Διαβάζετε τώρα
Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: Λόγος εἰς τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: Λόγος εἰς τὴν Μεγάλην Ἑβδομάδα

  • Καί ὁ οὐρανός ἔγινε κατοικήσιμος

Καί νά λοι­πόν, πού φθά­σα­με στό τέ­λος τῆς ἁ­γί­ας Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς καί πλεύ­σα­με τήν δι­α­δρο­μή τῆς νη­στεί­ας καί φθά­σα­με μέ τήν χά­ρι τοῦ Θε­οῦ στόν λι­μέ­να. Ἀλ­λά νά μήν ἀ­δι­α­φο­ρή­σου­με ἐξ αἰ­τί­ας αὐ­τοῦ, ἀν­τι­θέ­τως νά φρον­τί­σου­με καί νά ἐ­πα­γρυ­πνή­σου­με ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο. Δι­ό­τι καί οἱ κυ­βερ­νῆ­τες, ὅ­ταν πε­ρά­σουν ἀ­να­ρίθ­μη­τα πε­λά­γη και ἐ­νῶ τά πα­νιά εἶ­ναι ἀ­νοιγ­μέ­να καί ἀρ­κε­τόν τό ὕ­ψος τῶν ἐμ­πο­ρευ­μά­των καί πρό­κει­ται νά εἰ­σέλ­θουν στόν λι­μέ­να, τό­τε προ­σέ­χουν καί ἀ­γω­νί­ζον­ται πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὥ­στε νά μήν προ­σκρού­σει τό πλοῖ­ο σέ κά­ποι­ο σκό­πε­λο ἤ πέ­τρα καί κά­νει τόν προ­η­γού­με­νον κό­πον ἀ­νώ­φε­λον. Ἔ­τσι κά­νουν καί οἱ δρο­μεῖς. Ὄ­ταν φθά­σουν πρός τό τέρ­μα τῆς δι­α­δρο­μῆς, τό­τε τρέ­χουν ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὥ­στε νά φθά­σουν πρῶ­τοι στό τέρ­μα καί νά ἀ­ξι­ω­θοῦν τῶν βρα­βεί­ων. Καί οἱ ἀ­θλη­τές με­τά ἀ­πό πολ­λούς ἀ­γῶ­νες καί νί­κες, ὅ­ταν δί­νουν τή μά­χη γιά τό στέ­φα­νο, γιά νά τόν κερ­δί­σουν καί νά φύ­γουν στε­φα­νω­μέ­νοι, ἀ­γω­νί­ζον­ται ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο.

Ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς λοι­πόν οἱ κυ­βερ­νῆ­τες, οἱ δρο­μεῖς καί οἱ ἀ­θλη­τές φρον­τί­ζουν νά ἐ­πα­γρυ­πνοῦν πε­ρισ­σό­τε­ρο, ὅ­ταν πλη­σιά­ζουν πρός τό τέρ­μα, κα­τά τόν ἴ­διο τρό­πο καί ἐ­μεῖς, ἐ­πει­δή μέ τή Χά­ρη τοῦ Θε­οῦ φτά­σα­με στή με­γά­λη αὐ­τή ἑ­βδο­μά­δα, πρέ­πει τώ­ρα κα­τ’ ἐ­ξο­χήν νά ἐν­τεί­νου­με τήν νη­στεί­α καί νά ἀυ­ξή­σου­με τίς προ­σευ­χές καί νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θοῦ­με γιά ὅ­σα ἁ­μαρ­τή­σα­με μέ ἀ­κρί­βεια καί νά ἐ­κτε­λοῦ­με ὅ­λες τίς κα­λές πρά­ξεις, τήν πλού­σια ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τήν ἐ­πι­εί­κεια, τήν πρα­ό­τη­τα, καί κά­θε ἄλ­λη ἀ­ρε­τή, οὕ­τως ὤ­στε, ἀ­φοῦ φτά­σου­με μα­ζί μέ αὐ­τά τά κα­τορ­θώ­μα­τα στήν ἡ­μέ­ρα τοῦ Πά­σχα, νά ἀ­πο­λαύ­σου­με τήν φι­λο­τι­μί­α τοῦ Κυ­ρί­ου.

Ὀ­νο­μά­ζου­με τήν ἑ­βδο­μά­δα αὐ­τή με­γά­λη, ὄ­χι ἐ­πει­δή ἔ­χει με­γα­λύ­τε­ρες ὧ­ρες, δι­ό­τι ὑ­πάρ­χουν ἄλ­λες οἱ ὁ­ποῖ­ες ἔ­χουν πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες ὧ­ρες. Οὔ­τε ἐ­πει­δή ἔ­χει πε­ρισ­σό­τε­ρες ἡ­μέ­ρες, δι­ό­τι καί ὅ­λες οἱ ἄλ­λες καί αὐ­τή ἔ­χουν τόν ἴ­διο ἀ­ριθ­μό ἡ­με­ρῶν. Για­τί λοι­πόν ὀ­νο­μά­ζου­με αὐ­τήν με­γά­λη; Ἐ­πει­δή τά ἀ­γα­θά τά ὁ­ποῖ­α συ­νέ­βη­σαν κα­τ’ αὐ­τήν, εἶ­ναι γιά μᾶς με­γά­λα καί ἀ­νέκ­φρα­στα.
 Δι­ό­τι κα­τέ­παυ­σε ὁ μα­κρο­χρό­νιος πό­λε­μος, νι­κή­θη­κε ὁ θά­να­τος, ἡ κα­τά­ρα ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε, ἡ ἐ­ξου­σί­α τοῦ δι­α­βό­λου κα­τα­λύ­θη­κε, ἁρ­πά­χτη­καν οἱ αἰχ­μά­λω­τοί του, ἔ­γι­νε ἡ συν­δι­αλ­λα­γή τοῦ Θε­οῦ μέ τούς ἀν­θρώ­πους, ὁ οὐ­ρα­νός ἔ­γι­νε κα­τοι­κή­σι­μος, οἱ ἄν­θρω­ποι ἀ­να­μεί­χτη­καν μέ τούς ἀγ­γέ­λους, τά χω­ρι­σμέ­να ἑ­νώ­θη­καν, ὁ φραγ­μός κα­ταρ­γή­θη­κε, τά κλει­διά ἀ­φαι­ρέ­θη­καν, ὁ Θε­ός τῆς εἰ­ρή­νης εἰ­ρη­νο­ποί­η­σε ὅ­σα ὑ­πάρ­χουν στόν οὐ­ρα­νό καί στή γῆ. Γι’ αὐ­τό ὀ­νο­μά­ζου­με αὐ­τήν τήν ἑ­βδο­μά­δα με­γά­λη, ἐ­πει­δή κα­τ’ αὐ­τήν ὁ Κύ­ριος μᾶς χά­ρι­σε πλῆ­θος δω­ρε­ῶν. Γι’ αὐ­τό καί πολ­λοί ἐν­τεί­νουν τήν νη­στεί­α, τήν ἀ­γρυ­πνί­α καί τίς ἱ­ε­ρές δι­α­νυ­κτε­ρεύ­σεις καί κά­νουν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη γιά νά δεί­ξουν μέ τίς πρά­ξεις τους τήν τι­μήν πού ἀ­πο­δί­δουν στήν με­γά­λη ἑ­βδο­μά­δα.

Δι­ό­τι, ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς, ὅ­ταν ὁ Κύ­ριος ἀ­νέ­στη­σε τόν Λά­ζα­ρο, ἔ­τρε­χαν νά δοῦν αὐ­τόν ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι τῶν Ἱ­ε­ρο­σο­λύ­μων καί τό πλῆ­θος αὐ­τό ἐ­πι­βε­βαί­ω­νε ὅ­τι ὁ Χρι­στός ἀ­νέ­στη­σε τό νε­κρό (δι­ό­τι ἡ προ­θυ­μί­α ἐ­κεῖ­νων πού βγῆ­καν γιά νά τόν δοῦν, ἦ­ταν ἀ­πό­δει­ξη τοῦ θαύ­μα­τος), ἔ­τσι λοι­πόν καί ἡ τω­ρι­νή προ­θυ­μί­α γιά τή με­γά­λη αὐ­τή ἑ­βδο­μά­δα, εἶ­ναι δεῖγ­μα καί ἀ­πό­δει­ξη τοῦ με­γέ­θους τῶν κα­τορ­θω­μά­των πού πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­καν κα­τ’ αὐ­τήν.

Δι­ό­τι δέν ἐρ­χό­μα­στε σή­με­ρα ἀ­πό μί­α μό­νο πό­λη γιά νά συ­ναν­τή­σου­με καί νά δοῦ­με τόν Χρι­στό, οὔ­τε μό­νο ἀ­πό τά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, ἀλ­λ’ ἀ­π’ ὅ­λη τήν οἰ­κου­μέ­νη, ἄ­πει­ρα πλή­θη ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀ­πό παν­τοῦ βγαί­νουν γιά νά συ­ναν­τή­σουν τόν Ἰ­η­σοῦ, κρα­τών­τας στά χέ­ρια τους καί σεί­ον­τας ὄ­χι βά­για φοι­νί­κων, ἀλ­λά προ­σφέ­ρον­τας στόν Κύ­ριο Χρι­στό, ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, φι­λαν­θρω­πί­α, ἀ­ρε­τή, νη­στεί­α, δά­κρυ­α, προ­σευ­χές, ἀ­γρυ­πνί­ες καί κά­θε ἄλ­λη εὐ­λά­βεια.

Δι­ό­τι ἐ­άν ὁ Θε­ός μᾶς ἐ­χά­ρι­σε κα­τ’ αὐ­τήν (τήν με­γά­λη ἑ­βδο­μά­δα) τό­σα ἀ­γα­θά, πῶς δέν πρέ­πει κι ἐ­μεῖς ν’ ἀ­πο­δεί­ξου­με τόν σε­βα­σμό καί τήν τι­μή μέ ὅ,τι μπο­ροῦ­με;

Αὐ­τήν τήν ἑ­βδο­μά­δα, λοι­πόν, τι­μᾶ­με καί ἐ­μεῖς καί βγῆ­κα καί ἐ­γώ μα­ζί σας προ­σφέ­ρον­τας, ἀν­τί γιά φοί­νι­κες, τό λό­γο τῆς δι­δα­σκα­λί­ας, κα­τα­βάλ­λον­τας τά δύ­ο λε­πτά ὅ­πως ἀ­κρι­βῶς ἡ χή­ρα.

Βγῆ­καν τό­τε ἐ­κεῖ­νοι κρα­τών­τας βά­για φοι­νί­κων καί φώ­να­ζαν καί ἔ­λε­γαν: «Δό­ξα σ’ ἐ­κεῖ­νον πού βρί­σκε­ται στούς οὐ­ρα­νούς, ἄς εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νος ἐ­κεῖ­νος πού ἔρ­χε­ται στό ὄ­νο­μα τοῦ Κυ­ρί­ου».

Ἄς βγοῦ­με κι ἐ­μεῖς νά τόν προ­ϋ­παν­τή­σου­με, καί ἀν­τί γιά βά­για φοι­νί­κων, πα­ρου­σι­ά­ζον­τας προ­αί­ρε­ση γε­μά­τη μέ ἀ­φθο­νί­α καρ­πῶν, ἄς φω­νά­ζου­με δυ­να­τά αὐ­τά ἀ­κρι­βῶς, πού ψάλ­λου­με σή­με­ρα: Ἀ­νά­πεμ­πε, ψυ­χή μου, στόν Κύ­ριο ὕ­μνο δο­ξο­λο­γί­ας. Θά ἀ­νυ­μνῶ τόν Κύ­ριο σέ ὅ­λη μου τή ζω­ή». 

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.