Σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις που επέλεξε να δώσει μέχρι σήμερα, η μεγαλύτερη αδελφή του ήρωα ποιητή, εκείνη στην οποία απευθυνόταν με την τελευταία του επιστολή που έγραψε μέσα στις κεντρικές φυλακές λίγες ώρες πριν απαγχονιστεί από τους Άγγλους, στις 14 Μαρτίου 1957, καταθέτει στο «ΦιλGood» τη δική της ιστορική μνήμη-ντοκουμέντο.
«Των αθανάτων το κρασί
το ‘βρετε σεις και πίνετε
ζωή για σας ο θάνατος
κι αθάνατοι θα μείνετε».
(Ποίηση: Ευαγόρας Παλληκαρίδης)
το ‘βρετε σεις και πίνετε
ζωή για σας ο θάνατος
κι αθάνατοι θα μείνετε».
(Ποίηση: Ευαγόρας Παλληκαρίδης)
Δεν είναι δύσκολο να αναγνωρίσει κάποιος το ισόγειο σπίτι της, λίγα μέτρα πίσω από το Μεσαιωνικό κάστρο της Λάρνακας, εκεί όπου ζει με την οικογένειά της από το 1974, αφού μέχρι τότε κατοικούσε στην Αμμόχωστο – ένας μεγάλος πίνακας και μία ασπρόμαυρη φωτογραφία του ήρωα φαίνονται απ’ το δρόμο, από το ανοιχτό παράθυρο, επάνω από μία μικρή ξύλινη βιβλιοθήκη με βιβλία, τετράδια και έγχρωμα λευκώματα, όλα αφιερωμένα στον ποιητή αδελφό της, τον τελευταίο που απαγχονίστηκε στη διάρκεια της ΕΟΚΑ και τον μικρότερο ηλικιακά.
«Ήταν πολύ συγκινητική εκείνη η τελευταία του επιστολή, λίγο πριν απαγχονιστεί…», ξεκίνησα να της λέω. Δεν μίλησε, γύρισε το κεφάλι της προς τις μικρές κορνιζαρισμένες φωτογραφίες του χολ – για λίγο σιωπή. «Τι θα θέλατε να σας κεράσω;», είπε. Επέμεινα. Της διάβασα ένα μικρό απόσπασμα, εκείνης της -ιστορικής πια- επιστολής, που απευθυνόταν σ’ εκείνην: «…Κατά τα άλλα, μη λυπάστε. Ίσως να είναι μια δίκαιη τιμωρία. Ίσως ο Θεός να θέλη να μας δοκιμάση. Πάντα υπάρχει ελπίδα. Λυπούμαι που θ’ αφήσω πίσω κάποια πρόσωπα αγαπημένα. Λυπούμαι που θα τα λυπήσω. Μα, δεν πειράζει… Γεια σου, μεγάλη μου αδελφή. Δεν θα γελάσουμε ξανά, λέγοντας πελλάρες. Δεν θα μιλήσουμε ούτε και τα σοβαρά μας… Το κάθε τι γεννιέται και πεθαίνει…». Σηκώνεται, σαν να θέλει να αποφύγει να δω το πρόσωπό της, προχωρεί προς την κουζίνα και μου φέρνει μερικά κουλουράκια μέσα σ’ ένα μικρό πιατάκι, με μπλε ζωγραφισμένα μοτίβα επάνω, κάτι σαν μικρά πουλιά. «Γιατί δεν δίνετε συνεντεύξεις για τον αδελφό σας; Απ’ το ’57 έχετε μιλήσει ελάχιστα, απ’ όσο έμαθα, ενώ στο διαδίκτυο δεν υπάρχει πουθενά αναρτημένη κάποια συνέντευξή σας…», της λέω. «Ακούστε. Ούτε μιλάω, ούτε φωτογραφίζομαι – κάνω μία εξαίρεση αυτή τη φορά. Βγάλατε κανά δυο φωτογραφίες τις προάλλες, απ’ το μνημόσυνο, στα “Φυλακισμένα Μνήματα” – ας είναι. Μιλάει συνήθως δημόσια η Μαρούλλα, η μικρότερή μας αδελφή. Εγώ το αποφεύγω, δεν μπορώ, είμαι πολύ ευσυγκίνητη σ’ αυτό το θέμα… Πάρτε από φωτογραφίες του Ευαγόρα που έχω στο σπίτι, απ’ το αρχείο μου, ό,τι θέλετε, ό,τι θέλετε από εκείνον – για εκείνον…».
– Συγκινείστε πολύ… Δεν συνηθίσατε πια, μετά από 62 χρόνια, την απουσία του Ευαγόρα; Ο Ευαγόρας είναι πάντα απών-παρών. Οι μεγάλοι απόντες είναι πάντοτε παρόντες… Η απουσία του Ευαγόρα δεν συνηθίζεται, ακόμη και μετά από 62 χρόνια.
– Από όσο κατάλαβα, απ’ την τελευταία του επιστολή, πρέπει να σας είχε πολύ μεγάλη αδυναμία… Ήμασταν κοντά ηλικιακά. Είχαμε 16 μήνες διαφορά – στο δημοτικό της Τσάδας, που ήταν τριδιδάσκαλο, ήμασταν και στην ίδια αίθουσα. Σε τρεις τάξεις, είχαμε βρεθεί μαζί. Ήμασταν, όμως, κοντά και συναισθηματικά. Ταιριάζαμε ως ιδιοσυγκρασίες.
– Τι χαρακτήρας ήταν; Ο Ευαγόρας ήταν ένα ήσυχο, μειλίχιο παιδί, παρά την ενεργητικότητα που τον διέκρινε και την ενασχόλησή του με τον αθλητισμό – απ’ το δημοτικό ακόμη. Ήταν ένα σιωπηλό παιδί ο αδελφός μου, καθόλου κραυγαλέος. Ήταν κλειστός χαρακτήρας.
– Μοναχικός; Δεν θα το ‘λεγα. Έπαιζε με τα παιδιά, με τα γειτονόπουλά μας, είχε τις παρέες του, κάθε απόγευμα ήταν στις προπονήσεις του. Ξεχώριζε, άλλωστε, ως αθλητής – στα 100 μέτρα με εμπόδια και στα 400 μέτρα, από την έκτη δημοτικού ενώ, στη συνέχεια, εξελίχθηκε σε πολυαθλητή, με διακρίσεις σε επαρχιακούς και παγκύπριους αγώνες, στο άλμα εις μήκος, στο τριπλούν, στο δίσκο, στο ακόντιο, στη σφαίρα. Αλλά, ταυτόχρονα με αυτές του τις δραστηριότητες, απομονωνόταν για αρκετή ώρα στο δωμάτιό του, όταν ήθελε να μελετήσει κάτι ή να γράψει. Στο σπίτι υπήρχε μία μικρή βιβλιοθήκη και, πολύ συχνά, καταφεύγαμε εκεί. Μαθαίναμε απέξω κάποια ποιήματα -κυρίως πατριωτικά- και τα απαγγέλαμε στη μητέρα μας, η οποία μας διόρθωνε όπου κάναμε λάθος.
– Υπάρχουν, ευτυχώς, αρκετές φωτογραφίες από τη ζωή του Ευαγόρα – ντοκουμέντα πια… Ναι, ναι. Υπήρχε μία παλιά φωτογραφική μηχανή στο σπίτι, που έβγαζε κάτι μικρές φωτογραφίες, από αυτά τα «κειμήλια» που μας είχε αφήσει ο μεγαλύτερός μας αδελφός, προτού φύγει για την ξενιτιά, στην Αφρική. Ο Ευαγόρας είχε πάθος με τις φωτογραφίες, του άρεσε πολύ να φωτογραφίζεται. Σε αντίθεση με εμένα, που δεν μου αρέσει…(χαμογελά). Τις παραμονές, θυμάμαι, πριν φύγει για το βουνό, είχε πάει στον φωτογράφο, Σπύρο Χαρίτου, και έβγαλε σ’ αυτόν την τελευταία του «καλή» φωτογραφία, την οποία πήραμε εμείς αργότερα.
– Δεν τον θυμάστε ποτέ να έχει εκνευριστεί; Σπάνια. Το αντίθετο. Όταν μάλωναν άλλα παιδιά, πήγαινε εκείνος να τους χωρίσει, είχε το ρόλο του ειρηνοποιού. Μόνο μία φορά θυμάμαι, όταν είχαμε πάει μαζί η πέμπτη και έκτη τάξη εκδρομή στο Σταυροβούνι, κάποια παιδιά, από άλλο σχολείο, είπαν κάτι για τους Παφίτες. Τότε μόνο διαπληκτίστηκε με κάποιο παιδί. Και μάλιστα του είχε πει ο δάσκαλος: «Δεν το επερίμενα αυτό από εσένα, Παλληκαρίδη» (χαμογελά).
– Ήταν ευαίσθητος; Τον συγκινούσαν τα πουλιά, τα λουλούδια… Αν τον στενοχωρούσες για κάποιο λόγο, δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση μαζί σου, αλλά παρέμενε σιωπηλός. Σε κοιτούσε πικραμένα με εκείνα τα μάτια του, τα γεμάτα μελαγχολία… Λυπόταν για σένα περισσότερο. Μπροστά μου, βέβαια, δεν είχε αφεθεί να κλάψει ποτέ. Όλα τα έβγαζε στα ποιήματά του.
– Τι δουλειά έκανε ο πατέρας σας; Ήταν αστυνομικός. Καταγόταν από τον Λάρνακα της Λαπήθου και βρέθηκε στην Πάφο το ’14, τότε που αρραβωνιάστηκε με τη μητέρα μου. Εκείνος έχτισε το σπίτι μας, γιατί το είχαν έθιμο στον Λάρνακα της Λαπήθου, το σπίτι να το χτίζουν οι άντρες.
– Πόσα αδέλφια ήσασταν; Πέντε. Ήμασταν οι τρεις μικροί -εγώ, που γεννήθηκα το ‘36, ο Ευαγόρας του ’38 και η Μαρούλλα του ’40- αλλά και οι δύο μεγαλύτεροι, ο Λευτέρης και ο Αντρέας, με τους οποίους είχαμε κάποια ηλικιακή διαφορά, διότι άργησαν οι γονείς μας να κάνουν άλλα παιδιά. Ο Ευαγόρας, ωστόσο, ήταν κάτι διαφορετικό, ήταν ο γιος ανάμεσα σε δύο αδελφές και τον προσέχαμε. Ήταν ο αγαπημένος μας…
– «Ευαγόρα» τον φωνάζατε; Και «Βαγορή».
– Θυμάστε πότε έγραψε το πρώτο του ποίημα; Το ’52, στην τρίτη τάξη, είχε γράψει μία έκθεση για τα Χριστούγεννα, η οποία τελείωνε με ένα ποίημα. Νόμιζα πως εκείνοι ήταν οι πρώτοι του στίχοι. Θυμάμαι, μια μέρα, όταν μπήκε η μητέρα μας στο δωμάτιό του για να το συγυρίσει, βγήκε με ένα χαρτάκι. «Τούτο είναι ποίημα που έγραψε ο Βαγορής», μας είπε. Μας το διάβασε. Αλλά δεν δώσαμε προσοχή. Ωστόσο, με την ψηφιοποίηση των τετραδίων του Ευαγόρα που βρίσκονται στο «Μουσείον Αγώνος», φαίνεται πως είχε γράψει πολύ πριν. Αναφέρομαι σε κάποιο ποίημά του που εντόπισα σε ένα τετράδιο, γραμμένο τον Γενάρη του ’50. Οπότε οι πρώτες καταγραφές πρέπει να έρχονται ίσως από το δημοτικό.
– Δεν σας είπε ποτέ πως έγραφε ποιήματα; Ξέραμε απλά ότι ο Ευαγόρας έγραφε. Δυο τρεις φορές, στο παρελθόν, μου είχε ζητήσει κάποια ομοιοκαταληξία, αλλά μέχρις εκεί. Κατά τύχη, όταν μπαίναμε στο δωμάτιό του, μπορεί να ανακατεύαμε τα τετράδιά του, αλλά δεν δίναμε ιδιαίτερη σημασία. Κάπου στην πέμπτη τάξη του γυμνασίου, όμως, έγραφε πολύ σε λευκώματα και όλοι ζητούσαν από τον Ευαγόρα να τους γράψει – ξεχώριζε από τους συμμαθητές του. Υπήρχε, μάλιστα, μια εποχή, που είχαν γεμίσει κάμποσα λευκώματα από στίχους του αδελφού μου…
– Ήταν ωραία και τα ερωτικά του ποιήματα… «Ρώτησε τα μάτια που δακρύζουν / κάποια αλήθεια να σου πουν / κλαίνε πικρά να σ’ αντικρίσουν / γιατί μπορεί να σ’ αγαπούν.…»… Στην τέταρτη τάξη, ο Ευαγόρας αγάπησε μία συμμαθήτριά του. Αργότερα, όμως, γνώρισε τη Λύα Χατζηαδάμου. Αυτή η σχέση ξεκίνησε ως φιλία, αλλά τα συναισθήματα μετά μπλέχτηκαν, ήταν συγκεχυμένα. Βρίσκονταν για ώρες μαζί, στη λίμνη του έρωτα, στην Πάφο, συζητούσαν για πολλή ώρα, έκανα παρέα. Είχε δημιουργηθεί μάλιστα, κάποια στιγμή, και ένα περιστατικό με τον γυμνασιάρχη, ο οποίος είχε καλέσει τη Λύα στο γραφείο του και της είπε: «Δεσποινίς Χατζηαδάμου, μπορείτε να μου πείτε τι ελέγατε με τον Παλληκαρίδη στη λιμνούλα, επί μία ώρα και ένα τέταρτο;». Χρονομετρημένα… Τότε τα πράματα ήταν πολύ αυστηρά.
– Και η Λύα τι απάντησε; «Περί ψυχής, κύριε γυμνασιάρχα!».
– Θαυμάσιο! Με τη Λύα ήταν ένα ακαθόριστο συναίσθημα: Έρως-αγάπη-φιλία. Δεν ήταν ξεκάθαρο. Το ανέφεραν και στις επιστολές τους. Η αλληλογραφία τους είχε αρχίσει τον Μάρτιο του 1955 και τελείωσε το Μάρτιο του 1957 – δεν μιλούσαν για τα δικά τους, αλλά αλληλογραφούσαν γι’ αυτά. Ήταν ένας πλατωνικός έρωτας, είχε και αυτό κάτι από την ποιητικότητα του Ευαγόρα, αν σκεφτεί κάποιος πως της έφερνε -κατ’ ομολογία της Λύας- λουλούδια με στίχους του, ακόμη και μία γλάστρα με γαρύφαλλα είχε «κλέψει» σε μία γιορτή των Τριών Ιεραρχών για να την κάνει δώρο σ’ εκείνην. Η Λύα, εν τω μεταξύ, θα έφευγε μαζί με τη μητέρα της για την Αφρική, εκεί όπου βρισκόταν ήδη και ο πατέρας της. Εκείνος ο πόνος του χωρισμού των δυο τους, «έδωσε» πολλά ποιήματα. Θυμάμαι, λίγο πριν από το αποχαιρετιστήριο πάρτι που θα διοργάνωνε η Λύα, είχε έρθει ο Ευαγόρας σε μένα, μου έφερε ένα κόκκινο τετράδιο, γεμάτο από χειρόγραφα ποιήματα, για να του το τυλίξω, και να της το χαρίσει εκείνο το βράδυ για να το έχει ως ενθύμιο. Θυμάμαι και τους πρώτους στίχους, με τους οποίους ξεκινούσε εκείνο το τετράδιο: «Σε πήρανε προς τ’ άγνωστο οι μοίρες / και φεύγοντας το κάθετί μου πήρες…». Φυσικά δεν του είχα αναφέρει κάτι, αλλά καταλαβαινόμασταν. Συνέχιζαν να αλληλογραφούν οι δυο τους, όσο βρισκόταν η Λύα στην Αφρική. Από αυτή τη σχέση, λοιπόν, προέκυψαν και τα τόσο ωραία ερωτικά ποιήματα του Ευαγόρα, που μου αναφέρατε.
– Σας είχε εκμυστηρευτεί τα συναισθήματά του για τη Λύα; Όχι, όχι, δεν μιλούσε ποτέ γι’ αυτά τα θέματα.
– Για την ΕΟΚΑ πότε σας μίλησε; Καταλαβαίναμε ήδη πως η ατμόσφαιρα ήταν εκρηκτική. Συμμετείχε σε διαδηλώσεις, τον συνέλαβαν, τον πήγαν στο δικαστήριο, βλέπαμε τις πινακίδες για τις διαδηλώσεις που ήταν γραμμένες με δικά του γράμματα, πρωτοστατούσε. Ξέραμε πια πως ανακατευόταν με την ΕΟΚΑ. Δύο χρόνια πριν, τον Ιούνιο του 1953, κατά τη στέψη της βασίλισσας, όταν πήγε μαζί με πλήθος κόσμου στην πλατεία της 28ης Οκτωβρίου για να διαμαρτυρηθεί, κάποιος είχε δοκιμάσει να ανέβει στον ιστό των προπυλαίων, αλλά δεν τα κατάφερε. Τότε ανέβηκε ο Ευαγόρας -ήταν και αθλητής, μην ξεχνάτε- κατέβασε την αγγλική σημαία και την έριξε στο πλήθος. Αυτό ήταν και το έναυσμα τότε για την επέκταση των εκδηλώσεων διαμαρτυρίας. Το βράδυ, βέβαια, επέστρεψε στο σπίτι. Φαινόταν κουρασμένος και στενοχωρημένος – δεν τον είχα ξαναδεί έτσι. Τότε, ο πατέρας μας, κάθισε μαζί του και του μιλούσε για δέκα λεπτά, συμβουλεύοντάς τον. Εκείνος άκουγε, αλλά δεν απαντούσε. Ώσπου, κάποια στιγμή, σηκώνεται, χτυπάει δυνατά το χέρι του στο τραπέζι και λέει: «Να πιάσει τα κατουρημένα της και να φύγει! Τι ζητά δαμέσα;» – εννοώντας τη βασίλισσα. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που τον είχα δει να εκρήγνυται, σε τέτοιο βαθμό. Από τότε δεν τον χωρούσε το σπίτι. Τον αισθανόμουν να «πνίγεται», να μην αντέχει! Ώσπου ξεκίνησε ο αγώνας, και έφυγε στα βουνά.
– Οι γονείς σας δεν τον απέτρεψαν από το να ενταχθεί στην ΕΟΚΑ; Δεν συζητιούνταν αυτά τα θέματα μέσα στο σπίτι. Τα πράγματα είχαν ήδη μπει σε μια ροή. Ήταν αυτονόητο, όμως, πως θα γινόμασταν μέλη της ΕΟΚΑ. Θυμάμαι, μία μέρα, η θεία μας η Νεφέλη, όταν ο Ευαγόρας ήταν ήδη αντάρτης, του είπε: «Γιε μου, τούτα τα πράματα δεν είναι για μας!». Και εκείνος της απάντησε: «Ξέρεις, θεία, κάποτε πήγα να σφάξω ένα κουνέλι, το λυπήθηκα όμως, και το άφησα να φύγει. Αλλά αυτό είναι άλλο!».
– Δεν φοβήθηκε ποτέ; Όχι, όχι. Ο Ευαγόρας ήταν αποφασισμένος!
– Όταν μάθατε πως τον συνέλαβαν επειδή είχε επάνω του οπλισμό, πώς αντιδράσατε στο σπίτι; Εγώ πια βρισκόμουν στο Βαρώσι – λίγο πριν είχα παντρευτεί και έμενα εκεί μαζί με τον άντρα μου. Τελευταία φορά που τον είχα δει, μετά τη φυγή του, ήταν τέλη Αυγούστου του 1956, στη Φιλούσα. Είχα, ωστόσο, άσχημα προαισθήματα τον τελευταίο καιρό… Τον έπιασαν τελικά στην Πάφο, στη Λυσό. Το άκουσε ο άντρας μου από το ράδιο και μου είπε: «Αύριο, θα πάμε να δούμε τον Ευαγόρα».
– Πότε έγινε η πρώτη σας συνάντηση, αφότου συνελήφθη; Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε μέρα στον αστυνομικό σταθμό της Πάφου, αφότου τον συνέλαβαν, ρωτούσε πού είναι, πού βρίσκεται, δεν του έλεγαν. Τον είχαν συλλάβει στις 18 Δεκεμβρίου. «Στις 30 του μήνα θα επιτραπεί στους στενούς συγγενείς, να τον δουν στο Δασάκι, στην Πάφο», μας είπαν. Τον είχαν σε μια παράγκα. Σε αυτή την πρώτη μας συνάντηση θυμάμαι πως τον είχαν μέσα σε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι, στο οποίο υπήρχε μόνο η σούστα και με έναν Άγγλο στρατιώτη μαζί του, ο οποίος μιλούσε και ελληνικά. Μόλις τον είδαμε όρμησα να τον αγκαλιάσω πρώτη. Δεν τον άφηνα από τα χέρια μου! Τότε γύρισε ο πατέρας μου και μου είπε: «Άφησ’ μας και εμάς, κόρη μου, να τον δούμε». Είχε μώλωπες, ήταν μαυρισμένα τα μάτια του και τα είχε χαμηλωμένα. Τον ρώτησε ο πατέρας μου: «Γιατί δεν μας κοιτάζεις, γιε μου;». «Είχαν μου τους προβολείς όλη τη νύχτα αναμμένους μέσα στα μάθκια, εν μπορώ…». Μετά, τον ξαναείδαμε πια στις κεντρικές φυλακές.
– Έδειχνε ταραγμένος; Ποτέ. Ποτέ. Ήταν πάντα ήρεμος. Εκείνος μας έδινε θάρρος, όχι εμείς σ’ αυτόν. Ήταν ψύχραιμος.
– Εσείς; Συγκρατιόμασταν. Δεν κλαίγαμε μπροστά του. Δεν διανοούμασταν να κλάψουμε μπροστά του – ακόμη και η μάνα μας! Σφίγγαμε την καρδιά μας. Την κουβέντα εκείνος την κουμάνταρε… Η προανάκριση είχε οριστεί για τις 14 Φεβρουαρίου του 1957, από όπου τελικά η υπόθεση παραπέμφθηκε για εκδίκαση στο Ειδικό Δικαστήριο, στις 25 Φεβρουαρίου του 1957.
– Πότε πήγατε τελευταία φορά στα Φυλακισμένα Μνήματα; Πριν από λίγες μέρες, στην επέτειό του. Για το μνημόσυνο. Όπως κάθε χρόνο.
– Πώς είναι να βλέπετε την καταπακτή με το σκοινί; Α, όχι, όχι. Εκεί δεν έχω πάει ποτέ μου! Δεν μπορώ! Δεν το αντέχω! Ακόμη και το να βλέπω αυτή την εικόνα από φωτογραφίες, ταράζομαι… Μέχρι τον τάφο του πηγαίνω και στο κελί του.
– Τι θυμάστε από την τελευταία σας επίσκεψη στον Ευαγόρα, τον Μάρτιο του ‘57; Θα σας πω… Ο Ευαγόρας ήταν, όπως πάντα, μέσα από την πόρτα, εμείς απέξω και, ανάμεσά μας, το συρματόπλεγμα. Μαζί μας ήταν οι γονείς μας, η αδελφή μου, η Μαρούλλα, και δύο εξαδελφάκια μας. Την προηγούμενη μέρα, ημέρα Τρίτη, είχε πάει, στο μεταξύ, ο πατέρας μας στη Λευκωσία για να τον δει, του πήρε κάμποσα τσιγάρα, και εκεί ο Ευαγόρας του ανακοίνωσε πως «θα με εκτελέσουν, η μέρα ορίστηκε και είναι η Πέμπτη». Του είπε επίσης: «Θέλω να ανάψεις μία λαμπάδα στον Άη-Γιώρκη, θέλω να μου φέρεις τη μάμα μου να τη δω και θέλω και το σταυρό μου». Την Τετάρτη, λοιπόν, ήμασταν όλοι εκεί, οι πολύ στενοί συγγενείς…
– Αναρωτιέμαι: Πώς ήταν να βλέπετε έναν άνθρωπο που την επόμενη μέρα δεν θα ζούσε; …Αυτό δεν μπορώ να σας το περιγράψω… Τον κοιτούσαμε και ήμασταν βουλιαγμένοι. Ο Ευαγόρας, όμως, ήταν όρθιος. Εκεί! Ήταν αξιοθαύμαστο, γιε μου (συγκινείται). Ήμασταν όλοι αμήχανοι. Τι να ελέγαμε; Την κουβέντα την εκουμάνταρε πάλι εκείνος.
– Τι σας έλεγε; Ρωτούσε τι κάνει ο ένας, τι κάνει ο άλλος, γενικότητες… Προσπαθούσε να πάει την κουβέντα αλλού. Μετά φύγαμε και ξαναπήγαμε το απόγευμα. Μαζί μας, σε αυτή την τελευταία μας συνάντηση, ήταν και τα πεθερικά μου από την Αμμόχωστο. Δεν γνωρίζονταν ακόμη με τον Ευαγόρα, γιατί είχα μόλις παντρευτεί. Τους είπε: «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, αλλά λυπούμαι που είναι η πρώτη και η τελευταία φορά που σας βλέπω». Αυτή ήταν και η τελευταία φορά που θα αντίκριζα τον Ευαγόρα.
– Παρέμενε ήρεμος; Πάντα. Πάντα. Δεν ταράχτηκε ούτε μία στιγμή!
– Θυμάστε να σας είπε κάτι σ’ αυτή την τελευταία σας συνάντηση; Ναι. Θυμάμαι… Μου είπε εκείνο το τελευταίο απόγευμα που τον έβλεπα: «Για μένα, ο θάνατος είναι ζήτημα δύο λεπτών! Όταν πεθάνω, θα πάω στο Θεό και θα τον παρακαλέσω να είμαι ο τελευταίος. Αν γίνει κάτι αυτές τις μέρες, να ξέρετε πως η προσευχή μου εισακούστηκε…» (συγκινείται). Τότε σήμανε ο σκοπός ότι πρέπει να φύγουμε (σταματάμε για λίγα λεπτά). Θυμάμαι κάτι μαύρες πόρτες που ανοίγαν, κάτι άλλες μαύρες πόρτες που έκλειναν… Τελοσπάντων. Ακούμπησα το χέρι μου πάνω στο συρματόπλεγμα για να αγγίξω το δικό του και θυμάμαι πως του είπα «γεια σου». Αυτό μόνο. Δεν είχα τι άλλο να πω. Είναι σαν να το βλέπω τώρα μπροστά μου… «Θα σου γράψω…», μου είπε ο Ευαγόρας. Πράγματι. Μετά τον απαγχονισμό, με περίμενε εκείνο το τελευταίο του γράμμα, που ξεκινούσε «ώρα 7.30 μ.μ. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου…»…
– Πώς μάθατε για τον απαγχονισμό; Δεν τον έμαθα. Τον ένιωσα. Κατά τις 12 η ώρα το βράδυ της ίδιας μέρας, άκουσα το ρολόι μας στο σπίτι να χτυπά 12 φορές. Και με έπιασε κάτι σαν βραχνάς. Σαν να ήταν εκείνη η ώρα του τετέλεσται. Την ίδια ώρα, η Λύα του έγραφε από την Αφρική το τελευταίο της γράμμα… Και, μέσα από το παράθυρό της, όπως μας είπε, είχε δει έναν διάττοντα αστέρα να διαγράφει την πορεία του… Ο παπα-Αντώνης μας εκμυστηρεύτηκε αργότερα πως είχαν καθίσει να μιλήσουν για περισσότερο από μία ώρα. Μας είπε πως ήταν συνεχώς με το χαμόγελο στα χείλη – χαμόγελο όχι προσποιητό, αλλά φυσικό. Δεν φοβήθηκε ούτε στιγμή!
– Άξιζε τελικά εκείνη η θυσία, πιστεύετε, κυρία Παλληκαρίδου, με τα ιστορικά γεγονότα που ακολούθησαν στην Κύπρο; Είναι μία θυσία αδικαίωτη, αλλά ο κάθε ένας από όσους έφυγαν, ήταν ταγμένος γι’ αυτό. Θα σας πω και κάτι άλλο, για να δείτε καμιά φορά… Όταν ήρθε η ώρα να γεννήσει η μητέρα μας τον Ευαγόρα, φώναξαν τη μαμμή. Ύστερα από πόνους, από πολλή ώρα, διότι δεν έβγαινε ο Ευαγόρας, τελικά εγεννήθηκε καθιστός. Γύρισε τότε η μαμμή και είπε στη μητέρα μας: «Εβασάνισέν μας ο μασκαράς, κόρη Αφροδίτη, αλλά τα εκαταφέραμε. Δόξα σοι ο Θεός. Αλλά να το ξέρεις και να το θυμάσαι, έτσι που εγεννήθηκε, διπλωμένος, θα είναι τυχερό παιδί!». Είχε μία παράξενη μοίρα ο Ευαγόρας. Οι μοίρες τον παράστεκαν και του καθόρισαν το πεπρωμένο του.
– Ήταν τύχη, δηλαδή, το να φύγει έτσι όπως έφυγε απ’ τη ζωή; Δεν ήταν; Ο Ευαγόρας έμεινε στην αθανασία!
– Τον σκέφτεστε κάθε μέρα; Κάθε μέρα. Κάθε μέρα. Κάθε μέρα… Πριν μελοποιήσουν ακόμη ποιήματά του, έβαζα εγώ η ίδια μουσική στα ποιήματά του, στα ερωτικά του ιδίως, και τα τραγουδούσα για να τον αισθάνομαι, συνήθως όταν βρισκόμουν μόνη στο αυτοκίνητο.
– Ο Ευαγόρας, σε εκείνο το τελευταίο του γράμμα σας έγραφε «μη λυπάστε…». Το τηρήσατε; Δυστυχώς, όχι…
– Τι όνειρα έκανε ο Ευαγόρας για τη ζωή του; Δεν έκανε. Δεν έλεγε ποτέ «θα γίνω αυτό κι αυτό»…
– Παράξενο… Θυμάμαι πως όταν είχαν πάει εκδρομή στην Αθήνα, με το σχολείο, κάποιοι συγγενείς μας του έλεγαν να μείνει εκεί, διότι είχε θεσπιστεί ο νέος νόμος «περί προσωποκράτησης», είχαν ξεκινήσει να γίνονται πολλές συλλήψεις, ενώ μέσα στη λίστα των υπόπτων λεγόταν πως βρίσκονταν και αρκετοί από τους μαθητές που εκείνη την περίοδο είχαν ταξιδέψει για εκδρομή στην Ελλάδα. Πολλά παιδιά, λοιπόν, είχαν παραμείνει στην Αθήνα. «Γιατί εν έμεινες, γιε μου;», του είχε πει η μάνα μας. «Εγώ δεν επήα για να μείνω στην Αθήνα. Η θέσις μου είναι στην Κύπρο», της είχε πει. «Θα εγύριζα πίσω, ό,τι κι αν εσυνέβαινε. Εγώ έταξα τη ζωή μου για την πατρίδα!».
Συνέντευξη: Γιάννης Χατζηγεωργίου Σπάνιο προσωπικό αρχείο Γ. Παλληκαρίδου Ποσπορή, Γ. Χατζηγεωργίου
“Των αθανάτων το κρασί…” ΕΟΚΑ 55-59
Ποίηση: Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Σήμερα είναι η μέρα που τιμούμε τον Ευαγόρα μας!
Ας τον θυμηθούμε τραγουδώντας το τραγούδι του…