Διαβάζετε τώρα
Τό μεγαλεῖο τῆς Ἑλληνίδας μάνας…

Τό μεγαλεῖο τῆς Ἑλληνίδας μάνας…

Ὁ γνω­στός Γερ­μα­νός συγ­γρα­φέ­ας Ἔρ­χαρτ Κέ­στνερ, ὁ ὁ­ποῖ­ος βρέ­θη­κε στήν Ἑλ­λά­δα καί ὡς στρα­τι­ώ­της μέ τά να­ζι­στι­κά στρα­τεύ­μα­τα, ἔ­κα­νε τήν ἑ­ξῆς ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση λί­γα χρό­νια πρίν πε­θά­νει:

«Στά 1952 πῆ­γα γιά πρώ­τη φο­ρά με­τά τό πό­λε­μο, στήν Ἀ­θή­να. Ἡ γερ­μα­νι­κή πρε­σβεί­α, ὅ­ταν ἄ­κου­σε πώς εἶ­χα πρό­θε­ση νά πά­ω στή Κρή­τη, μοῦ συ­νέ­στη­σε, ἐ­πει­δή ἦ­ταν πο­λύ νω­ρίς ἀ­κό­μα καί οἱ πλη­γές ἀ­πό τή γερ­μα­νι­κή κα­το­χή ἀ­νε­πού­λω­τες, νά λέ­ω πώς εἶ­μαι Ἐλ­βε­τός.

Ἀλ­λά ἐ­γώ τούς ἤ­ξε­ρα τούς Κρῆ­τες. Ἀ­πό τήν πρώ­τη στιγ­μή εἶ­πα πώς ἤ­μουν Γερ­μα­νός καί ὄ­χι μό­νο δέν κα­κό­πα­θα, ἀλ­λά ξα­νά­ζη­σα παν­τοῦ ὅ­που πέ­ρα­σα τή θρυ­λι­κή κρη­τι­κή φι­λο­ξε­νί­α. Ἕ­να σού­ρου­πο, κα­θώς ὁ ἥ­λιος βα­σί­λευ­ε, πλη­σί­α­σα τό γερ­μα­νι­κό νε­κρο­τα­φεῖ­ο, ἔ­ρη­μο μέ μό­νο σύν­τρο­φο τίς τε­λευ­ταῖ­ες ἡ­λι­α­χτί­δες. Ἔ­κα­να ὅ­μως λά­θος. Ὑ­πῆρ­χε ἐ­κεῖ καί μί­α ζων­τα­νή ψυ­χή, ἦ­ταν μί­α μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νη γυ­ναί­κα.

Μέ με­γά­λη μου ἔκ­πλη­ξη τήν εἶ­δα ν’ ἀ­νά­βει κε­ριά στούς τά­φους τῶν Γερ­μα­νῶν νε­κρῶν τοῦ πο­λέ­μου καί νά πη­γαί­νει με­θο­δι­κά ἀ­πό μνῆ­μα σέ μνῆ­μα. Τήν πλη­σί­α­σα καί τή ρώ­τη­σα.- Εἶ­στε ἀ­πό ἐ­δῶ; -Μά­λι­στα. -Καί τό­τε για­τί τό κά­νε­τε αὐ­τό; Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐ­τοί σκό­τω­σαν τούς Κρη­τι­κούς».

Καί γρά­φει ὁ Κέ­στνερ. «Ἡ ἀ­πάν­τη­ση, μό­νο στήν Ἑλ­λά­δα θά μπο­ροῦ­σε νά δο­θεῖ».

Ἀ­παν­τᾶ ἡ γυ­ναί­κα. «Παι­δί μου, ἀ­πό τήν προ­φο­ρά σου φαί­νε­σαι ξέ­νος καί δέν θά γνω­ρί­ζεις τί συ­νέ­βη ἐ­δῶ στά 41 μέ 44. Ὁ ἄν­τρας μου σκο­τώ­θη­κε στή μά­χη τῆς Κρή­της κι ἔ­μει­να μέ τό μο­νά­κρι­βο γιό μου. Μοῦ τόν πῆ­ραν οἱ Γερ­μα­νοί ὅ­μη­ρο στά 1943 καί πέ­θα­νε σέ στρα­τό­πε­δο συγ­κεν­τρώ­σε­ως, στό Σα­ξεν­χά­ου­ζεν. Δέν ξέ­ρω ποῦ εἶ­ναι θαμ­μέ­νο τό παι­δί μου. Ξέ­ρω ὅ­μως πώς ὅ­λα τοῦ­τα ἦ­ταν τά παι­διά μί­ας κά­ποι­ας μά­νας, σάν κι ἐ­μέ­να. Καί ἀ­νά­βω στή μνή­μη τους, ἐ­πει­δή οἱ μά­νες τους δέν μπο­ροῦν νά ‘ρθοῦν ἐ­δῶ κά­τω. Σί­γου­ρα μί­α ἄλ­λη μά­να θά ἀ­νά­βει τό καν­τή­λι στή μνή­μη τοῦ γιοῦ μου».

Αὐ­τές οἱ ψυ­χές, σάν τήν χα­ρο­καμ­μέ­νη μαυ­ρο­φό­ρα, εἶ­ναι πού κρα­τᾶ­νε ὄ­χι μό­νο τόν τό­πο τοῦ­το ἀλ­λά ὁ­λά­κε­ρη τήν γῆ κι ὁ­λά­κε­ρη τήν πλά­ση…

View Comment (1)

Leave a Reply

Your email address will not be published.