Στήν βόρεια πλευρά τοῦ βράχου τῆς Δούπιανης, σέ ὕψος τριάντα περίπου μέτρων, ὑπάρχει μία εὐρύχωρη σπηλιά στήν ὁποία ἦταν κτισμένη ἡ ἱερά μονή Παντοκράτορος. Σήμερα εἶναι ἐρειπωμένη καί σώζεται μόνο τμῆμα τοῦ παλαιοῦ πύργου. Τό μοναστήρι πλήν τοῦ ναοῦ διέθετε ἐλάχιστα κελλιά, μαγειρεῖο καί δεξαμενή. Ἡ ἄνοδος γινόταν μέ κρεμαστή ξύλινη σκάλα.
Παλαιότερες μνεῖες. Κτίτορας τοῦ μονυδρίου εἶναι ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος, ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης. Ὁ Νεόφυτος, παλαιός Στυλίτης, εἶχε καρεῖ μοναχός ἀπό τόν Γρηγόριο τόν Στυλίτη, τόν γέροντα τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, καί κατόπιν ἔλαβε τό μέγα καί ἀγγελικό σχῆμα ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο καί τόν ἐνάρετο γέροντα Ἀγάθωνα. «Αἱ χεῖρες ἐκεῖναι τοῦ τε κῦρ Γρηγορίου τοῦ ἐν ἱερομονάχοις τιμιωτάτου τοῦ Στυλίτου τοῦ ἀποκείραντός μου τὰς τρίχας καὶ τοῦ κῦρ Ἀθανασίου καὶ Ἀγάθωνος τῶν ἐνδυσάντων με τὸ σχῆμα ὑπεραίρονται εἰς μεσιτείαν» (ΟΔ) γράφει στήν διαθήκη του.
Ὁ παπα-Νεόφυτος εἶχε διαμορφώσει νωρίτερα, ἐπίσης, μαζί μέ τόν ‘πρῶτο’ τῆς Σκήτης Νεῖλο, καί τό σπήλαιο τοῦ Στύλου, τό ‘παρά τό Πηγάδιον’, καί τό εἶχε ἀφιερώσει στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀργότερα ὁ Νεόφυτος τό ἐν λόγῳ σπήλαιο τῆς Παναγίας τό παρεχώρησε στόν πνευματικότατο ἱερομόναχο Ἰγνάτιο, συνασκητή τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, μέ τήν ἐντολή οἱ οἰκήτορες τοῦ σπηλαίου νά δείχνουν πάντοτε σεβασμό πρός τούς πατέρες τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.
Γύρω στά 1370 ὁ Νεόφυτος ἀνήγειρε ἐκ βάθρων τόν ναό τοῦ Παντοκράτορος καί ὅρισε νά τιμᾶται στήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Γράφει χαρακτηριστικά στήν διαθήκη του: «Ὡς ἦλθον εἰς τὸ τῆς Δουπιάνου μέρος καὶ ἀναβὰς ἐν τῷ παρ’ αὐτῇ ἄνωθεν λίθῳ ἠβουλήθην οἰκοδομήσασθαι ἕτερον κελλίον, πολλὰ μὲν πυκτεύσας καὶ κοπιάσας οὐ μετὰ βοηθείας τινος τῶν ἀρχόντων, οὐ μετὰ δόσεως ἀρχιερέως ἢ ἐπισκόπου τινος, ἀλλ’ οἰκείαις χερσὶ καὶ ἐξ ἰδίων ἀναλωμάτων· ἀνήγειρα ἐκ βάθρων τόν τε θεῖον ναὸν τοῦ Παντοκράτορος· ἐθέσπισα δὲ καὶ σύναξιν ἑορτῆς γενέσθαι ἐν τῇ ἐνδόξῳ Ἀναλήψει τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ· εἶτα συνέστησα τὰς οἰκίας, ἃς ὁρῶσιν οἱ παρόντες μετὰ πάντων τῶν ἐντὸς χρειῶν (…) τούς τε ἀμπελῶνας καὶ τὰ κάρπιμα ξύλα, κῆπον καὶ τὰ λοιπά» (ΟΔ).

στό βόρειο τμῆμα τοῦ βράχου τῆς Δούπιανης.
Συγκτίτορας ὡσαύτως εἶναι καί ὁ Νεῖλος, ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης, ἀφοῦ φροντίζει καί αὐτός τό μονύδριο τοῦ Παντοκράτορος, καθώς ἐμφαίνεται σέ γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Ἰωάσαφ τοῦ ἔτους 1392/3. Τό γράμμα αὐτό εἶναι ἐπιβεβαιωτικό τῆς διαθήκης (μή σωζομένης) τοῦ ‘πρώτου’ τῆς Σκήτης Νείλου.
Σύμφωνα μέ τήν ἐν λόγῳ διαθήκη, ὡσαύτως καί ὁ θεοφιλής Νεῖλος κατέλιπε τό μονύδριο τοῦ Παντοκράτορος στό Μεγάλο Μετέωρο, μέ τήν ὑποχρέωση οἱ Μετεωρίτες νά καταβάλλουν ἐτησίως δύο λίτρες κεριοῦ στήν Δούπιανη, ἐνῶ παράλληλα θά κατέχουν καί ὅ,τι ἄλλο ἀνῆκε στόν Παντοκράτορα (ἀμπέλι, καρυδιές, ἀχλαδιές, λαχανόκηπο).
Ἐν συνεχείᾳ ὁ παπα-Νεόφυτος ὁ πνευματικός ἀνήγειρε καί τό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Δημητρίου στήν βορεινή ἴδια πλευρά τοῦ βράχου τῆς Δούπιανης καί κάτωθι τοῦ Παντοκράτορος, ὁμοίως μέσα σέ μικρή φυσική σπηλιά. Ἐξ αὐτοῦ σώζονται σήμερα μηδαμινά ἐρείπια.
Ὁ Νεόφυτος μέ διαθήκη του, ἡ ὁποία συντάχτηκε τό ἔτος 1380/1, ἐν ὄψει ἑνός ἔκτακτου θανάτου, ζητεῖ νά ταφεῖ στό Μεγάλο Μετέωρο, ὅπου νά γίνονται καί τά μνημόσυνά του. Ἐκ μέρους του κληροδοτεῖ στό Μεγάλο Μετέωρο τά δύο μονύδρια (Παντοκράτορος, Ἁγίου Δημητρίου), στά ὁποῖα ὑπῆρξε οὐσιαστικά κτίτορας, μαζί μέ ὅλη τήν κινητή καί ἀκίνητη περιουσία τους.
Ἤδη στά 1381 ὁ ἱερομόναχος Νεόφυτος εἶχε διαδεχτεῖ τόν πολύδραστο Νεῖλο, στήν θέση τοῦ ‘πρώτου’ τῆς Σκήτης, ὅπως αὐτό γνωστοποιεῖται στό συνοδικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου ὑπέρ τῆς μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Μεγάλων Πυλῶν, Πόρτα-Παναγιᾶς, τοῦ ἔτους 1381. Ὁ «ἐν ἱερομονάχοις ἐλάχιστος Νεόφυτος ὁ καὶ πρῶτος τῆς Σκήτεως Σταγῶν καὶ ἡγούμενος τῆς Δουπιάνου» ὑπογράφει, τρίτος στήν σειρά, ἀνάμεσα σέ ἄλλους ἐκκλησιαστικούς ἀξιωματούχους.
Στόν «Κριτικῷο καὶ Δικαιωτικὸ Ὁρισμὸ» τοῦ καίσαρα Ἀλεξίου Ἀγγέλου τοῦ ἔτους 1388, ὁ ὁποῖος ἀναφέρεται στήν διένεξη τῶν μοναχῶν τῶν Μετεώρων καί τοῦ Στύλου γιά τήν κατοχή τοῦ κελλίου τῆς Θεοτόκου στήν θέση ‘Πηγάδιον’ μνημονεύεται ὅτι παρευρισκόταν καί ὁ «τιμιώτατος ἐν ἱερομονάχοις καὶ πρῶτος τῆς σκήτεως κύρ Νεόφυτος».
Σέ σιγιλλιῶδες γράμμα ἀδήλου ἐπισκόπου Σταγῶν, τοῦ ἔτους 1387/8, γιά τήν κατοχή τοῦ κελλίου τοῦ ἐπονομαζομένου ‘Πέτρα’, στήν περιοχή τῆς Σκάλας, ὑπογράφει καί «ὁ ἐν ἱερομονάχοις ἐλάχιστος Νεόφυτος καὶ πρῶτος τῆς Σκήτεως».
Ὡσαύτως μνημονεύεται ὡς διάδοχος τοῦ Νείλου στό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’.

2. Λαξευτή πρόσβαση ἀπό τήν Μονή Δούπιανης
πρός τό μοναστήρι τοῦ Παντοκράτορος, ἐπί τοῦ ἰδίου βράχου.
Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου. Στίς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 16ου αἰώνα τό μοναστήρι ἀναστηλώθηκε ἐκ νέου. Τό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’ ἀναφέρει στά 1426 κάποιον ἱερομόναχο Σεραπίωνα, ὡς καθηγούμενο καί τέκτονα (νέο κτίτορα) τῆς ἱερᾶς μονῆς Παντοκράτορος τῶν Μετεώρων. Κατά πᾶσα πιθανότητα ὁ ἱερομόναχος Σεραπίων εἶναι ὁ συμμοναστής τοῦ ὁσίου Ἰωάσαφ (β΄ κτίτορα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου) καί συνοδίτης του στό Ἅγιο Ὄρος. Ὁ Σεραπίων φαίνεται ὅτι ἀνέλαβε καί ἀνακαίνισε ἐκ νέου τό μονύδριο. Καθώς ἀναφέρει τό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’ βρέθηκε καί εἰκόνα ὑπογεγραμμένη ἀπό τόν ἴδιο: «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Σεραπίωνος μοναχοῦ τοῦ τέκτονος, καὶ καθηγουμένου μονῆς Παντοκράτορος τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ ἡμῶν, ἐπὶ ἔτους ͵ϛϠλδ΄ [= 1426]».
Τελευταῖος ἡγούμενος τῆς μονῆς Παντοκράτορος καί ‘πρῶτος’ τῆς ὀλιγάριθμης Σκήτης τῆς Δούπιανης ἀναφέρεται στό ‘Χρονικό τῶν Μετεώρων’ ὁ ἱερομόναχος Ἀκάκιος, ὁ ὁποῖος ἐποίμανε τήν Σκήτη ἐπί τῆς ἀρχιερατείας τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου τοῦ Ἐλεήμονος († 1510). Ὁ ἐν λόγῳ μητροπολίτης καί κτίτορας τῆς μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ κατήργησε τό πρωτάτο ἀπό τήν ἐξασθενημένη Σκήτη τῆς Δούπιανης καί ἔδωσε τόν τίτλο τοῦ ἡγουμένου στόν προεστῶτα τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.
Ὁ συντάκτης τοῦ ‘Χρονικοῦ τῶν Μετεώρων’, γύρω στά 1529, ἀναφέρει ὅτι στήν μονή Παντοκράτορος δέν ὑπάρχουν πλέον μοναχοί, ἀλλά κατοικεῖ ἕνας μόνο λαϊκός, μέ τό προσηγορικό μᾶλλον ὄνομα Στραβοθοδωρῆς, ὁ ὁποῖος λυμαινόταν τό μοναστήρι.
Ἡ ἱερά μονή Παντοκράτορος, σύμφωνα μέ τόν ὑπ’ ἀριθ. 34 τῆς μονῆς Ρουσάνου (46 τοῦ Καταλόγου τῆς Ἁγίας Τριάδος), χρονολογούμενο στά μέσα τοῦ 14ου αἰώνα, χρησιμοποιοῦσε στίς ἱερές ἀκολουθίες τό Τυπικό «τῆς ἐν Ἱεροσολύμοις ἁγίας Λαύρας» (φ. 4r). Στό περγαμηνό φύλλο τῆς ὀπίσθιας πινακίδας τοῦ ἐν λόγῳ χειρογράφου ὑπάρχει τό ἀκόλουθο κτητορικό σημείωμα τῆς πάλαι μονῆς Παντοκράτορος τῶν Ἁγίων Μετεώρων. «† Το τυπικὸν τοῦ Παντοκράτορος καὶ μηδὲν τὸ εἰς/τερήσι της καὶ εὔρεθῆ ἱερόσιλος». [=Τό τυπικόν τοῦ Παντοκράτορος καί μηδέν τό ὑστερήσῃ τις καί εὑρεθῇ ἱερόσυλος].
Ἀπό σιγιλλιῶδες γράμμα τοῦ οἰκουμενικοῦ πατριάρχη Ἱερεμία Β΄, τό ὁποῖο ἀνάγεται στά 1576, γίνεται γνωστό ὅτι ἡ ἱερά μονή Παντοκράτορος στά 1574 κατεῖχε μετόχιο στήν Κάπραινα (ἤ Κόπρινα), τό σημερινό χωριό Αὔρα Καλαμπάκας. Λόγῳ οἰκονομικῶν δυσπραγιῶν τῆς ἀναφερομένης μονῆς, τό μετόχι πουλήθηκε σέ κάποιον Τοῦρκο καί δύο ἔτη ἀργότερα ἡ μονή Ρουσάνου ἀγόρασε τό ἐν λόγῳ μετόχι.
Στά 1589 τό μοναστήρι ἐξακολουθεῖ νά εἶναι ἀκατοίκητο, καθώς ἐμφαίνεται ἀπό συμφωνητικό γράμμα, πού σώζεται στό μοναστήρι τοῦ Βαρλαάμ, σχετικό πρός τά περιβόλια τοῦ Παντοκράτορος. Ἐκ τοῦ γράμματος αὐτοῦ μαθαίνουμε ὅτι οἱ Μετεωρίτες καί οἱ Βαρλααμίτες πατέρες ἔδωκαν στούς Τούρκους «διὰ τὰ περιβόλια τοῦ Παντοκρατόρου ἄσπρα χιλιάδες 5510».
Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα τό μονύδριο τοῦ Παντοκράτορος ἀνήκει ὡς κελλίο στό Μεγάλο Μετέωρο, ὅπως αὐτό προκύπτει ἀπό τό ‘Κατάστιχο διὰ τὴν ἀποκοπὴν τῶν κελλιωτῶν’ (γραμμένο λίγο μετά τό 1614). Τό μονύδριο καταχωρίζεται πρῶτο στήν σειρά μέ τόν τίτλο «Παντοκράτωρας» καί προσφέρει τό ποσό τῶν ξε΄ (65) ἄσπρων.
Στήν γνωστή χαλκογραφία τοῦ μοναχοῦ Παρθενίου (1782) ἐντός σπηλαίου ἀπεικονίζεται καί ἡ «Μ(ονή) τοῦ Παντοκράτορος» ἐπί τοῦ βράχου τῆς Δούπιανης, πράγμα πού δηλοῖ ὅτι στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα τό μοναστήρι ἦταν κτιριακά ἀκέραιο.
Σήμερα τό μονύδριο τοῦ Παντοκράτορος, μέ τήν ὑπ’ ἀριθ. 18/22. 11. 1994 πράξη τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ, ἀνήκει στό Μεγάλο Μετέωρο καί ὑπάρχει σκέψη γιά ἀναδόμησή του στό μέλλον.

Your article helped me a lot, is there any more related content? Thanks!