Ιερά Μονή Αγίας Τριάδας

Ε­πι­βλη­τι­κός και με­γα­λό­πρε­πος υ­ψώ­νε­ται ο α­πό­το­μος βρά­χος, στην κο­ρυ­φή του ο­ποί­ου εί­ναι σκαρ­φα­λω­μέ­νη η Μο­νή της Α­γί­ας Τριά­δος. Ο ε­πι­σκέ­πτης και προ­σκυ­νη­τής, κου­ρα­σμέ­νος α­πό τη δύ­σκο­λη κα­τά­βα­ση στην κοι­λά­δα αρ­χι­κά και την α­νά­βα­ση έ­πει­τα στο βρά­χο, αν­τα­μεί­βε­ται πλου­σι­ο­πά­ρο­χα με τη μα­γευ­τι­κή θέ­α που αν­τι­κρύ­ζει α­πό ψη­λά α­πό τους ε­ξώ­στες της μο­νής. Στα νό­τια, στα πό­δια του βρά­χου, α­πλώ­νε­ται η πό­λη της Κα­λαμ­πά­κας, με τον Πη­νει­ό πο­τα­μό νω­χε­λι­κά ξα­πλω­μέ­νο στη κοί­τη του και τους ο­ρει­νούς όγ­κους του Κό­ζια­κα και της Πίν­δου στο βά­θος. Α­πό δυ­τι­κά φαί­νε­ται η Μο­νή Βαρ­λα­άμ και λί­γο πιο πέ­ρα του Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Α­να­το­λι­κά και πο­λύ κον­τά βρί­σκε­ται η Μο­νή του Α­γί­ου Στε­φά­νου.

Η α­νά­βα­ση στο βρά­χο της Α­γί­ας Τριά­δος πα­λι­ό­τε­ρα γι­νό­ταν με α­νε­μό­σκα­λα και με το πα­ρα­δο­σια­κό δί­χτυ. Στα 1925, ε­πί Μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης και Στα­γών Πο­λυ­κάρ­που [Θω­μά] και ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Νι­κάν­δρου Στα­θο­πού­λου, έ­γι­νε η λα­ξευ­τή κλί­μα­κα με τα 140 πε­ρί­που σκα­λο­πά­τια της, που χρη­σι­μο­ποι­εί ο ση­με­ρι­νός ε­πι­σκέ­πτης.

Κα­τά την πα­ρά­δο­ση, που δεν ε­πι­βε­βαι­ώ­νε­ται ό­μως και α­πό άλ­λες μαρ­τυ­ρί­ες και πη­γές, η μο­νή πρω­το­κτί­στη­κε το 1438 α­πό κά­ποι­ο μο­να­χό Δο­μέ­τιο. Για το πρό­σω­πο αυ­τό τί­πο­τε α­πο­λύ­τως δεν γνω­ρί­ζου­με. Δεν α­πο­κλεί­ε­ται, ό­πως συ­νέ­βη και στους πε­ρισ­σό­τε­ρους άλ­λους με­τε­ω­ρί­τι­κους βρά­χους, οι πρώ­τοι ε­ρη­μί­τες να έ­κτι­σαν ε­δώ τα α­σκη­τα­ριά τους στις αρ­χές του ΙΔ΄ αι­ώ­να.

Ή­δη σε πρό­σταγ­μα του Συ­με­ών Ού­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, του έ­τους 1362, που φυ­λάσ­σε­ται στο αρ­χεί­ο της Μο­νής του Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, μνη­μο­νεύ­ον­ται πά­ραλ­λη­λα «το Με­τέ­ω­ρον και η Α­γί­α Τριας», πράγ­μα το ο­ποί­ο ση­μαί­νει ό­τι και η Α­γί­α Τριά­δα ή­ταν τό­τε ορ­γα­νω­μέ­νο μο­να­στή­ρι.

Ο ση­με­ρι­νός κυ­ρί­ως να­ός αν­τι­προ­σω­πεύ­ει την αρ­χαι­ό­τε­ρη σω­ζό­με­νη οι­κο­δο­μι­κή φά­ση του μο­να­στη­ριού και εί­ναι το πιο εν­δι­α­φέ­ρον α­πό τα κτί­σμα­τά του. Φαί­νε­ται πως α­νε­γέρ­θη­κε το έ­τος 1475/76, ό­πως μαρ­τυ­ρεί ε­νε­πί­γρα­φη πλίν­θος στο νό­τιο ε­ξω­τε­ρι­κό τοί­χο, με χα­ραγ­μέ­νη τη χρο­νο­λο­γί­α ϙϛϡπδ΄ (6984 α­πό κτί­σε­ως κό­σμου = 1475/76).

Ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι έ­νας μι­κρός σταυ­ρο­ει­δής δι­κι­ό­νιος να­ός με κεν­τρι­κό τρούλ­λο στη στέ­γη του. Η α­να­το­λι­κή κόγ­χη του να­ού, ό­που η τρί­πλευ­ρη κόγ­χη του ι­ε­ρού με έ­να δί­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο, έ­χει ε­πι­με­λη­μέ­νη πλιν­θο­πε­ρί­κλει­στη τοι­χο­δρο­μί­α με πλού­σια κε­ρα­μι­κή δι­α­κό­σμη­ση, ό­πως ο­δον­τω­τές ται­νί­ες και άλ­λα κο­σμή­μα­τα. Στις πλευ­ρι­κές ό­ψεις η τοι­χο­δο­μί­α εί­ναι α­πλή. Σε κά­θε πλευ­ρά υ­πάρ­χει έ­να μό­νο μο­νό­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο, γι’ αυ­τό και ο να­ός ε­σω­τε­ρι­κά εί­ναι σχε­τι­κά σκο­τει­νός. Ο τρούλ­λος εί­ναι πο­λυ­γω­νι­κός, με μο­νό­λο­βα πα­ρά­θυ­ρα, πλίν­θι­νους κι­ο­νί­σκους και ο­δον­τω­τές ται­νί­ες.

Η ση­με­ρι­νή τοι­χο­γρά­φη­ση του να­ού, σύμ­φω­να με τη σχε­τι­κή ε­πι­γρα­φή, εί­ναι έρ­γο των ζω­γρά­φων Αν­τω­νί­ου ι­ε­ρέ­α και του α­δελ­φού του Νι­κο­λά­ου και έ­γι­νε το 1741 ε­πί μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γών Θε­ο­φά­νη και ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Παρ­θε­νί­ου. Αν και νε­ό­τε­ρη, συ­νε­χί­ζει με ε­πι­τυ­χί­α την πα­ρά­δο­ση της κα­λής με­τα­βυ­ζαν­τι­νής ζω­γρα­φι­κής. Στον τρούλ­λο ει­κο­νί­ζε­ται ο Παν­το­κρά­το­ρας και στα σφαι­ρι­κά τρί­γω­να οι τέσ­σε­ρις ευ­αγ­γε­λι­στές, α­πό τους ο­ποί­ους ο Λου­κάς πα­ρι­στά­νε­ται να «ι­στο­ρεί» την ει­κό­να της Πα­να­γί­ας ό­πως και στον τρούλ­λο του κυ­ρί­ως να­ού της Μο­νής Βαρ­λα­άμ.

Το εν­δι­α­φέ­ρον πα­λαι­ό ξυ­λό­γλυ­πτο τέμ­πλο του κυ­ρί­ως να­ού έ­χει κλα­πεί α­πό ι­ε­ρό­συ­λους, το 1979, και έ­χει αν­τι­κα­τα­στα­θεί σή­με­ρα α­πό νε­ό­τε­ρο. Μα­ζί α­φαι­ρέ­θη­καν και ε­κλά­πη­σαν και οι πα­λι­ές ει­κό­νες του τέμ­πλου, α­ξι­ό­λο­γες για την τέ­χνη τους. Α­να­φέ­ρο­με α­π’ αυ­τές την ει­κό­να της Πα­να­γί­ας, ι­στο­ρη­μέ­νη στα 1718 «δια χει­ρός Ρί­ζου» α­πό την ε­παρ­χί­α των Α­γρά­φων, και την ει­κό­να του Χρι­στού με τη χρο­νο­λο­γί­α 1662.

Ο ευ­ρύ­χω­ρος θο­λο­σκέ­πα­στος ε­σω­νάρ­θη­κας α­πο­τε­λεί με­τα­γε­νέ­στε­ρη προ­σθή­κη στον κυ­ρί­ως να­ό. Εί­ναι κι αυ­τός κα­τά­γρα­φος α­πό τοι­χο­γρα­φί­ες. Ό­πως μας πλη­ρο­φο­ρεί η ε­πι­γρα­φή του, κτί­στη­κε το 1689 και τοι­χο­γρα­φή­θη­κε το 1692 ε­πί μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γών Αρ­σε­νί­ου και ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Ι­ω­νά.

Στα 1684, δί­πλα στο ι­ε­ρό, προ­στέ­θη­κε έ­να μι­κρό σκευ­ο­φυ­λά­κιο. Το κτι­ρια­κό συγ­κρό­τη­μα της μο­νής συμ­πλη­ρώ­νουν η τρά­πε­ζα, τα κελ­λιά, αί­θου­σες υ­πο­δο­χής, δε­ξα­με­νές και άλ­λοι βο­η­θη­τι­κοί χώ­ροι. Σή­με­ρα ό­λα εί­ναι α­να­και­νι­σμέ­να και πε­ρι­ποι­η­μέ­να.

Εν­δι­α­φέ­ρον πα­ρου­σιά­ζει το πα­ρεκ­κλή­σι του Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, που συ­ναν­τά­ει κα­νείς στ’ α­ρι­στε­ρά του, προ­χω­ρών­τας στον κλει­στό δι­ά­δρο­μο με­τά την εί­σο­δο της μο­νής. Εί­ναι μι­κρός κυ­κλι­κός να­ός με θό­λο, λα­ξευ­μέ­νος στο βρά­χο, κα­τά­γρα­φος με κα­λής τέ­χνης τοι­χο­γρα­φί­ες. Σύμ­φω­να με την ε­πι­γρα­φή του, κτί­στη­κε και α­γι­ο­γρα­φή­θη­κε στα 1682, με έ­ξο­δα και κό­πο των ι­ε­ρο­μο­νά­χων Δα­μα­σκη­νού, Ι­ω­νά και Παρ­θε­νί­ου. Ί­σως αρ­χι­κά, πριν τη δι­α­μόρ­φω­σή του σε να­ό, να χρη­σί­μευ­ε ως α­σκη­τή­ριο κά­ποι­ου ε­ρη­μί­τη.

Ο Γάλ­λος αρ­χαι­ο­λό­γος-πε­ρι­η­γη­τής L. Heuzey, ο ο­ποί­ος ε­πι­σκέ­φτη­κε τις με­τε­ω­ρι­κές μο­νές το θέ­ρος του 1858, α­να­φέ­ρει ό­τι στο πα­ρεκ­κλή­σι του Προ­δρό­μου (χω­ρίς να προσ­δι­ο­ρί­ζει που α­κρι­βώς) δι­ά­βα­σε την ε­πι­γρα­φή: ΔΙΑ ΧΕΙΡΟC ΝΙΚΟΔΙΜΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΙ ΠΤΟΧΟΥ ΡΑΚΝΔΙΤΟΥ. Η ε­πι­γρα­φή αυ­τή, σκα­λι­σμέ­νη σε πλίν­θο, βρί­σκε­ται σή­με­ρα εν­τοι­χι­σμέ­νη στη νό­τια ε­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά του να­ού του κα­θο­λι­κού. Πό­τε και για­τί α­πο­τοι­χί­στη­κε και με­τα­φέρ­θη­κε α­πό το πα­ρεκ­κλή­σι δεν εί­ναι γνω­στό. Δεν εί­ναι ε­πί­σης εύ­κο­λο να ε­ξα­κρι­βω­θεί πού α­να­φέ­ρε­ται η ε­πι­γρα­φή αυ­τή και ποι­ό ή­ταν το κα­τα­σκεύ­α­σμα του μο­να­χού Νι­κο­δή­μου.

Άξια αναφοράς είναι η συμβολή της Μονής στη μόρφωση των μοναχών και δοκίμων, κατά βάση στην ελληνική γλώσσα και ψαλτική. Επιπλέον, ως αναφέρεται σε κώδικα της Μητροπόλεως Τρίκκης (περίοδος 1828-1865), η Μονή της Αγίας Τριάδος συνδράμει ετησίως υπέρ της εκπαιδεύσεως στην περιοχή της Δυτικής Θεσσαλίας, ανάμεσα στις άλλες μονές και εκκλησίες της επαρχίας Τρίκκης και Σταγών. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η προσωπική βιβλιοθήκη του Σταγών Παϊσίου Β´, η οποία εδωρίσθη στη Μονή (δυστυχώς δεν διασώζεται σήμερα· θύμα της ιταλογερμανικής κατοχής).

Ευεργετική για τον ελληνισμό υπήρξε εν γένει η εθνική προσφορά της Μονής. Χάριν του αισθήματος φιλανθρωπίας και αλληλεγγύης καταλύθηκε ακόμη και το άβατο στις γυναίκες, ούτως ώστε να φιλοξενηθούν προσφυγικές και κατατρεγμένες οικογένειες. Το μοναστήρι, δίχως άλλο, στάθηκε αρωγός του αγώνα στα ζοφερά χρόνια του οθωμανικού ζυγού. Ιδιαίτερα ενίσχυσε το κίνημα του ήρωα παπα-Θύμιου Βλαχάβα κατά το έτος 1808, δεδομένου ότι στα κτήματα της Μονής είχαν την έδρα τους οι αρματολοί.

Η Μονή ενδιαφερόταν πάντοτε για τα επαναστατικά κινήματα προσφέροντας καταφύγιο από την περίοδο των ορλοφικών (1770) έως το 1821.

Σχετικά Άρθρα