Το Σάββατο του Λαζάρου, στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, τα παιδιά γυρίζουν τα σπίτια και τραγουδούν τα Λαζαρικά κάλαντα, σε πολλές και διάφορες παραλλαγές τόσο στο στίχο, όσο και στη μελωδία, εξιστορώντας την «εκ νεκρών έγερση» του Λαζάρου, τηρώντας τα έθιμα και τις παραδόσεις αιώνων.
Τα Λαζαράκια, όπως λέγονται οι καλαντιστές της ημέρας αυτής, τελειώνοντας το τραγούδι τους απευθύνουν ευχετικούς και επαινετικούς στίχους για τους νοικοκύρηδες που τα υποδέχονται και αυτοί ανταποδίδουν με αυγά, φρούτα ή χρήματα που τοποθετούν στο στολισμένο με λουλούδια καλαθάκι των παιδιών.
Το τραγούδι του Λαζάρου τραγουδούν κατά κύριο λόγο κορίτσια μέχρι 12 χρονών, που αποκαλούνται λαζαρίνες, λαζαρίτσες, λαζαρούδισσες κ.α.
Το Σάββατο του Λαζάρου παρότι είναι τελευταίο Σάββατο πριν την Μ. Εβδομάδα, διατηρεί χαρούμενο χαρακτήρα, καθώς η έγερση του Λαζάρου δεν παραπέμπει στο Πάθος του Κυρίου, αλλά προαναγγέλλει την Ανάστασή του.
Η παράδοση λέει πως ο Λάζαρος μετά την ανάστασή του έζησε στην Κύπρο, και δεν ξαναγέλασε εκτός από μία και μοναδική φορά που μειδίασε όταν είδε κάποιον να κλέβει μια στάμνα.
Όταν τον ρώτησαν γιατί χαμογελάει απάντησε:
΄΄… το χώμα κλέβει το χώμα…!!! ΄΄
Ο Λάζαρος ήταν ο πρώτος επίσκοπος Κύπρου μέχρι που γνώρισε τον δεύτερο θάνατό του.
Η σαρκοφάγος του υπάρχει ακόμα και σήμερα σε μια κρύπτη στο υπόγειο του ομώνυμου ναού, στην Λάρνακα της Κύπρου.
Αναπαράσταση της Έγερσης του Λαζάρου, στη Λάρνακα
Στην Κύπρο και ιδιαιτέρως στην Λάρνακα (αλλά και σε άλλες περιοχές, όπως στα Δωδεκάνησα), τηρούνταν μέχρι πριν μερικά χρόνια το έθιμο της αναπαράστασης της Έγερσης του Λαζάρου.
Το έθιμο πραγματοποιούνταν κάθε χρόνο στον ιερό ναό του Αγίου Λαζάρου, μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, και της μαρμάρινης σαρκοφάγου του αγίου, που βρίσκεται στην κρύπτη κάτω απ’ τον ναό.
Το «ομορφότερο και εξυπνότερο αγόρι της περιοχής, ντυμένο με ρούχα πλεγμένα από κίτρινα λουλούδια, υπό τον ήχο πένθιμων ύμνων και περιστοιχισμένο από αναμμένες λαμπάδες, κείτονταν πάνω σε πολύχρωμα μυρωδάτα λουλούδια. Ο μητροπολίτης διάβαζε το σχετικό ευαγγελικό χωρίο και αναφέροντας το «Λάζαρε δεύρο έξω» ύψωνε τον τόνο της φωνής του. Στο σημείο αυτό, τρεις ιερείς πλησίαζαν τον νεαρό, άγγιζαν το μέτωπό του με τον σταυρό, θυμιατίζοντας τον και ραντίζοντας τον με αγιασμό, και ο νεαρός πετάγονταν απότομα και στεκόταν όρθιος.
Τότε του έδιναν γλυκό τριαντάφυλλο, μία γουλιά κρασί και λίγο από το ψωμί του Λαζάρου, ενώ το συγκεντρωμένο πλήθος αναφωνούσε «Ανέστη ο Λάζαρος». Στη συνέχεια ξεκινούσε γλέντι με βιολιά, φλογέρες, λαούτα και τραγούδια, και στον κόσμο προσφέρονταν κόλλυβα του Λαζάρου, ζυμαρένια ανθρωπόμορφα ομοιώματα, κουμανταρία και ζιβανία.
Έπειτα μια μεγάλη ομάδα παιδιών συνοδεία ενός ιερέως περιφέρονταν στα σπίτια της Λάρνακας, τραγουδώντας το τραγούδι του Λαζάρου και οι νοικοκυρές τους προσέφεραν αυγά, τυριά ή χρήματα.
Σε άλλες περιοχές της Κύπρου, τον Λάζαρο παρίστανε πάλι ένα παιδί, καλυμμένο ολόκληρο με κίτρινες αγριομαργαρίτες (σιμιλλούθκια) που επίσης περιφέρονταν από σπίτι σε σπίτι όμως χωρίς να έχει προηγηθεί η αναπαράσταση στον χώρο της εκκλησίας, όπως γίνονταν στον ναό του Αγ. Λαζάρου, και χωρίς τη συνοδεία ιερέως.
Το παιδί συνόδευε μια ομάδα νέων, και για όση ώρα αυτοί τραγουδούσαν το τραγούδι του Λαζάρου, αυτό κείτονταν στο έδαφος με τα χέρια σταυρωμένα υποδυόμενο τον νεκρό. Μόλις όμως η συντροφιά φώναζε «Λάζαρε δεύρο έξω!», το παιδί σηκώνονταν στα πόδια του, αναπαριστώντας την έγερση του Λαζάρου.
Το κυπριακό τραούδιν του Λαζάρου
Έαρ ημίν επέφανεν, τοις πάσι το μηνύον την του Λαζάρου έγερσιν, ξένον, φρικτόν σημείον.
Άνθη και ρόδα εύοσμα, κατάνυξις ψυχής τε, και λέγω σας, ακροαταί, εις την χαράν να είσθε.
Ακούσατε την έγερσιν του τεταρταίου φίλου και την χαράν, ην έλαβον αι αδελφαί εκείνου,
δια να καταλάβετε τι είναι θεία Αγάπη
και πώς ψυχή λυτρώνεται από πικρόν τον Άδην,
ως και αυτός ο Λάζαρος, όστις είχεν αγάπην
με τον Δεσπότην τον Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.
Αρχίζω την διήγησιν κι όλοι ακροασθείτε
με πόθον και με προσοχήν, για να ωφεληθήτε.
Ο Λάζαρος κατήγετο από την Βηθανίαν
και τον Χριστόν εδέχετο με περισσήν φιλίαν.
Είχεν και δύο αδελφάς, την Μάρθαν και Μαρίαν,είχον αγάπην περισσήν και καθαράν καρδίαν.
Αυτός λοιπόν ησθένησεν ασθένειαν μεγάλην και πυρετός τον έβαλεν, κι είχεν μεγάλην ζάλην.
Μα ο Χριστός ευρίσκετο εις μίαν άλλην πόλιν με όχλον πολυάριθμον ομού και αποστόλοι.
Τοις μαθηταίς του έλεγεν με την βραχυλογίαν, «σηκούτε να υπάγωμεν πάλιν στην Βηθανίαν,
ο Λάζαρος κεκοίμηται και θέλω να κινήσω, δια να πάγω προς αυτόν και να τον εξυπνήσω.»
Οι μαθηταίς δεν εννοούν το τί ’θελεν να είπη, ο Λάζαρος απέθανεν, κι είναι μεγάλη λύπη,
ημέρες είναι τέσσερεις, που είναι πεθαμμένος και εις τον τάφον βρίσκεται κ’ είναι λαζαρωμένος.
Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν να παν στην Βηθανίαν οι αποστόλοι κι ο Χριστός και όλ’ η συνοδεία.
Η Μάρθα τους προϋπαντά με θρήνους και με γόους και προσκυνούσα τον Χριστόν, λέγει αυτούς τους λόγους: «Άν ήσο ώδε, Κύριε, o Λάζαρος, ο φίλος ποτέ δεν θα απέθνησκεν το βέβαιον εκείνος.»
Κι ο Ιησούς μας ο Χριστός τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μην κλαίτε, μόνον έχετε πίστιν
ο γαρ πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη, ζήσει.»
Λεγ’ η Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, όσ’ αν αιτήσης, σου τα χαρίζει ο Θεός, αν θέλης και ορίσης».
Της λέγει «που τεθήκατε τον Λάζαρον τον φίλον, υπάγετε ουν έμπροσθεν και δείξατέ μοι εκείνον».
Και παρευθύς επρόσταξεν τούτον να ποιήσουν, τον λίθον εκ του μνήματος να τον αποκυλίσουν.
Επάνωθεν του μνήματος εστάθην και δακρύζει.
Κι ως άνθρωπος εδάκρυσεν με ευσπλαχνίαν, να δείξει την συμπάθειαν και την επιεικείαν,
και ως Θεός εφώναξεν μίαν φωνήν μεγάλην, «Λάζαρε, δεύρο έξελθε», κι ηκούσθην εις τον Άδην.
Ο Άδης αναστέναξεν, έτρεμεν, εφοβείτον, ως ήκουσεν του Ιησού την θεϊκήν φωνήν του
τον Λάζαρον απέλυσεν ευθύς και τον αφήνει και τον βιάζει μάλιστα μήπως εκεί απομείνη.
Εξήλθεν ουν ο Λάζαρος έξω λαζαρωμένος,κίτρινος, μαύρος και χλωμός και τεταπεινωμένος.
Επρόσταξεν κι ελύσαν του τας χείρας και τας πόδας, και πήγεν εις τον οίκον του μονάχος…
Στη Μικρά Ασία
Στην χερσόνησο της Ερυθραίας, αποβραδίς ζύμωναν ένα λαζαράκι (ή λάζαρο) για κάθε ένα από τα παιδιά της οικογενείας. Επρόκειτο για ζυμωτά γλυκίσματα με ανθρώπινη μορφή, φτιαγμένα με ζάχαρη, μαστίχα και κανέλα, που τα παιδιά περίμεναν με λαχτάρα. Στο σώμα του ζυμωτού ομοιώματος έβαζαν διάσπαρτες σταφίδες για να συμβολίσουν τις πληγές του Λαζάρου.
Το Λαζαροσάββατο μετά τη λειτουργία, πήγαιναν στα νεκροταφεία για να περιποιηθούν τα μνήματα των οικείων τους.
Στις πόλεις και στα χωριά, οι γειτονιές αντηχούσαν απ’ τις φωνές των παιδιών που τραγουδούσαν τα λαζαρικά κάλαντα περιφέροντας το ομοίωμα του Λαζάρου σαβανωμένου και στολισμένου με κίτρινες και άσπρες αγριομαργαρίτες:
Ήρτ’ ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια, ήρτ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
– Πού ‘σουν, Λάζαρε, πούν’ η φωνή σου, που σ’ εγύρευγε η μάνα κι’ αδερφή σου;
– Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος και με τση νεκροί, νεκρός κι αποθαμένος.
– Λάζαρέ μου, σαν τι είδες, εις τον Άδη που επήες;
– Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι, είδα βάσανα και είδα πόνοι.
Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι, να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.
Όταν νύχτωνε, άναβαν φωτιές στις γειτονιές και γύρω απ’ αυτές τραγουδούσαν τροπάρια, εγκώμια και διάφορα τραγούδια της Μ. Εβδομάδας που θ’ ακολουθούσε, ενώ τα παιδιά πηδούσαν πάνω απ’ τις φωτιές.
Τα έθιμα και οι συνηθέστεροι στίχοι ανά την Ελλάδα
Το πλήρες και συνηθέστερο τραγούδι του Λαζάρου, που τραγουδιέται με διάφορες παραλλαγές στους στίχους και στη μελωδία, στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, συμπεριλαμβάνει όλα τα στοιχεία που γνωρίζουμε για τη ζωή, τον θάνατο και την ανάσταση του Λαζάρου, και είναι εμπλουτισμένο με στοιχεία της δημοτικής μας ποίησης και επηρρεασμένο από τις δοξασίες της κάθε περιοχής.
Τα κοριτσάκια τριγυρνούν με τα στολισμένα λουλουδάτα καλαθάκια τους από σπίτι σε σπίτι, και τραγουδούν συνήθως μερικούς μόνο από τους στίχους του, συγκεντρώνοντας χρήματα, γλυκά και αυγουλάκια που θα βαφτούν κόκκινα την Μεγάλη Πέμπτη κατά το έθιμο.
Σε πολλές περιοχές, εκτός από τα καλαθάκια τους, τα κοριτσάκια κρατούν αυτοσχέδιες κούκλες φτιαγμένες από ξύλινες κουτάλες τυλιγμένες σε χοντρά υφάσματα που στις περισσότερες περιοχές ονομάζονταν λαζαράκια.
Τις παραλλαγές του τραγουδιού σε διάφορες περιοχές μπορείτε να ακούσετε στα βίντεο που συνοδεύουν το κείμενό μας, ενώ παρακάτω παρατίθεται πλήρεις οι συνηθέστεροι στίχοι του:
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος; Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι, που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι, Που ‘ν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια, ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι, ήρθε η μάνα σου από την πόλη, σου ’φέρε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη, γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά, κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ, τρώνε ψάρι και κολιό. Και την άλλη Κυριακή, τρώνε το ψητό τ’ αρνί.
Ήρθε ο Λάζαρος ήρθαν τα Βάγια. Ήρθε κι ο Χριστός να πούμε τ’ Άγια
Ήρθε ο Χριστός απ’ την Καισαρεία. Εκεί έβρισκε Μάρθα και Μαρία
Μάρθα, που ’ναι ο Λάζαρος ο αδερφός σας φίλος του Χριστού και ιδικός μας;
Λένε αφέντη μου, που είναι απεθαμένος και με τους νεκρούς ανταμωμένους.
Ας υπάγουμε να τον ιδούμε και στον τάφο του να λυπηθούμε.
Λέγε Λάζαρε, τι είδες στον Κάτω Κόσμο που επήγες; Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Όσα φύλλα έχει ο κίσσαρας και η πόλη παραθύρια, τόσα καλά να δώσει ο Θεός εδώ που τραγουδούμε
και τη Λαμπρή, την Πασχαλιά καλόκαρδοι να βρούμε.
Αν είναι με το θέλημα και με τον ορισμό σας, Λαζάρου την Ανάσταση να πω στ’ αρχοντικό σας.
Έβγατε παρακαλούμε,για να σας διηγηθούμε, για να μάθετε τι εγίνη, σήμερα στην Παλαιστίνη.
Σήμερον έρχεται ο Χριστός, ο επουράνιος Θεός. Εν τη πόλει Βηθανία, Μάρθα κλαίει και Μαρία·
Λάζαρον τον αδερφό τους τον γλυκύ και καρδιακό τους,
τρεις ημέρες τον θρηνούσαν και τον εμοιρολογούσαν.
Την ημέρα την τετάρτη, κίνησε ο Χριστός για να ’ρθη. Και εβγήκεν κι η Μαρία έξω από τη Βηθανία.
Και εμπρός του γόνυ κλει, και τους πόδες του φιλεί.
-Αν εδώ ήσουν Χριστέ μου, δεν θ’ απέθνησκε ο αδερφός μου.
Μα κι εγώ τώρα πιστεύω, και καλότατα εξεύρω, ότι δύνασ’ αν θελήσεις και νεκρούς να αναστήσεις.
-Λέγε, πίστευε, Μαρία άγωμεν εις τα μνημεία. Κείνοι παρευθύς επήγαν και τον τάφο του εδείξαν.
Τον τάφο να μου δείξετε και ’γω θε να πηγαίνω. Τραπέζι να ’τοιμάσετε, και ’γω τον ανασταίνω.
Επήγαν και του έδειξαν τον τάφο του Λαζάρου.Τους είπε και εκύλισαν τον λίθο, πούχε απάνου.
Τότε κι ο Χριστός δακρύζει και τον Άδη φοβερίζει:
-Άδη, Τάρταρε και Χάρο.
Λάζαρον θα σου τον πάρω.
Δεύρο έξω Λάζαρέ μου, φίλε και αγαπητέ μου.
Παρευθύς από τον Άδη, ως εξαίσιο σημάδι, Λάζαρος απενεκρώθη, ανεστήθη και σηκώθη.
Λάζαρος σαβανωμένος και με το κηρί ζωσμένος. Εκεί Μάρθα και Μαρία, εκεί κι όλη η Βηθανία.
Μαθητές και Αποστόλοι τότε ευρεθήκαν όλοι, δόξα τω Θεώ φωνάζουν, και το Λάζαρο εξετάζουν.
-Λάζαρε, πες μας τι είδες, εις τον Άδη που επήγες; -Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους.
Δώστε μου λίγο νεράκι, να ξεπλύνω το φαρμάκι. Της καρδούλας μου το λέω, και μοιρολογώ και κλαίω.
Του χρόνου πάλι να ’ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε. Στον οίκο σας χαρούμενοι, τον Λάζαρο να πούμε.
Σε τούτο τ’ αρχοντόσπιτο πέτρα να μη ραϊσει. Και ο νοικοκύρης του σπιτιού, χρόνια πολλά να ζήσει.
Να ζήσει χρόνια εκατό, και να τα ξεπεράσει.
Your point of view caught my eye and was very interesting. Thanks. I have a question for you.