«Ειδοποίησις προς το Πανελλήνιον. Εκ της θέσεως του μεγάλου Μουσείου του Πανελληνίου. Ο αρχιφύλαξ των αρχαιοτήτων, Ζήσης Σωτηρίου».
Η πρώτη επίσημη ανακοίνωση για τη θεμελίωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, με τον ενθουσιώδη χαρακτηρισμό «Μουσείο του Πανελληνίου», δημοσιεύεται στις 27 Απριλίου 1866 από τον αρχιφύλακα των αρχαιοτήτων Ζήση Σωτηρίου.
Πρόκειται για μια από τις πιο ενδιαφέρουσες και συμπαθητικές φυσιογνωμίες αγωνιστών του 1821, γνωστός και ως «Έλλην του Ολύμπου» από τα πατριωτικά φυλλάδια που εξέδιδε μετά την Επανάσταση.
Την ημέρα αυτή, ο ένθερμος πατριώτης, διορισμένος από το 1863 στη θέση από την οποία πρωτοστάτησε στην οικοδομή του παλαιού Μουσείου Ακρόπολης και του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, εκτός από την έναρξη της εκσκαφής των θεμελίων, ειδοποιεί και για την παραλαβή από την κυβέρνηση του οικοπέδου της Ελένης Τοσίτσα επί της οδού Πατησίων, καθώς και για την εκεί μεταφορά των πρώτων αρχαίων μαρμάρων.
Ταυτόχρονα, κάνει θερμή παράκληση σε όσους Έλληνες φύλαγαν στα σπίτια τους αρχαία να τα χαρίσουν στο Μουσείο, φροντίζοντας για τον εμπλουτισμό του.
Λίγους μήνες μετά, στις 3 Οκτωβρίου 1866, τίθεται επίσημα ο θεμέλιος λίθος του κεντρικού Μουσείου, μαζί με ένα ασημένιο μετάλλιο διαμέτρου 8 εκατοστών και εγχάρακτο αναμνηστικό επίγραμμα, έργο του γλύπτη Δημήτρη Κόσσου.
Στην τελετή, που έγινε με κάθε επισημότητα, παραβρέθηκαν ο βασιλιάς Γεώργιος Α’, υπουργοί, βουλευτές, μέλη της Ιεράς Συνόδου, πολλοί επίσημοι και πλήθος κόσμου. Μετά από προσπάθειες τριών και πλέον δεκαετιών, το πρώτο βήμα για την ανέγερση του πολυπόθητου «Μουσείου του Πανελληνίου» είχε πραγματωθεί.
Ωστόσο, θα πέρναγαν άλλα 23 χρόνια για να ολοκληρωθεί το κτίριο (η δυτική πτέρυγα αρχικά) που θα στέγαζε αρχαιότητες από όλη την επικράτεια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα σταμάταγαν και οι «περιπέτειες» του πιο σημαντικού αρχαιολογικού μουσείου στην Ελλάδα και στον κόσμο.
Σταθμοί στην ιστορία του Μουσείου
Η πρώτη προσπάθεια ίδρυσης εθνικού μουσείου γίνεται το 1829, όταν δημιουργείται από τον Ιωάννη Καποδίστρια το «Εθνικόν Μουσείον Αιγίνης», το πρώτο Αρχαιολογικό Μουσείο της χώρας στο οποίο συγκεντρώνονται γλυπτά, κυρίως, μνημεία από τις ελεύθερες, τότε, περιοχές της νότιας Ελλάδας.
Ιδιαίτερη σημασία για την ιστορία του μουσείου (και των ελληνικών αρχαιοτήτων εν γένει) αποτελεί ο πρώτος αρχαιολογικός νόμος που θεσπίστηκε επί Όθωνος το 1834 και μεταξύ άλλων προέβλεπε την ίδρυση «Κεντρικού Δημόσιου Μουσείου δια τας αρχαιότητας» με έδρα την Αθήνα. Την ίδια χρονιά, με βασιλικό διάταγμα, αποφασίζεται το Κεντρικό Μουσείο να στεγαστεί στον Ναό του Ηφαίστου, το γνωστό «Θησείο», όπου από το 1835 άρχισαν να μεταφέρονται τα περισσότερα αρχαία του μουσείου της Αίγινας, αλλά και αρχαιότητες από την Αττική και την υπόλοιπη Ελλάδα. Την επιμέλεια της μεταφοράς είχε ο πρώτος Έλληνας αρχαιολόγος, Έφορος Κυριακός Πιττακής, εμβληματική μορφή στον χώρο της ελληνικής αρχαιολογίας, ο οποίος λίγα χρόνια νωρίτερα συμμετείχε στον Αγώνα για την Ανεξαρτησία. Μάλιστα, σε αυτόν αποδίδεται μια γενναία όσο και συγκινητική πρωτοβουλία κατά την πολιορκία της Ακρόπολης, τον Απρίλιο του 1821, που οδήγησε τους Αθηναίους να δώσουν βόλια στους ταμπουρωμένους στον Ιερό Βράχο Τούρκους ώστε να μην αφαιρούν το μολύβι από τους συνδέσμους των κιόνων καταστρέφοντας τα μνημεία.
Το πρώτο σχέδιο για το Μουσείο δημιουργεί ο Γερμανός αρχιτέκτονας Λέον φον Κλέντσε, ο οποίος φθάνει στην Ελλάδα το 1834 ως απεσταλμένος του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου προκειμένου να τροποποιήσει το πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας των Κλεάνθη και Σάουμπερ. Όμως, τόσο η πρόταση που αφορούσε την ανέγερση μιας Εθνικής Γλυπτοθήκης για τη στέγαση αρχαίων και νέων έργων τέχνης στα νοτιοδυτικά της Ακρόπολης, όσο και εκείνη που υποβλήθηκε δυο χρόνια αργότερα για το «Παντεχνείο», ένα μεγαλόπρεπο κτιριακό συγκρότημα στον λόφο του Αγίου Αθανασίου στον Κεραμεικό, δεν υλοποιήθηκαν. Τα οικονομικά της νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν σε φιλόδοξους οραματισμούς.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να λύσει το θέμα εγγράφοντας από το 1854 στον κρατικό προϋπολογισμό 10.000 δρχ. το χρόνο για την ανέγερση μουσείου. Το ποσό, όμως, ήταν πολύ μικρό για να μπορέσει να οδηγήσει σε υλοποιήσιμο σχέδιο. Λύση στο οικονομικό αδιέξοδο δίνει το 1856 ο Δημήτριος Μπερναρδάκης, Έλληνας της Διασποράς από την Αγία Πετρούπολη, ο οποίος προσφέρει το ποσό των 200.000 δραχμών. Η ανέγερση ενός εθνικού μουσείου στην Αθήνα αρχίζει πλέον να φαντάζει ως πραγματικότητα.
Στις 30 Ιουνίου 1858 με διάταγμα του Όθωνα ορίζεται η ίδρυση Μουσείου Αρχαιοτήτων. Παράλληλα προκηρύσσεται αρχιτεκτονικός διαγωνισμός, στον οποίο αν και συμμετέχουν 14 αρχιτέκτονες, κανένας από αυτούς δεν καταφέρνει να πάρει την έγκριση της Ακαδημίας του Μονάχου, που είχε και τον τελικό λόγο.
Το αρχιτεκτονικό, αυτή τη φορά, αδιέξοδο προσπαθεί να άρει ο καθηγητής στην Ακαδημία του Μονάχου, Γερμανός αρχιτέκτονας Ludwig Lange, που φτιάχνει σχέδιο το οποίο λόγω πολιτικών ταραχών (με κορύφωση την έξωση Όθωνα) και διαφωνιών για τη θέση ανέγερσης του Μουσείου, δεν υλοποιείται και σχεδόν ξεχνιέται.
Λίγα χρόνια αργότερα τα σχέδια του Lange ανακαλύπτονται εκ νέου. Με την έκδοση στις 24 Φεβρουαρίου του Προεδρικού Διατάγματος «Περί ανεγέρσεως Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου» στον λόφο του Αγίου Αθανασίου σύμφωνα με τα σχέδια του Lange και με την κοίτη θεμελίωσης να έχει ξεκινήσει να σκάβεται από τον Ζήση Σωτηρίου, τα πράγματα δείχνουν να έχουν βρει τον δρόμο τους. Όμως, οι αντιρρήσεις για τη θέση δεν σταματούν και η θεμελίωση του μουσείου ακυρώνεται.
Οριστικό τέλος στο πρόβλημα δίνει το 1866 η Ελένη Τοσίτσα που δώρισε στο ελληνικό κράτος το οικόπεδό της επί της οδού Πατησίων, περίπου 62.000 τ. μ., δίπλα ακριβώς από το οικόπεδο που η ίδια είχε δωρίσει το 1860 για την ανέγερση του Πολυτεχνείου. Η θεμελίωση του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου γίνεται πραγματικότητα στις 3 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.