Διαβάζετε τώρα
Η Μεγάλη Εβδομάδα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

Η Μεγάλη Εβδομάδα στην ποίηση του Οδυσσέα Ελύτη

  • Από την ποιητική συλλογή «Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου»

Ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής, μεταφραστής, κριτικός τέχνης και συγγραφέας Οδυσσέας Ελύτης γράφει για την Μεγάλη Εβδομάδα στο “Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου” το 1984: “Έλα τώρα χέρι μου δεξί, κείνο που σε πονεί δαιμονικά ζωγράφισέ το, αλλ’ από πάνω βάλ’ του το ασήμωμα της Παναγίας πόχουν τη νύχτα οι ερημιές μες στα νερά του βάλτου“.

Μ. ΔΕΥΤΕΡΑ
ΚΑΤΑΚΟΠΟΣ από τις ουράνιες περιπέτειες,
έπεσα τις πρωινές ώρες να κοιμηθώ.
Στο τζάμι, με κοίταζε η παλαιά Σελήνη,
φορώντας την προσωπίδα του Ήλιου.

Μ. ΤΡΙΤΗ
ΜΟΛΙΣ ΣΗΜΕΡΑ βρήκα το θάρρος
και ξεσκέπασα το κηπάκι σαν φέρετρο.
Με πήραν κατάμουτρα οι μυρωδιές, λεμόνι, γαρίφαλο.
Ύστερα παραμέρισα τα χρόνια, τα φρέσκα πέταλα και να:
η μητέρα μου, μ’ ένα μεγάλο άσπρο καπέλο
και το παλιό χρυσό ρολόι της κρεμασμένο στο στήθος.
Θλιμμένη και προσεκτική. Πρόσεχε κάτι ακριβώς πίσω από μένα.
Δεν πρόφτασα να γυρίσω να δω γιατί λιποθύμησα.

Μ. ΤΕΤΑΡΤΗ
ΟΛΟΕΝΑ ΟΙ ΚΑΚΤΟΙ ΜΕΓΑΛΩΝΟΥΝ
κι ολοένα οι άνθρωποι ονειρεύονται σα να ’ταν αιώνιοι.
Όμως το μέσα μέρος του Ύπνου έχει όλο φαγωθεί
και μπορείς τώρα να ξεχωρίσεις καθαρά
τι σημαίνει κείνος ο μαύρος όγκος που σαλεύει
Ο λίγες μέρες πριν ακόμη μόλις αναστεναγμός
Και τώρα μαύρος αιώνας.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ
ΜΕΡΑ ΤΡΕΜΑΜΕΝΗ όμορφη σαν νεκροταφείο
με κατεβασιές ψυχρού ουρανού
Γονατιστή Παναγία κι αραχνιασμένη
Τα χωμάτινα πόδια μου άλλοτε
(Πολύ νέος ή και ανόητα όμορφος
θα πρέπει να ήμουν)
Οι και δύο και τρεις ψυχές που δύανε
Γέμιζαν τα τζάμια ηλιοβασίλεμα.

Μ. ΠΕΜΠΤΗ, β
ΣΩΣΤΟΣ ΘΕΟΣ. Όμως κι αυτός έπινε το φαρμάκι του
γουλιά γουλιά καθώς του είχε ταχθεί
έως ότου ακούστηκε η μεγάλη έκρηξη.
Χάθηκαν τα βουνά. Και τότε αλήθεια φάνηκε
πίσω από το πελώριο πηγούνι ο κύλικας
Κι αργότερα οι νεκροί μες στους ατμούς, εκτάδην.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
ΣΑΝ ΝΑ ΜΟΝΟΛΟΓΩ, σωπαίνω.
Ίσως και να ’μαι σε κατάσταση βοτάνου ακόμη
φαρμακευτικού ή φιδιού μιας κρύας Παρασκευής
Ή μπορεί και ζώου από κείνα τα ιερά
με τ’ αυτί το μεγάλο γεμάτο ήχους βαρείς
και θόρυβο μεταλλικό από θυμιατήρια.

Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, β
Αντίς για Όνειρο
ΠΕΝΘΙΜΟΣ ΠΡΑΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ μες στο λιβάνι
αναθρώσκουν παλαιές Μητέρες ορθές σαν κηροπήγια
τυφεκιοφόροι νεοσύλλεκτοι σε ανάπαυση
μικρά σκάμματα ορθογώνια, ραντιστήρια, νάρκισσοι.
Σαν να ’μαι, λέει, ο θάνατος ο ίδιος αλλ’
ακόμη νέος αγένειος που μόλις ξεκινά
κι ακούει πρώτη φορά μέσα στο θάμβος των κεριών
το «δεύτε λάβετε τελευταίον ασπασμόν».

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ
ΠΕΡΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ αϋπνία μου
λίγο, για μια στιγμή, μου χαμογέλασε
η θεούλα με τη μωβ κορδέλα
που από παιδάκι μου κυκλοφοράει τα μυστικά
Ύστερα χάθηκε πλέοντας δεξιά
να πάει ν’ αδειάσει τον κουβά με τ’ απορρίματά μου
– της ψυχής αποτσίγαρα κι αποποιηματάκια –
εκεί που βράζει ακόμη όλο παλιά νεότητα
και αγέρωχο το πέλαγος.

Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ, β
ΠΑΛΙ ΜΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΙΑ της θάλασσας το μαύρο
εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες
όπως φωνές επάνω από ναυάγιο
Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα
Όπως εγώ προχθές του Αγίου Γεωργίου ανήμερα
που πήα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια
και θωρακοφόρους
και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης,
η ερωτοπαθής ψυχή μου.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.