Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας ήταν ένας Έλληνας ποιητής και αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε το 1805 στο Συρράκο Ηπείρου Ιωαννίνων, γιος του πλούσιου εμπόρου Χριστόφορου Ζαλοκώστα. Όμως η τυραννία του Αλή πασά και η καταδίωξη του πατέρα του από τους Τούρκους ανάγκασαν την οικογένειά του να καταφύγει στο Λιβόρνο της Ιταλίας. Εκεί πήγε σε ιταλικό σχολείο, ασχολήθηκε με την ζωγραφική και σπούδασε ελληνική και ιταλική φιλολογία και αργότερα νομική, την οποία όμως δεν ολοκλήρωσε καθώς με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 εγκατέλειψε την Ιταλία και επέστρεψε στην Ελλάδα.
Εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στον Πύργο της Ηλείας. Εκεί έχασε και τους δύο γονείς του σε μια μέρα και λίγο αργότερα τον αδερφό του. Μετά το θάνατο των γονιών του, κατέφυγε στην Αθήνα. Έλαβε μέρος σε αρκετές μάχες εναντίον των Τούρκων, ενώ πήρε επίσης μέρος στην Έξοδο του Μεσολογγίου και υπήρξε ένας από τους ελάχιστους επιζήσαντες μετά την ηρωική έξοδο του 1826. Ο Ζαλοκώστας πολέμησε δίπλα στον οπλαρχηγό Παπασταθόπουλο.
Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε ως Οικονομικός αξιωματικός του οικονομικού σώματος του στρατού και της χωροφυλακής, θέση την οποία και διατήρησε μέχρι και το τέλος της ζωής του. Ωστόσο έλαβε μέρος σε μία συνωμοσία εναντίον των Βαυαρών με σκοπό την παραχώρηση συντάγματος με αποτέλεσμα ο Όθωνας να αποτρέψει κάθε πιθανότητα προαγωγής του. Συνεργάστηκε στην έκδοση του περιοδικού Μνημοσύνη με τον Ι.Ν.Λειβαδέα, και της Ευτέρπης με τον Κων/νο Πωπ.
Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε επίσημα το 1851 με τη βράβευσή του στον Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό για το έργο του «Μεσολόγγιον». Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, τη μετάφραση, το αισθητικό και το λογοτεχνικό δοκίμιο. Από το γάμο του το 1840 απέκτησε εννιά παιδιά, από τα οποία επέζησαν μόλις τα δύο, γεγονός που τον συνέτριψε ψυχικά. Πέθανε στις 3 Σεπτεμβρίου 1858 στην Αθήνα σε ηλικία 53 ετών. Το 1962 τοποθετήθηκε στα Ιωάννινα προτομή του.
Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας χαρακτηρίστηκε θερμός πατριώτης, περήφανος και αξιοπρεπής.Το ποιητικό έργο του κινήθηκε άλλοτε στο χώρο της καθαρεύουσας και άλλοτε στα πλαίσια μιας απλούστερης γλώσσας, με επιρροές που καλύπτουν το ευρύ φάσμα από το ρομαντισμό των αδερφών Σούτσων και το νεοκλασικιστικό ιδεώδες ως την ποίηση του Σολωμού και της Επτανησιακής σχολής. Ιδιαίτερης ευαισθησίας είναι τα ποιήματα που συνέθεσε μετά το θάνατο των δύο παιδιών του, που σφράγισε τη ζωή του. Ασχολήθηκε επίσης με την πεζογραφία, τη μετάφραση, το αισθητικό και το λογοτεχνικό δοκίμιο. Γνωστός ωστόσο έγινε κυρίως με καντάδες, όπως οι «Μια βοσκοπούλα αγάπησα» και «Η αναχώρησίς της», που στηρίχτηκαν σε ιταλικά πρότυπα και έγιναν ιδιαίτερα δημοφιλείς στην εποχή τους. Από πολλούς θεωρείται ο καλύτερος ποιητής της εποχής του. Κοινή παραδοχή είναι επίσης ότι η ποίηση του σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από την οικογενειακή του τραγωδία. Ενδεικτικό είναι το σχόλιο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου, που τον χαρακτηρίζει «ποιητή του πατρικού πόνου».
Η λογοτεχνική συνεισφορά του Γεώργιου Ζαλοκώστα είναι ποικιλόμορφη. Δεχόμενος επιρροές τόσο από την Αθηναϊκή όσο και από την Κερκυραϊκή Σχολή, συνέγραψε ποιήματα τόσο στην καθαρεύουσα όσο και τη δημοτική. Έγραψε κάθε είδους ποιήματα (πατριωτικά, λυρικά, ρομαντικά) και τραγούδησε με την ποίησή του, όσο μπορούσε, τις πίκρες που του επιφύλαξε η ζωή. Και οι πίκρες αυτές ήταν πολλές. Αρκεί να σημειωθεί ότι από τα εννιά παιδιά που είχε, έχασε τα επτά. Και σαν σεμνός και εσωστρεφής χαρακτήρας που ήταν, έδωσε στην ποίηση ολόκληρο τον εαυτό του. Πολλά από τα ποιήματά του είναι πατριωτικά· σε αυτά χρησιμοποίησε κυρίως την καθαρεύουσα και άλλα πάλι λυρικά. Πολλά από τα μικρά λυρικά του ποιήματα μελοποιήθηκαν. Ενδεικτικά αναφέρεται «Το φίλημα» (Μια βοσκοπούλα αγάπησα). Άντλησε επίσης τη θεματολογία του από την τραγική οικογενειακή του κατάσταση.
Το 1851 πήρε το πρώτο βραβείο στο Ράλλειο ποιητικό διαγωνισμό για το ποίημα του «Το Μεσολόγγιον». Αργότερα βραβεύτηκε και για τις ποιητικές συλλογές του: «Αρματωλοί και κλέφται» και «Ώραι Σχολής». Αξιοποίησε επίσης την καλή γνώση της ιταλικής γλώσσας μεταφράζοντας ποιήματα Ιταλών λογοτεχνών, όπως ο Ούγος Φώσκολος και ο Τορκουάτο Τάσσο. Ασχολήθηκε ακόμη με τη ζωγραφική. Τα Άπαντά του εκδόθηκαν ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
Ενδεικτική εργογραφία:
• Η μάχη του Σοβελάκου
• Σκιές του Φαλήρου
• Το χάνι της Γραβιάς
• Μπότσαρης
• Χαροκαμένη
• Το Μεσολόγγιον
• Αρματωλοί και κλέφται
• Ώραι Σχολής
Η 25 Μαρτίου (Λυρικό) (1843)