Στά ἀναστηλωμένα παλαιά μοναστήρια τῶν Μετεώρων ἀνήκει καί ἡ ἱερά μονή Ὑπαπαντῆς ἤ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, μετόχι τῆς ἱερᾶς μονῆς Μεγάλου Μετεώρου. Εὑρίσκεται σέ ἀρκετή ἀπόσταση πρός βορᾶν τῆς μονῆς Μεγάλου Μετεώρου (Μεταμορφώσεως), κτισμένη ψηλά σ’ ἕνα εὐρύχωρο σπήλαιο μετεωρίτικου βράχου σέ ὕψος ἑβδομήντα μέτρων. Παλαιά ἔφθανε κανείς ἐκεῖ μέ τά πόδια σέ τριάντα λεπτά, βαδίζοντας βορείως τοῦ Μετεώρου. Σήμερα ἕνας χωματόδρομος λίγο πιό κάτω ἀπό τόν Ἀναπαυσᾶ, ὁδηγεῖ τά αὐτοκίνητα ἀλλά καί τούς πεζούς προσκυνητές στήν πανήγυρη τῆς μονῆς.
Τό ἀνέβασμα μέ τήν παλαιά κρεμαστή ξύλινη κλίμακα, τήν διηρημένη σέ τέσσερα τμήματα, λόγῳ τῆς ἀνωμαλίας τοῦ βράχου, ἦταν πολύ δύσκολο. Ὁ τελευταῖος πού τήν ἀνέβηκε, τό ἔτος 1911, ἦταν ὁ μοναχός τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Εὐγένιος, ὁ ὁποῖος ἀνεβαίνοντας γιά ν’ ἀνάψει τά κανδήλια τοῦ ἱστορικοῦ αὐτοῦ ναοῦ, γκρεμίστηκε στό κενό μαζί μέ τήν σαθρωμένη παλαιά σκάλα.
Τά κανδήλια τῆς Ὑπαπαντῆς ἔμειναν γιά χρόνια σβηστά, ἕως ὅτου ὁ δραστήριος μητροπολίτης Τρίκκης καί Σταγῶν Πολύκαρπος περί τό ἔτος 1930, φρόντισε γιά τήν κατασκευή λαξευτῆς κλίμακας, πού κατέστησε ἄφοβη πλέον τήν ἄνοδο στό σπήλαιο. Ἡ πτώση ὁμοίως ἑνός μεγάλου τμήματος βράχου, λόγῳ διαβρώσεως, κατά τόν Μάιο τοῦ 1948, συνετέλεσε στό νά γίνει πιό προσιτό τό σπηλαιῶδες μοναστήρι. Σήμερα ἡ κλίμακα ἀριθμεῖ περί τά ἑκατό σκαλιά.
Ὁ Φώτης Κοτοπούλης μᾶς πληροφορεῖ ὅτι «τό μοναστήρι ἦταν κτισμένο σέ δύο μικρές σπηλιές, πού τίς χώριζε ὄγκος ἑνός μέτρου πρός τό χαῖνο βάραθρο, τό ὁποῖο κατά τι, τό εἶχον λαξεύσει καί τά συνέδεον (τά σπήλαια) μέ ξύλινη διάβασι. Ἡ ἄνοδος γινότανε μέ μία ἀνεμόσκαλα μέ ἑξήντα σκαλιά, ἔφτανε τά πεντήκοντα μέτρα κι εὑρίσκονταν στό ἀριστερότερο μέρος τῆς Μονῆς καί συνδέονταν μέ μιά σπηλιά, ἡ ὁποία ὁδηγοῦσε πρός τό μοναστήρι. Σήμερα ὅμως δέν ἀπέμεινε τίποτε ὥστε νά ἐνθυμίζη τό μέρος ἀπ’ ὅπου γινόταν ἡ ἀνάβασι. Τό μοναστήρι ἐπί ὑψηλοῦ βράχου βρίσκεται σέ ὕψος ἑβδομῆντα μέτρα ἀπό τή γῆ καί στό μέσο τοῦ βράχου. Ὡς τόσο ὅμως καί γιά ἐνθύμιο τοῦ τρόπου ἀναβάσεως μᾶς τό περιέσωσε ὁ ζωγράφος καλλιτέχνης Παντελῆς Ζωγράφος, ὅστις μέ τήν ζωγραφία του ἀποθανάτισε τήν μονήν προτοῦ σωριασθῆ σέ ἐρείπια. Τήν μονήν ταύτην ἐπισκέφθηκα τήν 29ην Ἀπριλίου 1954».
Παλαιότερη ἀρχιτεκτονική περιγραφή. Περιγραφή τῆς παλαιᾶς μορφῆς τοῦ ἀσκητηρίου τῆς Ὑπαπαντῆς ἐξεπόνησαν οἱ ἀρχιτέκτονες Δημήτριος Βλάμης, Αἰκατερίνα Ἰωάννου καί Γρηγόριος Μαυρομάτης στήν διδακτορική διατριβή μέ θέμα «Μετέωρα» πού ὑπέβαλλαν στό Ἐθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνεῖο στά 1960.
«Ἡ μονή τῆς Ὑπαπαντῆς, εἶναι κτισμένη ψηλά σέ κοιλότητα βράχου στό βορειότερο τμῆμα τῆς περιοχῆς τῶν Μετεώρων. Στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ ἰδίου βράχου βρίσκονται τά ἐρείπια τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Δημητρίου. Ἡ προσπέλαση στή μονή γίνεται σήμερα ἀπό σκάλα, σκαλισμένη τό 1930 στό βράχο. Ἡ ἄνοδος, παλιά, γινόταν μέ κρεμαστή σκάλα πού ὁδηγοῦσε σέ πλατύσκαλο. Ἀερικά σκαλιά ἀνέβαζαν στήν εἴσοδο τοῦ καθολικοῦ, ἐκεῖ πού σήμερα ὑπάρχει νάρθηκας, κτισμένος ἀργότερα.
Ὁ κυρίως ναός εἶναι μονόκλιτος, σταυρεπίστεγος βασιλική. Χτίστηκε ἀπό τόν κύρ Νεῖλο, τό 1367, σύμφωνα μέ ἐπιγραφή πού ὑπάρχει στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου του. Εἶναι ἀπό τούς παλαιότερους ναούς τοῦ τύπου αὐτοῦ. Τό ἐγκάρσιο κλίτος ἔχει τό ἴδιο πλάτος μέ τά ἑκατέρωθεν χαμηλότερα ἐνῶ συνήθως, ἡ ὑψηλότερη καμάρα ἔχει μικρότερο πλάτος ἀπό τίς ἄλλες.
Κατά μῆκος τῶν τοίχων ἔχουν ἀνοιχθεῖ τυφλές ἁψίδες, μέ παράθυρο καί πόρτα, πού κλείστηκε ὅταν προσετέθη νάρθηκας στό καθολικό. Ἐσωτερικά ὁ χῶρος ἔχει θαυμαστή ἑνότητα. Γιά τήν δημιουργία της βοηθοῦν τό ὀρθογώνιο σχῆμα τῆς κατόψεως πού διατηρεῖται στήν ὀροφή καί ἡ σχέση τῶν θόλων μεταξύ τους. Ἡ κόγχη τοῦ ἱεροῦ, φέρει δίλοβο παράθυρο καί καταλήγει σέ τρίπλευρη ἁψίδα. Ἡ τοιχοποιΐα ἐξωτερικά εἶναι προσεγμένη. Ἔχει πλίνθινες διακοσμήσεις πού περιβάλλουν τά παράθυρα, δημιουργοῦν στέψη στόν ναό καί δίνουν στό κτίσμα μεγαλύτερη σημασία ἀπό τ’ ἄλλα.
Στήν ἴδια ἐποχή πρέπει νά ἀνῆκε τό διώροφο κτίσμα πού βρίσκεται, στήν ἄλλη κοιλότητα τοῦ βράχου. Ἐδῶ διακρίνουμε Τράπεζα, ἀπέναντί της βοηθητικούς χώρους, ἑστία, βριζόνι καί στέρνα (κινστέρνα). Ἴσως στόν ἄνω ὄροφο νά ὑπῆρχαν κελλιά. Ἀργότερα ἡ Τράπεζα χωρίστηκε μέ ἐλαφρό τοῖχο ἀκριβῶς στήν μέση σέ δύο κελλιά.
Τά ἄλλα κτίσματα εἶναι ὑπόλοιπα νεωτέρων κατασκευῶν. Πρέπει νά χρησιμοποιήθηκαν ὡς ἀποθῆκες. Τό σημαντικότερο ἀπό αὐτά, ὁ νάρθηκας τοῦ ναοῦ, κτίστηκε σύμφωνα μέ ἐπιγραφή τοῦ ὑπέρθυρου τῆς εἰσόδου του τό 1784. Εἶναι ἕνας ὀρθογωνικός χῶρος πού πλησιάζει τό τετράγωνο. Τό μικρό ὅμως ὕψος καί ὁ λίγος φωτισμός πού ἔχει, τοῦ δίνουν ἐντελῶς διαφορετικό χαρακτήρα ἀπό τόν κυρίως ναό καί δέν προετοιμάζει γιά τήν εἴσοδο σ’ αὐτόν. Ὁ πάνω ἀπό τόν νάρθηκα χῶρος χρησίμευε γιά κελλιά μοναχῶν.
Ἡ κατασκευή τοῦ νάρθηκος κατέλαβε τόν ἀρχικό χῶρο τῆς εἰσόδου. Δημιουργήθηκε τότε ξύλινος ἐξώστης κατά μῆκος τῆς (βορεινῆς) πλευρᾶς τοῦ νάρθηκος καί τοῦ καθολικοῦ, πού ἔφθανε ἕως τό μεταξύ τῶν δύο κοίλων σημεῖο. Σήμερα σώζονται κατεστραμμένα τά δοκάρια τοῦ ἐξώστη καί τῆς στέγης του. Παραπέμπουμε σέ φωτογραφίες (εἰλημμένες πρίν ἀπό τό 1932). Ἡ κατασκευή τοῦ ξύλινου ἐξώστη ἀνάγκασε νά κλειστεῖ ἡ σκάλα πού ὁδηγοῦσε ἀπό τό πλατύσκαλο στήν ἐκκλησία. Ἴσως ἀπό τότε χρησιμοποιήθηκε γιά ἄνοδο μόνο τό βριζόνι. Οἱ δύο κοιλότητες τοῦ βράχου ἀνάγκασαν νά δημιουργηθοῦν δύο ὁμάδες κτιρίων.
Ἡ μονή δέν ἀκολουθεῖ τήν καθιερωμένη διάταξη στήν ἀνάπτυξή της, ἀλλά ἀναπτύσσεται μέ τόν καιρό ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες της. Ὁ ναός ἀρχικά τοποθετεῖται κοντά στήν εἴσοδο. Ἀργότερα ἡ εἴσοδος μεταφέρεται ἀναγκαστικά καί ὁ ναός βρίσκεται μακρυά ἀπό αὐτήν. Πρόκειται γιά μονή πού κατοικήθηκε κατά διαστήματα ἀπό λίγους μοναχούς ἤ ἐκμεταλλεύτηκαν κατά τό δυνατόν τήν ὑπάρχουσα ἐπιφάνεια καί τήν αὔξησαν μέ τήν δημιουργία προεξοχῶν».

2. Ὁ ξύλινος ἐξώστης τῆς βορεινῆς πλευρᾶς (δεκαετία τοῦ ‘30).
Παλαιότερη μνεία. Τό μοναστήρι εἶναι κτίσμα τοῦ 14ου αἰώνα. Εἶναι τό μόνο ἐνυπόγραφο ἀπό τά τέσσερα σπηλαιώδη μονύδρια πού ἔκτισε ὁ Νεῖλος, ὁ ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης.
Ὁ ναΐσκος τῆς Ἀναλήψεως ἤ Ὑπαπαντῆς εἶναι πολύ σπουδαῖος ἀπό ἀπόψεως ἀρχαιολογικῆς, διότι κτίσθηκε ἐκ βάθρων καί ἱστορήθηκε (σύμφωνα μέ τήν ἐπιγραφή ἱστορήσεως) μέ τούς κόπους καί τήν ἐπιστασία «τοῦ πρώτου τῆς Σκήτεως Σταγῶν καί καθηγουμένου τῆς Δούπιανης κῦρ Νείλου», τό ἔτος 1367. Διασώζει θαυμάσιες τοιχογραφίες μακεδονικῆς τεχνοτροπίας, καί ἐπίσης διασώζει τήν μορφή τοῦ Νείλου, ἱστορημένη στήν ΝΔ κόγχη τοῦ κυρίως ναοῦ, νά δέεται γονυπετής ἔμπροσθεν τῆς Θεοτόκου.
Ἱστορική ἐξέλιξη τοῦ μονυδρίου. Ἡ ἱερά Μονή τῆς Ὑπαπαντῆς ἄρχισε νά παρακμάζει στίς ἀρχές τῆς ὀθωμανικῆς κυριαρχίας.
Στό ‘Χρονικόν τῶν Μετεώρων’ (γραμμένο περί τό 1529) δίδεται ἡ πληροφορία ὅτι ἀρκετά ἡσυχαστικά μονύδρια βρίσκονταν στά χέρια κοσμικῶν καί ἀφανίζονταν. Ἐπί ὀγδόντα ἕξι χρόνια τήν Ὑπαπαντή λυμαινόταν, μέ ληστρικό τρόπο, ἡ οἰκογένεια κάποιου Μιχαήλ Μουχθουρῆ. «Ἡ Ὑπαπαντὴ ͵πϛ΄ (86) χρόνους ὑπό τινος Μιχαὴλ Μουχθουρῆ κατείχετο, ἔχοντος καὶ δύο παῖδας· ὑπάρχον πρότερον ἐν κοινοβίου τάξει καὶ μοναδικῇ καταστάσει».
Στίς ἀρχές τοῦ 17ου αἰώνα ἡ μονή τῆς Ὑπαπαντῆς ἀνήκει ὡς κελλίο στό Μεγάλο Μετέωρο. Στό μνημονευθέν ‘Κατάστιχο διὰ τὴν ἀποκοπὴν τῶν κελλιωτῶν’ ἡ ἐν λόγῳ μονή ἀναφέρεται δέκατη πέμπτη στήν σειρά ὡς ἐνεργός μέ τόν τίτλο: «ἡ Ὑπαπαντῆ».
Δύο δεκαετίες ἀργότερα «οἱ ἐν Ὑπαπαντῇ τοῦ Κυρίου» πατέρες μέ καθηγούμενο τόν ἱερομόναχο Χριστόδουλο συνυπογράφουν δέκατοι στήν σειρά στήν ζητεία τῶν μετεωρικῶν μοναστηριῶν πρός τόν ἡγεμόνα τῆς Μολδοβλαχίας Ἰωάννη Βασίλειο Lupu (1634-1653).
Κατά τά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα ἐπί ἡγουμένου Συμεών τό μοναστήρι αὐτό παρουσίασε νέα ἄνθηση καί σέ ἀριθμό πατέρων καί σέ κτήματα.
Ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν Ἀγαθάγγελος (;) μέ γράμμα τοῦ ἔτους 1779 ἀπευθύνεται πρός τούς κατοίκους τῶν χωρίων Μεγυρίτζας, Ὀστροβοῦ, Γιωργίτζας καί λοιπῶν χωρίων τῶν Χασίων, ὑπέρ τῶν πατέρων τῆς μονῆς Ὑπαπαντῆς καί ἐξαιτεῖται τήν οἰκονομική βοήθεια γιά τήν ἀποπεράτωση τοῦ κτισίματος τοῦ νέου κτιρίου. Οἱ Ἀδελφοί τῆς Ὑπαπαντῆς, ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει, εὑρίσκονται σέ «μεγαλωτάτην δυστυχίαν, καί ὑστεροῦνται … στό νέο κτίριον [τοῦ Ἁγίου Δημητρίου], ὁποῦ ἔχουν βδομῆντα μαστόρους».
Μέ ἔγγραφο τῆς 25ης Μαρτίου τοῦ 1788 ὁ ἐπίσκοπος Σταγῶν καί οἱ Βαρλααμίτες πατέρες, οἱ ὁποῖοι κατεῖχαν ὡς μετόχι τήν ἐρειπωθεῖσα μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, παραχωροῦν τόν χῶρο αὐτῆς, ἐκτάσεως περίπου δύο στρεμμάτων, στήν ἱερά μονή Ὑπαπαντῆς, τῆς ὁποίας οἱ πατέρες εἶχαν αὐξηθεῖ, ὥστε νά κτίσουν γι’ αὐτούς κελλιά καί τά λοιπά χρειώδη κτίρια.
Σέ χειρόγραφους κώδικες τοῦ Μεγάλου Μετεώρου εὑρίσκουμε σημειώσεις γιά τό μοναστήρι τῆς ‘Υπαπαντῆς. Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 77, τοῦ 15ου αἰ., τοῦ κωδικογράφου Νείλου Σταυρᾶ, ἄνωθεν στήν πινακίδα ὑπάρχει ἡ σημείωση: «† ἡ Ὑπαπαντή». Στόν ἴδιο κώδικα στό φ. 10v, μέ γραφή 17ου–18ου αἰώνα: «† τὸ παρὸν βιβλίον εἶναι τῆς Ὑπαπαντῆς» (ΟΔ). Παρόμοιο σημείωμα εὑρίσκουμε καί στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 63 (14ου -16ου αἰ.), στό φ. 351 (α΄ ὄψη): «† τὸ παρὸν βιβλίον τῆς Ὑπαπαντῆς» (ΟΔ). Οἱ ἐν λόγῳ κώδικες αὐτοί ἀποτελοῦσαν κτῆμα τοῦ σπηλαιώδους αὐτοῦ ἀσκητικοῦ ἐνδιαιτήματος.
Εἶναι προφανές ὅτι καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία κατεῖχε τό μοναστήρι αὐτό γιά τίς λειτουργικές ἀνάγκες. Στόν κώδ. ὑπ’ ἀριθ. 75, τοῦ 15ου αἰ., στό φ. 91v ὑπάρχει σχετικός Κατάλογος βιβλίων, ἱερῶν σκευῶν καί κηπευτικῶν ἐργαλείων, μέ γραφή τοῦ 15ου αἰώνα: «† Ταῦτα εἰσι τά ἅπερ εὑρίσκονται ἐν τῇ Ὑπαπαντῇ· Ἱερόν Φελονοστίχαρον· (…) Πετραχήλιον καί Ὑπομάνικα λινά· δισκοπότηρον· (…) Εὐαγγέλιον· Κυριακοδρόμιον· καί ἕτερον Τετραυάγγελον· καί Πραξαπόστολον· ἕν ζεῦγος Κλίμακος· καί Πατερικά (…)» (ΟΔ).
Στήν γνωστή χαλκογραφία τῶν Μετεώρων τοῦ ἔτους 1782 τοῦ μοναχοῦ Παρθενίου ξεχωρίζουν ἐπί τοῦ βράχου ἡ μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου μέ ναό καί κελλί. Πιό χαμηλά, στήν βορεινή πλευρά τοῦ βράχου, ζωγραφίζει ὁ καλλιτέχνης ἐντός σπηλαίου τήν Ὑπαπαντή.
Στά 1809, μετά τήν ἐπανάσταση τοῦ παπα-Θύμιου Βλαχάβα κατά τῶν Τούρκων, καί οἱ ἄλλες λειτουργοῦσες ἱερές μονές τῶν Μετεώρων ὑπέστησαν τά πάνδεινα, ἡ δέ ἱερά μονή τῆς Ὑπαπαντῆς ἐγκαταλείφθηκε. Μετά τήν ἐρήμωσή της τά ἀρχεῖα καί τά σκεύη της μεταφέρθηκαν στήν ἱερά μονή Μεγάλου Μετεώρου, ὅπου καί σήμερα ὑπάγεται ὡς μετόχι βάσει καί τῆς ὑπ’ ἀριθ. 18/22.11.1994 πράξεως τοῦ σεβασμιωτάτου μητροπολίτη Σταγῶν καί Μετεώρων κ. Σεραφείμ.
Ὁ Léon Heuzey στά 1858 ἀναφέρει τό μονύδριο τῆς Ὑπαπαντῆς μεταξύ ἄλλων ὀκτώ κατοικημένων μετεωρίτικων μονῶν [Μετέωρο, Βαρλαάμ, Ἅγιος Στέφανος, Ἁγία Τριάς, Ἅγιος Νικόλαος, Ἁγία Μονή, Ὑπαπαντή καί Ρουσάνη].
Ὁ προηγούμενος τοῦ Μεγάλου Μετέωρου Πολύκαρπος Ραμμίδης στά 1882 μᾶς δίνει τίς ἑξῆς πληροφορίες γιά τήν μονή Ὑπαπαντῆς. Ἔχει «ναὸν ἐπ’ ὀνόματι τῆς Ἀναλήψεως, ἓξ δωμάτια τῶν μοναζόντων, μαγειρεῖον καὶ ὀμβροδέκτην· ἡ ἀνωκάθοδος αὐτῆς ἐκτελεῖται κατ’ τὸν αὐτὸν τρόπον καθ’ ὃν καὶ αἱ ἄλλαι μοναί, δηλαδὴ διὰ κλίμακος ἐχούσης ὕψος πεντήκοντα πήχεων (…). Ἡ ὅλη ἔκτασις τοῦ βράχου εἶναι δύο στρεμμάτων γεωμετρικῶν, ἅπασα σχεδὸν οἰκοδομημένη».
Στήν διάρκεια τῆς γερμανικῆς κατοχῆς καί μετέπειτα καστρακινές οἰκογένειες εἶχαν ζητήσει καταφύγιο στά μισοερειπωμένα κελλιά τοῦ μοναστηριοῦ. Ὅλα φαίνονται ὅτι καταρρέουν, ἀλλά ὁ Νεῖλος, ὁ ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης, τελικά εἶχε παρρησία στήν Παναγία!
Τῇ φροντίδι τοῦ καθηγουμένου τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Ἀθανασίου Ἀναστασίου καί τῆς συνοδίας του κατά τά ἔτη 1995-2000 τά παλαιά ἐρείπια τῶν κελλίων, στήν πρόσοψη τῆς μονῆς, ἔχουν πλέον ἀντικατασταθεῖ μέ νεότερο διώροφο πέτρινο κτίριο, τό ὁποῖο διαθέτει κάτω ἕνα μεγάλο ἀρχονταρίκι μέ κουζίνα καί ἄνω τρία κελλιά μοναχῶν.
Διατηρήθηκε εὐτυχῶς ἀκέραιο τό καθολικό τῆς Ὑπαπαντῆς, τό ὁποῖο καί αὐτό συντηρήθηκε κατά τέλειο τρόπο. Ἐπίσης ὁ περιβάλλων χῶρος εὐτρεπίστηκε καί ἐξοπλίστηκε μέ ὅλα τά χρειώδη (φῶς, νερό, θέρμανση, βοηθητικούς χώρους).
Δέν εἶναι εὔκολο νά λυθεῖ τό πρόβλημα τῆς ὀνομασίας τοῦ μοναστηριοῦ. Ἐνῷ, δηλαδή, στήν ἐπί τοῦ τοίχου ἐπιγραφή τοῦ ἔτους 1367 ἀναφέρεται ὡς ναός τῆς Ἀναλήψεως καί ὁ Χριστός πρό τοῦ τέμπλου ὡς Ἀναληψιμιώτης, στά ἱστορικά κείμενα τοῦ 16ου καί 17ου αἰώνα καί στά μετέπειτα μνημονεύεται ὡς μονή τῆς Ὑπαπαντῆς, ὄνομα, πού διατηρεῖ μέχρι σήμερα καί πανηγυρίζει στίς 2 Φεβρουαρίου. Ἐνδεχομένως ἐπειδή καί τό μετοχιακό τοῦ Μεγάλου Μετεώρου μονύδριο τοῦ Παντοκράτορος, στόν βράχο τῆς Δούπιανης, ἑόρταζε τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ, οἱ μεγαλομετεωρίτες πατέρες νά τό ἀφιέρωσαν ἀργότερα στήν Ὑπαπαντή.
Ἄξιο προσοχῆς εἶναι ὅτι στόν ἐσωνάρθηκα ἐπί τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου σῴζεται τμῆμα παλαιᾶς τοιχογραφίας μέ τήν παράσταση τῆς Ὑπαπαντῆς.
Περιγραφή τοῦ ναΐσκου τῆς Ὑπαπαντῆς

Α΄. Ἀρχιτεκτονική. Τό καθολικό εἶναι ἕνας μονόκλιτος σταυρεπίστεγος ναός. Τό ἐπιστέγασμά του ἀποτελεῖται ἀπό δύο βαρελόσχημους θόλους (καμάρες), κάθετα τεμνόμενους μέ ὑπερυψωμένο τόν ἐγκάρσιο θόλο, γεγονός πού τόν κατατάσσει στόν τύπο τῶν σταυρεπίστεγων ναῶν. Εἶναι προφανής ἡ ἐπιρροή πού εἶχε ἀσκήσει ὁ σχετικά πλησίον εὑρισκόμενος περίφημος ναός τῆς Παναγίας τῶν Μεγάλων Πυλῶν (Πόρτας Παναγιᾶς), κτίσμα τοῦ ἔτους 1283.
Τό ἱερό βῆμα ἀπολήγει σέ τρίπλευρη κόγχη μέ δίλοβο παράθυρο, τοῦ ὁποίου οἱ λοβοί ἐπάνω εἶναι εὐθύγραμμοι. Ἡ βόρεια ἐξωτερικά ὄψη, ἡ ὁποία εἶναι καί ἡ μόνη ὁρώμενη ἀπό τόν κάτωθι τοῦ βράχου θεατή, διακοσμεῖται μέ ὁριζόντιες ὀδοντωτές ταινίες ἀπό πλίνθο.
Ἑκατέρωθεν τῆς κλειστῆς σήμερα βόρειας εἰσόδου ὑπάρχει ἁψίδωμα καί ἄνωθεν τῆς εἰσόδου αὐτῆς ἀνοίγεται ἕνα δεύτερο δίλοβο παράθυρο. Σώζεται, μάλιστα, ὁ ἀρχαῖος κιονίσκος μέ τό ἐπίκρανό του.
Β΄. Εἰκονογραφία. Οἱ διατηρούμενες σχετικῶς καλά ἱστορήσεις τοῦ ἱεροῦ βήματος καί τοῦ κυρίως ναοῦ εἶναι πολύ σπουδαῖες, διότι ἀποτελοῦν τοιχογραφικά μνημεῖα τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰώνα. Οἱ τοιχογραφίες αὐτές ἔχουν γίνει, σύμφωνα μέ τήν ὑπάρχουσα ἐπιγραφή, τό ἔτος 1366/7.
Ὁ ἁγιογράφος τοῦ καθολικοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς (ἱεροῦ βήματος – κυρίως ναοῦ) εἶναι ἄγνωστος, ἀλλά λίαν ἱκανός. Καθώς παρατηρεῖ ὁ Σέρβος βυζαντινολόγος Gojko SubotiĆ: «Σέ κλίμα διαφορετικό ἀπό τήν ταπεινότητα τῶν μοναχῶν πού ἐγκαταβίωναν ἐδῶ (οἱ τοιχογραφίες) ἔγιναν ἀπό ἕναν ἐξαίσιο τεχνίτη, ἴσως τόν καλλίτερο αὐτή τήν ἐποχή στή Θεσσαλία. Στό μικρό χῶρο δέν ὑπῆρχε θέση γιά ἕνα μεγαλεπήβολο εἰκονογραφικό πρόγραμμα καί ἡ ἐπιλογή περιορίσθηκε σέ μερικές μόνο παραστάσεις τοῦ Δωδεκαόρτου καί σέ μεμονωμένες μορφές ἁγίων. Οἱ σκηνές, ὡστόσο, αὐτές πλουτίστηκαν μέ ἀφηγηματικές λεπτομέρειες, γνωστές ἀπό εὐρύτερες συνθέσεις. Ἡ ζωγραφική γλώσσα αὐτοῦ τοῦ καλλιτέχνη ἦταν ἐξαιρετική· ἡ σφιχτή καί καθαρή φόρμα δομοῦσε μέ συνέπεια τόσο τό ἀρχιτεκτονικό καί τό φυσικό τοπίο, ὅσο καί τίς μορφές καί τά ἀντικείμενα, ἐνῶ ὁ λαμπρός καί ζωντανός χρωματισμός τασσόταν στήν ὑπηρεσία τῶν πλαστικῶν ἀξιῶν».
Κατά τό ἔτος 2003 μερίμνῃ τοῦ προϊσταμένου τῆς 7ης ΕΒΑ Λαζάρου Δεριζιώτη καί τοῦ ἡγουμενοσυμβουλίου τῆς κυριάρχου μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου πραγματοποιήθηκε ἐπιτυχέστατος καθαρισμός τῶν τοιχογραφιῶν, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν σήμερα ἕνα θαυμάσιο εἰκονογραφικό σύνολο.
Ἡ πλέον σημαντική παράσταση τοῦ ναοῦ αὐτοῦ εὑρίσκεται στό δυτικό ἄκρο τοῦ νότιου τοίχου. Δεξιά τῆς εἰσόδου πρός τόν κυρίως ναό, μέσα σέ κόγχη διατηρεῖται ἱστορημένη ἡ Παναγία ἡ Βρεφοκρατοῦσα μέ τήν ἐπιγραφή «Μή(τη)ρ // θ(εο)ῦ / ἡ ἐλε//οῦσα». Στά πόδια Της μικροσκοπικός ὁ κτίτωρ τῆς ἱερᾶς μονῆς Νεῖλος, μέ τήν ἐπιγραφή ἀπό κάτω: «Δ(έησις) τοῦ δοῦ/λου τοῦ Θ(εο)ῦ Νείλου Ἱἐ/ρομονάχ(ου) / κτήτωρ / κ(αὶ) πρότος της Σκή/τεος:». [= Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Νείλου Ἱερομονάχου κτήτωρ καί ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτεως].
Χωρίς φωτοστέφανο, μόνο μέ μαῦρο καλυμμαύχι, ὁ ‘πρῶτος’ τῆς Σκήτης δέεται γονατιστός στά πόδια τῆς Θεοτόκου, τῆς προστάτιδος ὅλης τῆς Σκήτης τῆς Δούπιανης.
Στό ὑπέρθυρο τῆς δυτικῆς πλευρᾶς τοῦ κυρίως ναοῦ ὑπάρχει ἡ πλέον παλαιά ἀπό τίς σωζόμενες σήμερα ἐπιγραφές τῶν Μετεώρων, ἡ ὁποία καί μᾶς δίδει τό ἱστορικό τῆς ἀνεγέρσεως καί ἱστορήσεως τοῦ ναοῦ:
«† Ἀνἡγέρθη ἐκ βάθρ(ων) κ(αὶ) ἀνἡστορίθει ὁ πάνσεπτος κ(αὶ) θείος ναὸς· τ(ῆ)ς Ἁναλείψεως του Κ(υρίο)υ κ(αὶ) Θ(εο)ῦ κ(αὶ) Σ(ωτῆ)ρ(ο)ς ἡμ(ῶν) Ἰ(ησο)ῦ Χ(ριστο)ῦ, δϊἁ σ(υν)/δρομ(ῆς) κ(αὶ) ἐξόδου τοῦ τημειοτάτου ἐν ἱἐρομανάχοις· κῦ(ρ) Νείλου κ(αὶ) πρότου τ(ῆ)ς σκήτεως Σταγ(ῶν)· κ(αὶ) καθηγουμένου της σεβασμή(ας) μον(ῆς) Δου/πειάνου· βασιλέβ(ον)τος δὲ του εὐσεβεστάτου ἡμ(ῶν) βασιλέος κῦρ Συμε(ὼν) τοῦ Παλαιολόγου κ(αὶ) αὐτοκράτορ(ος) Ρομαίων Σερβεί(ας)· κ(αὶ) Ρομανεί(ας) τοῦ Οῦρεσι: ἐπεισκοπέ/β(ο)ντος δὲ τοῦ πανἁγιοτάτου δεσπότου ἡμων Βησαρίου ἐτους ͵ϛωοε΄ [=1366/7]:».
Ἡ ἐπιγραφή γιά νά μή ἐξαλειφθεῖ ἀνακαινίσθηκε τό ἔτος 1765, καθώς σημειώνεται μέ ἀμυδρά γράμματα ἐν συνεχείᾳ: ‘ Ἀπὸ τὸν κυρὸ ὁποῦ ἐματάγην(ε) ἀπὸ τὸ Βλαχάβα † ἔτος 1765’, δηλαδή ἀπό τόν πατέρα τοῦ παπα-Θύμιου Ἀθανάσιο Βλαχάβα, ὁ ὁποῖος προφανῶς ἀνεστήλωσε τόν ναό αὐτό, καθώς μᾶς πληροφορεῖ δεύτερη ἐπιγραφή, στήν δυτική παραστάδα, τῆς κλειστῆς σήμερα εἰσόδου τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ κυρίως ναοῦ: «Ὁ ναὸς Θεοῦ ἐμετάγην(ε) / απο τον, / κυρῆος κηρ / Αθανασηου / Πλαχα/βα ἔτος 1765 / μηνας….».
Σύμφωνα μέ ἐπιγραφή στόν βόρειο τοῖχο τοῦ κυρίως ναοῦ ἡ δαπάνη ἔγινε ἀπό τόν μοναχό Κυπριανό: «† Ἐδόθη ὑ ἔξοδο(ς) δὲ τ(ῆς) ἡστορί(ας) τοῦ θεῖου ναοῦ παρα του πανεὐγενεστάτου κ(αὶ) ἐνδοξοτάτου κὺρ kωnσταντή/[ΟΥ ἤ ΝΟΥ] ὧστης ἐπωνομάστ(ην) διἀ τοῦ θείου κ(αὶ) ἁγγελεικοῦ σχήματος, Κηπριἀνὸς μοναχὸς/ ετ(ους) ͵ϛωοε΄: [= 1366/7]».
Δηλαδή ὁ ναός τῆς Ἀναλήψεως, σύμφωνα μέ τά ἀνωτέρω ἐπιγραφικά δεδομένα, ἀνηγέρθη ὑπό τοῦ πρώτου Σταγῶν Νείλου τό ἔτος 1366/7, ἐπί σέρβου βασιλέως Συμεών Οὔρεση καί ἐπισκόπου Σταγῶν Βησσαρίωνος Α΄, ἡ δέ ἔξοδος, δηλαδή, τά ἔξοδα τῆς ἱστορήσεως, ἐδόθησαν κατά τό αὐτό ἔτος ἀπό τόν καταγόμενο ἀπό ἔνδοξη καί εὐγενή οἰκογένεια μοναχό Κυπριανό.
Περιγραφή τοῦ εἰκονογραφικοῦ διακόσμου
Οἱ ἐπιγραφές πού τίθενται ἐντός εἰσαγωγικῶν αὐτοῦ τοῦ εἴδους: ‘ ’, δηλώνουν ὅτι σήμερα εἶναι ἐσβεσμένες καί ἔχουν εὑρεθεῖ ἀπό παλαιές φωτογραφίες, ὡς ἐπί τό πλεῖστον ἐκ τοῦ Φωτογραφικοῦ Ἀρχείου Τσίμα-Παπαχατζηδάκη.
Ἱερό βῆμα. Στό τεταρτοσφαίριο τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ βήματος εἰκονίζεται ἡ Παναγία «Μ(ήτ)ηρ // Θ(εο)ῦ» δεομένη, στόν τύπο τῆς Βλαχερνίτισσας. Σέ μετάλλιο ὁ «Ἰ(ησοῦ)ς // Χ(ριστό)ς», «ὁ Ἐμμα//νουήλ». Ὁ Χριστός εὐλογεῖ μέ τό δεξί χέρι καί μέ τό ἀριστερό κρατεῖ εἰλητάριο. Ἑκατέρωθεν τῆς Θεοτόκου ἄνω σέ μετάλλια οἱ ἀρχάγγελοι «Γα(βριὴ)λ» καί «Μιχ(αὴλ)» πρεσβείαν ποιοῦντες.

Κάτωθεν τῆς Θεοτόκου παρίστανται συλλειτουργοῦντες ἱεράρχες ἐστραμμένοι πρός τό ἐσωτερικό τῆς κόγχης καί κρατοῦντες ἐνεπίγραφα εἰλητάρια, (ἀπό Β πρός Ν): Ὁ ἅγιος «Βα/σί/λει/ος» μέ εἰλητάριο: «Οὐδεὶς / ἄξιος / τῶν συνδε/δεμέ/νων ταῖς / σαρ»[κικαῖς ἐπιθυμίαις].
Μετά τό δίλοβο παράθυρο, πού ὑπάρχει στήν κόγχη ὁ ἅγιος «Ἰω(άννης) // ὁ Χρ(υσόστο)μ/ο/ς» μέ ἐξίτηλο εἰλητάριο. Ὁ ἅγιος «Γρηγό/ριoς // ὁ Θε/ο/λό/γο/ς» μέ ἐξίτηλο σήμερα εἰλητάριο: ‘Κ(ύρι)ε ὁ Θ(εὸ)ς / (ἡ)μ(ῶ)ν, οὗ τὸ / κράτος ἀ/ν[ε]ίκαστον’.
Σέ ἀβαθή κόγχη, μετά τόν ἅγιο Γρηγόριο, ἐπί τοῦ νοτίου τοίχου ἱστορεῖται ὁ ἅγιος «Ἀθανά/σιο/ς» Ἀλεξανδρείας, φέρων εἰλητάριο: «Κ(ύρι)ε ὁ Θ(εὸ)ς / ἡμ(ῶν) σῶ/σον τ(ὸν) λα/όν σου κ(αὶ) / εὐλόγησ(ον) / τ(ὴν) κληρο/νομίαν». Πάνω ἀπό τήν ἐν λόγῳ κόγχη, παρίστανται ὡς τήν ὀσφύ οἱ ἱεράρχες κρατοῦντες εἰλητάρια μέ τίς ἀντίστοιχες ἐπιγραφές: ὁ ἅγιος «Κύρι/λ[λ]ος Ἀλεξαν/δρ[ε]ίας»: «Ἐξαιρέ/τως τῆς / Παναγί(ας) / Ἀχράντου / Ὑπερευλο/γημέν(ης)». Ἀκολουθοῦν οἱ τοπικοί ἅγιοι: «Ἀ/χίλ[λ]{ε}ι/ος»: «Τὸ μέγα / ὄνομα / τοῦ Κ(υρίο)υ κ(αὶ) / Θ(εο)ῦ κ(αὶ) Σ(ωτῆ)ρ(ο)ς / ἡμῶν Ἰ(ησο)ῦ / Χ(ριστο)ῦ τῇ δυ»[νάμει]· καί «[Οἰ]{Η}/κουμέ/νι/ος»: «Μνήσθη/τι Κ(ύρι)ε τ(ῆς) / πόλεως / ἐν ᾗ κατοι/κοῦμεν».
Ἄνω καί ἑκατέρωθεν, στό τύμπανο τῆς κόγχης ἱστορεῖται «ὁ Χαιρετ(ισ)μ(ὸς)» τῆς Θεοτόκου, δηλαδή ὁ Εὐγγελισμός. Ἀριστερά ὁ «ἄρχων // Γαβριὴλ» καί δεξιά ἡ Παρθένος Μαρία «Μ(ήτη)ρ // Θ(εο)ῦ». Ἀριστερότερα, ἐπάνω ἀπό τήν μικρή κόγχη τῆς προθέσεως, παρίσταται στηθαῖος ὁ προφήτης «Δα(βὶ)δ» κρατῶν εἰλητάριο, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στήν παράσταση τοῦ Εὐαγγελισμοῦ: «Ἄκουσ(ον), / θύγατε(ρ), / κ(αὶ) [ἴδε] / κ(αὶ) κλῖ/νον τὸ / οὖς σου / κ(αὶ) ἐπι/λάθου», (Ψαλμ. 44, 11).
Στήν κόγχη τῆς προθέσεως ἱστορεῖται ὁ ἅγιος «Στέφα/νο/ς // ὁ / Πρωτο/μάρτυς», ὁ ὁποῖος βαστᾶ σταυρό μέ τό δεξί χέρι καί μέ τό ἀριστερό ὁμοίωμα ναοῦ ὡς διάκονος.
Στό ἄνω τμῆμα τῆς κεντρικῆς ἁψίδας εἰκονίζεται μεγαλοπρεπέστατη ἡ «Ἀνά//λη//ψις» τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ἀνέρχεται ἐν δόξῃ πλαισιούμενος ὑπό δύο ἀγγέλων. Κάτωθι ἱστοροῦνται ἡ Παναγία, «Μ(ήτη)ρ // Θ(εο)ῦ», καί ἑκατέρωθέν της οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι θεωροῦντες τήν Ἀνάληψη τοῦ Κυρίου. Ἐκ δεξιῶν τῆς Παναγίας ἕνας ἄγγελος Κυρίου κρατεῖ εἰλητάριο μέ τήν ἐπιγραφή: «Οὕτως ἐλεύ/σεται πά/λ(ιν) ἐξ οὐρα/νοῦ καθ’ (ὃν) / τρόπ(ον) ἐθε/άσασθε» [αὐτὸν πορευόμενον]. Καί ἐξ ἀριστερῶν ἕνας ἄλλος ἄγγελος Κυρίου κρατῶν εἰλητάριο: «Ἄνδρες Γα/λ{λ}ιλαῖ/οι, τί ἑστή/κατε [ἐμ]βλέπον/τες εἰς /τ(ὸν) οὐραν[όν;]», (Πράξ. 1,11).
Στήν ἀνατολική καμάρα τοῦ ἱεροῦ βήματος ἱστορεῖται ἀριστερά «ἡ Χ(ριστο)ῦ // Γέν[νη]σ(ις)» καί δεξιά «ἡ Ἀνάστασ(ις)». Ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, ἐγείρει τόν προπάτορα Ἀδάμ ἐκ τοῦ μνήματος, τόν ὁποῖο μέ ὡραία κίνηση τραβᾶ ἀπό τό χέρι. Ὄπισθεν ἡ Εὔα καί ὁ δίκαιος Ἄβελ. Δεξιά ἵσταται ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, ὁ προφήτης Δαβίδ, κρατῶν ἐνεπίγραφο εἰλητάριο: «Ἀναστή/τω ὁ Θ(εὸ)ς / κ(αὶ) διασ/κορπι/σθήτωσαν / οἱ ἐχθρ[ο]ὶ» καί κάτωθεν ὁ προφήτης Σολομών. Ἄνω ἀριστερά τῆς σκηνῆς ὁ ὑμνογράφος ἅγιος «Κοσμ(ᾶς)», ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, κρατῶν εἰλητάριο, στό ὁποῖο περιέχεται τό γνωστό τροπάριο τῆς ἑορτῆς: «Ἀναστά/σεως ἡ/μέρα, λα/μπρυνθῶμεν» [λαοί].
Χαμηλότερα στό βόρειο τοῖχο λαμβάνει θέση τό ὅραμα τοῦ ἁγίου Πέτρου «Ἀ/λ/ε/ξ/αν/δρ/εί(ας)». Ὁ ἅγιος Πέτρος ρωτᾶ τόν Χριστό: «Τίς σου τόν χιτῶ/να Σ(ῶτ)ερ διεῖλεν;». Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ ὁποῖος παριστάνεται ἐπάνω σέ Ἁγία Τράπεζα σέ παιδική ἡλικία μέ ἐσχισμένο χιτώνα ἀπαντᾶ: «Ἄφρον ἀνὴρ Ἄρ[ε]ιος / ἀφραγὲς στόματ(ι) / π(ατ)ρικῆς δόξης με / δεικνύων ξέν(ον)».
Κυρίως ναός. Ἐπί τοῦ νοτίου τυμπάνου τῆς ἐγκάρσιας καμάρας τοῦ κυρίως ναοῦ, ὑψηλά καί ἐπάνω ἀπό τό τέμπλο, ἱστορεῖται «ἡ Βά//πτισις» τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Κάτωθεν τῆς Βαπτίσεως ἱστοροῦνται στηθαῖοι τρεῖς προφῆτες (ἀπό Α πρός Δ): Ὁ προφήτης Ἡσαΐας μέ δυσανάγνωστο εἰλητάριο: «Ἰδοὺ ἡ παρ/θένος ἐν / γαστρὶ ἕξει» [καὶ τέξεται υἱὸν καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ], (Ἡσ. 7,14).
Σέ ὀρθογώνιο πλαίσιο ὁ προφήτης «Ἀ/{μ}βα/κούμ»: «Κ(ύρι)ε εἰσα/κήκοα / τ(ὴν) ἀκοήν / σου κ(αὶ) ἐφο/βήθ(ην), Κ(ύρι)ε, / κατενό/ησα τὰ ἔργα» [σου καὶ ἐξέστην], (Ἀββ. 3,2). Καί ὁ προφήτης «Ἠλί(ας)»: «Εἶπεν / Ἠλίας τῷ / Ἐλισαι/έ· κάθου δὴ ἐνταῦθ[α] / ὅτ[ι]» [Κύριος ἀπέσταλκέ με], (Δ΄ Βασ. 2,2).
Στήν παρακάτω στενή ταινία τοῦ νοτίου τοίχου εἰκονίζονται σέ μετάλλια οἱ στρατιωτικοί ἅγιοι (ἀπό Α πρός Δ): «Δη/μήτρι/ο/ς», «Γε/ώργι/ο/ς» «Θεό/δω/ρ/ο/ς // ὁ στρα/τηλά/τ/(ης)», «Θεό/δωρ/ο/ς // ὁ Τή/ρ(ων)», «Ἀρ/τέμι/ο/ς», «Προ/κόπι/ο/ς», «Ἰάκω/βο/ς // ὁ / Πέρσ(η)ς» καί «Τρύ/φ(ων)». Ἐπί τοῦ νοτίου τοίχου, στήν χαμηλότερη ζώνη καί δεξιά τοῦ τέμπλου, σέ φυσικό μέγεθος εἰκονίζεται ὁ «Ἰ(ησοῦ)ς // Χ(ριστὸ)ς / ὁ / Ἀ/ναλη/ψι//μη/ό/της» [=Ἀναληψιμιώτης].
Δεξιότερα στό τυφλό ἄνοιγμα, δι’ ἄλλης μεταγενεστέρας χειρός, ὁ ἅγιος «Βησσαρίων / Λαρίσσης» καί ὁ ἅγιος «Χαραλάμπης». Στήν τοιχογραφία ὑπάρχει ἡ χρονολογία «1784 / Νοεμβρίου / 8». Προφανῶς ζωγραφίστηκε μαζί μέ τίς τοιχογραφίες τοῦ νάρθηκα, διότι εἶναι τῆς ἰδίας τεχνοτροπίας καί συμπίπτει καί ἡ δήλωση τῆς χρονολογίας.
Μετά τό προαναφερόμενο ἄνοιγμα ἀπεικονίζεται ὁλόσωμος ὁ ἅγιος «Ἀντώνι/ο/ς», μέ λίαν δυσανάγνωστο εἰλητάριο. Ἐκ τῶν ἐλαχίστων διασωθέντων γραμμάτων εἰκάζουμε τό ρητό: «[Ἀδελφοί, τὰ] / [ὅ]πλα [τοῦ μ]ονα/[χοῦ ἡ μελέτη ἐστιν] / [ἡ διάκρισις ἡ ταπεινοφρο]/σύνη· [καὶ ἡ κατὰ] / Θ(εὸ)ν ὑπακοή».
Δεξιότερα, σέ ἀβαθή κόγχη, ἐπί τοῦ νοτίου τοίχου εἰκονίζεται ἔνθρονη ἡ Θεοτόκος «Μ(ήτη)ρ // Θ(εο)ῦ», «ἡ Ἐλε//οῦσα» μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό ἔμπροσθέν Της νά εὐλογεῖ μέ τά δύο Του χέρια. Δεόμενος ἀριστερά γονυπετής ὁ κτίτορας Νεῖλος ὁ θεοφιλής, μέ τήν ἐπιγραφή: «Δ(έησις) τοῦ δού/λου τοῦ Θ(εο)ῦ / Νείλου ἱε/ρομονάχ(ου) / κτῆτορ / κ(αὶ) πρῶτος / τῆς Σκή/τεως». Ἀριστερά τῆς κόγχης, ἐπάνω σέ στύλο, ὁ ἅγιος «Συμε(ὼν) / ὁ στυλί/της».
Στόν δυτικό τοῖχο, στήν χαμηλότερη ἁγιογραφική σειρά καί δεξιά τοῦ εἰσερχομένου, παρίσταται μετωπικός καί σέ φυσικό μέγεθος ὁ ἅγιος «Βα/σί/λει/ος», κρατῶν εὐαγγέλιο. Στήν θέση αὐτή δέν τίθεται συνήθως ἱεράρχης, ἀλλά ὅσιος. Ἐνδεχομένως ἐτέθη ἐξ ἰδιαιτέρας ἀγάπης τοῦ κτίτορα ἤ τοῦ χορηγοῦ. Ἀριστερά τοῦ εἰσερχομένου εἰκονίζεται ὁ ἅγιος «Εὐ/θύ/μι/ος» μέ εἰλητάριο: «Εἰ{Η]}σ(ὶν) πολ[λ]οὶ [οἵ/τινες]».
Στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου, ἐπί τοῦ δυτικοῦ τοίχου, ἡ προαναφερθεῖσα κτιτορική ἐπιγραφή, καί πάνω ἀπό αὐτή ἱστορεῖται: «ἡ Κοίμησις // τῆς Θ(εοτό)κου».
Τήν δυτική καμάρα μοιράζονται οἱ σκηνές: «Ἡ ἔγερσ(ις) τοῦ Λαζάρ(ου)» (Ν) καί «ἡ Βαϊο//φόρος» (Β).
Πιό χαμηλά, ἐπί τοῦ βορείου τοίχου, (ἀπό Δ πρός Α), σέ μετάλλια εἰκονίζονται οἱ ἅγιοι Ἀνάργυροι «Κ/ο/σ/μ(ᾶς)» καί «Δα/μιαν(ός)». Ἐν συνεχείᾳ παρίστανται οἱ ἅγιοι: «Χρι/στοφό/ρο/ς», «Νι/κήτ(ας)», «Μην(ᾶς)», «Γου/ρί(ας)», «Σα/μω/ν(ᾶς)» καί «Ἄβ(ιβος)».
Στήν χαμηλότερη ἁγιογραφική σειρά, ἀπό Δ πρός Α, εἰκονίζεται ὁλόσωμος καί κατ’ ἐνώπιον ὁ ἅγιος «Σά/[β]βας» μέ εἰλητάριο: «Μὴ ἀπατᾷ, / ὦ μοναχέ, / (χ)ορτα(σίᾳ) / κ[ο]ι[λίας]», [ὑποταγὴ μετ’ ἐγκρατείας ὑποτάσσει δαίμονας]. Ὁ ἅγιος Ἀρσένιος: «Τ[ε]ίχισον τὸ / κελ[λ]ίον σου, / ὦ μοναχέ, / κ(αὶ) ἄλ[λ]ον / κελ[λ]ίον / μὴ / παράλαβε».
Παρεμβάλλεται δίλοβο παράθυρο. Μετά ἀπό αὐτό καί κάτωθι τοῦ ἁγίου Σαμωνᾶ, (ἀριστερά τοῦ τέμπλου), σέ φυσικό μέγεθος παρίσταται ὁλόσωμος ὁ ἅγιος «Νι/κό/λα/ος». Εἶναι μιά ἐξαιρετική τοιχογραφία.
Πιό πάνω στό τύμπανο τῆς ἐγκάρσιας ὑψηλότερης καμάρας εἰκονίζεται «ἡ Σταύ//ρωσις» τοῦ Χριστοῦ. Ἑκατέρωθεν τοῦ Ἐσταυρωμένου εἰκονίζεται ἡ Θεομήτωρ μέ τίς Μυροφόρες καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος μέ τόν Ἑκατόνταρχο. Ἀριστερά τοῦ διλόβου μικροῦ φωτιστικοῦ ἀνοίγματος ἡ ἁγία «Ἰουλί/[τ]τα».
Τήν ἐγκάρσια κεντρική καμάρα μοιράζονται τέσσερες παραστάσεις. Στό ἀνατολικό μισό «ὁ Λί//θο(ς)» (Β) ὁ ἀποκυλισθείς ἐκ τοῦ Τάφου τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ «Ἄγγελ(ος) // Κ(υρίο)υ» δεικνύει στίς Μυροφόρες τά ὀθόνια. Ἡ συνοδευτική ἐπιγραφή εἶναι πλέον ἐξίτηλη: ‘Ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔκειτο ὁ Κύριος’. Δεξιότερα «ἡ Ὑπα//παντή» (Ν). Ἡ προφῆτις Ἄννα δεικνύει μέ τό ἀριστερό της χέρι τόν οὐρανό καί μέ τό δεξί κρατεῖ εἰλητάριο μέ τήν ἐπιγραφή: «Τοῦτο τὸ / βρέφος / οὐρανὸν / κ(αὶ) γῆν / ἐστερέ/ωσε», (Λουκ. 2,22-38). Τήν σκηνή συμπληρώνει ὁ Θεοδόχος Συμεών πού κρατεῖ δύο περιστέρια. Στό δυτικό μισό εἶναι ἱστορημένη: «Ἡ προ//δο//σία» τοῦ Ἰούδα (Β) καί «ἡ Με//ταμόρφωσις» τοῦ Χριστοῦ (Ν).
Στίς κατώτερες τριγωνικές ἀπολήξεις τῆς ἐν λόγῳ καμάρας ἱστοροῦνται σέ μετάλλια ὁ προφήτης «Ζα/χαρίας» (πρός Β) καί ἡ ἁγία «Ἐ/λισάβε/τ» (πρός Ν).
Περιγραφή τοῦ εἰκονογραφικοῦ διακόσμου τῆς λιτῆς
Πολύ μεταγενέστερος καί πρόχειρα κατασκευασμένος μέ πλίνθους εἶναι ὁ νάρθηκας (λιτή) τοῦ ναοῦ τῆς Ὑπαπαντῆς. Ἄνωθέν του ὑπῆρχε ἀνέκαθεν τό ἡγουμενεῖο. Εἶναι ἱστορημένος στά τέλη τοῦ 18ου αἰώνα, πάνω δέ ἀπό τήν θύρα εἰσόδου, ἡ ὁποία διανοίγεται στό νότιο τοῖχο τοῦ νάρθηκα, εὑρίσκεται ἐπιγραφή κατατοπιστική γιά τήν ἱστόρηση:
«Ἀνοικοδομήθη ὁ θεῖος οὗτος νάρθηξ, ἀρχιερατεύ/οντος τοῦ θεοφιλεστάτου, κ(αὶ) λογιωτάτου ἁγίου Σταγῶν, κυρίου κυρίου / Παϊσί(ου)· κ(αὶ) ἠγουμενέυοντος τοῦ κυρίου Συμεών. Ἐγράφη δέ μόνον, χωρὶς / τῆς σοφατίσεως, παρὰ τοῦ Δημητρίου Ζούκη, Καλαρίτου, (καί) Γεωργίου μαθητοῦ αὐτοῦ / ἐν ἔτει ἀπό Χριστοῦ, <ᾼΨΠΔ΄: 1784. Νοεμβρίου, 8:~».
Ἑπομένως ἡ λιτή ἱστορήθηκε τό 1784 ἐπί ἐπισκόπου Παϊσίου Σταγῶν, καί ἐπί ἡγουμένου Συμεών καί διά χειρός Δημητρίου Ζούκη Καλαριτινοῦ, καί τοῦ μαθητῆ του Γεωργίου.
Οἱ παραστάσεις εἶναι λαϊκότροπες καί οἱ ἀποχρώσεις τῶν παραστάσεων εἶναι κάπως ἰδιόχρωμες.

2. Ἐπιγραφή ἱστορήσεως τῆς λιτῆς ὑπό Δημητρίου Ζούκη Καλαρίτη.
Ὁ Δημήτριος Ζούκης μέ τόν μαθητή του Γεώργιο τοιχογράφησε, ἐπίσης, τόν ναό τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου στό χωρίο Καστανιά τῆς Καλαμπάκας κατά τό ἔτος 1783· καθώς καί μία παράσταση μέ τήν Θεοτόκο σεβιζομένη ἀπό ἀγγέλους, ἐπάνω ἀπό τήν δυτική ἐξωτερική εἴσοδο τοῦ ἐξωνάρθηκα τοῦ παλαιοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου τῆς Καλαμπάκας κατά τό ἔτος 1782. Ὁ ἁγιογράφος Γεώργιος (1783-1807) ἱστόρησε ἀρκετές φορητές εἰκόνες στήν περιοχή Καλαμπάκας. Ὑπέγραφε ὡς Ἰωαννίτης (ἐκ πόλεως Ἰωαννίνων) ἤ ὡς μαθητής τοῦ Δημητρίου Ζούκη. Στά Μετέωρα ὑπάρχει εἰκόνα τοῦ ἁγιογράφου Γεωργίου στό τέμπλο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου στήν μονή τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ὑπῆρχε, ἐπίσης, φορητή εἰκόνα τοῦ ἁγίου Νικολάου, κατά τήν μαρτυρία τοῦ Ν. Βέη, στήν κόγχη ἑνός κελλίου στό μονύδριο τοῦ Ἁγίου Νικολάου Μπάντοβα μέ τήν ἐπιγραφή: «Χεὶρ Γεωργίου Ἰωαννίτου / 1785 Μαΐου 10» (ΟΔ). Ὡσαύτως ὑπῆρχε εἰκόνα τῶν ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης τοῦ ἰδίου ἁγιογράφου (ἔτους 1790) στόν ναό Κοιμήσεως Θεοτόκου Καλαμπάκας.
Ἑκατέρωθεν τῆς εἰσόδου πρός τόν κυρίως ναό, ἐπί τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου τῆς λιτῆς, δεξιά εἰκονίζεται ὁ «Ἰ(ησοῦ)ς Χ(ριστό)ς», «ὁ Ὤν», «ὁ Παντο//κράτωρ», κρατῶν σφαίρα στό ἀριστερό χέρι καί εὐλογῶν μέ τό δεξί. Δεξιότερα «ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής» μέ ἐνεπίγραφο εἰλητάριο: «Μετανο/εῖτε· ἤγγι/κε γὰρ ἡ βα/σιλεία τῶν / οὐρανῶν», (Ματθ. 3,2). Ἀριστερά τῆς εἰσόδου ἡ Παναγία, «Μ(ήτη)ρ // Θ(εο)ῦ», «ἡ Ἐπίσκεψις». Ἀριστερότερα εἶναι ἱστορημένη «ἡ Ὑπαπα[ντή]» τοῦ Κυρίου. Στό ὑπέρθυρο τῆς εἰσόδου ἁγιογραφεῖται τό «Ἅγιον // Μανδήλιον».
Στόν νότιο τοῖχο, μετά τήν μικρή εἴσοδο τῆς λιτῆς, (ἀπό Α πρός Δ) ἁγιογραφεῖται πρῶτον ἡ παράδοση τοῦ μοναχικοῦ σχήματος στόν ἅγιο «Παχώμιο». Ὁ «ἄγγελος // Κυρίου» κρατεῖ εἰλητάριο μέ τήν γνωστή ἐπιγραφή: «Ἐν τούτῳ / τῷ σχή/ματι σω/θήσεται / πᾶσα σάρξ, ὦ Πα/χώ/μιε». Ἀκολουθοῦν ὁ ἅγιος «Βαρλαάμ», χριστιανός ἀσκητής τῶν Ἰνδιῶν μέ τήν προσφώνηση πρός τόν ἅγιο Ἰωάσαφ, βασιλέα τῶν Ἰνδιῶν: «Εὐφραίνου φίλτατε ἐν Κυρίῳ, ὅτι ἤλλαξες / τὰ οὐράνια καὶ ἄφθαρτα, μὲ τὰ φθαρτὰ καὶ ἐπίγεια». Ὁ ἅγιος «Ἰωάσαφ»: «Δίδαξόν με / Κ(ύρι)ε, τὴν ὁ/δόν σου καὶ σῶ/σόν με ὡς ἀγ/αθὸς καὶ φιλά(νθρωπος) / διὰ πρεσβειῶν / τοῦ θερά»[ποντός σου]. Δεξιότερα ὁ ἅγιος «Ἀλέξιος / ὁ ἄνθρωπος / τοῦ Θεοῦ».
Στόν δυτικό τοῖχο συνεχίζουν ὁ ἀββᾶς «Ζωσιμᾶς», ὁ ὁποῖος μεταλαμβάνει τήν ὁσία «Μαρία» τήν «Αἰγυπτία». Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος Ἀπόστολος «Πέτρος» καί ὁ ἅγιος Ἀπόστολος «Παῦλος», κρατοῦν ἀπό κοινοῦ ὁμοίωμα ναοῦ. Ὁ ἅγιος Πέτρος βαστᾶ καί τά κλειδιά τοῦ Παραδείσου. Ἀκολουθοῦν ὁ ἅγιος «Ὀνούφριος», καί ὁ ἅγιος «Νεῖλος» κρατῶν εἰλητάριο: «Ἄτρωτος διαμένει ἀπὸ τῶν βε/λῶν τοῦ ἐχθροῦ ὁ ἀγαπῶν ἡσυχίαν».
Στόν βορεινό τοῖχο ὁ ἅγιος «Ἰωάννης / ὁ τῆς Κλίμακος» μέ εἰλητάριο: «Κόσμου / φυγή, οἰκείωσις / Θεοῦ». Καί, τέλος, ὁ ἅγιος «Διονύσιος» ὁ ἐν Ὀλύμπῳ μέ εἰλητάριο: «[Αἰ]σχροτά/των, τῶν ὑπὸ γα//στρός, καὶ τῶν ἄλ//λων ἁπάν/των».
Ἀξίζει σάν λαογραφικό μᾶλλον στοιχεῖο νά παραθέσουμε τό συμφωνητικό τῶν δύο αὐτῶν Καλαριτῶν ἁγιογράφων μετά τοῦ ἱερομονάχου παπᾶ-Συμεών γιά τήν ἱστόρηση τοῦ ἐν λόγῳ νάρθηκα (ἡ ὀρθογραφία ἔχει ἀποκατασταθεῖ).
«Γράμμα συμφωνητικόν τῶν ἁγιογράφων Δημητρίου καί Γεωργίου Ζούκη Καλαριτῶν, εὑρεθέν εἰς τήν Ἱεράν Μονήν τοῦ Μετεώρου».
«† Διά τῆς παρούσης ἡμῶν ἐμμαρτύρου ὁμολογίας φανερώνομεν ἡμεῖς οἱ ὑποκάτωθεν γεγραμμένοι, Δημήτριος καί Γεώργιος, ὅτι ἐσυμφωνήσαμεν μετά τοῦ ἐν ἱερομονάχοις κυρίου παπᾶ-Συμεών νά ἁγιογράψωμεν τόν νάρθηκα τῆς ἁγίας μονῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ, μέ ἐδικαῖς μας βαφαῖς καί τά λάδια καί ἰδικόν τους τό ψωμί, διά γρόσια 25: ἤτοι γρόσια εἴκοσι πέντε· λοιπόν ὑποσχόμεθα ὅτι νά βάλωμεν τήν ἐπιμέλειαν, καθώς ζητεῖ ὁ τόπος καί ἡ τέχνη, νά γένῃ ἡ ἱστορία καθώς πρέπει, καί οὕτω νά ἔχωμεν νά πάρωμεν τά 25: γρόσια ἀπό τόν ῥηθέντα κύρ παπᾶ-Συμεών. Εἰ δέ ἐξ ἐναντίας καί δέν ἀρέσῃ, ἤθελε φανῆ σφαλτή ἡ τέχνη μας, νά μή πάρωμεν, οὐδέ νά ζητήσωμεν τίποτα· διά τοῦτο καί τήν παροῦσαν ὁμολογίαν μας ἐγράψαμεν, καί τήν ἐδώκαμεν τῷ εἰρημένῳ κυρίῳ παπᾶ-Συμεών, εἰς τάς χεῖρας του, καί ἔστω εἰς ἔνδειξιν: <1784: Ὀκτωβρίου 12: Σταγούς: – / Δημήτρ[ι]ος Ζούκης, Καλαρίτης / καί ἱστοριογράφος, βεβαιῶ ὡς ἄνωθεν: –».
Ἡ ἱερά μονή Ὑπαπαντῆς εἶναι ἕνα πολυτιμότατο ἡσυχαστήριο γιά τούς μοναχούς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Εἶναι πράγματι, ἕνας ἐξαιρετικά πρόσφορος τόπος γιά μόνωση καί περισυλλογή, γιά προσευχή καί πλησίασμα στόν Θεό.
Ἐκεῖ δέν φθάνουν οἱ θόρυβοι τοῦ κόσμου, δέν τό κτυπᾶ τό κύμα τοῦ τουρισμοῦ. Μαζί μέ τόν Νεῖλο τόν ‘πρῶτο’ Σταγῶν, μαζί μέ τούς ὁλόζωντανους ἁγίους τῶν τοιχογραφιῶν, στήν ἀπόλυτη μοναξιά καί σιωπή ἡ ψυχή τοῦ μοναστοῦ βρίσκει τόν Θεό καί στήν πληρότητα τῆς εὐτυχίας της ἀναφωνεῖ:
«Κύριε, οὐ θέλω τά τοῦ κόσμου τούτου·
Ἐσένα θέλω καί τό ἔλεός Σου»!