Διαβάζετε τώρα
Ἱ­ε­ρά Μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος (Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου)

Ἱ­ε­ρά Μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος (Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Κυ­ρί­ου)

  • Θεοτέκνης μοναχῆς, τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά ἀσκητήρια
  • Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 2017

Στήν βό­ρει­α πλευ­ρά τοῦ βρά­χου τῆς Δού­πι­α­νης, σέ ὕ­ψος τρι­ά­ντα πε­ρί­που μέ­τρων, ὑ­πάρ­χει μία εὐ­ρύ­χω­ρη σπη­λι­ά στήν ὁ­ποί­α ἦ­ταν κτι­σμέ­νη ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος. Σή­με­ρα εἶ­ναι ἐ­ρει­πω­μέ­νη καί σώ­ζε­ται μό­νο τμῆ­μα τοῦ πα­λαι­οῦ πύρ­γου. Τό μο­να­στή­ρι πλήν τοῦ να­οῦ δι­έ­θε­τε ἐ­λά­χι­στα κελ­λι­ά, μα­γει­ρεῖ­ο καί δε­ξα­με­νή. Ἡ ἄ­νο­δος γι­νό­ταν μέ κρε­μα­στή ξύ­λι­νη σκά­λα.

Πα­λαι­ό­τε­ρες μνεῖ­ες. Κτί­το­ρας τοῦ μο­νυ­δρί­ου εἶ­ναι ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νε­ό­φυ­τος, ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης. Ὁ Νε­ό­φυ­τος, πα­λαι­ός Στυ­λί­της, εἶ­χε κα­ρεῖ μο­να­χός ἀ­πό τόν Γρη­γό­ρι­ο τόν Στυ­λί­τη, τόν γέ­ρο­ντα τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, καί κα­τό­πιν ἔ­λα­βε τό μέ­γα καί ἀγ­γε­λι­κό σχῆ­μα ἀ­πό τόν ὅ­σι­ο Ἀ­θα­νά­σι­ο καί τόν ἐ­νά­ρε­το γέ­ρο­ντα Ἀ­γά­θω­να. «Αἱ χεῖ­ρες ἐ­κεῖ­ναι τοῦ τε κῦρ Γρη­γο­ρί­ου τοῦ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις τι­μι­ω­τά­του τοῦ Στυ­λί­του τοῦ ἀ­πο­κεί­ρα­ντός μου τὰς τρί­χας καὶ τοῦ κῦρ Ἀ­θα­να­σί­ου καὶ Ἀ­γά­θω­νος τῶν ἐν­δυ­σά­ντων με τὸ σχῆ­μα ὑπεραί­ρο­νται εἰς με­σι­τεί­αν» (ΟΔ) γρά­φει στήν δι­α­θή­κη του.
Ὁ πα­πα-Νε­ό­φυ­τος εἶ­χε δι­α­μορ­φώ­σει νω­ρί­τε­ρα, ἐ­πί­σης, μα­ζί μέ τόν ‘πρῶ­το’ τῆς Σκή­της Νεῖ­λο, καί τό σπή­λαι­ο τοῦ Στύ­λου, τό ‘πα­ρά τό Πη­γά­δι­ον’, καί τό εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει στήν Ὑ­πε­ρα­γί­α Θε­ο­τό­κο. Ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Νε­ό­φυ­τος τό ἐν λό­γῳ σπή­λαι­ο τῆς Πα­να­γί­ας τό πα­ρε­χώ­ρη­σε στόν πνευ­μα­τι­κό­τα­το ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἰ­γνά­τι­ο, συ­να­σκη­τή τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου, μέ τήν ἐ­ντο­λή οἱ οἰ­κή­το­ρες τοῦ σπη­λαί­ου νά δεί­χνουν πά­ντο­τε σε­βα­σμό πρός τούς πα­τέ­ρες τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου.
Γύ­ρω στά 1370 ὁ Νε­ό­φυ­τος ἀ­νή­γει­ρε ἐκ βά­θρων τόν να­ό τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος καί ὅ­ρι­σε νά τι­μᾶ­ται στήν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου. Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά στήν δι­α­θή­κη του: «Ὡς ἦλ­θον εἰς τὸ τῆς Δου­πι­ά­νου μέ­ρος καὶ ἀ­να­βὰς ἐν τῷ πα­ρ’ αὐ­τῇ ἄ­νω­θεν λί­θῳ ἠ­βου­λή­θην οἰ­κο­δο­μή­σα­σθαι ἕ­τε­ρον κελ­λί­ον, πολ­λὰ μὲν πυ­κτεύ­σας καὶ κο­πι­ά­σας οὐ με­τὰ βο­η­θεί­ας τι­νος τῶν ἀρ­χό­ντων, οὐ με­τὰ δό­σε­ως ἀρ­χι­ε­ρέ­ως ἢ ἐ­πι­σκό­που τι­νος, ἀλ­λ’ οἰ­κεί­αις χερ­σὶ καὶ ἐξ ἰ­δί­ων ἀ­να­λω­μά­των· ἀ­νή­γει­ρα ἐκ βά­θρων τόν τε θεῖ­ον να­ὸν τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος· ἐ­θέ­σπι­σα δὲ καὶ σύ­να­ξιν ἑ­ορ­τῆς γε­νέ­σθαι ἐν τῇ ἐν­δό­ξῳ Ἀ­να­λή­ψει τοῦ Κυ­ρί­ου καὶ Θε­οῦ καὶ Σω­τῆ­ρος ἡ­μῶν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ· εἶ­τα συ­νέ­στη­σα τὰς οἰ­κί­ας, ἃς ὁ­ρῶ­σιν οἱ πα­ρό­ντες με­τὰ πά­ντων τῶν ἐ­ντὸς χρει­ῶν (…) τούς τε ἀ­μπε­λῶ­νας καὶ τὰ κάρ­πι­μα ξύ­λα, κῆπον καὶ τὰ λοι­πά» (ΟΔ).

Ἐρείπια τοῦ πύργου καί τῶν κελλίων τῆς ἱερᾶς μονῆς Παντοκράτορος,
στό βόρειο τμῆμα τοῦ βράχου τῆς Δούπιανης.

Συ­γκτί­το­ρας ὡ­σαύ­τως εἶ­ναι καί ὁ Νεῖ­λος, ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της, ἀ­φοῦ φρο­ντί­ζει καί αὐ­τός τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος, κα­θώς ἐμ­φαί­νε­ται σέ γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Ἰ­ω­ά­σαφ τοῦ ἔ­τους 1392/3. Τό γράμ­μα αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­πι­βε­βαι­ω­τι­κό τῆς δι­α­θή­κης (μή σω­ζο­μέ­νης) τοῦ ‘πρώ­του’ τῆς Σκή­της Νεί­λου.
Σύμ­φω­να μέ τήν ἐν λό­γῳ δι­α­θή­κη, ὡ­σαύ­τως καί ὁ θε­ο­φι­λής Νεῖ­λος κα­τέ­λι­πε τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Παν­το­κρά­το­ρος στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, μέ τήν ὑ­πο­χρέ­ω­ση οἱ Με­τε­ω­ρί­τες νά κα­τα­βάλ­λουν ἐ­τη­σί­ως δύ­ο λί­τρες κε­ρι­οῦ στήν Δού­πι­α­νη, ἐ­νῶ πα­ράλ­λη­λα θά κα­τέ­χουν καί ὅ,τι ἄλ­λο ἀ­νῆ­κε στόν Πα­ντο­κρά­το­ρα (ἀ­μπέ­λι, κα­ρυ­δι­ές, ἀ­χλα­δι­ές, λα­χα­νό­κη­πο).
Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ πα­πα-Νε­ό­φυ­τος ὁ πνευματικός ἀ­νή­γει­ρε καί τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου στήν βο­ρει­νή ἴ­δι­α πλευ­ρά τοῦ βρά­χου τῆς Δού­πι­α­νης καί κά­τω­θι τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος, ὁμοίως μέ­σα σέ μικρή φυ­σι­κή σπη­λι­ά. Ἐξ αὐ­τοῦ σώ­ζο­νται σή­με­ρα μη­δα­μι­νά ἐ­ρεί­πι­α.
Ὁ Νε­ό­φυ­τος μέ δι­α­θή­κη του, ἡ ὁ­ποί­α συ­ντά­χτη­κε τό ἔ­τος 1380/1, ἐν ὄ­ψει ἑ­νός ἔ­κτα­κτου θα­νά­του, ζη­τεῖ νά τα­φεῖ στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, ὅ­που νά γί­νο­νται καί τά μνη­μό­συ­νά του. Ἐκ μέ­ρους του κλη­ρο­δο­τεῖ στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο τά δύ­ο μο­νύ­δρι­α (Πα­ντο­κρά­το­ρος, Ἁγί­ου Δη­μη­τρί­ου), στά ὁ­ποῖ­α ὑ­πῆρ­ξε οὐ­σι­α­στι­κά κτί­το­ρας, μα­ζί μέ ὅ­λη τήν κι­νη­τή καί ἀ­κί­νη­τη πε­ρι­ου­σί­α τους.
Ἤ­δη στά 1381 ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Νε­ό­φυ­τος εἶ­χε δι­α­δε­χτεῖ τόν πο­λύ­δρα­στο Νεῖ­λο, στήν θέ­ση τοῦ ‘πρώ­του’ τῆς Σκή­της, ὅ­πως αὐ­τό γνω­στο­ποι­εῖ­ται στό συ­νο­δι­κό γράμ­μα τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Νεί­λου ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς τῆς Θε­ο­τό­κου τῶν Με­γά­λων Πυ­λῶν, Πόρ­τα-Πα­να­γι­ᾶς, τοῦ ἔ­τους 1381. Ὁ «ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις ἐ­λά­χι­στος Νε­ό­φυ­τος ὁ καὶ πρῶ­τος τῆς Σκή­τε­ως Στα­γῶν καὶ ἡ­γού­με­νος τῆς Δου­πι­ά­νου» ὑ­πο­γρά­φει, τρί­τος στήν σει­ρά, ἀ­νά­με­σα σέ ἄλ­λους ἐκ­κλη­σι­α­στι­κούς ἀ­ξι­ω­μα­τούχους.
Στόν «Κρι­τι­κῷ­ο καὶ Δι­και­ω­τι­κὸ Ὁ­ρι­σμὸ» τοῦ καί­σα­ρα Ἀ­λε­ξί­ου Ἀγ­γέ­λου τοῦ ἔ­τους 1388, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν δι­έ­νε­ξη τῶν μο­να­χῶν τῶν Με­τε­ώ­ρων καί τοῦ Στύ­λου γιά τήν κα­το­χή τοῦ κελ­λί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου στήν θέ­ση ‘Πη­γά­δι­ο­ν’ μνη­μο­νεύ­ε­ται ὅ­τι πα­ρευ­ρι­σκό­ταν καί ὁ «τι­μι­ώ­τα­τος ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις καὶ πρῶ­τος τῆς σκή­τε­ως κύρ Νε­ό­φυ­τος».
Σέ σι­γιλ­λι­ῶ­δες γράμ­μα ἀ­δή­λου ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν, τοῦ ἔ­τους 1387/8, γι­ά τήν κα­το­χή τοῦ κελ­λί­ου τοῦ ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου ‘Πέ­τρα’, στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Σκά­λας, ὑ­πο­γρά­φει καί «ὁ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις ἐ­λά­χι­στος Νε­ό­φυ­τος καὶ πρῶ­τος τῆς Σκή­τε­ως».
Ὡ­σαύ­τως μνη­μο­νεύ­ε­ται ὡς δι­ά­δο­χος τοῦ Νεί­λου στό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’.

1. Σπήλαια στόν βράχο τοῦ Παντοκράτορος.
2. Λαξευτή πρόσβαση ἀπό τήν Μονή Δούπιανης
πρός τό μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος, ἐπί τοῦ ἰδίου βράχου.

Ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ μο­νυ­δρί­ου. Στίς πρῶ­τες δε­κα­ε­τί­ες τοῦ 16ου αἰ­ώ­να τό μο­να­στή­ρι ἀ­να­στη­λώ­θη­κε ἐκ νέ­ου. Τό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’ ἀ­να­φέ­ρει στά 1426 κά­ποι­ον ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Σε­ρα­πί­ω­να, ὡς κα­θη­γού­με­νο καί τέ­κτο­να (νέ­ο κτί­το­ρα) τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Πα­ντο­κρά­το­ρος τῶν Με­τε­ώ­ρων. Κα­τά πᾶ­σα πι­θα­νό­τη­τα ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Σε­ρα­πί­ων εἶ­ναι ὁ συμ­μο­να­στής τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ (β΄ κτί­το­ρα τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου) καί συ­νο­δί­της του στό Ἅ­γι­ο Ὄ­ρος. Ὁ Σε­ρα­πί­ων φαί­νε­ται ὅ­τι ἀ­νέ­λα­βε καί ἀ­να­καί­νι­σε ἐκ νέ­ου τό μο­νύ­δρι­ο. Κα­θώς ἀ­να­φέ­ρει τό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρων’ βρέ­θη­κε καί εἰ­κό­να ὑ­πο­γε­γραμ­μέ­νη ἀ­πό τόν ἴ­δι­ο: «Δέ­η­σις τοῦ δού­λου τοῦ Θε­οῦ Σε­ρα­πί­ω­νος μο­να­χοῦ τοῦ τέ­κτο­νος, καὶ κα­θη­γου­μέ­νου μο­νῆς Πα­ντο­κρά­το­ρος τοῦ Χρι­στοῦ τοῦ ἀ­λη­θι­νοῦ Θε­οῦ ἡ­μῶν, ἐ­πὶ ἔ­τους ͵ϛϠλ­δ΄ [= 1426]».
Τε­λευ­ταῖ­ος ἡ­γού­με­νος τῆς μονῆς Πα­ντο­κρά­το­ρος καί ‘πρῶ­το­ς’ τῆς ὀ­λι­γά­ρι­θμης Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης ἀ­να­φέ­ρε­ται στό ‘Χρο­νι­κό τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’ ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἀ­κά­κι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἐ­ποί­μα­νε τήν Σκή­τη ἐ­πί τῆς ἀρ­χι­ε­ρα­τεί­ας τοῦ μη­τρο­πο­λί­τη Λα­ρί­σης Δι­ο­νυ­σί­ου τοῦ Ἐ­λε­ή­μο­νος († 1510). Ὁ ἐν λό­γῳ μη­τρο­πο­λί­της καί κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Ἀ­να­παυ­σᾶ κα­τήρ­γη­σε τό πρω­τά­το ἀ­πό τήν ἐ­ξα­σθε­νη­μέ­νη Σκή­τη τῆς Δού­πι­α­νης καί ἔ­δω­σε τόν τίτ­λο τοῦ ἡ­γου­μέ­νου στόν προ­ε­στῶ­τα τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου.
Ὁ συ­ντά­κτης τοῦ ‘Χρο­νι­κοῦ τῶν Με­τε­ώ­ρων’, γύ­ρω στά 1529, ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι στήν μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος δέν ὑ­πάρ­χουν πλέ­ον μο­να­χοί, ἀλ­λά κα­τοι­κεῖ ἕ­νας μό­νο λα­ϊ­κός, μέ τό προ­ση­γο­ρι­κό μᾶλ­λον ὄ­νο­μα Στρα­βο­θο­δωρῆς, ὁ ὁ­ποῖ­ος λυ­μαι­νό­ταν τό μο­να­στή­ρι.
Ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος, σύμ­φω­να μέ τόν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 34 τῆς μο­νῆς Ρου­σά­νου (46 τοῦ Κα­τα­λό­γου τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος), χρο­νο­λο­γού­με­νο στά μέ­σα τοῦ 14ου αἰ­ώ­να, χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε στίς ἱ­ε­ρές ἀ­κο­λου­θί­ες τό Τυ­πι­κό «τῆς ἐν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μοις ἁ­γί­ας Λαύ­ρας» (φ. 4r). Στό περ­γα­μη­νό φύλ­λο τῆς ὀ­πί­σθι­ας πι­να­κί­δας τοῦ ἐν λό­γῳ χει­ρο­γρά­φου ὑ­πάρ­χει τό ἀ­κό­λου­θο κτη­το­ρι­κό ση­μεί­ω­μα τῆς πά­λαι μο­νῆς Πα­ντο­κρά­το­ρος τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων. «† Το τυ­πι­κὸν τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος καὶ μη­δὲν τὸ εἰς/τε­ρή­σι της καὶ εὔ­ρε­θῆ ἱ­ε­ρό­σι­λος». [=Τό τυπικόν τοῦ Παντοκράτορος καί μηδέν τό ὑστερήσῃ τις καί εὑρεθῇ ἱερόσυλος].
Ἀ­πό σι­γιλ­λι­ῶ­δες γράμ­μα τοῦ οἰ­κου­με­νι­κοῦ πα­τρι­άρ­χη Ἱ­ε­ρε­μί­α Β΄, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­νά­γε­ται στά 1576, γί­νε­ται γνω­στό ὅ­τι ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή Πα­ντο­κρά­το­ρος στά 1574 κα­τεῖ­χε με­τό­χι­ο στήν Κά­πραι­να (ἤ Κό­πρι­να), τό ση­με­ρι­νό χω­ρι­ό Αὔ­ρα Κα­λα­μπά­κας. Λό­γῳ οἰ­κο­νο­μι­κῶν δυ­σπρα­γι­ῶν τῆς ἀ­να­φε­ρο­μέ­νης μο­νῆς, τό με­τό­χι που­λή­θη­κε σέ κάποιον Τοῦρ­κο καί δύ­ο ἔ­τη ἀρ­γό­τε­ρα ἡ μο­νή Ρου­σά­νου ἀ­γό­ρα­σε τό ἐν λόγῳ μετόχι.
Στά 1589 τό μο­να­στή­ρι ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ νά εἶ­ναι ἀ­κα­τοί­κη­το, κα­θώς ἐμ­φαί­νε­ται ἀ­πό συμ­φω­νη­τι­κό γράμ­μα, πού σώ­ζε­ται στό μο­να­στή­ρι τοῦ Βαρ­λα­άμ, σχε­τι­κό πρός τά πε­ρι­βό­λι­α τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος. Ἐκ τοῦ γράμ­μα­τος αὐ­τοῦ μα­θαί­νου­με ὅ­τι οἱ Με­τε­ω­ρί­τες καί οἱ Βαρ­λα­α­μί­τες πα­τέ­ρες ἔ­δω­καν στούς Τούρ­κους «δι­ὰ τὰ πε­ρι­βό­λι­α τοῦ Πα­ντο­κρα­τό­ρου ἄ­σπρα χι­λι­ά­δες 5510».
Στίς ἀρ­χές τοῦ 17ου αἰ­ώ­να τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος ἀ­νή­κει ὡς κελ­λί­ο στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο, ὅ­πως αὐτό προκύπτει ἀπό τό ‘Κα­τά­στι­χο διὰ τὴν ἀποκοπὴν τῶν κελ­λι­ω­τῶ­ν’ (γραμ­μέ­νο λί­γο με­τά τό 1614). Τό μο­νύ­δρι­ο κα­τα­χω­ρί­ζε­ται πρῶ­το στήν σει­ρά μέ τόν τίτ­λο «Πα­ντο­κρά­τω­ρας» καί προσφέρει τό ποσό τῶν ξε΄ (65) ἄσπρων.
Στήν γνω­στή χαλ­κο­γρα­φί­α τοῦ μο­να­χοῦ Παρ­θε­νί­ου (1782) ἐ­ντός σπη­λαί­ου ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται καί ἡ «Μ(ο­νή) τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος» ἐ­πί τοῦ βρά­χου τῆς Δού­πι­α­νης, πρά­γμα πού δη­λοῖ ὅ­τι στά τέ­λη τοῦ 18ου αἰ­ώ­να τό μο­να­στή­ρι ἦ­ταν κτι­ρι­α­κά ἀ­κέ­ραι­ο.
Σή­με­ρα τό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος, μέ τήν ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22. 11. 1994 πρά­ξη τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ, ἀ­νή­κει στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο καί ὑ­πάρ­χει σκέ­ψη γι­ά ἀ­να­δό­μη­σή του στό μέλ­λον.

Ἡ ἱερά μονή Παντοκράτορος στήν βόρεια πλευρά τοῦ βράχου τῆς Δούπιανης.
View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.