«Ὁ Ἀνασταίνων εἶναι ὁ Κύριός μου.
Ἀνασταίνει τούς νεκρούς ἀπό τό πρωί ἕως τό σούρουπο κι ἀπό τό σούρουπο ἕως τήν αὐγή.
Τί πιό ἄξιο γιά τόν Θεό τόν Ζῶντα ἀπό τό νά ἀνιστᾶ τούς νεκρούς στήν ζωή;
Ἄς πιστεύουν οἱ ἄλλοι σέ ἕναν Θεό πού ἐγκαλεῖ τούς ἀνθρώπους καί τούς δικάζει.
Ἐγώ θά κρατιέμαι ἀπό τόν Θεό πού άνασταίνει τούς νεκρούς.
Ἄς πιστεύουν οἱ ἄλλοι σέ ἕναν Θεό πού οὔτε τούς ζωντανούς δέν πλησιάζει, ὅταν τόν καλοῦν.
Ἐγώ θά προσκυνῶ τόν Θεό πού κρατάει ἀκουμπισμένο τό αὐτί του στό κοιμητήριο καί ἀφουγκράζεται μήν τυχόν κανείς κραυγάζει γιά τήν ἀνάσταση καί γιά τόν Ἀνασταίνοντα.
Οἱ νεκροθάφτες θάβουν καί σιωποῦν. Ὁ Κύριος ξεθάβει καί κραυγάζει…!
Ὁ Κύριος δέν ἔχει οὔτε δάκρυ οὔτε χαμόγελο γιά τούς νεκρούς.
Ἡ καρδιά του ὅλη εἶναι μέ τούς ζωντανούς.
Λένε οἱ γείτονές μου μέ ἀγωνία: Αὐτό τό σῶμα μας ἄραγε θ’ ἀναστηθῆ;
Ἄν μιά γιά πάντα ἂπαρνηθήκατε τόν ἑαυτό σας καί δέν ζεῖτε πλέον γιά τόν ἑαυτό σας, τότε τό σῶμα σας εἶναι ἤδη σάν ἀναστημένο. Ἐάν εἶναι τό σῶμα σας ναός τοῦ Θεοῦ τοῦ Πανυψίστου, τότε ὁ Ἀνασταίνων βρίσκεται μέσα σας καί ἡ ἀνάστασή σας συντελεῖται.
Ἀνάστησε, Κύριε, τό πνεῦμα μου, γιά ν’ ἀναστηθῆ καί τό σῶμα μου. Κατοίκησε στό πνεῦμα μου καί τό σῶμα μου θά εἶναι ναός Σου.
Ἀνασταίνων μου, ὁ θάνατος δέν ἀνασταίνει, γιατί ὁ θάνατος ποτέ δέν ὑπῆρξε ζωντανός.
Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἀνασταίνων καί Ἐσύ εἶσαι ὁ Ἀναστάς, γιατί Ἐσύ εἶσαι ἡ Ζωή!!!»
Ἁγ. Νικολάου Βελιμίροβιτς, Προσευχές στήν λίμνη, σελ. 245-247