Διαβάζετε τώρα
Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως

  • Τι γιορτάζουμε; Ήθη και έθιμα της περιοχής
  • Γράφει ο Γρηγόρης Γ. Καλύβας, Πρόεδρος του Συλλόγου Μετεώρων Λιθόπολις 

Στην Αγία μας Εκκλησία η τρίτη Κυριακή των Νηστειών ονομάζεται  «Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως». Στο τελετουργικό μέρος μετά  τη μεγάλη Δοξολογία στον όρθρο, ο Σταυρός μεταφέρεται με μια σεμνή πομπή στο κέντρο του ναού και παραμένει εκεί όλη την υπόλοιπη εβδομάδα, οπότε στο τέλος κάθε ακολουθίας γίνεται προσκύνηση του Σταυρού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το θέμα του Σταυρού, που κυριαρχεί στην υμνολογία αυτής της Κυριακής, παρουσιάζεται όχι μέσα στο  πλαίσιο  του πόνου, αλλά της νίκης και της χαράς.

Βρισκόμαστε στη μέση της Μεγάλης Σαρακοστής. Από τη μια πλευρά η φυσική και πνευματική προσπάθεια, αν είναι συστηματική και συνεχής, αρχίζει να μας γίνεται αισθητή, το φόρτωμα να γίνεται πιο βαρύ, η κόπωση πιο φανερή. Έχουμε ανάγκη από βοήθεια και ενθάρρυνση. Από την άλλη πλευρά, αφού αντέξουμε αυτή τη κόπωση και έχουμε αναρριχηθεί στο βουνό μέχρι αυτό το σημείο, αρχίζουμε να βλέπουμε το τέλος της πορείας μας και η ακτινοβολία του Πάσχα γίνεται πιο έντονη.

Η Σαρακοστή είναι η σταύρωση του εαυτού μας, είναι η εμπειρία – περιορισμένη βέβαια – που αποκομίζουμε από την εντολή του Χριστού που ακούγεται στο ευαγγελικό ανάγνωσμα αυτής της Κυριακής: «όποιος θέλει να με ακολουθεί, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώσει το σταυρό του, και έτσι ας με ακολουθεί»  (Μαρκ. 8,34).

Αλλά δεν μπορούμε να σηκώσουμε το σταυρό μας και ν’ ακολουθήσουμε το Χριστό αν δεν ατενίζουμε το Σταυρό που Εκείνος σήκωσε για να μας σώσει. Ο δικός Του Σταυρός είναι εκείνος που δίνει νόημα αλλά και δύναμη στους άλλους. Αυτό μας εξηγεί το συναξάρι της Κυριακής.

Στη διάρκεια της νηστείας των σαράντα ημερών, υποτίθεται, και μείς σταυρωνόμαστε, νεκρωνόμαστε από τα πάθη, έχουμε την πίκρα της ακηδίας και της πτώσης, γι’ αυτό υψώνεται ο τίμιος και ζωοποιός Σταυρός, για αναψυχή και υποστήριξή μας. Μας θυμίζει τα πάθη του Κυρίου και μας παρηγορεί. Είμαστε σαν τους οδοιπόρους σε δύσκολο και μακρινό δρόμο που, κατάκοποι, κάθονται για λίγο να αναπαυθούν. Με το ζωοποιό Σταυρό γλυκαίνει την πίκρα που νοιώθουμε από τη νηστεία, μας ενισχύει στη πορεία μας στην έρημο, έως ότου φθάσουμε στην πνευματική Ιερουσαλήμ με την ανάστασή Του. Επειδή ο Σταυρός λέγεται Ξύλο Ζωής και είναι εκείνο το ξύλο που φυτεύτηκε στον Παράδεισο, γι’ αυτό και οι θείοι Πατέρες τοποθέτησαν τούτο στο μέσο της Σαρακοστής, για να μας θυμίζει του Αδάμ την ευδαιμονία και την πτώση του από αυτή, να μας θυμίζει ακόμα ότι με τη συμμετοχή μας στο παρόν Ξύλο δεν πεθαίνουμε πια αλλά ζωογονούμαστε.

Η άσκηση των αρετών δεν είναι εύκολη υπόθεση. Πέρα από την προσωπική ισχυρή θέληση, είναι απαραίτητη και η αγιαστική δύναμη της Εκκλησίας μας. Έτσι οι άγιοι Πατέρες όρισαν, καταμεσής της αγίας Τεσσαρακοστής να προσκυνείται ο Τίμιος Σταυρός του Κυρίου, για να λαμβάνουμε οι πιστοί από αυτόν χάρη και δύναμη για να συνεχίσουμε με σθένος τον πνευματικό μας αγώνα.

Ο Σταυρός του Χριστού είναι το καύχημα της Εκκλησίας μας και το αήττητο όπλο κατά των δυνάμεων του κακού. Πάνω σε αυτόν συντρίφτηκε το κράτος του διαβόλου και εκμηδενίστηκε η δύναμή του. Από αυτόν πήγασε η απολύτρωση και η αθανασία στο ανθρώπινο γένος. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον Σταυρόν Σου ημίν δέδωκας, φρίττει γαρ και τρέμει, μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν» και «Νυν εμφανιζόμενος ο Σταυρός, δύναμιν παρέχη εν τω μέσω των νηστειών, τοις το θείον σκάμμα, ανύουσι προθύμως·  αυτόν μετ’ ευσεβείας, κατασπαζόμεθα».

Από φονικό και έχθιστο μέσον εκτέλεσης κακούργων μεταβλήθηκε σε μέσον αγιασμού και νοητή ασπίδα προστασίας από τις επιβουλές του Εωσφόρου και των σκοτεινών πεσόντων αγγέλων του. Άλλοι τον παρομοιάζουν με ισχυρό κυματοθραύστη κατά των κλυδωνισμών της ζωής, που προκαλεί το κακό και η αμαρτία. Η σωματική κόπωση της νηστείας και η ψυχική νωχέλεια του πνευματικού αγώνα είναι δυο βασικοί παράγοντες, οι οποίοι μπορούν να αναστείλουν τη νηπτική πορεία του πιστού. Η αγιαστική δύναμη του Σταυρού είναι το αντίδοτο σ’ αυτή την κατάσταση.

Ο Σταυρός του Χριστού, εκτός από θείο σύμβολο της Εκκλησίας μας, έχει και ηθική σημασία για τον κάθε πιστό. Όπως ο Κύριος έφερε το δικό Του Σταυρό στο Γολγοθά, φορτωμένος τις ανομίες ολοκλήρου του ανθρωπίνου γένους, έτσι και ο πιστός του Χριστού, φέρει αυτός τον προσωπικό του σταυρό, τον αγώνα για σωτηρία και τελείωση. Ο δρόμος για τη σωτηρία είναι πραγματικός Γολγοθάς και απαιτεί αυταπάρνηση σε όσους τον ανεβαίνουν.

Γι’ αυτό η αγία μας Εκκλησία αφιέρωσε την Κυριακή αυτή στην προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού. Οι πιστοί αντλώντας χάρη από αυτόν, δυναμωμένοι πια και ανανεωμένοι, αντιπαρερχόμαστε τα εμπόδια που στήνει ο πονηρός και βαδίζουμε την ουρανοδρόμο ατραπό με οδηγό τη χαρά και τη λαχτάρα να συναντήσουμε τον αναστάντα Κύριό μας Ιησού Χριστό την αγία και λαμπροφόρο η ημέρα της εγέρσεώς Του.

Η Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως είναι μια μεγάλη γιορτή της ορθοδοξίας και τιμάται ιδιαίτερα όχι μόνο μέσα στην Εκκλησία αλλά και εκτός αυτής δεδομένου ότι ο λαός την έχει εντάξει στην καθημερινότητά του στα ήθη και έθιμά του, σ’ αυτό που λέμε παράδοση.

Ήθη και έθιμα στην Καλαμπάκα  

Τώρα, σε ό,τι αφορά τα ήθη και έθιμα της ημέρας στην Καλαμπάκα, όπως συνηθίζεται, ανήμερα της  εορτής και πριν χτυπήσει η καμπάνα του εσπερινού γυναίκες ανεβαίνουν στο βράχο της «μικρής Αϊάς», όπως λέγεται, τραγουδώντας τα γνωστά πασχαλοτράγουδα.

Στη συνέχεια κατεβαίνουν στον Άγιο Αντώνιο, το μικρό εκκλησάκι που βρίσκεται στα ριζά του βράχου, πιάνοντας χορό, επαναλαμβάνοντας τα γνωστά τραγούδια της Πασχαλιάς και αφού χτυπήσει η καμπάνα  του ιστορικού  Ναού Κοιμήσεως Θεοτόκου, μαζεύονται για να παρακολουθήσουν τον εσπερινό. Να σημειώσουμε ότι την παραμονή της Σταυροπροσκυνήσεως, στον εσπερινό η Καλαμπάκα υποδέχεται την εικόνα του Σταυρού από το Μοναστήρι Βαρλαάμ, όπου φυλάσσεται.

Στο βιβλίο του “ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΛΑΜΠΑΚΑΣ” ο αείμνηστος Καλαμπακιώτης Δάσκαλος Στέφανος Θανασούλας γράφει σχετικά : “Τη μέρα της προσκύνησης  του Τιμίου Σταυρού ο νούς μου πέταξε σε χρόνια μακρινά. Κι΄ ανασκαλεύοντας τα περασμένα έφερε στη θύμησή μου ένα ωραίο έθιμο του τόπου μας, που έσβησε πια για πάντα.

Το βλέμμα μου ξεμάκρυνε, δρασκέλισε τα μετεωρίτικα βράχια, που τα πέτρινα μάγουλά τους χάιδευε απαλά, λες, η νιόφερτη άνοιξη  και σκαρφάλωσε σε μια της ΑΪ –ας κορφή, που τ΄ ορίζοντα κοντήλι χαμηλοχάραζε καμπυλωτή. Γι΄ αυτό τη λέμε “Υψιλό” τη μεριά τούτη του τιτάνιου βράχου κι΄ έτσι θωρείται από παντού.

Εκεί ψηλά κορίτσια, μικροκόριτσα ως δώδεκα χρονών, παρέες- παρέες ανέβαιναν το πρωϊ της Κυριακής και μέναν ως το απομεσήμερο αργά. Η απλοχωριά του βράχου της Αϊ-άς ήταν αποκλειστική δική τους κατάκτηση τη μέρα εκείνη και δεν επιτρεπόταν στ΄ αγόρια ν΄ ανέβουν  και να πλησιάσουν.

Είχαν μαζί τους σε τσάντες, σακουλάκι και ντρουβάδες ελιές, κρεμμυδάκια, καρύδια, μύγδαλα καθαρισμένα, χαλβά κι΄ ό,τι απ΄τα “χάσμαλα” είχε απομείνει, σουτζούκια, κριτσέλια και χουσάφια. Κι΄ αντί για ψωμί είχαν πίττα κοινή για όλα τα κορίτσια, φτιαγμένη με ρύζι ή σουσάμι. Την έφτιαχναν αποβραδίς σε μεγάλο ταψί, αλάδωτη ανάρτυτη, καθώς όλα τα κοριτσόπουλα νήστευαν. Λίγη ώρα ύστερα απ΄το σκαρφάλωμά τους στην απλοχωριά του βράχου καταγής στην πρασινάδα απλώνονταν “μπαντανίες” που είχαν φέρει μαζί τους. ‘Εστρωναν τραπέζι βγάζοντας το καθένα ό,τι απ΄το σπίτι του πήρε κι΄ έφερε το καλαθάκι του, που θα΄παιρνε να πάει να τραγουδήσει τη μέρα του Λαζάρου. Μετά μοιράζονταν της ριζόπιτας ή σαμόπιτας τα κομμάτια  – ίσα όλα – κι΄ άρχιζαν να τρών. Κι΄ έπιναν από μια- δυο “βτσέλες”, που είχαν κουβαλήσει στον ώμο ως εκεί με νερό γεμάτες. Και σαν απότρωγαν κοντά – κοντά η κάθε παρέα με τα πέντε ή με τα εφτά (έπρεπε ο αριθμός τους να είναι περιττός) κορίτσια αντάμα όλες οι παρέες, που έφταναν τις δέκα, άρχιζαν τα τραγούδια.

Ήταν αυτά όλα τα τραγούδια που θα ’λεγαν του Λαζάρου και δοκίμαζαν, λες, τις φωνές τους. Ήθελαν να τα μάθουν κι οι πιο μικρές κι οι άλλες καλύτερα, κι΄ όλες να ξέρουν να τα τραγουδούν σωστά. Πού και πού σταματούσαν να τραγουδούν, για ν΄ αφουγκραστούν το αχό τους που ΄παιζε για ώρα με τα βράχια και να γελάσουν μαζί του. Και πάλι ξανάρχιζαν τα τραγούδια απ΄την αρχή και πιο ταίριαζε στα κάθε σπίτι που θα πήγαιναν να τραγουδήσουν. Άλλο τραγούδι ήταν για όποιο είχε κορίτσι για παντρειά, παιδί που να σπουδάζει, μωρό στην κούνια, κάποιου στην ξενιτιά και άλλα τραγούδια ήταν για κάθε δουλειάς ανθρώπους, για τους χαρούμενους ή τους πικραμένους. Κι΄ όλο ξανάλεγαν τα Λαζαροτράγουδα, μα δεν απόλειπαν και τα τοπικά που τραγουδιένται στην Πουλιάνα τις μέρες του Πάσχα κι΄ άλλα ακόμη δημοτικά. Και στήνονταν χορός κι΄ αντιβοούσε στα βράχια ο αχός, φτάνοντας ως κάτω χαμηλά στην Καλαμπάκα. Εκεί στους δρόμους στέκονταν όλοι, ντόπιοι και ξένοι για ν΄ ακούσουν τα τραγούδια. Κι΄ αγνάντευαν εκεί ψηλά – στην άκρη του γκρεμού – πιασμένες σε χορό κοπέλες να διαβαίνουν στη γραμμή, να ξεχωρίζουν κόκκινες, πράσινες, γαλάζιες φορεσιές….που ανέμιζαν στο γαλανό φόντο τ΄ ουρανού.

Τούτο το γλεντοκόπι, θάλεγα που στήναν στην Αϊ– ιά τα κοριτσόπουλα που θα πήγαιναν στον Λάζαρο, σκορπούσε μια ιδιαίτερη χαρά στον καθένα εδώ αυτή τη μέρα. Τους ξεκούραζε όλους και τους δυνάμωνε απ΄ την τόσων ημερών νηστεία. Τους έδινε κουράγιο να τη συνεχίσουν και σπηρούνιαζε τη σκέψη σε μέρες άλλες, στην Ανάσταση του Λαζάρου, στα Βάϊα, στο Μεγαλοβδόμαδο, στις μέρες της Λαμπρής. Τώρα τ΄ όμορφο αυτό έθιμο ξεχάστηκε. Κι οι λαζαρίνες δεν ανεβαίνουν πια τη μέρα του Σταυρού ψηλά στης Αί-ιας το “ύψιλο”».

Δυστυχώς αυτή η ατμόσφαιρα απουσιάζει σήμερα από την Ελληνική ύπαιθρο «θύμα» κι αυτή της «σύγχρονης εποχής»!! Αντ΄ αυτού έχουμε άλλα πράγματα και να σκεφτούμε και να πράξουμε. Καταπονημένοι από τα άγχη της καθημερινότητας, τα προβλήματα επιβίωσης, αλλά και από την κόπωση της νυχτερινής  εξόδου για διασκέδαση και την τρυφή  του καταναλωτισμού, ξυπνάμε περίπου το μεσημέρι. Ούτε Εκκλησία, ούτε Σταυρός, ούτε ήθη και έθιμα. Δυστυχώς η σύγχρονη Ελλάδα αλλοιώνεται και αφομοιώνεται  ραγδαία  από την διαδικασία της παγκοσμιοποίησης και της νέας τάξης πραγμάτων που βρίσκεται σε εξέλιξη.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.