ο Γερλή Αγάς έκατσε τυροκόμος

Μα χάλασεν τους το τυρί κι εβρώμεσεν ο κόσμος>>.

Δημοτικό τραγούδι για την νίκη αυτή των Σφακιανών επί των Τούρκων αναφέρει:

Εννιά χιλιάδες Καστρινοί και γιανιτσαραγάδες
εδιπλαρματωθήκασιν εις τα Σφακιά να πάνε,
το σκύλο τον Γερλήν Αγά είχασι σερασκέρη,
στο Κάστρο κι εις το Ρέθεμνος δεν είχεν έτσα ταίρι
και σαν τσοι μονομέριασε ήλεγ’ έναν τραγούδι
κιαι πρώτος το ‘λεγεν αυτός κι απές το λέγαν ούλοι.

<<Εδά θα πάμε στα Σφακιά,τροφή δεν θα βαστούμε,
κρέας και μέλι και τυρί, θα τρώμ’ όσο μπορούμε
και τα παιδιά θα σφάζομε, τσ’ άντρες θα καταλιούμε
και τσι γυναίκες τσι καλές θα παίρνομε όσες βρούμε,
κιανένα δεν αφήνομε, γιατί των απονούμε.
Εσείς θα τσι διαλέγετε όσες καλές κι αν βρείτε,
στο Κάστρο να τσι φέρετε, να τσι διαμοιραστείτε,
να πάρετ’ ούλοι Σφακιανές, σαφίς Σφακιανοπούλες
που προπατούσι στα βουνά σαν τσι περδικοπούλες
και τα ωζά θα παίρνομε,τα σπίτια θα χαλούμε>>.
Εμάθαντο κι οι Σφακιανές και βγήκαν στσι Μαδάρες,
απάνω στσι ψηλές κορφές που ‘νιε οι κατσιφάρες.

Περνούν τον Αποκόρωνα κι ανθρώπου δεν μιλούσι,
γιατ’ ελιγοψυχούσασιν εις τα Σφακιά να βγούσι,
στ΄ Ασκύφου στο Ξυλόδερμα στέκουν και τσ’ απαντούσι,
τσοι Τούρκους δεν τα’ αφήνουσιν εις το χωριό να μπούσι
μα η Τουρκία ΄τονε πολλή κι οι Σφακιανοί ‘σαν λίγοι
αν είχεν έχουν μπονετσιά, κιανιείς δεν θε να φύγει.
Μπαίνουν οι Τούρκοι στο χωριό οι σκύλοι και το καίσι
και τα ‘ποδέλοιπα χωριά τίβοτσι δεν γατέσι.
Τρέχουν το γληγορύτερο και τους ειδοποιούνε,
στ’ Ασκύφου κατεβαίνουσι, μα δεν τσοι μπρολαβαίνου
και για τ’ Ασφέντου ξεκινούν οι Τούρκοι, για να μπούσι
μα και τσοι Καλλικραθιανούς ήθελαν να τσοι δούσι.
Στον πάτο στον Τριδίχαλο εκειά τσοι καταφτάνου,
Θε μου, Μεγαλοδύναμε , οι Σφακιανοί πως κάνου!

Στο λάκκον εις τον Άμπελο το παίξαν το παιχνίδι
κι ετότες το ‘νοιωσ’ ο Γερλής πως δεν θα ξαναφύγει,
τρεις μέρες κάνουν πόλεμο και τρεις αργαδινάδες,
μα την απρωτοσπάσανε οι γιανιτσαραγάδες
εικοσιέξε κι ο Γερλής με ένα αγαδάκι
δεν είχεν ομορφότερο ούλο το μπαιράκι.
Στην κούρτα μέσα μπήκασιν οι σκύλοι να σωθούσι
Γιεις Σφακιανός ήτο κοντά, σαν ετός σιμώνει
και μίλησέ ντου κι ο Γερλής, κοντύτερα σιμώνει

<<Εσένα στέκει, Σφακιανέ, αυτό το καρεφίλι
κι εσίμωξέ ντου πιο κοντά, στα χέρια του το δίδει
και με το καρεφίλι μου θέλω να με σκοτώσεις,
γιατί δεν θέλω ζωντανό, για να με παραδώσεις.
Και οι καντίνες κάθουνται εις τη μεγάλη Πόρτα
κι εγλυκοροζανάρανε κι η μια την άλλη ρώτα:
<< Αργιούσινε οι Καστρινοί οι γιανιτσαραγάδες,
να φέρουσιν τσοι Σφακιανούς ‘πο τσι ψηλές Μαδάρες,
να ‘ρθούν και τ’αγαδάκια μας με τσι Σφακιανοπούλες,
που θα βαστούνε τα προυκιά στσι πλουμιστές σακούλες>>.

Μ’ήρθε και τα αγαδάκι μας κι έδωκε χαμπέρι,
πως τον εσφάξαν τον Γερλή και ούλο ντου το ασκέρι.
Κλαίσ’ οι καντίνες στα χωριά και μοιρολόγια λέσι,
τον σκύλο τον Γερλήν Αγά περίσσια τόνε κλαίσι.
Κλαιν’ και τα χανουμάκια ντου κι είνιε να σκοτωθούσι
εις το λιμάνι πηαίνουσι να πέσου να πνιγούσι

<<Μπαμπά μου, δεν σου το ‘λεγα εις τα Σφακιά μην πάεις,
γιατί το σφακιανό τυρί τζάμπα δεν θα το φάεις.
Μπαμπά μου, το μαχαίρι σου, τ’όμορφο γιαταγάνι,
παιδιά, και ποιος ντελικανής στη μέση ντου το βάνει;
Μπαμπά μου, το ντουφέκι σου, τ’όμορφο καρεφίλι,
οι Σφακιανοί το πήρασι να το φορούν κι εκείνοι;
Μπαμπά μου, τα στιβάνια σου, τα όμορφα τσαρδίνια,
οι Σφακιανοί τα πήρασι να τα χαρούν κι εκείνα.
Και τον παντέρμο τσεντανέ που ‘θετες στο μουλάρι
και καβαλίκευες, μπαμπά κι ήσουν έναν καμάρι…

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.