Καταστατικό

4 Σεπτεμβρίου 2014

 

ΚΑ­ΤΑ­ΣΤΑ­ΤΙ­ΚΟ ΤΟΥ Ε­ΔΡΕΥ­ΟΝ­ΤΟΣ ΣΤΗΝ ΚΑ­ΛΑΜ­ΠΑ­ΚΑ ΣΩ­ΜΑΤΕΙ­ΟΥ ΜΕ ΤΗΝ Ε­ΠΩ­ΝΥ­ΜΙΑ
«ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΟΣ ΔΙ­Α­ΦΥ­ΛΑ­ΞΗΣ ΚΑΙ Α­ΝΑ­ΔΕΙ­ΞΗΣ Α­ΓΙ­Ο­ΜΕ­ΤΕ­Ω­ΡΙ­ΤΙ­ΚΗΣ ΚΛΗ­ΡΟ­ΝΟ­ΜΙΑΣ»
(ΜΕ­ΤΕ­Ω­ΡΩΝ ΛΙ­ΘΟ­ΠΟ­ΛΙΣ)

 

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ο Α΄

Ί­δρυ­ση. Ε­πω­νυ­μί­α. Έ­δρα. Σκο­πός.

 

Άρ­θρο 1.

1. Ι­δρύ­ε­ται Σω­μα­τεί­ο με την ε­πω­νυ­μί­α «ΣΥΛ­ΛΟ­ΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΙ­Α­ΦΥ­ΛΑ­ΞΗ ΚΑΙ Α­ΝΑ­ΔΕΙ­ΞΗ ΤΗΣ Α­ΓΙ­Ο­ΜΕ­ΤΕ­Ω­ΡΙ­ΤΙ­ΚΗΣ ΚΛΗ­ΡΟ­ΝΟ­ΜΙΑΣ» και δι­α­κρι­τι­κό τί­τλο «ΜΕ­ΤΕ­Ω­ΡΩΝ ΛΙ­ΘΟ­ΠΟ­ΛΙΣ»με έ­δρα την Κα­λαμ­πά­κα.

2. Το Σω­μα­τεί­ο εί­ναι πα­νελ­λή­νιο. Με α­πό­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου εί­ναι δυ­να­τή η σύ­στα­ση πα­ραρ­τη­μά­των σε κά­θε νο­μό της ε­πι­κρά­τειας ή και σε χώ­ρα της αλ­λο­δα­πής, αν το ε­πι­τρέ­πει το εγ­χώ­ριο δί­και­ο.

3. Το Σω­μα­τεί­ο έ­χει στρογ­γυ­λή σφρα­γί­δα, στην ο­ποί­α κυ­κλι­κά α­να­γρά­φε­ται η ε­πω­νυ­μί­α του και το έ­τος ι­δρύ­σε­ως και στο κέν­τρο α­πει­κο­νί­ζον­ται μετεωρίτικοι βράχοι με Ιερές Μονές.

 

Άρ­θρο 2.

Ο σκο­πός του Σω­μα­τεί­ου εί­ναι:

-Η δι­α­φύ­λα­ξη και α­νά­δει­ξη της α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κης κλη­ρο­νο­μιάς και της εν γέ­νει ε­θνι­κής και πνευ­μα­τι­κής πα­ρά­δο­σης του λα­ού μας.

-Η συμ­πα­ρά­στα­ση με κά­θε νό­μι­μο τρό­πο στο Μο­να­στι­κό Κέν­τρο των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων για την δι­α­τή­ρη­ση της πα­ρα­δο­σια­κής, πνευ­μα­τι­κής, μο­να­στι­κής, πο­λι­τι­σμι­κής και ε­θνι­κής α­κτι­νο­βο­λί­ας του ως προ­πύρ­γιο της Ορ­θο­δο­ξί­ας και της Ρω­μι­ο­σύ­νης και κι­βω­τού των ε­θνι­κών μας πα­ρα­δό­σε­ων.

-Η προ­βο­λή της α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κης πνευ­μα­τι­κής κλη­ρο­νο­μιάς στην Ελ­λά­δα και στον υ­πό­λοι­πο κό­σμο.

-Η ευ­ρύ­τε­ρη προ­ώ­θη­ση και προ­βο­λή του ι­δι­αί­τε­ρου θρη­σκευ­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα των Με­τε­ώ­ρων ως μο­να­στι­κής πο­λι­τεί­ας, αλ­λά συγ­χρό­νως και ως κο­ρυ­φαί­ου για τον ελ­λη­νι­σμό αρ­χαι­ο­λο­γι­κού χώ­ρου-ε­νερ­γού μνη­μεί­ου.

-Η μέ­ρι­μνα για την προ­στα­σί­α και δι­α­τή­ρη­ση του φυ­σι­κού πε­ρι­βάλ­λον­τος των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων ως χώ­ρου ι­δι­αί­τε­ρου φυ­σι­κού κάλ­λους.

2. Τα μέ­λη του Συλ­λό­γου δεν α­να­μι­γνύ­ον­ται στην ε­σω­τε­ρι­κή ζω­ή των μο­να­στι­κών α­δελ­φο­τή­των των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων.

3. Οι αρ­χές και οι σκο­ποί του Σω­μα­τεί­ου εί­ναι στοι­χεί­α στα­θε­ρά και α­με­τά­τρε­πτα, ο τρό­πος δε, τα μέ­σα και οι ε­νέρ­γει­ες εκ­πλη­ρώ­σε­ως αυ­τών μπο­ρούν να προ­σαρ­μό­ζον­ται στις ε­κά­στο­τε πε­ρι­στά­σεις.

 

Άρ­θρο 3.

1. Οι σκο­ποί του σω­μα­τεί­ου εκ­πλη­ρώ­νον­ται:

– Με τις α­ναγ­καί­ες πα­ρα­στά­σεις και άλ­λες νό­μι­μες ε­νέρ­γει­ες στα αρ­μό­δια όρ­γα­να και Αρ­χές της Πο­λι­τεί­ας, κα­θώς και σε κά­θε αρ­μό­διο Δι­κα­στή­ριο.

– Με την ορ­γά­νω­ση δι­α­λέ­ξε­ων, συ­νε­δρί­ων, η­με­ρί­δων και ποι­κί­λων εκ­δη­λώ­σε­ων για την με­λέ­τη και προ­βο­λή της α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κης ταυ­τό­τη­τας και πα­ρά­δο­σης.

– Με την έκ­δο­ση α­νά­λο­γων εν­τύ­πων ε­νη­με­ρω­τι­κού χα­ρα­κτή­ρα.

– Με την δη­μι­ουρ­γί­α ι­στο­σε­λί­δας του Συλ­λό­γου στο δι­α­δί­κτυ­ο

– Με την πραγ­μα­το­ποί­η­ση προ­σκυ­νη­μα­τι­κών και ε­πι­μορ­φω­τι­κών ε­πι­σκέ­ψε­ων και λα­τρευ­τι­κών συ­νά­ξε­ων στις α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κες Μο­νές και με­τό­χια με σκο­πό την σύ­σφι­ξη των σχέ­σε­ων με­τα­ξύ των με­λών και την γνω­ρι­μί­α τους με την α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κη πα­ρά­δο­ση και σύγ­χρο­νη μο­να­χι­κή μαρ­τυ­ρί­α.

Οι α­νω­τέ­ρω δρα­στη­ρι­ό­τη­τες α­να­φέ­ρον­ται εν­δει­κτι­κά και μπο­ρούν να εμ­πλου­τί­ζον­ται με νέ­ες, κα­τό­πιν α­πο­φά­σε­ως του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου.

2. Το Σω­μα­τεί­ο ε­πι­δι­ώ­κει το σκο­πό του και α­να­πτύσ­σει τις δρα­στη­ρι­ό­τη­τές του με κά­θε νό­μι­μο μέ­σο.

3. Το Σω­μα­τεί­ο συ­νερ­γά­ζε­ται, βο­η­θά και προ­βάλ­λει το έρ­γο και άλ­λων Ι­δρυ­μά­των, Συλ­λό­γων, Σω­μα­τεί­ων, Ε­νώ­σε­ων και Ορ­γα­νι­σμών, οι ο­ποί­οι συμ­φω­νούν με το πνεύ­μα και τους σκο­πούς του.

4. Στο Σω­μα­τεί­ο δύ­ναν­ται να προ­σφέ­ρουν α­νι­δι­ο­τε­λώς, ως φί­λοι ή συ­νερ­γα­ζό­με­νοι, τις υ­πη­ρε­σί­ες τους και πρό­σω­πα ι­κα­νά και κα­τάλ­λη­λα, τα ο­ποί­α δεν α­νή­κουν μεν σε αυ­τό αλ­λά εν­στερ­νί­ζον­ται τους σκο­πούς του.

 

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ο Β΄

Μέ­λη του Σω­μα­τεί­ου.

 

Άρ­θρο 4.

1. Μέ­λη του Σω­μα­τεί­ου μπο­ρούν να γί­νουν ά­το­μα ελ­λη­νι­κής υ­πη­κο­ό­τη­τας, που έ­χουν συμ­πλη­ρώ­σει το 18ο έ­τος της η­λι­κί­ας τους και τα ο­ποί­α δι­α­κρί­νον­ται για τον σε­βα­σμό και την α­γά­πη τους στο Μο­να­στι­κό Κέν­τρο των Α­γί­ων Με­τε­ώ­ρων και τον ι­δι­αί­τε­ρο πνευ­μα­τι­κό του χα­ρα­κτή­ρα, κα­θώς και στις α­ξί­ες της ε­θνι­κής και θρη­σκευ­τι­κής πα­ρά­δο­σης του λα­ού μας.

2. Δεν γί­νον­ται δε­κτοί ως μέ­λη ό­σοι α­νή­κουν σε σω­μα­τεί­α ή ορ­γα­νώ­σεις, των ο­ποί­ων οι σκο­ποί ή η δρα­στη­ρι­ό­τη­τα δεν εί­ναι φα­νε­ροί, σε αι­ρε­τι­κές, πα­ρα­θρη­σκευ­τι­κές ή αν­θελ­λη­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις και κι­νή­σεις και γε­νι­κό­τε­ρα σε ο­μά­δες που έ­χουν σκο­πούς και δρα­στη­ρι­ό­τη­τες αν­τί­θε­τους προς ε­κεί­νους του Σω­μα­τεί­ου. Η κρί­ση πε­ρί του αν συν­τρέ­χει ή ό­χι το κώ­λυ­μα αυ­τό α­νή­κει στη Γενική συ­νέ­λευ­ση των με­λών στην τα­κτι­κή της σύ­νο­δο.

 

Άρ­θρο 5.

1. Για την α­πο­δο­χή κά­ποι­ου ως μέ­λους του Σω­μα­τεί­ου α­πο­φα­σί­ζει το Δι­οι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο, προς το ο­ποί­ο α­πευ­θύ­νε­ται η αί­τη­ση του εν­δι­α­φε­ρό­με­νου με­τά α­πό πρό­τα­ση τρι­ών τα­κτι­κών με­λών, α­πό τα ο­ποί­α το έ­να του­λά­χι­στον πρέ­πει να εί­ναι μέ­λος του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου.

2. Για την εγ­γρα­φή στο μη­τρώ­ο με­λών α­παι­τεί­ται η συμ­πλή­ρω­ση α­πό το υ­πο­ψή­φιο μέ­λος ει­δι­κού εν­τύ­που εγ­γρα­φής, το ο­ποί­ο πα­ρέ­χε­ται α­πό αρ­μό­δια προς τού­το μέ­λη της δι­οι­κή­σε­ως. Η υ­πο­γρα­φή του εν­τύ­που αυ­τού συ­νι­στά δή­λω­ση α­πο­δο­χής των ό­ρων του πα­ρόν­τος κα­τα­στα­τι­κού.

3. Συγ­χρό­νως με την εγ­γρα­φή του το μέ­λος κα­τα­βάλ­λει στον τα­μί­α του Σω­μα­τεί­ου τέ­λος εγ­γρα­φής 10 ευ­ρώ, α­να­προ­σαρ­μο­ζό­με­νο πε­ρι­ο­δι­κά με α­πό­φα­ση του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου.

 

Άρ­θρο 6.

1. Παύ­ει κά­ποι­ος να εί­ναι μέ­λος και δι­α­γρά­φε­ται α­πό το μη­τρώ­ο με­λών: (α) Με­τά α­πό έγ­γρα­φη δή­λω­ση πα­ραι­τή­σε­ως, που υ­πο­βάλ­λε­ται προς το Δι­οι­κη­τι­κό Συμ­βού­λιο κα­τά τους ό­ρους του άρ­θρου 87 ΑΚ. (β) Λό­γω θα­νά­του.

2. Αν κά­ποι­ο μέ­λος κα­τα­στεί ο­πα­δός ή μέ­λος σω­μα­τεί­ου, κι­νή­σε­ως ή ο­μά­δας που έ­χει σκο­πούς και δρα­στη­ρι­ό­τη­τες αν­τί­θε­τους προς ε­κεί­νους του Σω­μα­τεί­ου, α­πο­βάλ­λε­ται και δι­α­γρά­φε­ται α­πό το Σω­μα­τεί­ο με αι­τι­ο­λο­γη­μέ­νη α­πό­φα­ση του Δι­οι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Προ­η­γου­μέ­νως κα­λεί­ται σε α­πο­λο­γί­α ε­νώ­πιον του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου με έγ­γρα­φη κλή­τευ­ση και γνω­στο­ποί­η­ση του λό­γου α­πο­βο­λής προ 15 η­με­ρών.

3. Ε­άν συν­τρέ­χει άλ­λος σπου­δαί­ος λό­γος, τη δι­α­γρα­φή και α­πο­βο­λή α­πο­φα­σί­ζει α­πλώς αι­τι­ο­λο­γη­μέ­να η Γενική συ­νέ­λευ­ση.

4. Ο α­πο­βαλ­λό­με­νος, στην α­μέ­σως α­νω­τέ­ρω πε­ρί­πτω­ση, δι­και­ού­ται να προ­σφύ­γει κα­τά της α­πο­φά­σε­ως δι­α­γρα­φής ε­νώ­πιον του αρ­μο­δί­ου δι­κα­στη­ρί­ου κα­τά τους ό­ρους του άρ­θρου 88 παρ. 2 ΑΚ.

 

Άρ­θρο 7.

Μέ­λος, το ο­ποί­ο εκ προ­θέ­σε­ως πα­ρα­βιά­ζει τις κα­τα­στα­τι­κές υ­πο­χρε­ώ­σεις του, δυ­σχε­ραί­νει ή πα­ρεμ­βάλ­λει εμ­πό­δια στις ε­πι­δι­ώ­ξεις, τους σκο­πούς του σω­μα­τεί­ου και στην ε­κτέ­λε­ση των α­πο­φά­σε­ων των γε­νι­κών συ­νε­λεύ­σε­ων και του δι­οι­κη­τι­κού συμ­βου­λί­ου ή η προ­σω­πι­κή συμ­πε­ρι­φο­ρά του εί­ναι α­συμ­βί­βα­στη με τους ε­πι­δι­ω­κό­με­νους α­πό το Σω­μα­τεί­ο σκο­πούς, υ­πό­κει­ται σε πει­θαρ­χι­κό έ­λεγ­χο κα­τά τα κα­τω­τέ­ρω: Κα­τ’ αρ­χήν του α­πευ­θύ­νε­ται σύ­στα­ση συμ­μορ­φώ­σε­ως α­πό το δι­οι­κη­τι­κό Συμβού­λιο. Αν πα­ρά ταύ­τα ε­πι­μεί­νει στην ί­δια συμ­πε­ρι­φο­ρά, του ε­πι­βάλ­λε­ται πει­θαρ­χι­κή ποι­νή.  Πει­θαρ­χι­κές ποι­νές εί­ναι: Η στέ­ρη­ση του δι­και­ώ­μα­τος του ε­κλέ­γειν και εκλέγεσθαι για δι­ά­στη­μα α­πό 1 μή­να έ­ως πέν­τε έ­τη, η προ­σω­ρι­νή α­πο­βο­λή για δι­ά­στη­μα α­πό 1 μή­να έ­ως 1 έ­τος και, τέ­λος, η ο­ρι­στι­κή α­πο­βο­λή. Τις δύ­ο πρώ­τες ποι­νές ε­πι­βάλ­λει το Δι­οι­κη­τι­κό Συμβού­λιο και την τρί­τη η Γενική συ­νέ­λευ­ση υ­πό τους ό­ρους του άρ­θρου 88 παρ. 1 περ. 2 ΑΚ και του άρ­θρου 6 παρ. 3 του πα­ρόν­τος. Το Δι­οι­κη­τι­κό Συμβού­λιο και η Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση α­πο­φα­σί­ζουν α­με­τά­κλη­τα. Προ­η­γου­μέ­νως ο πει­θαρ­χι­κά δι­ω­κό­με­νος κα­λεί­ται σε α­πο­λο­γί­α ε­νώ­πιον του Δι­οι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου ή της Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως, αν­τί­στοι­χα, με κλή­τευ­ση και γνω­στο­ποί­η­ση του πει­θαρ­χι­κού πα­ρα­πτώ­μα­τος προ 15 η­με­ρών.

 

Άρ­θρο 8.

Τα μέ­λη του Σω­μα­τεί­ου ο­φεί­λουν να κα­τα­βάλ­λουν υ­πο­χρε­ω­τι­κά στον τα­μί­α αυ­τού: (α) Ε­τή­σια ει­σφο­ρά δέ­κα (10) ευ­ρώ, α­να­προ­σαρ­μο­ζό­με­νη πε­ρι­ο­δι­κά με α­πό­φα­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. (β) Τις έ­κτα­κτες ει­σφο­ρές, τις ο­ποί­ες θα α­πο­φα­σί­ζει η Γενική συ­νέ­λευ­ση για την προ­ώ­θη­ση των σκο­πών του Σω­μα­τεί­ου. Μέ­λη που κα­θυ­στε­ρούν την κα­τα­βο­λή τα­κτι­κών ή ε­κτά­κτων ει­σφο­ρών στε­ρούν­ται α­πό το δι­καί­ω­μα συμ­με­το­χής και ψή­φου σε ό­λες τις γε­νι­κές συ­νε­λεύ­σεις. Αν η κα­θυ­στέ­ρη­ση κά­ποι­ου δι­αρ­κέ­σει πέ­ραν των δύ­ο ε­τών, ει­δο­ποι­εί­ται για τε­λευ­ταί­α φο­ρά α­πό το δι­οι­κη­τι­κό Συμβού­λιο για την κα­τα­βο­λή των ο­φει­λό­με­νων εν­τός προ­θε­σμί­ας 30 η­με­ρών. Αν και πά­λι κα­θυ­στε­ρεί, το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο μπο­ρεί να τον δι­α­γρά­ψει α­πό το μη­τρώ­ο με­λών.

 

Άρ­θρο 9.

1. Τα τα­κτι­κά μέ­λη του Σω­μα­τεί­ου εί­ναι ό­λα ι­σό­τι­μα με­τα­ξύ τους.

2. Με α­πό­φα­ση της Γε­νι­κής Συ­νέ­λευ­σης μπο­ρεί να α­πο­δο­θεί ο τί­τλος του ε­πί­τι­μου μέ­λους σε πρό­σω­πα-μη τα­κτι­κά μέ­λη, τα ο­ποί­α προ­σέ­φε­ραν ε­ξαι­ρε­τι­κές υ­πη­ρε­σί­ες για την ευ­ό­δω­ση των σκο­πών του σω­μα­τεί­ου ή για την α­νά­δει­ξη και προ­βο­λή της Α­γι­ο­με­τε­ω­ρί­τι­κης κλη­ρο­νο­μιάς.

 

Άρ­θρο 10.

1. Το δι­καί­ω­μα του ε­κλέ­γειν και ε­κλέ­γε­σθαι στο Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο στα όρ­γα­να δι­οι­κή­σε­ως του σω­μα­τεί­ου έ­χει α­νε­ξαί­ρε­τα κά­θε τα­κτι­κό μέ­λος. Το δι­καί­ω­μα ό­μως του ε­κλέ­γε­σθαι έ­χει έ­να μέ­λος μό­νον ε­φό­σον α­πό την εγ­γρα­φή του πα­ρήλ­θε δι­ά­στη­μα του­λά­χι­στον έ­ξι μη­νών. Ο ό­ρος αυ­τός δεν ι­σχύ­ει για την πρώ­τη με­τά την ί­δρυ­ση ε­κλο­γή.

2. Ό­λα τα μέ­λη έ­χουν δι­καί­ω­μα λό­γου σε κά­θε θέ­μα που συ­ζη­τεί­ται στη Γενική συ­νέ­λευ­ση. Ε­πί­σης, έ­χουν δι­καί­ω­μα να προ­τεί­νουν ο­τι­δή­πο­τε κρί­νουν ό­τι συν­τε­λεί στην εκ­πλή­ρω­ση των σκο­πών του Σω­μα­τεί­ου με έγ­γρα­φη ή προ­φο­ρι­κή πρό­τα­σή τους προς τα όρ­γα­να δι­οί­κη­σης.

3. Ό­λα τα μέ­λη έ­χουν δι­καί­ω­μα αλ­λά και υ­πο­χρέ­ω­ση συμ­με­το­χής στις δρα­στη­ρι­ό­τη­τες του Σω­μα­τεί­ου για την ε­πί­τευ­ξη των σκο­πών του.

4. Τα μέ­λη υ­πο­χρε­ούν­ται να συμ­μορ­φώ­νον­ται στους ό­ρους του πα­ρόν­τος κα­τα­στα­τι­κού και στις α­πο­φά­σεις της Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως και του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου, κα­θώς και να πα­ρα­λεί­πουν κά­θε δρα­στη­ρι­ό­τη­τα που δεν συ­νά­δει με τους σκο­πούς του Σω­μα­τεί­ου. Τα μέ­λη ο­φεί­λουν να με­τέ­χουν στις γε­νι­κές συ­νε­λεύ­σεις και στις αρ­χαι­ρε­σί­ες του Σω­μα­τεί­ου.

 

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ο Γ΄

Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση.

 

Άρ­θρο 11.

1. Η Γενική συ­νέ­λευ­ση εί­ναι το α­νώ­τα­το όρ­γα­νο του Σω­μα­τεί­ου, α­πο­φα­σί­ζει για κά­θε θέ­μα, το ο­ποί­ο δεν α­νή­κει στην αρ­μο­δι­ό­τη­τα άλ­λου ορ­γά­νου και ε­λέγ­χει τα υ­πό­λοι­πα όρ­γα­να.

2. Η Γενική συ­νέ­λευ­ση έ­χει την α­πο­κλει­στι­κή αρ­μο­δι­ό­τη­τα: (α) Να εγ­κρί­νει ή ό­χι τον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό, α­πο­λο­γι­σμό και τα πε­πραγ­μέ­να του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου, α­παλ­λάσ­σον­τας ή ό­χι τα μέ­λη του α­πό κά­θε ευ­θύ­νη. (β) Να ε­κλέ­γει τα μέ­λη της ε­φο­ρευ­τι­κής ε­πι­τρο­πής για τη δι­ε­ξα­γω­γή αρ­χαι­ρε­σι­ών. (γ) Να ε­κλέ­γει τα μέ­λη του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. (δ) Να α­πο­φα­σί­ζει για κά­θε τρο­πο­ποί­η­ση το Κα­τα­στα­τι­κού. (ε) Να α­πο­φα­σί­ζει για τη δι­ά­λυ­ση του Σω­μα­τεί­ου.

 

Άρ­θρο 12.

1. Οι γε­νι­κές συ­νε­λεύ­σεις των με­λών εί­ναι τα­κτι­κές και έ­κτα­κτες. Τα­κτι­κή συ­νέ­λευ­ση συγ­κα­λεί­ται μί­α φο­ρά κά­θε έ­τος το μή­να Ι­α­νουά­ριο σε ει­δι­κό τό­πο και χρό­νο που θα ο­ρί­σει το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο. Η τα­κτι­κή Γενική συ­νέ­λευ­ση ε­λέγ­χει, εγ­κρί­νει ή α­πορ­ρί­πτει ή τρο­πο­ποι­εί τον προ­ϋ­πο­λο­γι­σμό του ε­πό­με­νου έ­τους, κα­θώς και τον α­πο­λο­γι­σμό του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Α­πο­φα­σί­ζει δε και για ο­ποι­ο­δή­πο­τε άλ­λο θέ­μα προ­βλέ­πε­ται στην η­με­ρή­σια δι­ά­τα­ξη.

2. Οι έ­κτα­κτες συ­νε­λεύ­σεις συγ­κα­λούν­ται, ε­φό­σον συν­τρέ­χουν ε­ξαι­ρε­τι­κά και ε­πεί­γον­τα θέ­μα­τα που δεν μπο­ρούν να αν­τι­με­τω­πι­σθούν μέ­χρι την τα­κτι­κή, εί­τε κα­τό­πιν α­πο­φά­σε­ως του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου εί­τε κα­τό­πιν αι­τή­σε­ως προς το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο, στην ο­ποί­α πρέ­πει να α­να­φέ­ρον­ται και τα προς συ­ζή­τη­ση θέ­μα­τα, του 1/5 του­λά­χι­στον των τα­μεια­κά τα­κτο­ποι­η­μέ­νων με­λών. Στην τε­λευ­ταί­α πε­ρί­πτω­ση η σύγ­κλη­ση εί­ναι υ­πο­χρε­ω­τι­κή για το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο και πρέ­πει να γί­νει μέ­σα σε δε­κα­πέν­τε η­μέ­ρες το αρ­γό­τε­ρο α­πό την υ­πο­βο­λή της αί­τη­σης. Για τις έ­κτα­κτες γε­νι­κές συ­νε­λεύ­σεις ι­σχύ­ουν και ό­σα ο­ρί­ζον­ται για τις τα­κτι­κές.

 

Άρ­θρο 13.

Κά­θε Γενική συ­νέ­λευ­ση συγ­κα­λεί­ται α­πό το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο πριν α­πό εί­κο­σι η­μέ­ρες α­πό την κα­θο­ρι­ζό­με­νη για σύγ­κλη­ση η­μέ­ρα και α­να­γρά­φε­ται στη σχε­τι­κή πρό­σκλη­ση η η­με­ρο­χρο­νο­λο­γί­α, ο τό­πος και η ώ­ρα αυ­τής. Η πρό­σκλη­ση α­ναρ­τά­ται στον ιστότοπο του Σω­μα­τεί­ου και κα­θι­ε­ρώ­νε­ται α­το­μι­κή πρό­σκλη­ση των εγ­γε­γραμ­μέ­νων με­λών εί­τε τα­χυ­δρο­μι­κά εί­τε με η­λε­κτρο­νι­κά μέ­σα. Για τις έ­κτα­κτες συ­νε­λεύ­σεις οι α­νω­τέ­ρω προ­θε­σμί­ες πε­ρι­ο­ρί­ζον­ται στο ή­μι­συ.

 

Άρ­θρο 14.

Τα θέ­μα­τα της η­με­ρή­σιας δι­α­τά­ξε­ως κά­θε τα­κτι­κής Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως κα­θο­ρί­ζον­ται α­πό το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο και γνω­στο­ποι­ούν­ται μα­ζί με τη πρό­σκλη­ση κα­τά τα προ­α­να­φε­ρό­με­να. Εί­ναι δυ­να­τή η προ­σθή­κη και άλ­λων θε­μά­των με αί­τη­ση δέ­κα του­λά­χι­στον τα­μεια­κά τα­κτο­ποι­η­μέ­νων με­λών, η ο­ποί­α α­πευ­θύ­νε­ται προς το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο πριν πέν­τε του­λά­χι­στον η­μέ­ρες α­πό την σύγ­κλη­ση της Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως. Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο ο­φεί­λει να γνω­στο­ποι­ή­σει τα νέ­α για συ­ζή­τη­ση θέ­μα­τα τρεις του­λά­χι­στον η­μέ­ρες πριν α­πό τη σύγ­κλη­ση της Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως. Εί­ναι, ω­στό­σο, δυ­να­τή και η προ­σθή­κη θε­μά­των η­με­ρη­σί­ας δι­α­τά­ξε­ως και κα­τά την η­μέ­ρα της σύγ­κλη­σης της συ­νε­λεύ­σε­ως, ε­φό­σον ό­μως α­πο­φα­σί­σει αυ­τό η ί­δια η Γενική συ­νέ­λευ­ση με α­πό­λυ­τη πλει­ο­ψη­φί­α των πα­ρόν­των.

Άρ­θρο 15.

1. Κα­τά την έ­ναρ­ξη της Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως ε­κλέ­γον­ται με α­πλή πλει­ο­ψη­φί­α πρό­ε­δρος για τη δι­εύ­θυν­ση της δι­α­δι­κα­σί­ας και γραμ­μα­τέ­ας για την τή­ρη­ση των πρα­κτι­κών. Πρό­ε­δρος και γραμ­μα­τέ­ας δεν μπο­ρούν να ε­κλε­γούν τα μέ­λη του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου.

2. Η Γενική συ­νέ­λευ­ση βρί­σκε­ται σε α­παρ­τί­α ε­φό­σον πα­ρί­σταν­ται τα μι­σά εκ των εγ­γε­γραμ­μέ­νων με­λών, ε­κτός αν για κά­ποι­ο θέ­μα προ­βλέ­πε­ται στο νό­μο ει­δι­κή α­παρ­τί­α. Ε­άν δεν ε­πι­τευ­χθεί ως ά­νω α­παρ­τί­α, η Γενική συ­νέ­λευ­ση ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται στον ί­διο τό­πο και χρό­νο με­τά δέ­κα πέν­τε η­μέ­ρες, ο­πό­τε και αρ­κεί α­παρ­τί­α του ε­νός τρί­του των εγ­γε­γραμ­μέ­νων με­λών.

3. Στη Γενική συ­νέ­λευ­ση τα μέ­λη πα­ρί­σταν­ται αυ­το­προ­σώ­πως, μπο­ρούν ό­μως να αν­τι­προ­σω­πευ­θούν α­πό άλ­λο μέ­λος. Η πλη­ρε­ξου­σι­ό­τη­τα πα­ρέ­χε­ται εγ­γρά­φως με σχε­τι­κή βε­βαί­ω­ση της γνη­σι­ό­τη­τας της υ­πο­γρα­φής του αν­τι­προ­σω­πευ­ό­με­νου α­πό αρ­μό­δια κα­τά νό­μο αρ­χή ή δι­κη­γό­ρο.

4. Η α­πό­φα­ση για την ε­κλο­γή του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου γί­νε­ται μυ­στι­κά κα­τά τα κα­τω­τέ­ρω ο­ρι­ζό­με­να.

5. Οι α­πο­φά­σεις για κά­θε άλ­λο ζή­τη­μα λαμ­βά­νον­ται φα­νε­ρά με α­νά­τα­ση της χει­ρός, ε­κτός αν για κά­ποι­ο, ει­δι­κά, ζή­τη­μα α­πο­φα­σί­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά η Γενική συ­νέ­λευ­ση.

6. Οι α­πο­φά­σεις λαμ­βά­νον­ται με α­πό­λυ­τη πλει­ο­ψη­φί­α των πα­ρόν­των και αν­τι­προ­σω­πευ­ό­με­νων με­λών. Σε πε­ρί­πτω­ση ι­σο­ψη­φί­ας υ­πε­ρι­σχύ­ει η ψή­φος του προ­έ­δρου του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Τα α­νω­τέ­ρω ι­σχύ­ουν αν για κά­ποι­ο θέ­μα ει­δι­κά δεν προ­βλέ­πε­ται δι­α­φο­ρε­τι­κά στο νό­μο ή στο κα­τα­στα­τι­κό.

 

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ο Δ΄.

Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο.

 

Άρ­θρο 16.

1. Το Σω­μα­τεί­ο Διοι­κεί­ται α­πό ε­πτα­με­λές Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο, το ο­ποί­ο α­πο­τε­λεί­ται α­πό τον πρό­ε­δρο, τον αν­τι­πρό­ε­δρο, τον γραμ­μα­τέ­α, τον τα­μί­α και άλ­λους τρείς συμ­βού­λους, στους ο­ποί­ους α­να­τί­θεν­ται η ε­πο­πτεί­α για τη λει­τουρ­γί­α των το­μέ­ων δρα­στη­ρι­ό­τη­τας του Σω­μα­τεί­ου, ό­πως α­να­φέ­ρε­ται κα­τω­τέ­ρω.

2. Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο ε­κλέ­γε­ται κά­θε τρί­α έ­τη. Η θη­τεί­α κά­θε Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου αρ­χί­ζει την ε­πό­με­νη η­μέ­ρα της ε­κλο­γής του και δια­ρκεί μέ­χρι την ε­κλο­γή του ε­πό­με­νου Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Ε­ξαι­ρε­τι­κά, η θη­τεί­α της προ­σω­ρι­νής Διοι­κού­σας Επιτρο­πής, που θα ε­κλε­γεί α­πό τα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη του Σω­μα­τεί­ου, με­τά την έγ­κρι­ση του πα­ρόν­τος Κα­τα­στα­τι­κού, λή­γει με την ε­κλο­γή α­πό τη Γενική συ­νέ­λευ­ση των με­λών του πρώ­του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου.

 

Άρ­θρο 17.

1. Μέ­σα σε προ­θε­σμί­α τρι­ών μη­νών α­πό τη έγ­κρι­ση του Σω­μα­τεί­ου α­πό το οι­κεί­ο Ει­ρη­νο­δι­κεί­ο πρέ­πει να προ­κη­ρυ­χθούν αρ­χαι­ρε­σί­ες για την ε­κλο­γή του πρώ­του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Μέ­χρι την ε­κλο­γή του θα δι­οι­κεί­ται α­πό ε­πτα­με­λή προ­σω­ρι­νή Διοι­κού­σα Ε­πι­τρο­πή, την ο­ποί­α θα ε­κλέ­ξουν τα ι­δρυ­τι­κά μέ­λη. Για τη συγ­κρό­τη­ση σε σώ­μα, τη σύγ­κλη­ση και τη λει­τουρ­γί­α της προ­σω­ρι­νής Διοι­κού­σας Επιτρο­πής ε­φαρ­μό­ζον­ται α­νά­λο­γα ό­λες οι σχε­τι­κές με το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο δι­α­τά­ξεις.

2. Έ­κτο­τε οι ε­κλο­γές δι­ε­νερ­γούν­ται εν­τός μη­νός πριν την λή­ξη της θη­τεί­ας του προ­η­γού­με­νου Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Οι υ­πο­ψή­φιοι για το α­ξί­ω­μα του μέ­λους του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου υ­πο­βάλ­λουν έγ­γρα­φες δη­λώ­σεις υ­πο­ψη­φι­ό­τη­τας προς το  Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο το αρ­γό­τε­ρο δέ­κα η­μέ­ρες πριν α­πό την η­μέ­ρα των αρ­χαι­ρε­σι­ών. Ο πρό­ε­δρος του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου ε­πι­με­λεί­ται για την ε­κτύ­πω­ση ε­παρ­κών ψη­φο­δελ­τί­ων και αν­τί­στοι­χων λευ­κών. Α­πα­γο­ρεύ­ον­ται οι πα­ρα­τα­ξια­κές υ­πο­ψη­φι­ό­τη­τες. Συν­τάσ­σε­ται ε­νια­ίο ψη­φο­δέλ­τιο, στο ο­ποί­ο οι υ­πο­ψή­φιοι κα­τα­χω­ρί­ζον­ται αλ­φα­βη­τι­κά. Κά­θε ε­κλο­γέ­ας μπο­ρεί να ε­πι­λέ­ξει, με σταυ­ρό ση­μει­ού­με­νο α­ρι­στε­ρά του ο­νό­μα­τος, μέ­χρι ε­πτά υ­πο­ψή­φιους.

3. Ε­πι­τυ­χόν­τες θε­ω­ρούν­ται οι ε­πτά πρώ­τοι που έ­λα­βαν τις πε­ρισ­σό­τε­ρες ψή­φους. Ό­λοι οι υ­πό­λοι­ποι θε­ω­ρούν­ται ε­πι­λα­χόν­τες α­να­πλη­ρω­μα­τι­κοί. Σε πε­ρί­πτω­ση δε ι­σο­ψη­φί­ας ε­νερ­γεί­ται κλή­ρω­ση α­πό την ε­φο­ρευ­τι­κή ε­πι­τρο­πή.

4. Οι αρ­χαι­ρε­σί­ες ε­νερ­γούν­ται μπρο­στά σε τρι­με­λή ε­φο­ρευ­τι­κή ε­πι­τρο­πή που ε­κλέ­γε­ται α­πό τη Γενική συ­νέ­λευ­ση με μυ­στι­κή ψη­φο­φο­ρί­α. Τα μέ­λη αυ­τής, που συγ­κρο­τούν­ται σε σώ­μα, δεν μπο­ρούν να εί­ναι και υ­πο­ψή­φιοι για το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο.

5. Ταυ­τό­χρο­να με τις ε­κλο­γές για την α­νά­δει­ξη Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου δι­ε­ξά­γε­ται και ε­κλο­γή για την α­νά­δει­ξη τρι­με­λούς Ε­ξε­λεγ­κτι­κής Ε­πι­τρο­πής. Για την ε­κλο­γή των με­λών της ι­σχύ­ουν αν­τί­στοι­χα ό­σα ε­κτί­θεν­ται για την ε­κλο­γή των με­λών του Δι­οι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου, με τη δι­α­φο­ρά ό­τι σταυ­ρο­δο­τούν­ται έ­ως τρεις υ­πο­ψή­φιοι. Τα μέ­λη της, α­φού συγ­κρο­τη­θούν σε σώ­μα με την ε­κλο­γή προ­έ­δρου, προ­βαί­νουν στον κα­τ’ έ­τος έ­λεγ­χο των πε­πραγ­μέ­νων του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου και των βι­βλί­ων του σω­μα­τεί­ου, συν­τάσ­σουν σχε­τι­κή έκ­θε­ση, την ο­ποί­α υ­πο­βά­λουν στην ε­τή­σια Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση των με­λών μα­ζί με τον υ­πο­βαλ­λό­με­νο ε­τή­σιο α­πο­λο­γι­σμό του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου.

6. Οι αρ­χαι­ρε­σί­ες δι­ε­ξά­γον­ται κα­τά τα λοι­πά ό­πως προ­βλέ­πει η ι­σχύ­ου­σα ε­κλο­γι­κή νο­μο­θε­σί­α και ει­δι­κό­τε­ρα το σω­μα­τεια­κό δί­και­ο.

 

Άρ­θρο 18.

1. Τα ε­κλε­γέν­τα μέ­λη του  Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου, με την ε­πι­μέ­λεια ε­κεί­νου που πλει­ο­ψή­φη­σε, συ­νέρ­χον­ται εν­τός πέν­τε η­με­ρών α­πό το πέ­ρας των αρ­χαι­ρε­σι­ών για την με­τα­ξύ τους ε­κλο­γή του προ­έ­δρου, αν­τι­προ­έ­δρου, γραμ­μα­τέ­α και τα­μί­α.

2.  Σε ει­δι­κή συ­νε­δρί­α­ση, με την λή­ξη της θη­τεί­ας του α­περ­χό­με­νου Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου, γί­νε­ται η πα­ρά­δο­ση της δι­οί­κη­σης α­πό το πα­λαι­ό στο νέ­ο Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο. Το α­περ­χό­με­νο Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο εί­ναι υ­πο­χρε­ω­μέ­νο να πα­ρα­δώ­σει στο νέ­ο τα κλει­διά, τις σφρα­γί­δες, το αρ­χεί­ο και την πε­ρι­ου­σί­α του Σω­μα­τεί­ου, με την ταυ­τό­χρο­νη υ­πο­γρα­φή πρω­το­κόλ­λου πα­ρά­δο­σης και πα­ρα­λα­βής.

3. Με­τά τη συγ­κρό­τη­ση του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου ο πρό­ε­δρος αυ­τού α­να­θέ­τει, με πρά­ξη του, την ευ­θύ­νη των το­μέ­ων δρα­στη­ρι­ο­ποι­ή­σε­ως του Σω­μα­τεί­ου σε κα­θέ­να α­πό τα μέ­λη του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Οι υ­πεύ­θυ­νοι των το­μέ­ων πλαι­σι­ώ­νον­ται α­πό ι­κα­νούς συ­νερ­γά­τες.

 

Άρ­θρο 19.

1. Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο συ­νε­δριά­ζει τα­κτι­κά με­τά α­πό πρό­σκλη­ση γρα­πτή υ­πο­γρα­φό­με­νη α­πό τον πρό­ε­δρο και το Γραμ­μα­τέ­α. Στην πρό­σκλη­ση α­να­γρά­φον­ται και τα προς συ­ζή­τη­ση θέ­μα­τα.

2. Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο συ­νε­δριά­ζει και έ­κτα­κτα ό­σες φο­ρές υ­πάρ­χει γι΄ αυ­τό α­νάγ­κη με πρω­το­βου­λί­α του προ­έ­δρου ή αν το ζη­τή­σουν δύ­ο του­λά­χι­στον μέ­λη του με αί­τη­σή τους, στην ο­ποί­α πρέ­πει να α­να­γρά­φον­ται και τα προς συ­ζή­τη­ση θέ­μα­τα.

3. Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο βρί­σκε­ται σε α­παρ­τί­α ε­φό­σον κα­τά τη συ­νε­δρί­α­ση βρί­σκον­ται τέσ­σε­ρα του­λά­χι­στον μέ­λη. Οι α­πο­φά­σεις του λαμ­βά­νον­ται με α­πλή πλει­ο­ψη­φί­α των πα­ρόν­των με­λών. Ό­λα τα μέ­λη έ­χουν ι­σό­τι­μη ψή­φο. Σε πε­ρί­πτω­ση, ό­μως, ι­σο­ψη­φί­ας υ­πε­ρι­σχύ­ει η ψή­φος του προ­έ­δρου.

 

Άρ­θρο 20.

Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο δι­οι­κεί υ­πεύ­θυ­να το Σω­μα­τεί­ο, με γνώ­μο­να την υ­λο­ποί­η­ση του σκο­πού του, με βά­ση τους νό­μους και το κα­τα­στα­τι­κό. Α­πο­φα­σί­ζει για κά­θε σχε­τι­κό, δι­α­χει­ρί­ζε­ται την πε­ρι­ου­σί­α του Σω­μα­τεί­ου, λαμ­βά­νει ό­λα τα κα­τάλ­λη­λα μέ­τρα για την αν­τι­με­τώ­πι­ση και ε­πί­λυ­ση των δι­α­φό­ρων ζη­τη­μά­των και ε­κτε­λεί τις α­πο­φά­σεις της Γενικής συ­νε­λεύ­σε­ως.

 

Άρ­θρο 21.

1. Μέ­λος του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου, που α­που­σιά­ζει α­δι­και­ο­λό­γη­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό τρεις στη σει­ρά συ­νε­δριά­σεις, κη­ρύσ­σε­ται έκ­πτω­το με­τά α­πό δι­α­πι­στω­τι­κή πρά­ξη των λοι­πών με­λών και ο πρό­ε­δρος κα­λεί προς αν­τι­κα­τά­στα­σή του τον πρώ­το κα­τά σει­ρά ε­πι­λα­χόν­τα σύμ­βου­λο.

2. Μέ­λος του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου μπο­ρεί να υ­πο­βά­λει πα­ραί­τη­ση στον πρό­ε­δρο αυ­τού. Στην πε­ρί­πτω­ση αυ­τή, κα­θώς και στην πε­ρί­πτω­ση θα­νά­του ή (σω­μα­τι­κής ή πνευ­μα­τι­κής) α­νι­κα­νό­τη­τας μέ­λους, αυ­τό α­να­πλη­ρώ­νε­ται α­πό τους ε­πι­λα­χόν­τες κα­τά τη σει­ρά της ε­κλο­γής τους. Ο πρό­ε­δρος κα­λεί προς αν­τι­κα­τά­στα­σή του τον πρώ­το κα­τά σει­ρά ε­πι­λα­χόν­τα σύμ­βου­λο.

 

Άρ­θρο 22.

Ο πρό­ε­δρος του Δ.Σ. εκ­προ­σω­πεί το Σω­μα­τεί­ο ε­νώ­πιον των δι­κα­στη­ρί­ων και γε­νι­κό­τε­ρα ό­λων των δη­μο­σί­ων και δη­μο­τι­κών αρ­χών. Προς υ­πο­βο­λή έγ­κλη­σης & δή­λω­σης πα­ρά­στα­σης πο­λι­τι­κής α­γω­γής σε ποι­νι­κό δι­κα­στή­ριο για λο­γα­ρια­σμό του Σω­μα­τεί­ου, α­παι­τεί­ται σχε­τι­κό πρα­κτι­κό εν­το­λής του Δι­οι­κη­τι­κού Συμ­βου­λί­ου προς τον Πρό­ε­δρο αυ­τού ή και σε δι­κη­γό­ρο. Ε­πί­σης το εκ­προ­σω­πεί και σε ό­λες τις ι­δι­ω­τι­κές σχέ­σεις αυ­τού και δι­α­φο­ρές. Συγ­κα­λεί, προ­ε­δρεύ­ει και δι­ευ­θύ­νει τις συ­νε­δριά­σεις. Ε­κτε­λεί τις α­πο­φά­σεις του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου και των γε­νι­κών συ­νε­λεύ­σε­ων, υ­πο­γρά­φει με το γραμ­μα­τέ­α ό­λα γε­νι­κά τα έγ­γρα­φα και εν­τάλ­μα­τα πλη­ρω­μής, κα­θώς και τα πρα­κτι­κά του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Ό­ταν ο πρό­ε­δρος εί­ναι α­πών ή κω­λύ­ε­ται, τον α­να­πλη­ρώ­νει ο αν­τι­πρό­ε­δρος, σε πε­ρί­πτω­ση δε που κω­λύ­ε­ται και αυ­τός, ο γραμ­μα­τέ­ας ή και, πε­ραι­τέ­ρω, μέ­λος του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου κα­τά σει­ρά ε­κλο­γής.

 

Άρ­θρο 23.

Ο γραμ­μα­τέ­ας δι­ευ­θύ­νει το γρα­φεί­ο του Σω­μα­τεί­ου, φυ­λάσ­σει τα αρ­χεί­α και τη σφρα­γί­δα του, συν­τάσ­σει και υ­πο­γρά­φει με τον πρό­ε­δρο τα πρα­κτι­κά των συ­νε­δρι­ά­σε­ων, τα εν­τάλ­μα­τα πλη­ρω­μής και ό­λα τα έγ­γρα­φα του Σω­μα­τεί­ου και κα­ταρ­τί­ζει με τον πρό­ε­δρο την η­με­ρή­σια δι­ά­τα­ξη κά­θε συ­νε­δρί­α­σης. Σε πε­ρί­πτω­ση α­που­σί­ας ή κω­λύ­μα­τός του αν­τι­κα­θί­στα­ται α­πό έ­να σύμ­βου­λο, ο ο­ποί­ος ο­ρί­ζε­ται α­πό τον πρό­ε­δρο. Σε πε­ρί­πτω­ση πα­ραί­τη­σης του γραμ­μα­τέ­α συ­νε­δριά­ζει το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο και ε­κλέ­γει έ­ναν άλ­λο α­πό τους συμ­βού­λους.

 

Άρ­θρο 24.

Ο τα­μί­ας ει­σπράτ­τει με δι­πλό­τυ­πες α­πο­δεί­ξεις, οι ο­ποί­ες φέ­ρουν την υ­πο­γρα­φή του και τη σφρα­γί­δα του Συλ­λό­γου, τις ει­σφο­ρές των με­λών και ό­λα γε­νι­κά τα έ­σο­δα του Σω­μα­τεί­ου. Ε­νερ­γεί κά­θε πλη­ρω­μή για τις δα­πά­νες του Σω­μα­τεί­ου, οι ο­ποί­ες πρέ­πει α­πα­ραί­τη­τα να εγ­κρί­νον­ται α­πό το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο και να εκ­δί­δε­ται σχε­τι­κό έν­ταλ­μα πλη­ρω­μής, υ­πο­γε­γραμ­μέ­νο α­πό τον πρό­ε­δρο και το γραμ­μα­τέ­α του με τη σφρα­γί­δα του Σω­μα­τεί­ου. Για κά­θε πλη­ρω­μή ο τα­μί­ας υ­πο­χρε­ού­ται να ζη­τεί και να λαμ­βά­νει προ­η­γου­μέ­νως γρα­πτή ε­ξο­φλη­τι­κή α­πό­δει­ξη. Ο τα­μί­ας εί­ναι υ­πό­λο­γος έ­ναν­τι του Σω­μα­τεί­ου και υ­πέ­χει α­στι­κή και ποι­νι­κή ευ­θύ­νη για κά­θε α­πώ­λεια χρη­μά­των ή πλη­ρω­μή χω­ρίς έν­ταλ­μα. Τις ει­σπρά­ξεις του Σω­μα­τεί­ου κα­τα­θέ­τει σε τρα­πε­ζι­κό ί­δρυ­μα που ο­ρί­ζει το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο με α­πό­φα­σή του στο ό­νο­μα του Σω­μα­τεί­ου. Δι­και­ού­ται, ό­μως, να κρα­τεί στα χέ­ρια του πο­σό μέ­χρι πεν­τα­κό­σια ευ­ρώ για τις τρέ­χου­σες α­νάγ­κες. Η α­νά­λη­ψη χρη­μά­των α­πό τα κα­τα­τι­θέ­με­να στην Τρά­πε­ζα ε­νερ­γεί­ται α­πό τον τα­μί­α κα­τό­πιν ει­δι­κής για αυ­τό έγ­κρι­σης και ε­ξου­σι­ο­δό­τη­σης του προ­έ­δρου και του γραμ­μα­τέ­α. Ο τα­μί­ας τη­ρεί βι­βλί­ο Τα­μεί­ου (ε­σό­δων-ε­ξό­δων ) και κρα­τά σε φά­κε­λο τα δι­και­ο­λο­γη­τι­κά πλη­ρω­μής και τα αν­τί­γρα­φα δι­πλο­τύ­πων ει­σπρά­ξε­ων. Στην αρ­χή κά­θε ε­ξα­μή­νου υ­πο­βάλ­λει στο Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο συ­νο­πτι­κή κα­τά­στα­ση των ε­σό­δων και ε­ξό­δων του προ­η­γού­με­νου ε­ξα­μή­νου, στο τέ­λος δε κά­θε έ­τους συν­τάσ­σει και υ­πο­βάλ­λει προς το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο τον α­πο­λο­γι­σμό της δι­α­χεί­ρι­σής του. Στο τέ­λος κά­θε έ­τους υ­πο­χρε­ού­ται να υ­πο­βάλ­λει κα­τά­στα­ση, στην ο­ποί­α α­να­γρά­φον­ται τα μέ­λη που ο­φεί­λουν τις ει­σφο­ρές τους.

 

Άρ­θρο 25.

1. Τα βι­βλί­α τα ο­ποί­α πρέ­πει να τη­ρεί το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο εί­ναι : Α. Το μη­τρώ­ο τα­κτι­κών & ε­πι­τί­μων με­λών. Β. Το πρω­τό­κολ­λο ει­σερ­χό­με­νων και ε­ξερ­χό­με­νων εγ­γρά­φων. Γ. Τα Πρα­κτι­κά των α­πο­φά­σε­ων της Γενικής συ­νέ­λευ­σης. Δ. Τα Πρα­κτι­κά των α­πο­φά­σε­ων του Διοι­κη­τι­κού Συμβου­λί­ου. Ε. Βι­βλί­ο Τα­μεί­ου, στο ο­ποί­ο α­να­γρά­φον­ται σε δύ­ο στή­λες α­να­λυ­τι­κά τα έ­σο­δα και τα έ­ξο­δα. ΣΤ. Βι­βλί­ο πε­ρι­ου­σί­ας, στο ο­ποί­ο κα­τα­χω­ρί­ζε­ται η κι­νη­τή και α­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α του Σω­μα­τεί­ου και ση­μει­ώ­νον­ται οι με­τα­βο­λές της Ζ. Αρ­χεί­ο των εκ­θέ­σε­ων της Ε­ξε­λεγ­κτι­κής Ε­πι­τρο­πής.

2. Ό­λα τα βι­βλί­α τη­ρούν­ται και φυ­λάσ­σον­ται α­πό το γραμ­μα­τέ­α, το δε βι­βλί­ο Τα­μεί­ου α­πό τον τα­μί­α.

3. Το Διοι­κη­τι­κό Συμβού­λιο μπο­ρεί, με α­πό­φα­σή του, να ο­ρί­σει την τή­ρη­ση και άλ­λων βι­βλί­ων α­ναγ­καί­ων για την, κα­τά την κρί­ση του, πλέ­ον ορ­θο­λο­γι­κή και δι­α­φα­νή δι­α­χεί­ρι­ση.

 

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ο Ε.

Έ­σο­δα – Οι­κο­νο­μι­κή Δι­α­χεί­ρι­ση.

 

Άρ­θρο 26.

1. Το Σω­μα­τεί­ο εί­ναι α­νε­ξάρ­τη­τη «μη κυ­βερ­νη­τι­κή ορ­γά­νω­ση» και δεν έ­χει κερ­δο­σκο­πι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Η προ­σφο­ρά του εί­ναι α­νι­δι­ο­τε­λής. Οι πό­ροι και τα έ­σο­δά του πρέ­πει να εί­ναι δι­α­φα­νείς και νό­μι­μοι και δι­α­τί­θεν­ται α­πο­κλει­στι­κά για την υ­λο­ποί­η­ση του σκο­πού του. Κα­νέ­να μέ­λος του Σω­μα­τεί­ου δεν ε­πι­τρέ­πε­ται να λαμ­βά­νει κά­ποι­α πα­ρο­χή ή α­πο­ζη­μί­ω­ση για τις προ­σφε­ρό­με­νες υ­πη­ρε­σί­ες του που εί­ναι ά­μι­σθες και ε­θε­λον­τι­κές.

2. Τα­κτι­κοί πό­ροι του Σω­μα­τεί­ου εί­ναι το τέ­λος εγ­γρα­φής και οι τα­κτι­κές ε­τή­σι­ες ει­σφο­ρές των με­λών, οι πο­λι­τι­κοί και φυ­σι­κοί καρ­ποί της πε­ρι­ου­σί­ας του, ό­πως λ.χ. οι τό­κοι των κα­τα­θέ­σε­ων και τα έ­σο­δα α­πό την εκ­με­τάλ­λευ­ση των πε­ρι­ου­σια­κών του στοι­χεί­ων. Έ­κτα­κτοι πό­ροι εί­ναι οι τυ­χόν ε­πι­βαλ­λό­με­νες α­πό τη Γενική συ­νέ­λευ­ση έ­κτα­κτες ει­σφο­ρές, οι δω­ρε­ές και χο­ρη­γί­ες τρί­των και κά­θε άλ­λο νό­μι­μο έ­σο­δο.

3. Το Σω­μα­τεί­ο μπο­ρεί να σχη­μα­τί­ζει α­πο­θε­μα­τι­κά α­πό τυ­χόν πλε­ό­να­σμα ή και δω­ρε­ές, προ­ο­ρι­ζό­με­να α­πο­κλει­στι­κά για την εκ­πλή­ρω­ση των σκο­πών του.

 

Άρ­θρο 27.

Η οι­κο­νο­μι­κή δι­α­χεί­ρι­ση του Σω­μα­τεί­ου πε­ρι­λαμ­βά­νει ε­τή­σια πε­ρί­ο­δο, η ο­ποί­α αρ­χί­ζει την 1η Ι­α­νου­α­ρί­ου και λή­γει την 31η Δε­κεμ­βρί­ου του ί­διου έ­τους. Κα­τ’ ε­ξαί­ρε­ση, η πρώ­τη δι­α­χει­ρι­στι­κή πε­ρί­ο­δος αρ­χί­ζει α­πό την η­μέ­ρα δη­μο­σι­εύ­σε­ως της α­πο­φά­σε­ως για την έγ­κρι­ση συ­στά­σε­ως του σω­μα­τεί­ου, η ο­ποί­α μπο­ρεί να πα­ρα­τα­θεί μέ­χρι την 31η Δε­κεμ­βρί­ου του ε­πό­με­νου η­με­ρο­λο­για­κού έ­τους με α­πό­φα­ση του Δ.Σ. που λαμ­βά­νε­ται στην πρώ­τη συ­νε­δρί­α­σή του.

 

ΚΕ­ΦΑ­ΛΑΙ­Ο ΣΤ.

Τρο­πο­ποί­η­ση. Δι­ά­λυ­ση. Λοι­πές δι­α­τά­ξεις.

 

Άρ­θρο 28.

Τρο­πο­ποί­η­ση ή συμ­πλή­ρω­ση του πα­ρόν­τος κα­τα­στα­τι­κού ε­πι­τρέ­πε­ται μό­νο με­τά πέν­τε έ­τη του­λά­χι­στον α­πό την έγ­κρι­σή του, σύμ­φω­να με τους ο­ρι­σμούς του Α­στι­κού Κώ­δι­κα (άρ­θρα 84 και 99 ΑΚ).

 

Άρ­θρο 29.

1. Το Σω­μα­τεί­ο δι­α­λύ­ε­ται αυ­το­δι­καί­ως αν τα μέ­λη του γί­νουν λι­γό­τε­ρα α­πό δέ­κα.

2. Δι­α­λύ­ε­ται ο­πο­τε­δή­πο­τε με α­πό­φα­ση της συ­νε­λεύ­σε­ως των με­λών του  σύμ­φω­να με τους ο­ρι­σμούς του Α­στι­κού Κώ­δι­κα (άρ­θρα 85, 99, 103 και 105 ΑΚ).

3. Με­τά τη δι­ά­λυ­ση του Σω­μα­τεί­ου ε­νερ­γεί­ται εκ­κα­θά­ρι­ση σύμ­φω­να με τις δι­α­τά­ξεις του Α­στι­κού Κώ­δι­κα.

 

Άρ­θρο 30.

Το πα­ρόν κα­τα­στα­τι­κό, α­πο­τε­λού­με­νο α­πό τριά­ντα άρ­θρα, α­να­γνώ­σθη­κε, συ­ζη­τή­θη­κε και ψη­φί­σθη­κε, κα­τά άρ­θρο και στο σύ­νο­λό του, ο­μό­φω­να α­πό την Κα­τα­στα­τι­κή Γε­νι­κή Συ­νέ­λευ­ση.