Διαβάζετε τώρα
Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ὑ­πα­πα­ντῆς ἤ Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ

Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ὑ­πα­πα­ντῆς ἤ Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ

  • Θεοτέκνης μοναχῆς, τό Πέτρινο δάσος, τόμος α΄, Ἱερά ἀσκητήρια
  • Ἔκδοση Ἱεροῦ Κοινοβίου Ἁγίου Στεφάνου, Ἅγια Μετέωρα 2017

Στά ἀ­να­στη­λω­μέ­να πα­λαι­ά μο­να­στή­ρι­α τῶν Με­τε­ώ­ρων ἀ­νή­κει καί ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή Ὑ­πα­πα­ντῆς ἤ τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, με­τό­χι τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Εὑ­ρί­σκε­ται σέ ἀρ­κε­τή ἀ­πό­στα­ση πρός βορ­ᾶν τῆς μο­νῆς Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου (Με­τα­μορ­φώ­σε­ως), κτι­σμέ­νη ψη­λά σ’ ἕ­να εὐ­ρύ­χω­ρο σπή­λαι­ο με­τε­ω­ρί­τι­κου βρά­χου σέ ὕ­ψος ἑ­βδο­μή­ντα μέ­τρων. Πα­λαι­ά ἔ­φθα­νε κα­νείς ἐ­κεῖ μέ τά πό­δι­α σέ τρι­ά­ντα λε­πτά, βα­δί­ζο­ντας βο­ρεί­ως τοῦ Με­τε­ώ­ρου. Σή­με­ρα ἕ­νας χω­μα­τό­δρο­μος λί­γο πι­ό κά­τω ἀ­πό τόν Ἀ­να­παυ­σᾶ, ὁ­δη­γεῖ τά αὐ­το­κί­νη­τα ἀλ­λά καί τούς πε­ζούς προ­σκυ­νη­τές στήν πα­νή­γυ­ρη τῆς μο­νῆς.
Τό ἀ­νέ­βα­σμα μέ τήν πα­λαι­ά κρε­μα­στή ξύ­λι­νη κλί­μα­κα, τήν δι­η­ρη­μέ­νη σέ τέσ­σε­ρα τμή­μα­τα, λό­γῳ τῆς ἀ­νω­μα­λί­ας τοῦ βρά­χου, ἦ­ταν πο­λύ δύ­σκο­λο. Ὁ τε­λευ­ταῖ­ος πού τήν ἀ­νέ­βη­κε, τό ἔ­τος 1911, ἦ­ταν ὁ μο­να­χός τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου Εὐ­γέ­νι­ος, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­νε­βαί­νο­ντας γι­ά ν’ ἀ­νά­ψει τά καν­δή­λι­α τοῦ ἱ­στο­ρι­κοῦ αὐ­τοῦ να­οῦ, γκρε­μί­στη­κε στό κε­νό μα­ζί μέ τήν σα­θρω­μέ­νη πα­λαι­ά σκά­λα.
Τά καν­δή­λι­α τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς ἔ­μει­ναν γι­ά χρό­νι­α σβη­στά, ἕ­ως ὅ­του ὁ δρα­στή­ρι­ος μη­τρο­πο­λί­της Τρίκ­κης καί Στα­γῶν Πο­λύ­καρ­πος πε­ρί τό ἔτος 1930, φρό­ντι­σε γι­ά τήν κα­τα­σκευ­ή λα­ξευ­τῆς κλί­μα­κας, πού κα­τέ­στη­σε ἄ­φο­βη πλέ­ον τήν ἄ­νο­δο στό σπή­λαι­ο. Ἡ πτώ­ση ὁ­μοί­ως ἑ­νός με­γά­λου τμή­μα­τος βρά­χου, λό­γῳ δι­α­βρώ­σε­ως, κα­τά τόν Μά­ι­ο τοῦ 1948, συ­νε­τέ­λε­σε στό νά γί­νει πι­ό προ­σι­τό τό σπη­λαι­ῶ­δες μο­να­στή­ρι. Σή­με­ρα ἡ κλί­μα­κα ἀ­ρι­θμεῖ πε­ρί τά ἑ­κα­τό σκα­λι­ά.
Ὁ Φώ­της Κο­το­πού­λης μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι «τό μο­να­στή­ρι ἦ­ταν κτι­σμέ­νο σέ δύ­ο μι­κρές σπη­λι­ές, πού τίς χώ­ρι­ζε ὄ­γκος ἑ­νός μέ­τρου πρός τό χαῖ­νο βά­ρα­θρο, τό ὁ­ποῖ­ο κα­τά τι, τό εἶ­χον λα­ξεύ­σει καί τά συ­νέ­δε­ον (τά σπή­λαι­α) μέ ξύ­λι­νη δι­ά­βα­σι. Ἡ ἄ­νο­δος γι­νό­τα­νε μέ μί­α ἀ­νε­μό­σκα­λα μέ ἑ­ξή­ντα σκα­λι­ά, ἔ­φτα­νε τά πε­ντή­κο­ντα μέ­τρα κι εὑ­ρί­σκο­νταν στό ἀ­ρι­στε­ρό­τε­ρο μέ­ρος τῆς Μο­νῆς καί συν­δέ­ο­νταν μέ μι­ά σπη­λι­ά, ἡ ὁ­ποί­α ὁ­δη­γοῦ­σε πρός τό μο­να­στή­ρι. Σή­με­ρα ὅ­μως δέν ἀ­πέ­μει­νε τί­πο­τε ὥ­στε νά ἐν­θυ­μί­ζη τό μέ­ρος ἀ­π’ ὅ­που γι­νό­ταν ἡ ἀ­νά­βα­σι. Τό μο­να­στή­ρι ἐ­πί ὑ­ψη­λοῦ βρά­χου βρί­σκε­ται σέ ὕ­ψος ἑ­βδο­μῆ­ντα μέ­τρα ἀ­πό τή γῆ καί στό μέ­σο τοῦ βρά­χου. Ὡς τό­σο ὅ­μως καί γι­ά ἐν­θύ­μι­ο τοῦ τρό­που ἀ­να­βά­σε­ως μᾶς τό πε­ρι­έ­σω­σε ὁ ζω­γρά­φος καλ­λι­τέ­χνης Πα­ντε­λῆς Ζω­γρά­φος, ὅ­στις μέ τήν ζω­γρα­φί­α του ἀ­πο­θα­νά­τι­σε τήν μο­νήν προ­τοῦ σω­ρι­α­σθῆ σέ ἐ­ρεί­πι­α. Τήν μο­νήν ταύ­την ἐ­πι­σκέ­φθη­κα τήν 29ην Ἀ­πρι­λί­ου 1954».
Παλαιότερη ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή πε­ρι­γρα­φή. Περιγραφή τῆς πα­λαι­ᾶς μορ­φῆς τοῦ ἀ­σκη­τη­ρί­ου τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς ἐ­ξε­πό­νη­σαν οἱ ἀρ­χι­τέ­κτο­νες Δη­μή­τρι­ος Βλά­μης, Αἰ­κα­τε­ρί­να Ἰ­ω­άν­νου καί Γρη­γό­ρι­ος Μαυ­ρο­μά­της στήν δι­δα­κτο­ρι­κή δι­α­τρι­βή μέ θέ­μα «Με­τέ­ω­ρα» πού ὑ­πέ­βαλ­λαν στό Ἐ­θνι­κό Με­τσό­βι­ο Πο­λυ­τε­χνεῖ­ο στά 1960.
«Ἡ μο­νή τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς, εἶ­ναι κτι­σμέ­νη ψη­λά σέ κοι­λό­τη­τα βρά­χου στό βο­ρει­ό­τε­ρο τμῆ­μα τῆς πε­ρι­ο­χῆς τῶν Με­τε­ώ­ρων. Στήν ἀ­να­το­λι­κή πλευ­ρά τοῦ ἰ­δί­ου βρά­χου βρί­σκο­νται τά ἐ­ρεί­πι­α τῆς μο­νῆς τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου. Ἡ προ­σπέ­λα­ση στή μο­νή γί­νε­ται σή­με­ρα ἀ­πό σκά­λα, σκα­λι­σμέ­νη τό 1930 στό βρά­χο. Ἡ ἄ­νο­δος, πα­λι­ά, γι­νό­ταν μέ κρε­μα­στή σκά­λα πού ὁ­δη­γοῦ­σε σέ πλα­τύ­σκα­λο. Ἀε­ρι­κά σκα­λι­ά ἀ­νέ­βα­ζαν στήν εἴ­σο­δο τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, ἐ­κεῖ πού σή­με­ρα ὑ­πάρ­χει νάρ­θη­κας, κτι­σμέ­νος ἀρ­γό­τε­ρα.
Ὁ κυ­ρί­ως να­ός εἶ­ναι μο­νό­κλι­τος, σταυ­ρε­πί­στε­γος βα­σι­λι­κή. Χτί­στη­κε ἀ­πό τόν κύρ Νεῖ­λο, τό 1367, σύμ­φω­να μέ ἐ­πι­γρα­φή πού ὑ­πάρ­χει στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς εἰ­σό­δου του. Εἶ­ναι ἀ­πό τούς πα­λαι­ό­τε­ρους να­ούς τοῦ τύ­που αὐ­τοῦ. Τό ἐ­γκάρ­σι­ο κλί­τος ἔ­χει τό ἴ­δι­ο πλά­τος μέ τά ἑ­κα­τέ­ρω­θεν χα­μη­λό­τε­ρα ἐ­νῶ συ­νή­θως, ἡ ὑ­ψη­λό­τε­ρη κα­μά­ρα ἔ­χει μι­κρό­τε­ρο πλά­τος ἀ­πό τίς ἄλ­λες.
Κα­τά μῆ­κος τῶν τοί­χων ἔ­χουν ἀ­νοι­χθεῖ τυ­φλές ἁ­ψί­δες, μέ πα­ρά­θυ­ρο καί πόρ­τα, πού κλεί­στη­κε ὅ­ταν προ­σε­τέ­θη νάρ­θη­κας στό κα­θο­λι­κό. Ἐ­σω­τε­ρι­κά ὁ χῶ­ρος ἔ­χει θαυ­μα­στή ἑ­νό­τη­τα. Γι­ά τήν δη­μι­ουρ­γί­α της βο­η­θοῦν τό ὀρ­θο­γώ­νι­ο σχῆ­μα τῆς κα­τό­ψε­ως πού δι­α­τη­ρεῖ­ται στήν ὀ­ρο­φή καί ἡ σχέ­ση τῶν θό­λων με­τα­ξύ τους. Ἡ κόγ­χη τοῦ ἱ­ε­ροῦ, φέ­ρει δί­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο καί κα­τα­λή­γει σέ τρί­πλευ­ρη ἁ­ψί­δα. Ἡ τοι­χο­ποι­ΐ­α ἐ­ξω­τε­ρι­κά εἶ­ναι προ­σε­γμέ­νη. Ἔ­χει πλίν­θι­νες δι­α­κο­σμή­σεις πού πε­ρι­βάλ­λουν τά πα­ρά­θυ­ρα, δη­μι­ουρ­γοῦν στέ­ψη στόν να­ό καί δί­νουν στό κτί­σμα με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α ἀ­πό τ’ ἄλ­λα.
Στήν ἴ­δι­α ἐ­πο­χή πρέ­πει νά ἀ­νῆ­κε τό δι­ώ­ρο­φο κτί­σμα πού βρί­σκε­ται, στήν ἄλ­λη κοι­λό­τη­τα τοῦ βρά­χου. Ἐ­δῶ δι­α­κρί­νου­με Τρά­πε­ζα, ἀ­πέ­να­ντί της βο­η­θη­τι­κούς χώ­ρους, ἑ­στί­α, βρι­ζό­νι καί στέρ­να (κιν­στέρ­να). Ἴ­σως στόν ἄ­νω ὄ­ρο­φο νά ὑ­πῆρ­χαν κε­λλι­ά. Ἀρ­γό­τε­ρα ἡ Τρά­πε­ζα χω­ρί­στη­κε μέ ἐ­λα­φρό τοῖ­χο ἀ­κρι­βῶς στήν μέ­ση σέ δύ­ο κε­λλι­ά.
Τά ἄλ­λα κτί­σμα­τα εἶ­ναι ὑ­πό­λοι­πα νε­ω­τέ­ρων κα­τα­σκευ­ῶν. Πρέ­πει νά χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ὡς ἀ­πο­θῆ­κες. Τό ση­μα­ντι­κό­τε­ρο ἀ­πό αὐ­τά, ὁ νάρ­θη­κας τοῦ να­οῦ, κτί­στη­κε σύμ­φω­να μέ ἐ­πι­γρα­φή τοῦ ὑ­πέρ­θυ­ρου τῆς εἰ­σό­δου του τό 1784. Εἶ­ναι ἕ­νας ὀρ­θο­γω­νι­κός χῶ­ρος πού πλη­σι­ά­ζει τό τε­τρά­γω­νο. Τό μι­κρό ὅ­μως ὕ­ψος καί ὁ λί­γος φω­τι­σμός πού ἔ­χει, τοῦ δί­νουν ἐ­ντε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα ἀ­πό τόν κυ­ρί­ως να­ό καί δέν προ­ε­τοι­μά­ζει γι­ά τήν εἴ­σο­δο σ’ ­αὐ­τόν. Ὁ πά­νω ἀ­πό τόν νάρ­θη­κα χῶ­ρος χρη­σί­μευ­ε γι­ά κε­λλι­ά μο­να­χῶν.
Ἡ κα­τα­σκευ­ή τοῦ νάρ­θη­κος κα­τέ­λα­βε τόν ἀρ­χι­κό χῶ­ρο τῆς εἰ­σό­δου. Δη­μι­ουρ­γή­θη­κε τό­τε ξύ­λι­νος ἐ­ξώ­στης κα­τά μῆ­κος τῆς (βο­ρει­νῆς) πλευ­ρᾶς τοῦ νάρ­θη­κος καί τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, πού ἔ­φθα­νε ἕ­ως τό με­τα­ξύ τῶν δύ­ο κοί­λων ση­μεῖ­ο. Σή­με­ρα σώ­ζο­νται κα­τε­στραμ­μέ­να τά δο­κά­ρι­α τοῦ ἐ­ξώ­στη καί τῆς στέ­γης του. Πα­ρα­πέ­μπου­με σέ φω­το­γρα­φί­ες (εἰλημμέ­νες πρίν ἀ­πό τό 1932). Ἡ κα­τα­σκευ­ή τοῦ ξύ­λι­νου ἐ­ξώ­στη ἀ­νά­γκα­σε νά κλει­στεῖ ἡ σκά­λα πού ὁ­δη­γοῦ­σε ἀ­πό τό πλα­τύ­σκα­λο στήν ἐκ­κλη­σί­α. Ἴ­σως ἀ­πό τό­τε χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε γι­ά ἄ­νο­δο μό­νο τό βρι­ζό­νι. Οἱ δύ­ο κοι­λό­τη­τες τοῦ βρά­χου ἀ­νά­γκα­σαν νά δη­μι­ουρ­γη­θοῦν δύ­ο ὁ­μά­δες κτι­ρί­ων.
Ἡ μο­νή δέν ἀ­κο­λου­θεῖ τήν κα­θι­ε­ρω­μέ­νη δι­ά­τα­ξη στήν ἀ­νά­πτυ­ξή της, ἀλ­λά ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ τόν και­ρό ἀ­νά­λο­γα μέ τίς ἀ­νά­γκες της. Ὁ να­ός ἀρ­χι­κά το­πο­θε­τεῖ­ται κο­ντά στήν εἴ­σο­δο. Ἀρ­γό­τε­ρα ἡ εἴ­σο­δος με­τα­φέ­ρε­ται ἀ­να­γκα­στι­κά καί ὁ να­ός βρί­σκε­ται μα­κρυ­ά ἀ­πό αὐ­τήν. Πρό­κει­ται γι­ά μο­νή πού κα­τοι­κή­θη­κε κα­τά δι­α­στή­μα­τα ἀ­πό λί­γους μο­να­χούς ἤ ἐ­κμε­ταλ­λεύ­τη­καν κα­τά τό δυ­να­τόν τήν ὑ­πάρ­χου­σα ἐ­πι­φά­νει­α καί τήν αὔ­ξη­σαν μέ τήν δη­μι­ουρ­γί­α προ­ε­ξο­χῶν».

1. Τό μοναστήρι ῆς Ὑπαπαντῆς μισοερειπωμένο (δεκαετία τοῦ ‘60).
2. Ὁ ξύλινος ἐξώστης τῆς βορεινῆς πλευρᾶς (δεκαετία τοῦ ‘30).

Πα­λαι­ό­τε­ρη μνεί­α. Τό μο­να­στή­ρι εἶ­ναι κτί­σμα τοῦ 14ου αἰ­ώ­να. Εἶ­ναι τό μό­νο ἐ­νυ­πό­γρα­φο ἀ­πό τά τέσ­σε­ρα σπη­λαι­ώ­δη μο­νύ­δρι­α πού ἔ­κτι­σε ὁ Νεῖ­λος, ὁ ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης.
να­ΐ­σκος τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως ἤ Ὑ­πα­πα­ντῆς εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ος ἀ­πό ἀ­πό­ψε­ως ἀρ­χαι­ο­λο­γι­κῆς, δι­ό­τι κτί­σθη­κε ἐκ βά­θρων καί ἱ­στο­ρή­θη­κε (σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή ἱστορήσεως) μέ τούς κό­πους καί τήν ἐ­πι­στα­σί­α «τοῦ πρώ­του τῆς Σκή­τε­ως Στα­γῶν καί κα­θη­γου­μέ­νου τῆς Δού­πι­α­νης κῦρ Νεί­λου», τό ἔ­τος 1367. Δι­α­σώ­ζει θαυ­μά­σι­ες τοι­χο­γρα­φί­ες μα­κε­δο­νι­κῆς τε­χνο­τρο­πί­ας, καί ἐ­πί­σης δι­α­σώ­ζει τήν μορ­φή τοῦ Νεί­λου, ἱ­στο­ρη­μέ­νη στήν ΝΔ κόγ­χη τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, νά δέ­ε­ται γο­νυ­πε­τής ἔ­μπρο­σθεν τῆς Θε­ο­τό­κου.
Ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ μο­νυ­δρί­ου. Ἡ ἱ­ε­ρά Μο­νή τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς ἄρ­χι­σε νά πα­ρα­κμά­ζει στίς ἀρ­χές τῆς ὀθωμανικῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας.
Στό ‘Χρο­νι­κόν τῶν Με­τε­ώ­ρω­ν’ (γραμ­μέ­νο περί τό 1529) δί­δε­ται ἡ πλη­ρο­φο­ρί­α ὅ­τι ἀρ­κε­τά ἡ­συ­χα­στι­κά μο­νύ­δρι­α βρί­σκο­νταν στά χέ­ρι­α κο­σμι­κῶν καί ἀ­φα­νί­ζο­νταν. Ἐ­πί ὀ­γδό­ντα ἕ­ξι χρό­νι­α τήν Ὑ­πα­πα­ντή λυ­μαι­νό­ταν, μέ λη­στρι­κό τρό­πο, ἡ οἰ­κο­γέ­νει­α κά­ποι­ου Μι­χα­ήλ Μου­χθου­ρῆ. «Ἡ Ὑ­πα­πα­ντὴ ͵πϛ΄ (86) χρό­νους ὑ­πό τι­νος Μι­χα­ὴλ Μου­χθου­ρῆ κα­τεί­χε­το, ἔ­χο­ντος καὶ δύ­ο παῖ­δας· ὑ­πάρ­χον πρό­τε­ρον ἐν κοι­νο­βί­ου τά­ξει καὶ μο­να­δι­κῇ κα­τα­στά­σει».
Στίς ἀρ­χές τοῦ 17ου αἰ­ώ­να ἡ μο­νή τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς ἀ­νή­κει ὡς κελ­λί­ο στό Με­γά­λο Με­τέ­ω­ρο. Στό μνη­μο­νευ­θέν ‘Κα­τά­στι­χο δι­ὰ τὴν ἀ­πο­κο­πὴν τῶν κελ­λι­ω­τῶ­ν’ ἡ ἐν λό­γῳ μο­νή ἀ­να­φέ­ρε­ται δέ­κα­τη πέ­μπτη στήν σει­ρά ὡς ἐ­νερ­γός μέ τόν τίτ­λο: «ἡ Ὑ­πα­πα­ντῆ».
Δύο δεκαετίες ἀργότερα «οἱ ἐν Ὑ­πα­πα­ντῇ τοῦ Κυ­ρί­ου» πα­τέ­ρες μέ κα­θη­γού­με­νο τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Χρι­στό­δου­λο συ­νυ­πο­γρά­φουν δέ­κα­τοι στήν σει­ρά στήν ζη­τεί­α τῶν με­τε­ω­ρι­κῶν μο­να­στη­ρι­ῶν πρός τόν ἡ­γε­μό­να τῆς Μολ­δο­βλα­χί­ας Ἰ­ω­άν­νη Βα­σί­λει­ο Lupu (1634-1653).
Κα­τά τά τέ­λη τοῦ 18ου αἰ­ώ­να ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Συ­με­ών τό μο­να­στή­ρι αὐ­τό πα­ρου­σί­α­σε νέ­α ἄν­θη­ση καί σέ ἀ­ρι­θμό πα­τέ­ρων καί σέ κτή­μα­τα.
Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν Ἀ­γα­θάγ­γε­λος (;) μέ γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1779 ἀ­πευ­θύ­νε­ται πρός τούς κα­τοί­κους τῶν χω­ρί­ων Με­γυ­ρίτ­ζας, Ὀ­στρο­βοῦ, Γι­ωρ­γίτ­ζας καί λοι­πῶν χω­ρί­ων τῶν Χα­σί­ων, ὑ­πέρ τῶν πα­τέ­ρων τῆς μο­νῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς καί ἐ­ξαι­τεῖ­ται τήν οἰ­κο­νο­μι­κή βο­ή­θει­α γι­ά τήν ἀ­πο­πε­ρά­τω­ση τοῦ κτι­σί­μα­τος τοῦ νέ­ου κτι­ρί­ου. Οἱ Ἀ­δελ­φοί τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μει­ώ­νει, εὑ­ρί­σκο­νται σέ «με­γα­λω­τά­την δυ­στυ­χί­αν, καί ὑ­στε­ροῦ­νται … στό νέ­ο κτί­ρι­ον [τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου], ὁ­ποῦ ἔ­χουν βδο­μῆ­ντα μα­στό­ρους».
Μέ ἔγ­γρα­φο τῆς 25ης Μαρ­τί­ου τοῦ 1788 ὁ ἐ­πί­σκο­πος Στα­γῶν καί οἱ Βαρ­λα­αμίτες πα­τέ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι κα­τεῖ­χαν ὡς με­τό­χι τήν ἐ­ρει­πω­θεῖ­σα μο­νή τοῦ Ἁγί­ου Δη­μη­τρί­ου, πα­ρα­χω­ροῦν τόν χῶ­ρο αὐ­τῆς, ἐ­κτά­σε­ως πε­ρί­που δύ­ο στρεμ­μά­των, στήν ἱ­ε­ρά μο­νή Ὑ­πα­πα­ντῆς, τῆς ὁ­ποί­ας οἱ πα­τέ­ρες εἶ­χαν αὐ­ξη­θεῖ, ὥ­στε νά κτί­σουν γι’ αὐ­τούς κελ­λι­ά καί τά λοι­πά χρει­ώ­δη κτί­ρι­α.
Σέ χει­ρό­γρα­φους κώδικες τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου εὑ­ρί­σκου­με ση­μει­ώ­σεις γι­ά τό μο­να­στή­ρι τῆς ‘Υ­πα­πα­ντῆς. Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 77, τοῦ 15ου αἰ., τοῦ κω­δι­κο­γρά­φου Νείλου Σταυ­ρᾶ, ἄ­νω­θεν στήν πι­να­κί­δα ὑ­πάρ­χει ἡ ση­μεί­ω­ση: «† ἡ Ὑ­πα­πα­ντή». Στόν ἴδιο κώδικα στό φ. 10v, μέ γρα­φή 17ου–18ου αἰ­ώ­να: «† τὸ πα­ρὸν βι­βλί­ον εἶ­ναι τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς» (ΟΔ). Πα­ρό­μοι­ο ση­μεί­ω­μα εὑ­ρί­σκου­με καί στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 63 (14ου -16ου αἰ.), στό φ. 351 (α΄ ὄ­ψη): «† τὸ πα­ρὸν βι­βλί­ον τῆς Ὑ­πα­παν­τῆς» (ΟΔ). Οἱ ἐν λόγῳ κώ­δι­κες αὐ­τοί ἀ­πο­τε­λοῦ­σαν κτῆ­μα τοῦ σπη­λαι­ώ­δους αὐ­τοῦ ἀσκητικοῦ ἐν­δι­αι­τή­μα­τος.
Εἶ­ναι προ­φα­νές ὅ­τι καί ἄλ­λα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά βι­βλί­α κα­τεῖ­χε τό μο­να­στή­ρι αὐτό γι­ά τίς λει­τουρ­γι­κές ἀ­νά­γκες. Στόν κώδ. ὑ­π’ ἀ­ριθ. 75, τοῦ 15ου αἰ., στό φ. 91v ὑ­πάρ­χει σχε­τι­κός Κα­τά­λο­γος βι­βλί­ων, ἱ­ε­ρῶν σκευ­ῶν καί κη­πευ­τι­κῶν ἐρ­γα­λεί­ων, μέ γρα­φή τοῦ 15ου αἰ­ώ­να: «† Ταῦ­τα εἰ­σι τά ἅ­περ εὑ­ρί­σκο­νται ἐν τῇ Ὑ­πα­πα­ντῇ· Ἱ­ε­ρόν Φε­λο­νο­στί­χα­ρον· (…) Πε­τρα­χήλι­ον καί Ὑπο­μά­νι­κα λι­νά· δι­σκο­πό­τη­ρον· (…) Εὐ­αγ­γέ­λι­ον· Κυ­ρι­α­κο­δρό­μι­ον· καί ἕ­τε­ρον Τε­τρα­υάγ­γε­λον· καί Πρα­ξα­πό­στο­λον· ἕν ζεῦ­γος Κλί­μα­κος· καί Πα­τε­ρι­κά (…)» (ΟΔ).
Στήν γνωστή χαλ­κο­γρα­φί­α τῶν Με­τε­ώ­ρων τοῦ ἔ­τους 1782 τοῦ μο­να­χοῦ Παρ­θε­νί­ου ξε­χω­ρί­ζουν ἐ­πί τοῦ βρά­χου ἡ μο­νή τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου μέ να­ό καί κελ­λί. Πι­ό χα­μη­λά, στήν βο­ρει­νή πλευ­ρά τοῦ βρά­χου, ζω­γρα­φί­ζει ὁ καλ­λι­τέ­χνης ἐ­ντός σπη­λαί­ου τήν Ὑ­πα­πα­ντή.
Στά 1809, με­τά τήν ἐ­πα­νά­στα­ση τοῦ πα­πα-Θύ­μι­ου Βλα­χά­βα κα­τά τῶν Τούρ­κων, καί οἱ ἄλ­λες λει­τουρ­γοῦ­σες ἱ­ε­ρές μο­νές τῶν Με­τε­ώ­ρων ὑ­πέ­στη­σαν τά πάν­δει­να, ἡ δέ ἱ­ε­ρά μο­νή τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς ἐ­γκα­τα­λεί­φθη­κε. Με­τά τήν ἐ­ρή­μω­σή της τά ἀρ­χεῖ­α καί τά σκεύ­η της με­τα­φέρ­θη­καν στήν ἱ­ε­ρά μο­νή Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ὅ­που καί σή­με­ρα ὑ­πά­γε­ται ὡς με­τό­χι βά­σει καί τῆς ὑ­π’ ἀ­ριθ. 18/22.11.1994 πρά­ξε­ως τοῦ σε­βα­σμι­ω­τά­του μη­τρο­πο­λί­τη Στα­γῶν καί Με­τε­ώ­ρων κ. Σε­ρα­φείμ.


Ὁ Léon Heuzey στά 1858 ἀ­να­φέ­ρει τό μο­νύ­δρι­ο τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς με­τα­ξύ ἄλ­λων ὀ­κτώ κα­τοι­κη­μέ­νων με­τε­ω­ρί­τι­κων μο­νῶν [Με­τέ­ω­ρο, Βαρ­λα­άμ, Ἅγι­ος Στέ­φα­νος, Ἁ­γί­α Τρι­άς, Ἅγι­ος Νι­κό­λα­ος, Ἁ­γί­α Μο­νή, Ὑ­πα­πα­ντή καί Ρου­σά­νη].
Ὁ προ­η­γού­με­νος τοῦ Με­γά­λου Με­τέ­ω­ρου Πο­λύ­καρ­πος Ραμ­μί­δης στά 1882 μᾶς δί­νει τίς ἑ­ξῆς πλη­ρο­φο­ρί­ες γι­ά τήν μο­νή Ὑ­πα­πα­ντῆς. Ἔ­χει «να­ὸν ἐπ’ ὀ­νό­μα­τι τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως, ἓξ δω­μά­τι­α τῶν μο­να­ζό­ντων, μα­γει­ρεῖ­ον καὶ ὀμ­βρο­δέ­κτην· ἡ ἀ­νω­κά­θο­δος αὐ­τῆς ἐ­κτε­λεῖ­ται κα­τ’ τὸν αὐ­τὸν τρό­πον κα­θ’ ὃν καὶ αἱ ἄλ­λαι μο­ναί, δη­λα­δὴ δι­ὰ κλί­μα­κος ἐ­χού­σης ὕ­ψος πε­ντή­κο­ντα πή­χε­ων (…). Ἡ ὅ­λη ἔ­κτα­σις τοῦ βρά­χου εἶ­ναι δύ­ο στρεμ­μά­των γε­ω­με­τρι­κῶν, ἅ­πα­σα σχε­δὸν οἰ­κο­δο­μη­μέ­νη».
Στήν δι­άρ­κει­α τῆς γερ­μα­νι­κῆς κα­το­χῆς καί με­τέ­πει­τα κα­στρα­κι­νές οἰ­κο­γέ­νει­ες εἶ­χαν ζη­τή­σει κα­τα­φύ­γι­ο στά μι­σο­ε­ρει­πω­μέ­να κελ­λι­ά τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ. Ὅ­λα φαίνονται ὅ­τι κα­ταρ­ρέ­ουν, ἀλ­λά ὁ Νεῖ­λος, ὁ ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης, τε­λι­κά εἶ­χε παρ­ρη­σί­α στήν Πα­να­γί­α!
Τῇ φρο­ντί­δι τοῦ κα­θη­γου­μέ­νου τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου Ἀ­θα­να­σί­ου Ἀναστασίου καί τῆς συ­νο­δί­ας του κατά τά ἔτη 1995-2000 τά πα­λαι­ά ἐ­ρεί­πι­α τῶν κελ­λί­ων, στήν πρό­σο­ψη τῆς μο­νῆς, ἔ­χουν πλέ­ον ἀ­ντι­κα­τα­στα­θεῖ μέ νε­ό­τε­ρο δι­ώ­ρο­φο πέ­τρι­νο κτί­ρι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο δι­α­θέ­τει κά­τω ἕ­να με­γά­λο ἀρ­χο­ντα­ρί­κι μέ κου­ζί­να καί ἄ­νω τρί­α κελ­λι­ά μο­να­χῶν.
Δι­α­τη­ρή­θη­κε εὐ­τυ­χῶς ἀ­κέ­ραι­ο τό κα­θο­λι­κό τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς, τό ὁ­ποῖ­ο καί αὐ­τό συ­ντη­ρή­θη­κε κα­τά τέ­λει­ο τρό­πο. Ἐ­πί­σης ὁ πε­ρι­βάλ­λων χῶ­ρος εὐ­τρε­πί­στη­κε καί ἐ­ξο­πλί­στη­κε μέ ὅ­λα τά χρει­ώ­δη (φῶς, νε­ρό, θέρμανση, βο­η­θη­τι­κούς χώ­ρους).
Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά λυ­θεῖ τό πρό­βλη­μα τῆς ὀ­νο­μα­σί­ας τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ. Ἐ­νῷ, δη­λα­δή, στήν ἐ­πί τοῦ τοί­χου ἐ­πι­γρα­φή τοῦ ἔ­τους 1367 ἀ­να­φέ­ρε­ται ὡς να­ός τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως καί ὁ Χρι­στός πρό τοῦ τέ­μπλου ὡς Ἀ­να­λη­ψι­μι­ώ­της, στά ἱ­στο­ρι­κά κεί­με­να τοῦ 16ου καί 17ου αἰ­ώ­να καί στά με­τέ­πει­τα μνη­μο­νεύ­ε­ται ὡς μο­νή τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς, ὄ­νο­μα, πού δι­α­τη­ρεῖ μέ­χρι σή­με­ρα καί πα­νη­γυ­ρί­ζει στίς 2 Φε­βρου­α­ρί­ου. Ἐν­δε­χο­μέ­νως ἐ­πει­δή καί τό με­το­χι­α­κό τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου μο­νύ­δρι­ο τοῦ Πα­ντο­κρά­το­ρος, στόν βρά­χο τῆς Δού­πι­α­νης, ἑ­όρ­τα­ζε τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως τοῦ Χρι­στοῦ, οἱ με­γα­λο­με­τε­ω­ρί­τες πα­τέ­ρες νά τό ἀ­φι­έ­ρω­σαν ἀρ­γό­τε­ρα στήν Ὑ­πα­πα­ντή.
Ἄ­ξι­ο προ­σο­χῆς εἶ­ναι ὅ­τι στόν ἐ­σω­νάρ­θη­κα ἐ­πί τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ τοί­χου σῴ­ζε­ται τμῆ­μα πα­λαι­ᾶς τοι­χο­γρα­φί­ας μέ τήν πα­ρά­στα­ση τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς.

Πε­ρι­γρα­φή τοῦ να­ΐ­σκου τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς

1. Ἐσωτερική ἄποψη τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς.

Α΄. Ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Τό κα­θο­λι­κό εἶ­ναι ἕ­νας μο­νό­κλι­τος σταυ­ρε­πί­στε­γος να­ός. Τό ἐ­πι­στέ­γα­σμά του ἀ­πο­τε­λεῖ­ται ἀ­πό δύ­ο βα­ρε­λό­σχη­μους θό­λους (κα­μά­ρες), κά­θε­τα τε­μνό­με­νους μέ ὑ­πε­ρυ­ψω­μέ­νο τόν ἐ­γκάρ­σι­ο θό­λο, γε­γο­νός πού τόν κα­τα­τάσ­σει στόν τύ­πο τῶν σταυ­ρε­πί­στε­γων να­ῶν. Εἶ­ναι προ­φα­νής ἡ ἐ­πιρ­ρο­ή πού εἶ­χε ἀ­σκή­σει ὁ σχε­τι­κά πλη­σί­ον εὑ­ρι­σκό­με­νος πε­ρί­φη­μος να­ός τῆς Πα­να­γί­ας τῶν Με­γά­λων Πυ­λῶν (Πόρ­τας Πα­να­γι­ᾶς), κτί­σμα τοῦ ἔ­τους 1283.
Τό ἱ­ε­ρό βῆ­μα ἀ­πο­λή­γει σέ τρί­πλευ­ρη κόγ­χη μέ δί­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο, τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ λο­βοί ἐ­πά­νω εἶ­ναι εὐ­θύ­γραμ­μοι. Ἡ βό­ρει­α ἐ­ξω­τε­ρι­κά ὄ­ψη, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι καί ἡ μό­νη ὁ­ρώ­με­νη ἀ­πό τόν κά­τω­θι τοῦ βρά­χου θε­α­τή, δι­α­κο­σμεῖ­ται μέ ὁ­ρι­ζό­ντι­ες ὀ­δο­ντω­τές ται­νί­ες ἀ­πό πλίν­θο.
Ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τῆς κλει­στῆς σή­με­ρα βό­ρει­ας εἰ­σό­δου ὑ­πάρ­χει ἁ­ψί­δω­μα καί ἄ­νω­θεν τῆς εἰ­σό­δου αὐ­τῆς ἀ­νοί­γε­ται ἕ­να δεύ­τε­ρο δί­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο. Σώ­ζε­ται, μά­λι­στα, ὁ ἀρ­χαῖ­ος κι­ο­νί­σκος μέ τό ἐ­πί­κρα­νό του.

Β΄. Εἰ­κο­νο­γρα­φί­α. Οἱ δι­α­τη­ρού­με­νες σχε­τι­κῶς κα­λά ἱ­στο­ρή­σεις τοῦ ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος καί τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ εἶ­ναι πο­λύ σπου­δαῖ­ες, δι­ό­τι ἀ­πο­τε­λοῦν τοι­χο­γρα­φι­κά μνη­μεῖ­α τῶν μέ­σων τοῦ 14ου αἰ­ώ­να. Οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες αὐ­τές ἔ­χουν γί­νει, σύμ­φω­να μέ τήν ὑ­πάρ­χου­σα ἐ­πι­γρα­φή, τό ἔ­τος 1366/7.
Ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς (ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος – κυ­ρί­ως να­οῦ) εἶ­ναι ἄ­γνω­στος, ἀλ­λά λί­αν ἱ­κα­νός. Κα­θώς πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Σέρ­βος βυ­ζα­ντι­νο­λό­γος Gojko SubotiĆ: «Σέ κλί­μα δι­α­φο­ρε­τι­κό ἀ­πό τήν τα­πει­νό­τη­τα τῶν μο­να­χῶν πού ἐ­γκα­τα­βί­ω­ναν ἐ­δῶ (οἱ τοι­χο­γρα­φί­ες) ἔ­γι­ναν ἀ­πό ἕ­ναν ἐ­ξαί­σι­ο τε­χνί­τη, ἴ­σως τόν καλ­λί­τε­ρο αὐ­τή τήν ἐ­πο­χή στή Θεσ­σα­λί­α. Στό μι­κρό χῶ­ρο δέν ὑ­πῆρ­χε θέ­ση γι­ά ἕ­να με­γα­λε­πή­βο­λο εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό πρό­γραμ­μα καί ἡ ἐ­πι­λο­γή πε­ρι­ο­ρί­σθη­κε σέ με­ρι­κές μό­νο πα­ρα­στά­σεις τοῦ Δω­δε­κα­όρ­του καί σέ με­μο­νω­μέ­νες μορ­φές ἁ­γί­ων. Οἱ σκη­νές, ὡ­στό­σο, αὐ­τές πλου­τί­στη­καν μέ ἀ­φη­γη­μα­τι­κές λε­πτο­μέ­ρει­ες, γνω­στές ἀ­πό εὐ­ρύ­τε­ρες συν­θέ­σεις. Ἡ ζω­γρα­φι­κή γλώσ­σα αὐ­τοῦ τοῦ καλ­λι­τέ­χνη ἦ­ταν ἐ­ξαι­ρε­τι­κή· ἡ σφι­χτή καί κα­θα­ρή φόρ­μα δο­μοῦ­σε μέ συ­νέ­πει­α τό­σο τό ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κό καί τό φυ­σι­κό το­πί­ο, ὅ­σο καί τίς μορ­φές καί τά ἀ­ντι­κεί­με­να, ἐ­νῶ ὁ λα­μπρός καί ζω­ντα­νός χρω­μα­τι­σμός τασ­σό­ταν στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τῶν πλα­στι­κῶν ἀ­ξι­ῶν».
Κα­τά τό ἔ­τος 2003 με­ρί­μνῃ τοῦ προ­ϊ­στα­μέ­νου τῆς 7ης ΕΒΑ Λα­ζά­ρου Δε­ρι­ζι­ώ­τη καί τοῦ ἡ­γου­με­νο­συμ­βου­λί­ου τῆς κυ­ρι­άρ­χου μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου πρα­γμα­το­ποι­ή­θη­κε ἐ­πι­τυ­χέ­στα­τος κα­θα­ρι­σμός τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­πο­τε­λοῦν σή­με­ρα ἕ­να θαυ­μά­σι­ο εἰ­κο­νο­γρα­φι­κό σύ­νο­λο.
Ἡ πλέ­ον ση­μα­ντι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ να­οῦ αὐ­τοῦ εὑ­ρί­σκε­ται στό δυ­τι­κό ἄ­κρο τοῦ νό­τι­ου τοί­χου. Δε­ξι­ά τῆς εἰ­σό­δου πρός τόν κυ­ρί­ως να­ό, μέ­σα σέ κόγ­χη δι­α­τη­ρεῖ­ται ἱ­στο­ρη­μέ­νη ἡ Πα­να­γί­α ἡ Βρε­φο­κρα­τοῦ­σα μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή «Μή(τη)ρ // θ(ε­ο)ῦ / ἡ ἐλε//­οῦσα». Στά πό­δι­α Της μι­κρο­σκο­πι­κός ὁ κτί­τωρ τῆς ἱ­ε­ρᾶς μο­νῆς Νεῖ­λος, μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή ἀ­πό κά­τω: «Δ(έ­η­σις) τοῦ δοῦ/λου τοῦ Θ(ε­ο)ῦ Νεί­λου Ἱ­ἐ/ρο­μο­νάχ(ου) / κτή­τωρ / κ(αὶ) πρό­τος της Σκή/τε­ος:». [= Δέ­η­σις τοῦ δού­λου τοῦ Θε­οῦ Νεί­λου Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου κτή­τωρ καί ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­τεως].
Χω­ρίς φω­το­στέ­φα­νο, μό­νο μέ μαῦ­ρο κα­λυ­μμαύ­χι, ὁ ‘πρῶ­τος’ τῆς Σκή­της δέ­ε­ται γο­να­τι­στός στά πό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου, τῆς προ­στά­τι­δος ὅ­λης τῆς Σκή­της τῆς Δού­πι­α­νης.
Στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς δυ­τι­κῆς πλευ­ρᾶς τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ ὑ­πάρ­χει ἡ πλέ­ον πα­λαι­ά ἀ­πό τίς σω­ζό­με­νες σή­με­ρα ἐ­πι­γρα­φές τῶν Με­τε­ώ­ρων, ἡ ὁ­ποί­α καί μᾶς δί­δει τό ἱ­στο­ρι­κό τῆς ἀ­νε­γέρ­σε­ως καί ἱ­στο­ρή­σε­ως τοῦ να­οῦ:
«† Ἀ­νἡ­γέρ­θη ἐκ βά­θρ(ων) κ(αὶ) ἀ­νἡ­στο­ρί­θει ὁ πάν­σε­πτος κ(αὶ) θεί­ος να­ὸς· τ(ῆ)ς Ἁ­να­λεί­ψε­ως του Κ(υ­ρί­ο)υ κ(αὶ) Θ(ε­ο)ῦ κ(αὶ) Σ(ω­τῆ)ρ(ο)ς ἡμ(ῶν) Ἰ(η­σο)ῦ Χ(ρι­στο)ῦ, δϊ­ἁ σ(υν)/δρομ(ῆς) κ(αὶ) ἐ­ξό­δου τοῦ τη­μει­ο­τά­του ἐν ἱ­ἐ­ρο­μα­νά­χοις· κῦ(ρ) Νεί­λου κ(αὶ) πρό­του τ(ῆ)ς σκή­τε­ως Σταγ(ῶν)· κ(αὶ) κα­θη­γου­μέ­νου της σε­βα­σμή(ας) μον(ῆς) Δου/πει­ά­νου· βα­σι­λέβ(ον)τος δὲ του εὐ­σε­βε­στά­του ἡμ(ῶν) βα­σι­λέ­ος κῦρ Συ­με(ὼν) τοῦ Πα­λαι­ο­λό­γου κ(αὶ) αὐ­το­κρά­τορ(ος) Ρο­μαί­ων Σερ­βεί(ας)· κ(αὶ) Ρο­μα­νεί(ας) τοῦ Οῦ­ρε­σι: ἐ­πει­σκο­πέ/β(ο­)ντος δὲ τοῦ πα­νἁ­γι­ο­τά­του δε­σπό­του ἡ­μων Βη­σα­ρί­ου ἐ­τους ͵ϛω­ο­ε΄ [=1366/7]:».
Ἡ ἐ­πι­γρα­φή γι­ά νά μή ἐ­ξα­λει­φθεῖ ἀ­να­και­νί­σθη­κε τό ἔ­τος 1765, κα­θώς ση­μει­ώ­νε­ται μέ ἀ­μυ­δρά γράμ­μα­τα ἐν συ­νε­χεί­ᾳ: ‘ Ἀ­πὸ τὸν κυ­ρὸ ὁ­ποῦ ἐ­μα­τά­γην(ε) ἀ­πὸ τὸ Βλα­χά­βα † ἔ­τος 1765’, δη­λα­δή ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα τοῦ πα­πα-Θύ­μι­ου Ἀ­θα­νά­σι­ο Βλα­χά­βα, ὁ ὁ­ποῖ­ος προφανῶς ἀνεστήλωσε τόν να­ό αὐ­τό, κα­θώς μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ δεύ­τε­ρη ἐπιγραφή, στήν δυτική πα­ρα­στά­δα, τῆς κλειστῆς σήμερα εἰ­σό­δου τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ κυρίως ναοῦ: «Ὁ να­ὸς Θε­οῦ ἐμε­τά­γην(ε) / α­πο τον, / κυ­ρῆ­ος κηρ / Α­θα­να­ση­ου / Πλα­χα­/βα ἔ­τος 1765 / μη­νας….».
Σύμ­φω­να μέ ἐ­πι­γρα­φή στόν βό­ρει­ο τοῖ­χο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ ἡ δα­πά­νη ἔ­γι­νε ἀ­πό τόν μο­να­χό Κυ­πρι­α­νό: «† Ἐ­δό­θη ὑ ἔ­ξο­δο(ς) δὲ τ(ῆς) ἡ­στο­ρί(ας) τοῦ θεῖ­ου να­οῦ πα­ρα του πα­νεὐ­γε­νε­στά­του κ(αὶ) ἐν­δο­ξο­τά­του κὺρ k­ω­n­στα­ντή/[ΟΥ ἤ ΝΟΥ] ὧ­στης ἐ­πω­νο­μά­στ(ην) δι­ἀ τοῦ θεί­ου κ(αὶ) ἁγ­γε­λει­κοῦ σχή­μα­τος, Κη­πρι­ἀ­νὸς μο­να­χὸς/ ετ(ους) ͵ϛω­ο­ε΄: [= 1366/7]».
Δη­λα­δή ὁ να­ός τῆς Ἀ­να­λή­ψε­ως, σύμ­φω­να μέ τά ἀ­νω­τέ­ρω ἐ­πι­γρα­φι­κά δε­δο­μέ­να, ἀ­νη­γέρ­θη ὑ­πό τοῦ πρώ­του Στα­γῶν Νεί­λου τό ἔ­τος 1366/7, ἐ­πί σέρ­βου βα­σι­λέ­ως Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση καί ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Βησ­σα­ρί­ω­νος Α΄, ἡ δέ ἔ­ξο­δος, δη­λα­δή, τά ἔ­ξο­δα τῆς ἱ­στο­ρή­σε­ως, ἐ­δό­θη­σαν κα­τά τό αὐ­τό ἔ­τος ἀ­πό τόν κα­τα­γό­με­νο ἀ­πό ἔν­δο­ξη καί εὐ­γε­νή οἰ­κο­γέ­νει­α μο­να­χό Κυ­πρι­α­νό.

Πε­ρι­γρα­φή τοῦ εἰ­κο­νο­γρα­φι­κοῦ δι­α­κό­σμου

Οἱ ἐ­πι­γρα­φές πού τί­θε­νται ἐ­ντός εἰ­σα­γω­γι­κῶν αὐ­τοῦ τοῦ εἴ­δους: ‘ ’, δη­λώ­νουν ὅ­τι σή­με­ρα εἶ­ναι ἐ­σβε­σμέ­νες καί ἔ­χουν εὑ­ρε­θεῖ ἀ­πό πα­λαι­ές φω­το­γρα­φί­ες, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐκ τοῦ Φωτογραφικοῦ Ἀρχείου Τσίμα-Παπαχατζηδάκη.
Ἱ­ε­ρό βῆ­μα. Στό τε­ταρ­το­σφαί­ρι­ο τῆς κόγ­χης τοῦ ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Πα­να­γί­α «Μ(ήτ)ηρ // Θ(ε­ο)ῦ» δε­ο­μέ­νη, στόν τύ­πο τῆς Βλα­χερ­νί­τισ­σας. Σέ με­τάλ­λι­ο ὁ «Ἰ(η­σοῦ)ς // Χ(ρι­στό)ς», «ὁ Ἐμ­μα//νου­ήλ». Ὁ Χρι­στός εὐ­λο­γεῖ μέ τό δε­ξί χέ­ρι καί μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό κρα­τεῖ εἰ­λη­τά­ρι­ο. Ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τῆς Θε­ο­τό­κου ἄ­νω σέ με­τάλ­λι­α οἱ ἀρ­χάγ­γε­λοι «Γα(βρι­ὴ)λ» καί «Μιχ(α­ὴλ)» πρε­σβεί­αν ποι­οῦ­ντες.

1. Παναγία Πλατυτέρα (τοιχογραφία ἱεροῦ βήματος Ὑπαπαντῆς ἔτους 1366/7).

Κά­τω­θεν τῆς Θε­ο­τό­κου πα­ρί­στα­νται συλ­λει­τουρ­γοῦ­ντες ἱ­ε­ράρ­χες ἐ­στραμ­μέ­νοι πρός τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τῆς κόγ­χης καί κρα­τοῦ­ντες ἐ­νε­πί­γρα­φα εἰ­λη­τά­ρι­α, (ἀ­πό Β πρός Ν): Ὁ ἅ­γι­ος «Βα/σί/λει/ος» μέ εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Οὐ­δεὶς / ἄ­ξι­ος / τῶν συν­δε/δε­μέ/νων ταῖς / σαρ»[κι­καῖς ἐ­πι­θυ­μί­αις].
Με­τά τό δί­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο, πού ὑ­πάρ­χει στήν κόγ­χη ὁ ἅ­γι­ος «Ἰ­ω(άν­νης) // ὁ Χρ(υ­σό­στο)μ/ο/ς» μέ ἐ­ξί­τη­λο εἰ­λη­τά­ρι­ο. Ὁ ἅ­γι­ος «Γρη­γό/ρι­oς // ὁ Θε/ο/λό/γο/ς» μέ ἐ­ξί­τη­λο σή­με­ρα εἰ­λη­τά­ρι­ο: ‘Κ(ύ­ρι)ε ὁ Θ(ε­ὸ)ς / (ἡ)μ(ῶ)ν, οὗ τὸ / κρά­τος ἀ/ν[ε]ί­κα­στο­ν’.
Σέ ἀ­βα­θή κόγ­χη, με­τά τόν ἅ­γι­ο Γρη­γό­ρι­ο, ἐ­πί τοῦ νο­τί­ου τοί­χου ἱ­στο­ρεῖ­ται ὁ ἅ­γι­ος «Ἀ­θα­νά/σι­ο/ς» Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας, φέ­ρων εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Κ(ύ­ρι)ε ὁ Θ(ε­ὸ)ς / ἡμ(ῶν) σῶ/σον τ(ὸν) λα/όν σου κ(αὶ) / εὐ­λό­γησ(ον) / τ(ὴν) κλη­ρο/νο­μί­αν». Πά­νω ἀ­πό τήν ἐν λό­γῳ κόγ­χη, πα­ρί­στα­νται ὡς τήν ὀ­σφύ οἱ ἱ­ε­ράρ­χες κρατοῦντες εἰλητάρια μέ τίς ἀντίστοιχες ἐπιγραφές: ὁ ἅ­γι­ος «Κύ­ρι/λ[λ]ος Ἀλ­εξαν/δρ[ε]ί­ας»: «Ἐ­ξαι­ρέ/τως τῆς / Πα­να­γί(ας) / Ἀ­χρά­ντου / Ὑ­πε­ρευ­λο/γη­μέν(ης)». Ἀ­κο­λου­θοῦν οἱ το­πι­κοί ἅ­γι­οι: «Ἀ/χίλ[λ]{ε}ι/ος»: «Τὸ μέ­γα / ὄ­νο­μα / τοῦ Κ(υ­ρί­ο)υ κ(αὶ) / Θ(ε­ο)ῦ κ(αὶ) Σ(ω­τῆ)ρ(ο)ς / ἡ­μῶν Ἰ(η­σο)ῦ / Χ(ρι­στο)ῦ τῇ δυ»[νά­μει]· καί «[Οἰ]{Η}/κου­μέ/νι/ος»: «Μνή­σθη/τι Κ(ύ­ρι)ε τ(ῆς) / πό­λε­ως / ἐν ᾗ κα­τοι/κοῦ­μεν».
Ἄ­νω καί ἑ­κα­τέ­ρω­θεν, στό τύ­μπα­νο τῆς κόγ­χης ἱ­στο­ρεῖ­ται «ὁ Χαι­ρετ(ισ)μ(ὸς)» τῆς Θε­ο­τό­κου, δη­λα­δή ὁ Εὐγ­γε­λι­σμός. Ἀ­ρι­στε­ρά ὁ «ἄρ­χων // Γα­βρι­ὴλ» καί δε­ξι­ά ἡ Παρ­θέ­νος Μα­ρί­α «Μ(ή­τη)ρ // Θ(ε­ο)ῦ». Ἀ­ρι­στε­ρό­τε­ρα, ἐ­πά­νω ἀ­πό τήν μι­κρή κόγ­χη τῆς προ­θέ­σε­ως, πα­ρί­στα­ται στη­θαῖ­ος ὁ προ­φή­της «Δα(βὶ)δ» κρα­τῶν εἰ­λη­τά­ρι­ο, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται στήν πα­ρά­στα­ση τοῦ Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ: «Ἄ­κουσ(ον), / θύ­γα­τε(ρ), / κ(αὶ) [ἴ­δε] / κ(αὶ) κλῖ/νον τὸ / οὖς σου / κ(αὶ) ἐ­πι/λά­θου», (Ψαλμ. 44, 11).
Στήν κόγ­χη τῆς προ­θέ­σε­ως ἱ­στο­ρεῖ­ται ὁ ἅ­γι­ος «Στέ­φα/νο/ς // ὁ / Πρω­το/μάρ­τυς», ὁ ὁ­ποῖ­ος βα­στᾶ σταυ­ρό μέ τό δε­ξί χέ­ρι καί μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό ὁ­μοί­ω­μα να­οῦ ὡς δι­ά­κο­νος.
Στό ἄ­νω τμῆ­μα τῆς κε­ντρι­κῆς ἁ­ψί­δας εἰ­κο­νί­ζε­ται με­γα­λο­πρε­πέ­στα­τη ἡ «Ἀ­νά//λη//ψις» τοῦ Κυ­ρί­ου. Ὁ Χρι­στός ἀ­νέρ­χε­ται ἐν δό­ξῃ πλαι­σι­ού­με­νος ὑ­πό δύ­ο ἀγ­γέ­λων. Κά­τω­θι ἱ­στο­ροῦ­νται ἡ Πα­να­γί­α, «Μ(ή­τη)ρ // Θ(ε­ο)ῦ», καί ἑ­κα­τέ­ρω­θέν της οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­πό­στο­λοι θε­ω­ροῦ­ντες τήν Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Κυ­ρί­ου. Ἐκ δε­ξι­ῶν τῆς Πα­να­γί­ας ἕ­νας ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κρα­τεῖ εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Οὕ­τως ἐ­λεύ/σε­ται πά/λ(ιν) ἐξ οὐ­ρα/νοῦ κα­θ’ (ὃν) / τρόπ(ον) ἐ­θε/ά­σα­σθε» [αὐ­τὸν πο­ρευ­ό­με­νον]. Καί ἐξ ἀ­ρι­στε­ρῶν ἕ­νας ἄλ­λος ἄγ­γε­λος Κυ­ρί­ου κρα­τῶν εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Ἄν­δρες Γα/λ{λ}ι­λαῖ/οι, τί ἑ­στή/κα­τε [ἐμ]βλέ­πον/τες εἰς /τ(ὸν) οὐ­ραν[όν;]», (Πράξ. 1,11).
Στήν ἀ­να­το­λι­κή κα­μά­ρα τοῦ ἱ­ε­ροῦ βή­μα­τος ἱ­στο­ρεῖ­ται ἀ­ρι­στε­ρά «ἡ Χ(ρι­στο)ῦ // Γέν[νη]σ(ις)» καί δε­ξι­ά «ἡ Ἀ­νά­στασ(ις)». Ὁ Νέ­ος Ἀ­δάμ, ὁ Χρι­στός, ἐ­γεί­ρει τόν προ­πά­το­ρα Ἀ­δάμ ἐκ τοῦ μνή­μα­τος, τόν ὁ­ποῖ­ο μέ ὡ­ραί­α κί­νη­ση τρα­βᾶ ἀ­πό τό χέ­ρι. Ὄ­πι­σθεν ἡ Εὔ­α καί ὁ δί­και­ος Ἄ­βελ. Δε­ξι­ά ἵ­στα­ται ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Πρό­δρο­μος, ὁ προ­φή­της Δα­βίδ, κρα­τῶν ἐ­νε­πί­γρα­φο εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Ἀ­να­στή/τω ὁ Θ(ε­ὸ)ς / κ(αὶ) δι­ασ/κορ­πι/σθή­τω­σαν / οἱ ἐ­χθρ[ο]ὶ» καί κά­τω­θεν ὁ προ­φή­της Σο­λο­μών. Ἄ­νω ἀ­ρι­στε­ρά τῆς σκη­νῆς ὁ ὑ­μνο­γρά­φος ἅ­γι­ος «Κο­σμ(ᾶς)», ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, κρα­τῶν εἰ­λη­τά­ρι­ο, στό ὁ­ποῖ­ο πε­ρι­έ­χε­ται τό γνω­στό τρο­πά­ρι­ο τῆς ἑ­ορ­τῆς: «Ἀ­να­στά/σε­ως ἡ/μέ­ρα, λα/μπρυν­θῶ­μεν» [λα­οί].
Χα­μη­λό­τε­ρα στό βό­ρει­ο τοῖ­χο λαμ­βά­νει θέ­ση τό ὅ­ρα­μα τοῦ ἁ­γί­ου Πέ­τρου «Ἀ/λ/ε/ξ/αν/δρ/εί(ας)». Ὁ ἅ­γι­ος Πέ­τρος ρω­τᾶ τόν Χρι­στό: «Τίς σου τόν χι­τῶ/να Σ(ῶτ)ερ δι­εῖ­λεν;». Ὁ Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ὁ ὁ­ποῖ­ος πα­ρι­στά­νε­ται ἐ­πά­νω σέ Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα σέ παι­δι­κή ἡ­λι­κί­α μέ ἐ­σχι­σμέ­νο χι­τώ­να ἀ­πα­ντᾶ: «Ἄ­φρον ἀ­νὴρ Ἄρ[ε]ι­ος / ἀ­φρα­γὲς στό­ματ(ι) / π(ατ)ρι­κῆς δό­ξης με / δει­κνύ­ων ξέν(ον)».
Κυ­ρί­ως να­ός. Ἐ­πί τοῦ νο­τί­ου τυ­μπά­νου τῆς ἐ­γκάρ­σι­ας κα­μά­ρας τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, ὑ­ψη­λά καί ἐ­πά­νω ἀ­πό τό τέ­μπλο, ἱ­στο­ρεῖ­ται «ἡ Βά//πτι­σις» τοῦ Ἰ­η­σοῦ Χρι­στοῦ.
Κά­τω­θεν τῆς Βα­πτί­σε­ως ἱ­στο­ροῦ­νται στη­θαῖ­οι τρεῖς προ­φῆ­τες (ἀ­πό Α πρός Δ): Ὁ προ­φή­της Ἡ­σα­ΐ­ας μέ δυ­σα­νά­γνω­στο εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Ἰ­δοὺ ἡ παρ/θέ­νος ἐν / γα­στρὶ ἕ­ξει» [καὶ τέ­ξε­ται υἱ­ὸν καὶ κα­λέ­σεις τὸ ὄ­νο­μα αὐ­τοῦ Ἐμ­μα­νου­ήλ], (Ἡσ. 7,14).
Σέ ὀρ­θο­γώ­νι­ο πλαί­σι­ο ὁ προ­φή­της «Ἀ/{μ}βα/κούμ»: «Κ(ύ­ρι)ε εἰ­σα/κή­κο­α / τ(ὴν) ἀ­κο­ήν / σου κ(αὶ) ἐ­φο/βήθ(ην), Κ(ύ­ρι)ε, / κα­τε­νό/η­σα τὰ ἔρ­γα» [σου καὶ ἐ­ξέ­στην], (Ἀββ. 3,2). Καί ὁ προ­φή­της «Ἠ­λί(ας)»: «Εἶ­πεν / Ἠ­λί­ας τῷ / Ἐ­λι­σαι/έ· κά­θου δὴ ἐ­νταῦθ[α] / ὅτ[ι]» [Κύ­ρι­ος ἀ­πέ­σταλ­κέ με], (Δ΄ Βασ. 2,2).
Στήν πα­ρα­κά­τω στε­νή ται­νί­α τοῦ νο­τί­ου τοί­χου εἰ­κο­νί­ζο­νται σέ με­τάλ­λι­α οἱ στρα­τι­ω­τι­κοί ἅ­γι­οι (ἀ­πό Α πρός Δ): «Δη/μή­τρι/ο/ς», «Γε/ώρ­γι/ο/ς» «Θε­ό/δω/ρ/ο/ς // ὁ στρα/τη­λά/τ/(ης)», «Θε­ό/δωρ/ο/ς // ὁ Τή/ρ(ων)», «Ἀρ/τέ­μι/ο/ς», «Προ/κό­πι/ο/ς», «Ἰ­ά­κω/βο/ς // ὁ / Πέρσ(η)ς» καί «Τρύ/φ(ων)». Ἐ­πί τοῦ νο­τί­ου τοί­χου, στήν χα­μη­λό­τε­ρη ζώ­νη καί δε­ξι­ά τοῦ τέ­μπλου, σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ «Ἰ(η­σοῦ)ς // Χ(ρι­στὸ)ς / ὁ / Ἀ/να­λη/ψι//μη/ό/της» [=Ἀ­να­λη­ψι­μι­ώ­της].
Δε­ξι­ό­τε­ρα στό τυ­φλό ἄ­νοι­γμα, δι’ ἄλ­λης με­τα­γε­νε­στέ­ρας χει­ρός, ὁ ἅ­γι­ος «Βησ­σα­ρί­ων / Λα­ρίσ­σης» καί ὁ ἅ­γι­ος «Χα­ρα­λά­μπης». Στήν τοι­χο­γρα­φί­α ὑ­πάρ­χει ἡ χρο­νο­λο­γί­α «1784 / Νο­εμ­βρί­ου / 8». Προ­φα­νῶς ζω­γρα­φί­στη­κε μα­ζί μέ τίς τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ νάρ­θη­κα, δι­ό­τι εἶ­ναι τῆς ἰ­δί­ας τε­χνο­τρο­πί­ας καί συ­μπί­πτει καί ἡ δή­λω­ση τῆς χρο­νο­λο­γί­ας.
Με­τά τό προ­α­να­φε­ρό­με­νο ἄ­νοι­γμα ἀ­πει­κο­νί­ζε­ται ὁ­λό­σω­μος ὁ ἅ­γι­ος «Ἀ­ντώ­νι/ο/ς», μέ λί­αν δυ­σα­νά­γνω­στο εἰ­λη­τά­ρι­ο. Ἐκ τῶν ἐ­λα­χί­στων δι­α­σω­θέ­ντων γραμ­μά­των εἰ­κά­ζου­με τό ρη­τό: «[Ἀ­δελ­φοί, τὰ] / [ὅ]πλα [τοῦ μ]ο­να/[χοῦ ἡ με­λέ­τη ἐ­στιν] / [ἡ δι­ά­κρι­σις ἡ τα­πει­νο­φρο]/σύ­νη· [καὶ ἡ κα­τὰ] / Θ(ε­ὸ)ν ὑ­πα­κο­ή».
Δε­ξι­ό­τε­ρα, σέ ἀ­βα­θή κόγ­χη, ἐπί τοῦ νοτίου τοίχου εἰ­κο­νί­ζε­ται ἔν­θρο­νη ἡ Θεοτόκος «Μ(ή­τη)ρ // Θ(ε­ο)ῦ», «ἡ Ἐ­λε//οῦ­σα» μέ τόν Ἰ­η­σοῦ Χρι­στό ἔ­μπρο­σθέν Της νά εὐ­λο­γεῖ μέ τά δύ­ο Του χέ­ρι­α. Δε­ό­με­νος ἀ­ρι­στε­ρά γο­νυ­πε­τής ὁ κτί­το­ρας Νεῖ­λος ὁ θε­ο­φι­λής, μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Δ(έ­ησις) τοῦ δού/λου τοῦ Θ(ε­ο)ῦ / Νεί­λου ἱ­ε/ρο­μο­νάχ(ου) / κτῆ­τορ / κ(αὶ) πρῶ­τος / τῆς Σκή/τε­ως». Ἀ­ρι­στε­ρά τῆς κόγ­χης, ἐ­πά­νω σέ στύ­λο, ὁ ἅ­γι­ος «Συ­με(ὼν) / ὁ στυ­λί/της».
Στόν δυ­τι­κό τοῖ­χο, στήν χα­μη­λό­τε­ρη ἁ­γι­ο­γρα­φι­κή σει­ρά καί δε­ξι­ά τοῦ εἰ­σερ­χο­μέ­νου, πα­ρί­στα­ται με­τω­πι­κός καί σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος ὁ ἅ­γι­ος «Βα/σί/λει/ος», κρα­τῶν εὐ­αγ­γέ­λι­ο. Στήν θέ­ση αὐ­τή δέν τί­θε­ται συ­νή­θως ἱ­ε­ράρ­χης, ἀλ­λά ὅ­σι­ος. Ἐν­δε­χο­μέ­νως ἐ­τέ­θη ἐξ ἰ­δι­αι­τέ­ρας ἀ­γά­πης τοῦ κτί­το­ρα ἤ τοῦ χο­ρη­γοῦ. Ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ εἰ­σερ­χο­μέ­νου εἰκονίζεται ὁ ἅ­γι­ος «Εὐ/θύ/μι/ος» μέ εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Εἰ{Η]}σ(ὶν) πολ[λ]οὶ [οἵ/τι­νες]».
Στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς εἰ­σό­δου, ἐ­πί τοῦ δυ­τι­κοῦ τοί­χου, ἡ προ­α­να­φερ­θεῖσα κτι­το­ρι­κή ἐ­πι­γρα­φή, καί πά­νω ἀ­πό αὐ­τή ἱ­στο­ρεῖ­ται: «ἡ Κοί­μη­σις // τῆς Θ(ε­ο­τό)κου».
Τήν δυ­τι­κή κα­μά­ρα μοι­ρά­ζο­νται οἱ σκη­νές: «Ἡ ἔ­γερσ(ις) τοῦ Λα­ζάρ(ου)» (Ν) καί «ἡ Βα­ϊ­ο//φό­ρος» (Β).
Πι­ό χα­μη­λά, ἐ­πί τοῦ βο­ρεί­ου τοί­χου, (ἀ­πό Δ πρός Α), σέ με­τάλ­λι­α εἰ­κο­νί­ζο­νται οἱ ἅ­γι­οι Ἀ­νάρ­γυ­ροι «Κ/ο/σ/μ(ᾶς)» καί «Δα/μι­αν(ός)». Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ πα­ρί­στα­νται οἱ ἅ­γι­οι: «Χρι/στο­φό/­ρο/ς», «Νι/κήτ(ας)», «Μην(ᾶς)», «Γου/ρί(ας)», «Σα/μω/ν(ᾶς)» καί «Ἄβ(ι­βος)».
Στήν χα­μη­λό­τε­ρη ἁ­γι­ο­γρα­φι­κή σει­ρά, ἀ­πό Δ πρός Α, εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ­λό­σω­μος καί κα­τ’ ἐ­νώ­πι­ον ὁ ἅ­γι­ος «Σά/[β]βας» μέ εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Μὴ ἀ­πα­τᾷ, / ὦ μο­να­χέ, / (χ)ορ­τα(σί­ᾳ) / κ[ο]ι[λί­ας]», [ὑ­πο­τα­γὴ με­τ’ ἐ­γκρα­τεί­ας ὑ­πο­τάσ­σει δαί­μο­νας]. Ὁ ἅ­γι­ος Ἀρ­σέ­νι­ος: «Τ[ε]ί­χι­σον τὸ / κελ[λ]ί­ον σου, / ὦ μο­να­χέ, / κ(αὶ) ἄλ[λ]ον / κελ[λ]ί­ον / μὴ / πα­ρά­λα­βε».
Πα­ρεμ­βάλ­λε­ται δί­λο­βο πα­ρά­θυ­ρο. Με­τά ἀ­πό αὐ­τό καί κά­τω­θι τοῦ ἁ­γί­ου Σα­μω­νᾶ, (ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ τέ­μπλου), σέ φυ­σι­κό μέ­γε­θος πα­ρί­στα­ται ὁ­λό­σω­μος ὁ ἅ­γι­ος «Νι/κό/λα/ος». Εἶ­ναι μι­ά ἐ­ξαι­ρε­τι­κή τοι­χο­γρα­φί­α.
Πιό πάνω στό τύ­μπα­νο τῆς ἐ­γκάρ­σι­ας ὑ­ψη­λό­τε­ρης κα­μά­ρας εἰ­κο­νί­ζε­ται «ἡ Σταύ//ρω­σις» τοῦ Χρι­στοῦ. Ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τοῦ Ἐ­σταυ­ρω­μέ­νου εἰ­κο­νί­ζε­ται ἡ Θε­ο­μή­τωρ μέ τίς Μυ­ρο­φό­ρες καί ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Θε­ο­λό­γος μέ τόν Ἑ­κα­τό­νταρ­χο. Ἀ­ρι­στε­ρά τοῦ δι­λό­βου μι­κροῦ φω­τι­στι­κοῦ ἀ­νοί­γμα­τος ἡ ἁ­γί­α «Ἰ­ου­λί/[τ]τα».
Τήν ἐ­γκάρ­σι­α κε­ντρι­κή κα­μά­ρα μοι­ρά­ζο­νται τέσ­σε­ρες πα­ρα­στά­σεις. Στό ἀ­να­το­λι­κό μι­σό «ὁ Λί//θο(ς)» (Β) ὁ ἀ­πο­κυ­λι­σθείς ἐκ τοῦ Τά­φου τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Ὁ «Ἄγ­γε­λ(ος) // Κ(υ­ρί­ο)υ» δει­κνύ­ει στίς Μυ­ρο­φό­ρες τά ὀ­θό­νι­α. Ἡ συνοδευτική ἐ­πι­γρα­φή εἶναι πλέ­ον ἐ­ξί­τη­λη: ‘Ἴ­δε ὁ τό­πος ὅ­που ἔ­κει­το ὁ Κύ­ρι­ος’. Δε­ξι­ό­τε­ρα «ἡ Ὑ­πα//πα­ντή» (Ν). Ἡ προ­φῆ­τις Ἄν­να δει­κνύ­ει μέ τό ἀ­ρι­στε­ρό της χέ­ρι τόν οὐ­ρα­νό καί μέ τό δε­ξί κρα­τεῖ εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Τοῦ­το τὸ / βρέ­φος / οὐ­ρα­νὸν / κ(αὶ) γῆν / ἐ­στε­ρέ/ω­σε», (Λου­κ. 2,22-38). Τήν σκη­νή συ­μπλη­ρώ­νει ὁ Θε­ο­δό­χος Συ­με­ών πού κρα­τεῖ δύ­ο πε­ρι­στέ­ρι­α. Στό δυ­τι­κό μι­σό εἶναι ἱστορημένη: «Ἡ προ//δο//σί­α» τοῦ Ἰ­ού­δα (Β) καί «ἡ Με//τα­μόρ­φω­σις» τοῦ Χρι­στοῦ (Ν).
Στίς κα­τώ­τε­ρες τρι­γω­νι­κές ἀ­πο­λή­ξεις τῆς ἐν λό­γῳ κα­μά­ρας ἱ­στο­ροῦ­νται σέ με­τάλ­λι­α ὁ προ­φή­της «Ζα/χα­ρί­ας» (πρός Β) καί ἡ ἁ­γί­α «Ἐ/λι­σά­βε/τ» (πρός Ν).

Πε­ρι­γρα­φή τοῦ εἰ­κο­νο­γρα­φι­κοῦ δι­α­κό­σμου τῆς λιτῆς

Πο­λύ με­τα­γε­νέ­στε­ρος καί πρό­χει­ρα κα­τα­σκευ­α­σμέ­νος μέ πλίν­θους εἶ­ναι ὁ νάρ­θη­κας (λιτή) τοῦ να­οῦ τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς. Ἄ­νω­θέν του ὑ­πῆρ­χε ἀ­νέ­κα­θεν τό ἡ­γου­με­νεῖ­ο. Εἶ­ναι ἱ­στο­ρη­μέ­νος στά τέ­λη τοῦ 18ου αἰώνα, πά­νω δέ ἀ­πό τήν θύ­ρα εἰ­σό­δου, ἡ ὁ­ποί­α δι­α­νοί­γε­ται στό νό­τι­ο τοῖ­χο τοῦ νάρ­θη­κα, εὑ­ρί­σκε­ται ἐ­πι­γρα­φή κα­τα­το­πι­στι­κή γι­ά τήν ἱ­στό­ρη­ση:
«Ἀ­νοι­κο­δο­μή­θη ὁ θεῖ­ος οὗ­τος νάρ­θηξ, ἀρ­χι­ε­ρα­τεύ­/οντος τοῦ θε­ο­φι­λε­στά­του, κ(αὶ) λο­γι­ω­τά­του ἁ­γί­ου Στα­γῶν, κυ­ρί­ου κυ­ρί­ου / Πα­ϊ­σί­(ου)· κ(αὶ) ἠ­γου­με­νέυ­ο­ντος τοῦ κυ­ρί­ου Συ­με­ών. Ἐ­γρά­φη δέ μό­νον, χω­ρὶς / τῆς σο­φα­τί­σε­ως, πα­ρὰ τοῦ Δη­μη­τρί­ου Ζού­κη, Κα­λα­ρί­του, (καί) Γε­ωρ­γί­ου μα­θη­τοῦ αὐ­τοῦ / ἐν ἔ­τει ἀ­πό Χρι­στοῦ, <ᾼΨΠΔ΄: 1784. Νο­εμ­βρί­ου, 8:~».
Ἑ­πο­μέ­νως ἡ λιτή ἱ­στο­ρή­θη­κε τό 1784 ἐ­πί ἐ­πι­σκό­που Πα­ϊ­σί­ου Στα­γῶν, καί ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Συ­με­ών καί δι­ά χει­ρός Δη­μη­τρί­ου Ζού­κη Κα­λα­ρι­τι­νοῦ, καί τοῦ μα­θη­τῆ του Γε­ωρ­γί­ου.
Οἱ πα­ρα­στά­σεις εἶ­ναι λα­ϊ­κό­τρο­πες καί οἱ ἀ­πο­χρώ­σεις τῶν πα­ρα­στά­σε­ων εἶ­ναι κά­πως ἰ­δι­ό­χρω­μες.

1. Δυτική πλευρά τῆς λιτῆς.
2. Ἐπιγραφή ἱστορήσεως τῆς λιτῆς ὑπό Δημητρίου Ζούκη Καλαρίτη.

Ὁ Δη­μή­τρι­ος Ζού­κης μέ τόν μα­θη­τή του Γε­ώρ­γι­ο τοι­χο­γρά­φη­σε, ἐ­πί­σης, τόν να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου στό χω­ρί­ο Κα­στα­νι­ά τῆς Κα­λα­μπά­κας κα­τά τό ἔ­τος 1783· κα­θώς καί μί­α πα­ρά­στα­ση μέ τήν Θε­ο­τό­κο σε­βι­ζο­μέ­νη ἀ­πό ἀγ­γέ­λους, ἐ­πά­νω ἀ­πό τήν δυ­τι­κή ἐ­ξω­τε­ρι­κή εἴ­σο­δο τοῦ ἐ­ξω­νάρ­θη­κα τοῦ πα­λαι­οῦ κα­θε­δρι­κοῦ να­οῦ Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου τῆς Κα­λα­μπά­κας κα­τά τό ἔ­τος 1782. Ὁ ἁ­γι­ο­γρά­φος Γε­ώρ­γι­ος (1783-1807) ἱ­στό­ρη­σε ἀρ­κε­τές φο­ρη­τές εἰ­κό­νες στήν πε­ρι­ο­χή Κα­λα­μπά­κας. Ὑ­πέ­γρα­φε ὡς Ἰ­ω­αν­νί­της (ἐκ πό­λε­ως Ἰ­ω­αν­νί­νων) ἤ ὡς μα­θη­τής τοῦ Δη­μη­τρί­ου Ζού­κη. Στά Με­τέ­ω­ρα ὑ­πάρ­χει εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γι­ο­γρά­φου Γε­ωρ­γί­ου στό τέ­μπλο τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Προ­δρό­μου στήν μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος. Ὑ­πῆρ­χε, ἐ­πί­σης, φο­ρη­τή εἰ­κό­να τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου, κα­τά τήν μαρ­τυ­ρί­α τοῦ Ν. Βέ­η, στήν κόγ­χη ἑ­νός κελ­λί­ου στό μο­νύ­δρι­ο τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου Μπά­ντο­βα μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή: «Χεὶρ Γε­ωρ­γί­ου Ἰ­ω­αν­νί­του / 1785 Μα­ΐ­ου 10» (ΟΔ). Ὡσαύτως ὑπῆρχε εἰ­κό­να τῶν ἁ­γί­ων Κων­στα­ντί­νου καί Ἑ­λέ­νης τοῦ ἰ­δί­ου ἁ­γι­ο­γρά­φου (ἔ­τους 1790) στόν να­ό Κοι­μή­σε­ως Θε­ο­τό­κου Κα­λα­μπά­κας.
Ἑ­κα­τέ­ρω­θεν τῆς εἰ­σό­δου πρός τόν κυ­ρί­ως να­ό, ἐ­πί τοῦ ἀ­να­το­λι­κοῦ τοί­χου τῆς λι­τῆς, δε­ξι­ά εἰ­κο­νί­ζε­ται ὁ «Ἰ(η­σοῦ)ς Χ(ρι­στό)ς», «ὁ Ὤν», «ὁ Πα­ντο//κρά­τωρ», κρατῶν σφαίρα στό ἀριστερό χέρι καί εὐλογῶν μέ τό δεξί. Δεξιότερα «ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Βα­πτι­στής» μέ ἐ­νε­πί­γρα­φο εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Με­τα­νο/εῖ­τε· ἤγ­γι/κε γὰρ ἡ βα/σι­λεί­α τῶν / οὐ­ρα­νῶν», (Ματθ. 3,2). Ἀ­ρι­στε­ρά τῆς εἰσόδου ἡ Πα­να­γί­α, «Μ(ήτη)ρ // Θ(εο)ῦ», «ἡ Ἐ­πί­σκε­ψις». Ἀ­ρι­στε­ρό­τε­ρα εἶναι ἱ­στο­ρημένη «ἡ Ὑ­πα­πα­[ντή]» τοῦ Κυρίου. Στό ὑ­πέρ­θυ­ρο τῆς εἰ­σό­δου ἁ­γι­ο­γρα­φεῖ­ται τό «Ἅ­γι­ον // Μαν­δή­λι­ον».
Στόν νό­τι­ο τοῖ­χο, με­τά τήν μικρή εἴ­σο­δο τῆς λιτῆς, (ἀ­πό Α πρός Δ) ἁ­γι­ο­γρα­φεῖ­ται πρῶ­τον ἡ πα­ρά­δο­ση τοῦ μο­να­χι­κοῦ σχή­μα­τος στόν ἅ­γι­ο «Πα­χώ­μι­ο». Ὁ «ἄγ­γε­λος // Κυρίου» κρα­τεῖ εἰ­λη­τά­ρι­ο μέ τήν γνω­στή ἐ­πι­γρα­φή: «Ἐν τού­τῳ / τῷ σχή/μα­τι σω/θή­σε­ται / πᾶ­σα σάρξ, ὦ Πα/χώ/μι­ε». Ἀ­κο­λου­θοῦν ὁ ἅ­γι­ος «Βαρ­λα­άμ», χρι­στι­α­νός ἀ­σκη­τής τῶν Ἰν­δι­ῶν μέ τήν προ­σφώ­νη­ση πρός τόν ἅ­γι­ο Ἰ­ω­ά­σαφ, βα­σι­λέ­α τῶν Ἰν­δι­ῶν: «Εὐ­φραί­νου φίλ­τα­τε ἐν Κυ­ρί­ῳ, ὅ­τι ἤλ­λα­ξες / τὰ οὐ­ρά­νι­α καὶ ἄ­φθαρ­τα, μὲ τὰ φθαρ­τὰ καὶ ἐ­πί­γει­α». Ὁ ἅ­γι­ος «Ἰ­ω­ά­σαφ»: «Δί­δα­ξόν με / Κ(ύ­ρι)ε, τὴν ὁ/δόν σου καὶ σῶ/σόν με ὡς ἀγ/α­θὸς καὶ φι­λά(νθρω­πος) / δι­ὰ πρε­σβει­ῶν / τοῦ θε­ρά»[πο­ντός σου]. Δε­ξι­ό­τε­ρα ὁ ἅ­γι­ος «Ἀ­λέ­ξι­ος / ὁ ἄν­θρω­πος / τοῦ Θε­οῦ».
Στόν δυ­τι­κό τοῖ­χο συ­νε­χί­ζουν ὁ ἀβ­βᾶς «Ζω­σι­μᾶς», ὁ ὁ­ποῖ­ος με­τα­λαμ­βά­νει τήν ὁ­σί­α «Μα­ρί­α» τήν «Αἰ­γυ­πτί­α». Ἐν συ­νε­χεί­ᾳ ὁ ἅγιος Ἀ­πό­στο­λος «Πέ­τρος» καί ὁ ἅγιος Ἀ­πό­στο­λος «Παῦ­λος», κρα­τοῦν ἀ­πό κοι­νοῦ ὁ­μοί­ω­μα να­οῦ. Ὁ ἅ­γι­ος Πέ­τρος βα­στᾶ καί τά κλει­δι­ά τοῦ Πα­ρα­δεί­σου. Ἀ­κο­λου­θοῦν ὁ ἅ­γι­ος «Ὀ­νού­φρι­ος», καί ὁ ἅ­γι­ος «Νεῖ­λος» κρα­τῶν εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Ἄ­τρω­τος δι­α­μέ­νει ἀ­πὸ τῶν βε/λῶν τοῦ ἐ­χθροῦ ὁ ἀ­γα­πῶν ἡ­συ­χί­αν».
Στόν βο­ρει­νό τοῖ­χο ὁ ἅ­γι­ος «Ἰ­ω­άν­νης / ὁ τῆς Κλί­μα­κος» μέ εἰ­λη­τά­ρι­ο: «Κό­σμου / φυ­γή, οἰ­κεί­ω­σις / Θε­οῦ». Καί, τέ­λος, ὁ ἅ­γι­ος «Δι­ο­νύ­σι­ος» ὁ ἐν Ὀ­λύ­μπῳ μέ εἰ­λη­τά­ρι­ο: «[Αἰ]σχρο­τά/των, τῶν ὑ­πὸ γα//στρός, καὶ τῶν ἄλ//λων ἁ­πάν/των».
Ἀ­ξί­ζει σάν λα­ο­γρα­φι­κό μᾶλ­λον στοι­χεῖ­ο νά πα­ρα­θέ­σου­με τό συμ­φω­νη­τι­κό τῶν δύ­ο αὐ­τῶν Κα­λα­ρι­τῶν ἁ­γι­ο­γρά­φων με­τά τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου πα­πᾶ-Συ­με­ών γι­ά τήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ ἐν λόγῳ νάρ­θη­κα (ἡ ὀρ­θο­γρα­φί­α ἔ­χει ἀ­πο­κα­τα­στα­θεῖ).
«Γράμ­μα συμ­φω­νη­τι­κόν τῶν ἁ­γι­ο­γρά­φων Δη­μη­τρί­ου καί Γε­ωρ­γί­ου Ζού­κη Κα­λα­ρι­τῶν, εὑ­ρε­θέν εἰς τήν Ἱ­ε­ράν Μο­νήν τοῦ Με­τε­ώ­ρου».
«† Δι­ά τῆς πα­ρού­σης ἡ­μῶν ἐμ­μαρ­τύ­ρου ὁ­μο­λο­γί­ας φα­νε­ρώ­νο­μεν ἡ­μεῖς οἱ ὑ­πο­κά­τω­θεν γε­γραμ­μέ­νοι, Δη­μή­τρι­ος καί Γε­ώρ­γι­ος, ὅ­τι ἐ­συμ­φω­νή­σα­μεν με­τά τοῦ ἐν ἱ­ε­ρο­μο­νά­χοις κυ­ρί­ου πα­πᾶ-Συ­με­ών νά ἁ­γι­ο­γρά­ψω­μεν τόν νάρ­θη­κα τῆς ἁ­γί­ας μο­νῆς τῆς Ὑ­πα­πα­ντῆς τοῦ Χρι­στοῦ, μέ ἐ­δι­καῖς μας βα­φαῖς καί τά λά­δι­α καί ἰ­δι­κόν τους τό ψω­μί, δι­ά γρό­σι­α 25: ἤ­τοι γρό­σι­α εἴ­κο­σι πέ­ντε· λοι­πόν ὑ­πο­σχό­με­θα ὅ­τι νά βά­λω­μεν τήν ἐ­πι­μέ­λει­αν, κα­θώς ζη­τεῖ ὁ τό­πος καί ἡ τέ­χνη, νά γέ­νῃ ἡ ἱ­στο­ρί­α κα­θώς πρέ­πει, καί οὕ­τω νά ἔ­χω­μεν νά πά­ρω­μεν τά 25: γρό­σι­α ἀ­πό τόν ῥη­θέ­ντα κύρ πα­πᾶ-Συ­με­ών. Εἰ δέ ἐξ ἐ­να­ντί­ας καί δέν ἀ­ρέ­σῃ, ἤ­θε­λε φα­νῆ σφαλ­τή ἡ τέ­χνη μας, νά μή πά­ρω­μεν, οὐ­δέ νά ζη­τή­σω­μεν τί­πο­τα· δι­ά τοῦ­το καί τήν πα­ροῦ­σαν ὁ­μο­λο­γί­αν μας ἐ­γρά­ψα­μεν, καί τήν ἐ­δώ­κα­μεν τῷ εἰ­ρη­μέ­νῳ κυ­ρί­ῳ πα­πᾶ-Συ­με­ών, εἰς τάς χεῖ­ρας του, καί ἔ­στω εἰς ἔν­δει­ξιν: <1784: Ὀ­κτω­βρί­ου 12: Στα­γούς: – / Δη­μή­τρ[ι]­ος Ζού­κης, Κα­λα­ρί­της / καί ἱ­στο­ρι­ο­γρά­φος, βε­βαι­ῶ ὡς ἄ­νω­θεν: –».
Ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή Ὑ­πα­πα­ντῆς εἶ­ναι ἕ­να πο­λυ­τι­μό­τα­το ἡ­συ­χα­στή­ρι­ο γι­ά τούς μο­να­χούς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου. Εἶ­ναι πρά­γμα­τι, ἕ­νας ἐ­ξαι­ρε­τι­κά πρό­σφο­ρος τό­πος γι­ά μό­νω­ση καί πε­ρι­συλ­λο­γή, γι­ά προ­σευ­χή καί πλη­σί­α­σμα στόν Θε­ό.
Ἐ­κεῖ δέν φθά­νουν οἱ θό­ρυ­βοι τοῦ κό­σμου, δέν τό κτυ­πᾶ τό κύ­μα τοῦ του­ρι­σμοῦ. Μα­ζί μέ τόν Νεῖ­λο τόν ‘πρῶ­το’ Στα­γῶν, μα­ζί μέ τούς ὁ­λό­ζω­ντα­νους ἁ­γί­ους τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν, στήν ἀ­πό­λυ­τη μο­να­ξι­ά καί σι­ω­πή ἡ ψυ­χή τοῦ μο­να­στοῦ βρί­σκει τόν Θε­ό καί στήν πλη­ρό­τη­τα τῆς εὐ­τυ­χί­ας της ἀ­να­φω­νεῖ:
«Κύ­ρι­ε, οὐ θέ­λω τά τοῦ κό­σμου τού­του·
Ἐ­σέ­να θέ­λω καί τό ἔ­λε­ός Σου»!

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.