ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Ἀπό τήν “παραδοξότερη” (1)
μάχη τῆς Ἱστορίας
Πρωί 20 Μαΐου 1941. Ἡ Κρήτη, τό μόνο ἐλεύθερο κομμάτι τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ξυπνᾶ ζωσμένη στίς φλόγες ξανά. Ἀντιστέκεται στήν πρώτη ἀεραποβατική ἐπιχείρηση εὐρείας κλίμακας στή στρατιωτική ἱστορία μέ τήν ὀνομασία «Mercury» (Ἑρμῆς).
Ὁ ἀνοιξιάτικος οὐρανός της βρέχει, βρέχει ἀλεξίπτωτα μέσα σέ πανδαιμόνιο ἄγριου βομβαρδισμοῦ.
«Βροντᾶ κι ἀστράφτει ὁ οὐρανός…
καί τά βουνά βρυχοῦνται.
Κι ὁ Διγενῆς σύρνει φωνή ἀπού τόν Ψηλορείτη:
Ἀπού ‘χει ἅρματα ἄς βαστᾶ κι ἀπού δέν ἔχει ἄς βρίστει» (2).
Οἱ νέοι της ἐπιστρατευμένοι λείπανε στήν ἄλλη Ἑλλάδα, οἱ σύμμαχοι λίγοι. Μά ἄοπλοι γέροι, γυναῖκες, παιδιά αὐθόρμητα ὁρμοῦν μέ νύχια καί μέ δόντια νά ξεσχίσουν τούς φτερωτούς ἐπιδρομεῖς. Μέ τί ὅπλα; Μέ παλιές καραμπίνες, μαχαῖρες, ραβδιά, σκαλίδες. Γέροι μέ φλόγα νεανική ὁρμοῦν μέ χαχαλόβεργες, πέτρες καί ξύλα. «Τήν ὥρα πού ἔπεφτε ἕνας ”οὐρανίτης” ἦταν ἀκόμη ζαλισμένος. Κι ἐμεῖς χιμούσαμε ἀπάνω του… τόν ξαρματώναμε καί γέμιζε καί μᾶς ἡ φούχτα μας πολυβόλο καί περίστροφο», λέει ἕνας γέρος χωρικός.
Αὐτοί οἱ ἐλεύθεροι μαχητές τρόμαξαν μέ τή λάμψη τῶν ἀγριεμένων ματιῶν τους τούς οὐρανοκατέβατους «ὀμπρελάδες». Ἀγρότισσες καί κοπελιές ἀφήνανε τόν ἀργαλειό καί σήκωναν τό δρεπάνι ἤ τά παλιοντούφεκα κατά τοῦ ἀκάλεστου μουσαφίρη. Στούς ἀνοιξιάτικους κάμπους μέ τίς φλογάτες παπαροῦνες, τά λιόφυτα καί τά περβόλια, κάποιοι καραδοκοῦν τούς ξένους γυπαετούς πού ἤρθανε νά μολύνουνε τή γῆ τους. Οἱ πέτρες γίνονται βλήματα κι οἱ φράχτες προμαχῶνες.
«Ξένος καρπός στό χῶμα μου ἐμένα δέ ριζώνει
γιατί ἡ γῆ μου τόν ξερνᾶ, γιατί τόν πνίγει τό αἷμα…
Κι ἐδά τή σέρνω τή φωνή ν᾿ ἀκούσουν οἱ Μαδάρες
νά κατεβοῦνε οἱ γενιές, νά μαζευτοῦν τά σόγια
καί νά χιμήξουν στή φωτιά παιδιά, γυναῖκες κι ἄντρες,
νά δοῦν οἱ σκύλοι οἱ Ναζί πῶς πολεμᾶς ἡ Κρήτη» (3).
«Μόνο οἱ πέτρες δέν σηκώνονταν μοναχές τους νά μᾶς χτυποῦν. Κάθε ἔμψυχον μᾶς ἐπολέμει μέχρι τήν ὕστατή του στιγμή», γράφει ἕνας γερμανός ἀξιωματικός. «Γέροι, γυναῖκες, ἀκόμη καί παιδιά».
Κι ἕνας ἄλλος ἀξιωματικός ἀλεξιπτωτιστῶν ἀφηγεῖται κάποιο περιστατικό πού ἔζησε σ᾽ αὐτή τήν παράδοξη μάχη στήν περιοχή τοῦ χωριοῦ Γαλατᾶ, κοντά στά Χανιά, ὅπου ἔγινε καί ἡ κύρια προσπάθεια τῶν Γερμανῶν:
«Στό λιγοστό φῶς τῆς ἡμέρας θυμᾶμαι πού πετάχθηκε σάν ἀγρίμι μέσα ἀπό τούς ἀγκαθωτούς θάμνους, σάν ἀστραπή, μιά λεβεντόκορμη σιλουέτα, στά μαῦρα ντυμένη, μέ ψηλές μπότες καί σαρίκι στό κεφάλι, πού δίχως καθυστέρηση φύτεψε μέ τό γερμανικό αὐτόματο πού κρατοῦσε, πέντε σφαῖρες στό στομάχι δύο ἀλεξιπτωτιστῶν. Πρίν προλάβουμε να ἀντιδράσουμε, ἔπεσε κάτω, γλιστρώντας σάν φίδι μέσα στούς θάμνους μέ δαιμονισμένη ταχύτητα. Ἀντιδρώντας γρήγορα, τόν κυκλώσαμε καί προσπαθήσαμε νά τόν ἐξουδετερώσουμε. Ὅταν ἔφθασα κοντά του δέν εἶχε ἀκόμα πεθάνει. Τά μάτια του ἀνοικτά, κατάμαυρα, λές καί φοβέριζε τόν ἐρχομό τοῦ θανάτου, ὅμως ὅλο σχεδόν τό κορμί του ἦταν χτυπημένο ἀπό τά θραύσματα τῆς χειροβομβίδας. Τόν σήκωσα καί ἀκούμπησα τήν πλάτη του στόν κορμό μιᾶς χοντρῆς ἐλιᾶς. Εἰλικρινά μέ εἶχε συναρπάσει ἡ τακτική πού μαχόταν. Θά ἦταν περίπου 18 χρονῶν. Πρίν ξεψυχήσει, κοίταξε βαθιά μέσα στά μάτια τό στοχασμό μου καί χαμογέλασε. Ξαφνιάστηκα. Δέν ξέρω ἄν χαμογελοῦσε σέ μένα ἤ στόν θάνατο, πού φτερούγιζε γιά νά τόν πάρει. Σήκωσε μέ κόπο τό δεξί του χέρι, πῆρε ἀπό τό λαιμό του ἕνα σταυρό πού κρεμόταν, τόν φίλησε κι ἔγειρε τό κεφάλι πλάγια, ξεψυχώντας μέ καρφωμένο στά χείλη του τό χαμόγελο. Ὅμως, ἡ ἔκπληξή μου ἔμελλε νά κορυφωθεῖ, ὅταν τραβώντας τό σαρίκι του γιά νά τόν ξαπλώσω χάμω, ξεχύθηκαν ἀπ’ τό κεφάλι του μισό μέτρο κατάμαυρα μαλλιά. Τότε μόνο κατάλαβα πώς ἦταν γυναίκα. Βουβάθηκα. Ἦταν κάτι πού δέν τό περίμενα. Ἔνιωσα στό λαιμό μου ἕνα κόμπο νά μέ πνίγει. Ἦταν ἡ πρώτη φορά πού συνειδητοποίησα ὅτι ἡ μοίρα τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν θά ταν πολύ δύσκολη στήν Κρήτη. Ἔφυγα, ἀφήνοντας τή σκέψη μου κάτω ἀπό τή γέρικη ἐλιά, κοντά στή νεκρή κοπέλα».
Μέ τέτοιες θυσίες ἡ Κρήτη ἔκανε τόν Χίτλερ νά ὁμολογεῖ ὅτι «ἡ ἐποχή τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν παρῆλθε».
Καί περήφανη τραγουδᾶ:
«Χίτλερ νά μή τό καυχηθεῖς
πὼς πάτησες τήν Κρήτη…».
Σ. Π.
1. Ἰαπωνική ἐφημερίδα «Χρόνος», Τόκιο, Μάιος 1941.
2. Σταμ. Ἀποστολάκη: Ἡ μάχη τῆς Κρήτης στό Δημοτικό Τραγούδι, Χανιά 1991.
3. Στρατιωτική Ἐπιθεώρηση ΓΕΣ, τ. 3-4/1991, σελ. 95.