Ἱστορίες μὲ κρυπτοχριστιανοὺς στὴν Τουρκία. Οἱ ἱστορίες εἶναι ἀληθινές. Ὁ γράφων εἶναι στὶς περισσότερες αὐτόπτης καὶ αὐτήκοος μάρτυρας. Τὶς ὑπόλοιπές τοῦ τὶς διηγήθηκαν κληρικοί, ποὺ τὶς ἔζησαν. Πάνω στὰ πραγματικὰ γεγονότα πλέκεται ἡ μυθοπλασία.
Ἀεροδρόμιο τῆς Ἀγκύρας, τὸ 199… Μὲ τὸν ἱερομόναχο Κύριλλο τῆς Μονῆς …. εἴμαστε στὸ χῶρο ἀναχωρήσεων τοῦ ἀεροδρομίου τῆς Ἀγκύρας. Προερχόμαστε ἀπὸ ταξίδι στὴν ἁγία Καππαδοκία, ὅπου λίγοι ἦσαν οἱ τουρίστες – προσκυνητὲς καὶ τὰ ἔχουμε λίγο χαμένα, βλέποντας τὸ πλῆθος καὶ τὴν ποικιλία τῶν φυλῶν καὶ τῶν ἐνδυμασιῶν. Πηγαίνουμε στὴν Τραπεζούντα, στὸ κέντρο τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ. Μέσα σὲ αὐτὸ τὸ ἀνώνυμο πλῆθος, ποὺ ζαλίζεται κανεὶς βλέποντας τὸ πλῆθος νὰ τρέχει σὰ ζαλισμένο κοπάδι, γιὰ νὰ προλάβει τὴν πτήση, ὁ π. Κύριλλος πέρασε ἀπαρατήρητος. Ψηλός, ξερακιανός, μὲ μακριὰ μαύρη γενειάδα, φοροῦσε τὸ ἀντερί του, τὸ ράσο του καὶ ἕνα μαῦρο πανωφόρι, λόγῳ τῆς ἐποχῆς. Ἦταν προχωρημένο φθινόπωρο. Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ταξιδιῶτες ἦσαν γενειοφόροι καὶ ἀρκετοὶ φοροῦσαν ἱμάτια καὶ κελεμπίες… Ἦσαν πολλοὶ καὶ οἱ ἀστυνομικοὶ ποὺ γύριζαν σὲ ὅλο τὸ χῶρο τοῦ ἀεροδρομίου ὁπλισμένοι σὰν ἀστακοί…
Στὴν ὀθόνη ἀναχωρήσεων τῶν πτήσεων τοῦ ἀεροδρομίου εἴδαμε τοὺς ἀριθμοὺς τῶν γκισὲ ποὺ πρέπει νὰ πᾶμε γιὰ νὰ παραδώσουμε τὶς βαλίτσες μας καὶ νὰ πάρουμε τὴν κάρτα ἐπιβίβασης. Περιμέναμε μὲ ὑπομονὴ στὴν οὐρά, ἕως ὅτου φτάσαμε μπρὸς στὴ συνοδὸ ἐδάφους, μία καλοκαμωμένη νέα κοπέλα, μὲ ὄμορφο πρόσωπο, μελαχρινή, μὲ γαλάζια μάτια. Πρῶτος πέρασε ὁ π. Κύριλλος. Ἤμουν πίσω του. Ἔδωσε τὸδιαβατήριό του καὶ ἔβαλε τὴ βαλίτσα στὴ ζυγαριά. Ἡ κοπέλα ἄνοιξε τὸ διαβατήριο καὶ τὸν κοίταξε ἐπίμονα στὰ μάτια. Κάποια στιγμὴ τὰ βλέμματα συναντήθηκαν. Τοῦ εἶπε στὰ ἀγγλικά, σὲ χαμηλὸ εὐγενικὸ τόνο:
–Εἶστε Ἕλληνας…
–Μάλιστα, τῆς ἀπάντησε κοφτὰ ὁ π. Κύριλλος.
–Καὶ Πόντιος; Τὸν ξαναρώτησε
–Μάλιστα, τῆς ἀπάντησε πάλι ὁ π. Κύριλλος, αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπορημένος.
Ἡ κοπέλα μὲ τὸ ἴδιο θερμὸ πάντα χαμόγελο συνέχισε τὶς ἐρωτήσεις.
–Ξέρετε ποντιακά;
Μάλιστα, τῆς ἀπάντησε μονολεκτικὰ ὁ π. Κύριλλος.
Τότε τοῦ μίλησε στὰ ποντιακά.
–Θέλω μία χάρη πάτερ, νὰ μοῦ διαβάσετε μίαν εὐχή, νὰ μὲ εὐλογήσετε.
Ξαφνιάστηκε ὁ π. Κύριλλος.
–Ποῦ κοπέλα μου νὰ σοῦ τὴν διαβάσω; Δεκάδες ἄνθρωποι συνωστίζονται στὰ γκισέ, μπορεῖ νὰ μᾶς δοῦν. Εἶναι καὶ ἡἀστυνομία… Ὁ π. Κύριλλος μοῦ εἶπε ἀργότερα πὼς δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό του γιὰ τὶς συνέπειες. Ἐκεῖνος ἦταν ταξιδιώτης, ἡ κοπέλα ἦταν Τουρκάλα…
–Θὰ πᾶμε λίγο πιὸ πέρα σὲ ἐκεῖνο τὸ ἄδειο γκισὲ καὶ λίγη ὥρα θὰ κάνουμε. Σᾶς παρακαλῶ…
Τὸ ὕφος της παρακλητικό. Σχεδὸν ἔκλαιγε ἀπὸ τὴν ἐπιθυμία τῆς εὐλογίας. Ἄφησε τὴ θέση της καὶ πῆγε πιὸ πέρα χωρὶς νὰ τὸν ἀφήσει ἀπὸ τὰ μάτια της καὶ μὲ τὸ βλέμμα της νὰ τὸν παρακαλεῖ. Ὁ π. Κύριλλος πῆγε κοντά της. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη τοῦ ἀντεριοῦ του ἕνα ἐγκόλπιο εὐχολόγιο καὶ ἕνα μικρὸ Σταυρὸ εὐλογίας. Τῆς διάβασε σύντομη εὐχὴ καὶ μὲ τὴν πλάτη στὸ πλῆθος τὴν εὐλόγησε μὲ τὸν Σταυρὸ μέσα ἀπὸ τὸν πανωφόρι. Τὸ πρόσωπο τῆς κοπέλας φωτίστηκε. Ἔμοιαζε μὲ μικρὸ παιδί, ποὺ τοῦ ἔκαμαν ἕνα πολύτιμο δῶρο, δῶρο ζωῆς. Λάμποντας ἀπὸ χαρὰγύρισε στὴ θέση της, ἔδωσε τὸ διαβατήριο καὶ τὴν κάρτα ἐπιβίβασης στὸν π. Κύριλλο. Πρὶν ἀπομακρυνθεῖ, τὴνἐρώτησε στὰ ποντιακά:
–Πῶς σὲ λένε κοπέλα μου, γιὰ νὰ σὲ μνημονεύω σὲ κάθε Θεία Λειτουργία; Καὶ ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε:
–Μὲ λένε Ἑλένη…
Κάνοντας ὅτι τὴν χαιρετᾶ τῆς ἄφησε ἕνα μικρὸ φάκελο καὶ προχώρησε… Ἦρθε ἡ σειρά μου νὰ ἐξυπηρετηθῶ. Πάντα μὲ μίαν ἔκφραση χαρᾶς, ἀλλὰ χωρὶς κουβέντα μὲ ἐξυπηρέτησε. Ἁπλῶς κοιταχτήκαμε στὰ μάτια. Ἤμασταν καὶ οἱ δύο εὐτυχισμένοι. Ἐκείνη γιὰ τὴν ἀναπάντεχη εὐλογία, ἐγὼ γιὰ τὴν ὕπαρξη στὸ ἀεροδρόμιο τῆς Ἀγκύρας μίας Ἑλένης.
Καθὼς περιμέναμε νὰ ἐπιβιβαστοῦμε στὸ ἀεροπλάνο, δὲν μποροῦσα νὰ συγκρατήσω τὸν ἐντυπωσιασμό μου ἀπὸ τὴν κρυπτοχριστιανὴ καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι ὁ π. Κύριλλος πέρασε ἀπὸ τὸν ἔλεγχο ἁγιωτικὰ ἀντικείμενα.
–Πάτερ μου, ἐντύπωση μοῦ ἔκανε τὸ πῶς πέρασες ἀπὸ τὰ μηχανήματα τοῦ ἀεροδρομίου τὸν σταυρὸ καὶ τὸ εὐχολόγιο. Εἶδα πὼς ἔχεις μαζί σου καὶ εἰκονίτσες… Πιστεύω πὼς μίαν πρέπει νὰ ἔδωσες καὶ στὴν Ἑλένη…
– Δὲν ἔκρυψα τίποτε στὸν ἔλεγχο. Οὕτως ἢ ἄλλως θὰ τὰ εὕρισκαν… Σχεδὸν μὲ ἔγδυσαν… Ὅταν μὲ πῆγαν στὸνἐπικεφαλῆς τῆς ἀσφάλειας τοῦ ἀεροδρομίου, τοῦ ἐξήγησα ὅτι εἶναι παλιὰ ἀντικείμενα χωρὶς ἀξία καὶ γιὰ δική μου χρήση. Τίποτε ἀπὸ τὰ ὅσα ἔχω μαζί μου δὲν περιέχει μέταλλο. Καὶ ὁ Σταυρὸς εἶναι ξύλινος…Τὶς εἰκονίτσες μοῦ ἐπέτρεψε νὰ τὶς πάρω. Σὲ προηγούμενα ταξίδια μου στὴν Τουρκία μοῦ τὶς εἶχαν κρατήσει. Εἶναι καὶ σὲ τί ἀστυνόμο θὰπέσει κανείς, ἀλλὰ καὶ μὲ πόση πίστη προσεύχεται…
Περιμένοντας νὰ ἐπιβιβαστοῦμε μᾶς πλησίασε ἕνας γύρω στὰ πενήντα σχετικὰ κοντὸς παχουλὸς κύριος, μὲγυαλάκια καὶ στρογγυλὸ πρόσωπο καὶ εὐχάριστος στὴν ὄψη καὶ στοὺς τρόπους. Μίλησε στὸν π. Κύριλλο ἀπ’ εὐθείας ποντιακά.
–Πάτερ μου πόντιος εἶσθε; Ἀπὸ ποῦ ἡ καταγωγή;
–Μάλιστα, τοῦ ἀπάντησε ὁ π. Κύριλλος. Οἱ γονεῖς μου γεννήθηκαν στὰ Κοτύωρα (Ὀρντοὺ) καὶ μωρὰ πῆγαν στὴνἙλλάδα. Αὐτοὶ γλύτωσαν ἀπὸ τὴ σφαγή. Οἱ παπποῦδες καὶ οἱ γιαγιάδες μου ἄφησαν στὸν Πόντο τὸ βιός τους καὶ πρὸπάντων τὴν καρδιά τους…
–Ἐσὺ ἀπὸ ποῦ εἶσαι; Τὸν ρώτησε ὁ π. Κύριλλος.
–Εἶμαι ἀπὸ τὴν Τραπεζούντα. Ἡ γιαγιά μου ἦταν Ρωμιά. Θεὸς σ᾽χωρέσ᾽τη… Καὶ ἡ μάνα μου αἰσθάνεται ρωμιὰ κι ἂς εἶναι ὁ πατέρας μου Τοῦρκος. Τὰ ποντιακὰ τὰ ξέρει ἀπὸ τὴ μάνα της, ξέρει καὶ τὴν ἱστορία της… Μὴ μὲ ρωτήσεις τὸπῶς καὶ τὸ γιατί καὶ οἱ δύο παντρεύτηκαν Τούρκους,
Ὁ π. Κύριλλος δὲν θέλησε νὰ δώσει συνέχεια στὴν τραγωδία τοῦ βίαιου γάμου Τούρκων μὲ κορίτσια ποὺμὲ τὴ βία κράτησαν κατὰ τὴν καταστροφὴ τοῦ 1922 καὶ τὸν ρώτησε, μὲ τὸ θάρρος ποὺ τοῦ ἔδωσε μὲ τὰ ὅσα τοῦ εἶπε:
–Ἐσὺ πῶς αἰσθάνεσαι; Ρωμιός, Τοῦρκος,…;
–Αἰσθάνομαι πάτερ μπερδεμένος. Εἶμαι Τοῦρκος, ἀλλὰ ἔρχονται στιγμὲς ποὺ νιώθω Ρωμιός. Ψυχικὴ διέξοδος γιὰ μένα ἦταν ἡ Γερμανία. Ξενιτεύτηκα ἐκεῖ, σπούδασα, παντρεύτηκα Γερμανίδα, ἔγινα Γερμανὸς πολίτης, τὰ παιδιά μου τὰἔκαμα νὰ νιώθουν Γερμανοὶ καὶ εἶναι χριστιανόπουλα, στὴ θρησκεία τῆς μητέρας τους. Ὅσο ζοῦν οἱ γονεῖς μου ἔρχομαι στὴν Τραπεζούντα μία δύο φορὲς τὸ χρόνο καὶ τοὺς βλέπω, ἐδῶ ὡς Τοῦρκος… Ὅσο μπορῶ περνῶ στὴνἀφάνεια, γιὰ νὰ μὴν προκαλῶ τὶς ὑπηρεσίες ἐδῶ καὶ στὴ Γερμανία…
Συζητώντας προχωρήσαμε στὸ ἀεροπλάνο καὶ πιὰ δὲν ξανασυναντηθήκαμε… Φτάσαμε στὴν Τραπεζούντα, κάναμε τὸ προσκύνημά μας στὶς Μονὲς Σουμελᾶ καὶ Βαζελῶνος. Ὑπὸ τὴν παρακολούθηση τῶν γκρίζων λύκων πήγαμε νὰ προσκυνήσουμε καὶ στὴν Ἁγία Σοφία, ἀλλὰ δὲν μᾶς ἄφησαν νὰ μποῦμε, ἐπισκεφθήκαμε ὅ,τι ἑλληνικὸ ἔχειἀπομείνει στὴν καρδιὰ τοῦ ποντιακοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ διὰ μέσου Κωνσταντινούπολης ἐπιστρέψαμε στὴν Ἑλλάδα.
Πέρασε περίπου ἕνας χρόνος ἀπὸ τὸ ταξίδι μας στὴν Καππαδοκία καὶ στὸν Πόντο. Ἕνα ἀπόγευμα μοῦ τηλεφώνησε ὁ π. Κύριλλος.
–Κάθεσαι; μὲ ρώτησε.
–Νὰ καθίσω πάτερ μου, τοῦ εἶπα καὶ πράγματι τὸ ἔκαμα.
–Ποιός ἢ μᾶλλον ΠΟΙΑ βρίσκεται στὴν Ἀθήνα;
–Πάτερ μου δὲν ξέρω, δὲν μπορῶ νὰ σκεφθῶ…
–Εἶναι ἡ Ἑλένη!
–Ποιά Ἑλένη;
–Ἡ Ἑλένη τοῦ ἀεροδρομίου τῆς Ἀγκύρας. Τὸ χαρούμενο κορίτσι μὲ τὰ γαλανὰ μάτια καὶ μὲ τὸ γλυκὸ χαμόγελο. Ἡκρυπτοχριστιανή…
Ἔμεινα ἄφωνος ἀπὸ τὴν ἔκπληξη. Ὄχι ὅτι τὴν εἶχα βγάλει ἀπὸ τὸ μυαλό μου, ἀλλὰ θεωροῦσα ἀπίθανο νὰξανασυναντηθοῦμε…
–Πῶς ἔγινε αὐτὴ ἡ εὐχάριστη ἔκπληξη πάτερ μου;
–Ὅταν τῆς ζήτησα νὰ μοῦ πεῖ τὸ ὄνομά της καὶ μοῦ ἀπάντησε Ἑλένη, τῆς ἔδωσα, ὅπως εἶδες, ἕνα μικρὸ φάκελο. Μέσα εἶχε ἕνα χάρτινο εἰκόνισμα, καὶ τὴν κάρτα μου, μὲ τὸ τηλέφωνό μου. Χθὲς λοιπὸν μοῦ τηλεφώνησε καὶ μοῦ εἶπε πὼς εἶναι στὴν Ἀθήνα καὶ πὼς θέλει νὰ μᾶς συναντήσει.
–Μετὰ χαρᾶς, τοῦ εἶπα, νιώθοντας μία ψυχικὴ ἀγαλλίαση.
Μὲ τὸν π. Κύριλλο συναντηθήκαμε στὸ ξενοδοχεῖο ποὺ ἔμενε ἡ Ἑλένη, καθίσαμε σὲ ἕναν καναπὲ τῆς αἴθουσας ὑποδοχῆς καὶ τὴν περιμέναμε. Σὲ λίγο κατέβηκε. Τώρα, χωρὶς τὴ στολή της, ἦταν μία κομψὰ καὶ σεμνὰντυμένη γυναίκα, πού, ὅπως μᾶς εἶπε, τῆς εἴχαμε ἀποτυπωθεῖ στὸ μυαλὸ καὶ στὴν καρδιά της… Μετὰ τὸν θερμὸχαιρετισμὸ καὶ τὴν ἔκφραση τῆς χαρᾶς της, μᾶς εἶπε γιὰ τὴν ἱστορία της καὶ γιὰ τὸ πῶς βρέθηκε στὴν Ἀθήνα.
–Τῆς γιαγιᾶς μου τοὺς Ρωμιοὺς γονεῖς τοὺς δολοφόνησαν οἱ Τοῦρκοι καὶ ἐκείνην δωδεκάχρονη τὴν παντρεύτηκε σὰν θήραμα ὁ Τοῦρκος παππούς μου. Ἔκαμαν τὴ μητέρα μου, ποὺ ξέροντας τὴν ἱστορία τῆς μητέρας της δὲν ἤθελε νὰπαντρευτεῖ μὲ Τοῦρκο. Εἶχε φτάσει στὰ σαράντα, ὅταν, πρὶν πεθάνει ὁ παππούς μου, τὴν πάντρεψε μὲ καλοστεκούμενοἡλικιωμένο συγγενῆ του καὶ ἔκαμαν ἐμένα. Ἡ γιαγιά μου πρότεινε καὶ ἡ μητέρα μου δέχτηκε μωρὸ κρυφὰ νὰ μὲβαπτίσουν, ἐνῶ ἤμουν τυπικὰ μουσουλμάνα, ὅπως καὶ ἐκεῖνες. Μοῦ ἔδωσαν τὸ ὄνομα Εἰρήνη, ποὺ τόσο ἔλειψε στὴγιαγιά μου… Ὅταν ὁ παπποὺς καὶ ὁ πατέρας μου πέθαναν καὶ ἐγὼ ἤμουν στὸ πανεπιστήμιο, ἡ μητέρα καὶ ἡ γιαγιά μοῦ εἶπαν τὴν ἀλήθεια καὶ μοῦ συμπλήρωσαν ὅτι τώρα ποὺ ξέρω, μπορῶ νὰ κρίνω ἐλεύθερα τὸ ποιὰ εἶμαι. Διάλεξα νὰεἶμαι κρυφὰ Ρωμιά, ὅπως ἐκεῖνες. Πῆγα ἀπὸ τὸν Πόντο στὴν Ἄγκυρα, γιὰ νὰ σπουδάσω καὶ βρῆκα τὴ δουλειά. Διάβασα πολλὰ γιὰ τὴν Ἑλλάδα καὶ τὴν Ὀρθοδοξία. Ἐκεῖ βέβαια δὲν εἶχα καθόλου εὐκαιρίες νὰ συναντήσω ἱερέα καί,ὅταν σᾶς εἶδα, πάτερ μου, σκίρτησε ἡ καρδιά μου. Ζήτησα τὴν εὐλογία σας, λέγοντας μέσα μου νὰ κάνω αὐτὸ ποὺ ἐπιθυμεῖ ἡ ψυχή μου. Ἡ κάρτα σας μὲ διευκόλυνε νὰ πάρω τὶς ἀποφάσεις μου…
–Καὶ οἱ προσευχές μου, τῆς εἶπε ὁ π. Κύριλλος. Σὲ κάθε προσευχή μου ἤσουνα παροῦσα ἀγαπητὴ Ἑλένη. Καὶ ποιὲς εἶναι οἱ ἀποφάσεις σου κόρη μου;
–Ἔψαξα καὶ βρῆκα ἐργασία σὲ ἑλληνικὴ ἑταιρεία. Τὸ ὅτι σπούδασα ἀγγλικὴ φιλολογία, ἡ καταγωγή μου καὶ οἱ γλῶσσες ποὺ ξέρω μὲ διευκόλυναν. Ἡ γιαγιά μου πέθανε. Ἐλπίζω κάποια στιγμὴ νὰ ἔρθει καὶ ἡ μητέρα μου, ποὺ τώρα εἶναι μόνη της καὶ νὰ μείνουμε μόνιμα στὴν Ἑλλάδα… Νὰ μὴν αἰσθανόμαστε μόνο καὶ νὰ τὸ κρύβουμε, ἀλλὰ νὰ δηλώνουμε περήφανες ποὺ νιώθουμε καὶ εἴμαστε Ρωμιές…
Μιλήσαμε πολλὴ ὥρα ἀκόμη, μέχρι ποὺ βράδιασε καὶ δειπνήσαμε μαζί. Χωρίσαμε, ἀλλὰ μείναμε σύμφωνοι σύντομα νὰ ξανασυναντηθοῦμε…-
Your article helped me a lot, is there any more related content? Thanks!