Συνήθως κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και ειδικότερα την εβδομάδα των παθών η Εκκλησία εστιάζει την προσοχή της στο πρόσωπο του Χριστού ενθυμούμενη, μέσα από τις ευαγγελικές περικοπές και την υμνολογία, την πορεία του προς τον Γολγοθά, την σταύρωση, την ταφή και την τριήμερο Ανάστασήν Του.
Πρόκειται για το πρόσωπο το οποίο κατέχει την κεντρικότερη θέση στο μυστήριο της Θείας Οικονομίας, και τούτο είναι ευνόητο, εάν αναλογισθεί κανείς ότι ο Υιός, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος, είναι ο κατ΄εξοχήν εκφραστής της κοινής, φυσικής ενέργειας της Θεότητας με την οποία ο άνθρωπος και ο κόσμος ανακαινίζονται, μεταποιούνται, μεταμορφώνονται. Ο Υιός, δηλαδή ο Σαρκωμένος Λόγος, κάνει πραγματική τη δυνατότητα θέωσης των προσώπων της κοινωνίας, μια δυνατότητα που ο δημιουργός δίνει για δεύτερη φορά στο δημιούργημα.
Η πραγματικότητα της σάρκωσης του Λόγου αποτελεί τη στέρεη βάση της πραγματικότητας της Εκκλησίας και συνεπώς της πραγματικότητας της σωτηρίας.
Η αληθινή σωτηρία, με άλλα, απλούστερα λόγια, προϋποθέτει τον αληθινό λυτρωτή και τούτον συναντά η Εκκλησία μας στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, τον Ιησού που γεννήθηκε με Θεία παρέμβαση και θυσιάστηκε με σταυρικό θάνατο για την δική μας σωτηρία.
Ωστόσο ένα ακόμη πρόσωπο έχει κεντρικό ρόλο αυτές τις μέρες και αυτό δεν είναι άλλο από την Θεοτόκο και μητέρα του Χριστού Παναγία Παρθένο.
«Ἰδών δε ὁ Ἰησοῦς τήν μητέρα καί τόν μαθητήν παρεστῶτα ὅν ἠγάπα, λέγει τῇ μητρί αὐτοῦ· γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ μαθητή· ἰδού ἡ μήτηρ σου» (Ἰω. ιθ’ 26-27)
Ας εμβαθύνουμε λίγο σ΄αυτήν την γυναίκα, μητέρα του Θεανθρώπου:
Αναμφίβολα οι τελευταίοι λόγοι κάθε ανθρώπου, προ του θανάτου του, είναι περισπούδαστοι και ιεροί για την οικογένειά του.
Εάν αυτό ισχύει για κάθε θνητό, πόσο μεγάλη σημασία έχουν οι τελευταίοι λόγοι του Υιού και Λόγου του Θεού που πέθανε επί του Σταυρού ; Σίγουρα μεγάλη καθώς λόγοι ανεκτίμητης σημασίας εξήλθαν από τα χείλη Του καθ’ ον χρόνο εκρεμάτο αιμόφυρτος από του Σταυρού.
Πρώτη φορά κίνησε τα χείλη Του, ατενίζων προς τον ουρανό, για να επικαλεσθεί το έλεος του Θεού επί τους φονείς και σταυρωτές Του· «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, ο ὐ γάρ ο ἴ δασι τί ποιοῦσιν».
Στρέφεται κατόπιν προς τον εκ δεξιών Του κρεμασμένο ληστή, για να του μεταδώσει ευλογία και χάρη ελέους και συγχωρήσεως, αποδεχόμενος την παράκληση του «μνήσθητί μου, Κύριε, ὅ ταν ἔ λθης ἐ ν τή βασιλεία σου», διαβεβαιώνοντάς τον με τα λόγια «Ἀμήν λέγω σοί, σήμερον μετ’ ἔμον ἔση ἐν τῷ παραδείσῳ».
Έπειτα τα μάτια Του πέφτουν σε πρόσωπα αγαπημένα, την μητέρα Του και τον επιστήθιο μαθητή Του Ιωάννη. «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου» λέει προς την μητέρα Του. Και προς τον μαθητήν: «ἰδού ἡ μήτηρ σου».
Το «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου». προκαλεί, ομολογουμένως, εντύπωση το ότι, απευθυνόμενος προς την μητέρα Του, δεν Την ονομάζει μητέρα, αλλά Την προσφωνεί «γύναι», γυναίκα. Γιατί άραγε;
Μια εξήγηση μπορεί να είναι ότι η συγκίνηση της μητρός Του ήτο τόση, όταν έβλεπε επί του Σταυρού αιμόφυρτο τον Υιόν Της, ώστε δεν θα ήθελε να Της πρόσθεση και άλλον πόνο με το να φωνάξει «μητέρα μου». Ένα στοργικό «μανούλα μου», το οποίον θα ακούγονταν από τα χείλη Του, θα ήταν αναμφίβολα σπαραξικάρδιο για την μητέρα και θα ήταν επόμενο να Την εκθέσει ενώπιον της μανίας του πλήθους και να ξεσπάσει η κακία των εχθρών Του κατά της μητρός η Οποία Τον γέννησε. Ίσος για τούτο αποφεύγει τη λέξη «μητέρα».
Υπάρχει όμως και άλλος λόγος βαθύς, βαθύτατος, για τον οποίον Την αποκαλεί γυναίκα· «Γύναι, ἴδε ὁ υἱός σου». Όταν μέσα στο περιβάλλον του Παραδείσου είχε συμβεί η πρώτη πτώση, το πρώτον παράπτωμα των πρωτοπλάστων· όταν ο όφις ο αρχέκακος, ο πονηρός διάβολος, παρέσυρε τον άνθρωπο στην αμαρτία, η τιμωρός φωνή του Θεού εξήγγειλε κατ’ αυτού μια καταδικαστική απόφαση . Αλλά την εξαγγελία αυτής της απόφασης την συνέδεσε ο Θεός και προς ένα μήνυμα ελπιδοφόρο, ότι θα έλθει κάποτε η χαραυγή της σωτηρίας.
Και, απευθυνόμενος στον όφι και τον υπ’ αυτόν κρυπτόμενο διάβολο, είπε ο Θεός· «ἔχθραν θήσω ἀνά μέσον σου καί ἀνά μέσον τῆς γυναικός, καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος σου καί ἀνά μέσον τοῦ σπέρματος αὐτῆς· αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καί σύ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν». Θα δημιουργήσω, λέει, μίαν έχθρα μεταξύ σου, του διαβόλου, και της γυναικός· και ιδιαιτέρως μεταξύ του σπέρματος του ιδικού σου, του σατανικού, και Κάποιου απογόνου της γυναικός. Και συ μεν θα κατορθώσεις απλώς να θίξεις την πτέρναν του απογόνου της γυναικός, ενώ εκείνος θα σου συντρίψει την κεφαλήν.
Ήχησε στα αυτιά των πρωτοπλάστων η φωνή αύτη του Θεού. Και ήδη ο πρώτος άνθρωπος γνώρισε την επαγγελία του Θεού, ότι μελλοντικώς κάποιος απόγονος της γυναικός θα σύντριψη τον διάβολο · και στην μάχη αυτήν εναντίον του διαβόλου θα δεχθεί ένα πλήγμα που θα είναι σαν να ετρώθει απλώς στην πτέρνα ο απόγονος της γυναικός.
Και να τώρα ο Κύριος, ο απόγονος Αυτός της γυναικός, της Παρθένου Μαρίας το τέκνον, επί του Σταυρού. Έλαβε το τραύμα, το οποίον η κακία του διαβόλου, με όργανα δυστυχώς ανθρώπους, Τού κατάφερε . Τραύμα, το οποίον οσοδήποτε κι΄ αν είναι αφάνταστα οδυνηρό για τον Σταυρωθέντα Κύριον, από μια άλλη άποψη ήταν απλό πλήγμα στην πτέρναν του Χριστού αφού τίποτα δεν κατόρθωσε η λύσσα του διαβόλου κατά του Σωτήρα Χριστού, ο Οποίος ανέστη τριήμερος ως Θεός.
Δια της σταυρικής Του όμως θυσίας ο Κύριος συνέτριψε το κράτος του διαβόλου και λύτρωσε τον άνθρωπο από την εξουσία του σκότους και του κακού.
Συνεπώς το «γύναι», που απηύθυνε ο Εσταυρωμένος Κύριος στην μητέρα Του είναι και βαθυστόχαστο και, θα πρόσθετα, εξόχως τιμητικό, καθώς Την προσφώνησε με την λέξιν εκείνην η οποία αποκαλύπτει ότι εν τω προσώπω Της έχομε την γυναικεία ύπαρξη, δια του τέκνου της οποίας θα συντρίβονταν ο Σατανάς. Την τιμά λοιπόν με την λέξη αυτήν και συγχρόνως δίνει σε μας να κατανοήσουμε ότι ο Σταυρός Του είναι το έλεος που ο Θεός υποσχέθηκε στον άνθρωπο· είναι η σωτηρία του ανθρωπίνου γένους.
«Γύναι, ἴδέ ὁ υἱός σου». Αν με την λέξη «γύναι» τόσο τιμητική προσφώνηση ακούει η Παναγία Θεοτόκος από τα χείλη του Υιού Της, η επόμενη φράση «ἴδε ὁ υἱός σου», είναι γι’ Αυτήν ιδιαιτέρας συναισθηματικής σημασίας. Ποιόν υιόν είχε γεννήσει; Και υπό ποίας θαυμαστές συνθήκες;
Μεσολάβησαν τα έτη της εφηβικής ηλικίας του Κυρίου. Ακολούθησαν εν συνεχεία τα έτη της θαυμαστής δράσεώς Του. Και η Παναγία Παρθένος βρίσκονταν κοντά στον Υιόν Της. Παρακολουθεί τα θαύματά Του την, την διδασκαλία Του. Τον έβλεπε εν μέσω του πλήθους να επευφημείται και να γίνεται ευεργετικός προς όλους. Και να τώρα, Αυτός ο Υιός, τον Οποίον γέννησε με τόσο εξαίρετες συνθήκες· Αυτός ο Υιός, τον Οποίον αντίκριζε ακτινοβολούντα θεία δόξα· Αυτός ο Υιός βρίσκεται τώρα σε κατάσταση φοβερού πόνου, επί του ατιμωτικού ικριώματος, εν μέσω εσχάτης εξουθενώσεως. Και Εκείνη Τον παρακολουθεί αναβαίνοντα τον Γολγοθά με το βαρύ φορτίο του Σταυρού επί των ώμων Του.
Βλέπει να Τον καρφώνουν επί του Σταυρού, να Του διαπερνούν τα χέρια και τα πόδια με καρφιά.
Τον βλέπει να σπαράσσει από πόνο . Και η μητρική Της καρδία συμμετέχει στο άλγος Του. Πως να μη αισθάνεται αφόρητη οδύνη η μητρική καρδιά της ; «Φευ! «Ἴδε ὁ υἱός σου». Αλήθεια δεν είναι ξένη Εκείνη προς τον επί του Σταυρού κρεμάμενον. Ανθρωπίνως θα μπορεί να θεωρηθεί αυτό ως προστάτη · και ανθρωπίνως πάλι θα μπορούσε να σκέπτεται ότι θα έμενε πλέον άνευ της προστασίας του Υιού Της. Και τι είχε, από υλικής απόψεως, να της αφήσει; Τα ιμάτιά Του. Αλλά και αυτά μόλις προ ολίγου ενώπιον Της τα διεμερίσθησαν οι στρατιώτες βάζοντας κλήρο ποίος θα πάρει τον χιτώνα, τον οποίον ίσως μόνη Της είχε υφάνει. Καμία άλλη υλική κληρονομιά . Αλλά Εκείνη υπερνικά τις ανθρώπινες σκέψεις· συγκρατεί και αυτή τη λύπη Της· και μένει παράδειγμα αιώνιο αυτοκυριαρχίας εις κάθε πονεμένη ύπαρξη . Γιατί ; Γιατί γνωρίζει ότι ο επί του Σταυρού κρεμάμενος είναι μεν ο Υιός Της, αλλά συγχρόνως είναι και ο Υιός του Θεού. Ξέρει πως Τον γέννησε, γνωρίζει όλες τις θείες ενέργειες που συνόδευσαν την γέννησή Του και την μετέπειτα δράση Του . Η πίστη ότι ο Υιός Της είναι ο Υιός του Θεού και ο Σωτήρας του κόσμου Την παρηγορεί.
Την παρηγορεί όμως και η συμπαράσταση προσώπων αγαπητών καθώς αισθάνεται ότι δεν είναι μόνη παρά τον Σταυρόν.
Δεν είναι το μόνο φίλιο πρόσωπο εν μέσω τόσων άλλων εχθρών Η παναγία μας . Είναι εκεί και η Μαρία η του Κλωπά, και η Μαρία η Μαγδαληνή και είναι εκεί ο αγαπημένος μαθητής ο Ιωάννης στον οποίο ο Κύριος ιδιαιτέρως απευθύνεται λέγοντάς του «Ἰδού ἡ μήτηρ σου». Έχει βέβαια συγγενείς και άλλους, στους οποίους θα μπορούσε να εμπιστευθεί την μητέρα Του ο Κύριος. Μαζί Του, υπό την ιδίαν στέγη, είχαν ανατραφεί τα τέκνα του Ιωσήφ από τον πρώτον του γάμο, οι λεγόμενοι «αδελφοί του Κυρίου».
Θα μπορούσε σε αυτούς να εμπιστευθεί την μητέρα Του, αφού μάλιστα ως μητέρα περίπου την γνώρισαν και μεγάλωσαν υπό την σκέπην Της και την στοργή Της. Αλλά όμως, μολονότι αργότερα θα προστίθεντο και αυτοί στους μαθητές Του, την στιγμήν εκείνην δεν είχαν πιστέψει σ’ Αυτόν. Τον έβλεπαν απλώς ως νεώτερο αδελφό τους. Δεν είχαν αποδεχθεί την θεότητά Του. Και ο Κύριος δεν θα ήθελε την μητέρα Του να Την εμπιστευθεί εις πρόσωπον που δεν συνδέεται μαζί Του με πνευματικούς δεσμούς.
Απευθύνεται λοιπόν στον Ιωάννη, γιατί έχει συγγένεια πνευματική, στενότατη και αδιάσπαστη. Είναι πιστός στον Χριστό ο Ιωάννης. Είναι αφοσιωμένος στον Κύριο ως την τελευταία στιγμή . Είναι αποφασισμένος, χάριν του Κυρίου, τα πάντα να θυσιάσει, και την ζωή του ακόμη, για να μείνει πιστός στο θέλημά Του.
Για τούτο ο Κύριος τον θεωρεί εξαίρετο συγγενή Του και, λόγω αυτού του πνευματικού δεσμού, τον κρίνει ως το μάλλον άξιον πρόσωπον, να εμπιστευθεί την Παναγία Μητέρα Του.
Μετά από αυτά ας προσπαθήσουμε να μεταφέρουμε τα πράγματα στον εαυτόν μας και στο σήμερα και ας αναρωτηθούμε: Εμείς έχουμε, μετά του Κυρίου, του υπέρ ημών σταυρωθέντα, τον ισχυρό αυτό σύνδεσμο που είχε ο Ιωάννης, ώστε να πει για τον κάθε ένα εξ ημών «αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστι»;
Είναι αλήθεια λίαν αμφίβολο υπό τις σημερινές συνθήκες όπου άλλοι δεν πιστεύουν, άλλοι καμώνονται ότι πιστεύουν υποκρινόμενοι, άλλοι έχουν μια χαλαρή σχέση στον σωτηριολογικό λόγο Του και στην εκκλησία που τον διακηρύσσει, άλλοι τον καταδιώκουν σκληρά, άλλοι τον αμφισβητούν.
Ωστόσο εκείνος πέθανε υπέρ ημών και, παρ’ όλη την αναξιότητά μας, παρ’ όλο ότι είμαστε αμαρτωλοί και τρισάθλιοι, «οὐκ ἐπαισχύνεται ἀδελφούς ἠ μᾶς καλεῖν». Δεν εντρέπεται να μας ονομάζει αδελφούς, παρ’ όλον ότι πολλές φορές Τον ντροπιάζομε ως ανάξιοι αδελφοί Του, παρουσιαζόμενοι με το όνομα το χριστιανικό, χωρίς δυστυχώς να στεκόμαστε στο ύψος στο οποίον οφείλει να ίσταται κάθε χριστιανός.
Αλλά ο Κύριος θυσιάστηκε υπέρ ημών, για την αγάπη την ύψιστη, την οποίαν έχει σε μας . Και αν θα ήθελε, από του Σταυρού, όπως απευθύνθηκε προς τον μαθητή Του τον αγαπημένο, να απευθυνθεί και προς μάς, άραγε πόσους και ποίους θα εύρισκε άξιους του χριστιανικού ονόματος, να τους απονείμει τον τίτλο της μετ’ Αυτού συγγενείας και να τους ονομάσει αδελφούς Του;
Γι΄ αυτό ας στραφούμε με τα μάτια της πίστης προς τον σταυρωμένο Σωτήρα μας. Ας μας συνέχει η σκέψη ότι Εκείνος μας τιμά, ονομάζοντάς μας αδελφούς Του, και είναι ανάγκη και εμείς να τιμήσουμε το όνομα και την εμπιστοσύνη και αγάπη με το οποίον μας περιβάλλει.
Η αγία ημέρα της Αναστάσεώς Του καλεί όλους τους χριστιανούς να λάβουν αποφάσεις σταθερές για την ισχυροποίηση της πίστης και της εν Θεό ζωής. Αποφάσεις οι οποίες πέραν της σημερινής συγκίνησης, της φευγαλέας συνήθως, θα έχουν συνέχεια και συνέπεια στον ατομικό μας βίο, ώστε να μείνουμε πιστοί και αφοσιωμένοι σε Εκείνον, που για χάρη μας μαρτύρησε με την σταυρική του θυσία.
Στο γεγονός της Αναστάσεως εμπεριέχεται όλη η πεμπτουσία, θα λέγαμε, της Πίστεώς μας. Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πόσο μόνος και εγκαταλλημένος θα ήταν ο άνθρωπος και πόσο άδεια και δίχως νόημα η ζωή μας ! Χωρίς παρηγοριά, χωρίς σκοπό, χωρίς κουράγιο και δύναμη, χωρίς φως, χωρίς οδηγό, χωρίς αγάπη, χωρίς καλοσύνη, χωρίς τίποτα!
Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πραγματικά η πίστη μας θα ήταν μάταια.
Δεν υπάρχει Ελπίδα χωρίς Ανάσταση!
Δεν υπάρχει Σωτηρία χωρίς Ανάσταση!
Δεν υπάρχει Ζωή χωρίς Ανάσταση!
Δεν υπάρχει Χαρά χωρίς Ανάσταση!
Δεν υπάρχει λόγος ύπαρξης του ανθρώπου χωρίς Ανάσταση, ούτε και κανένας άλλος σκοπός. Τα πάντα σηματοδοτούνται και νοηματοδοτούνται, από την Ανάσταση!
Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πως θα αναστηθούν οι καρδιές των ανθρώπων;
Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πως θα καλλιεργηθούν οι ψυχές των ανθρώπων;
Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πως θα πλησιάσει ο άνθρωπος με ταπείνωση τον Θεό ζητώντας με δάκρυα το Έλεός Του;
Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πως θα ενωθεί ο άνθρωπος με τον Θεό;
Χωρίς την Ανάσταση του Χριστού, πως θα γνωρίσει ο άνθρωπος την Αγάπη, κάνοντας τον κόσμο του πιο όμορφο και την ζωή του πιο ευχάριστη;
Χωρίς την Ανάσταση του Θεού, εμείς πως μπορούμε να σωθούμε και να πάμε κοντά Του;
Ας υπάρχει πάντα έντονα χαραγμένη στην ψυχή μας αυτή η πραγματικότητα.
Ας συντροφεύει πάντα την ύπαρξή μας ολόκληρη αυτή η Αλήθεια. Και ό,τι τυχόν μας στεναχωρεί η λυπεί η δυσκολεύει και κουράζει, αυτός ο “ύμνος” ας μας υπενθυμίζει ότι δεν πρέπει να απογοητευόμαστε ποτέ και για κανέναν λόγο, διότι:
“Ανέστη Χριστός και Άδης καταβέβληται.
Ανέστη Χριστός και πεπτώκασι δαίμονες. Ανέστη Χριστός και χαίρουσιν άγγελοι.
Ανέστη Χριστός και ζωη πολιτεύεται.
Ανέστη Χριστός και νεκρός ουδείς εν τω μνήματι”.
Χριστός Ανέστη!
Αληθώς Ανέστη ο Κύριος!