Ἐπιθυμῶ, ἀγαπητοί μου, νά συνεχίζω τόν λόγο μου. Λέγαμε λοιπόν ὅτι πραγματοποίησαν Συμβούλιο οἱ Ἰουδαῖοι κατά τοῦ Ἰησοῦ, γιά νά Τόν θανατώσουν. Ὅταν λοιπόν αὐτοί συγκεντρώθηκαν ὅλοι μαζί, παρουσιάσθηκε ἐνώπιόν τους ὁ Ἰούδας καί τούς εἶπε: «Τί σκέπτεσθε νά μοῦ δώσετε, κι ἐγώ νά σᾶς Τόν παραδώσω;». Κι αὐτοί σηκώθηκαν καί τόν ἀκολούθησαν μέ μαχαίρια καί ξύλα. Καί τούς ἔδωσε ὁ Ἰούδας σημεῖο λέγοντας: «Ἐκεῖνον πού θά φιλήσω Αὐτός εἶναι· συλλάβετέ Τον». Καί ἦλθαν αὐτοί στόν τόπο ὅπου βρισκόταν ὁ Ἰησοῦς μέ τούς μαθητές Του. Ἐκεῖ πλησίασε ὁ Ἰούδας, Τόν φίλησε μέ προσποιητή ἐγκαρδιότητα καί Τοῦ εἶπε: «Χαῖρε, διδάσκαλε». Ὁ Κύριος τότε τοῦ εἶπε: «Σύντροφε, γιά ποιό λόγο βρίσκεσαι ἐδῶ;». Νά ἀσχοληθεῖς μέ αὐτό γιά τό ὁποῖο ἦλθες.
Ὤ φίλημα δόλιο, γεμάτο ἀνομία καί ἀπώλεια! Ὤ φίλημα πικρό, πού βλάπτεις τήν ψυχή καί φέρνεις τήν γέεννα! Ἡ πόρνη ἀφοῦ φίλησε τά πόδια τοῦ Κυρίου, ἔσυρε ἔξω ἀπό τόν βόρβορο τήν ψυχή της. Αὐτός μέ τό φίλημά του ἀποχωρίσθηκε ἀπό τήν βίβλο τῆς ζωῆς. Ὤ φιλοσοφία τῆς γυναικός! Ὤ ἀφροσύνη τοῦ μαθητοῦ! Τήν ὥρα πού ἐκείνη καταφιλοῦσε τά πόδια τοῦ Κυρίου, οἱ ἄγγελοι χαίρονταν καί ἑτοίμαζαν τό στεφάνι της. Ὅταν αὐτός φίλησε τόν Κύριο, χαίρονταν οἱ δαίμονες καί ἔπλεκαν τό σχοινί τῆς ἀγχόνης. «Χαῖρε, Διδάσκαλε». Ἐκεῖνος χαίρει, ἀλλά σύ, Ἰούδα, πενθεῖς, διότι ἐκδιώχθηκες ἀπό τήν χαρά. «Χαῖρε, Ραββί, καί Τόν καταφίλησε». Καί ἀφοῦ Τόν συνέλαβαν, Τόν ὁδήγησαν στούς ἀρχιερεῖς Ἄννα καί Καϊάφα. Μάλιστα, ζητοῦσαν ψευδομάρτυρες ἐναντίον Του, καί δέν εὕρισκαν.
Τότε ὁδήγησαν τόν Ἰησοῦ καί Τόν ἔστησαν ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου. Καί Τόν ρώτησε ὁ Πιλάτος: «Ἐσύ εἶσαι ὁ Βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;». Ὁ Κύριος ὅμως σιωποῦσε. Ὁ Πιλάτος εἶχε λάβει θέση γιά νά Τόν ἀνακρίνει, καί παρίστατο ἐνώπιόν Του ὡς κρινόμενος Ἐκεῖνος πού πρόκειται νά κρίνει ζῶντας καί νεκρούς, καί στεκόταν μπροστά του ὡς ὑπόδικος ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, καί ἀνεχόταν λοιπόν ὁ Κύριος νά ὑφίσταται τήν ταπεινωτική ἀνάκριση ὑπέρ τῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου. Ὁ Πιλάτος βέβαια πείσθηκε ἀπό τά ἴδια τά πράγματα ὅτι λόγῳ φθόνου τοῦ παρέδωσαν οἱ Ἰουδαῖοι τόν Κύριο, καί γι’ αὐτό πῆρε νερό καί ἔπλυνε καλά τά χέρια του λέγοντας: «Εἶμαι ἀθῶος ἀπό τό αἷμα αὐτοῦ τοῦ δικαίου ἀνθρώπου· ἐσεῖς νά φροντίσετε νά ἀπαλλαγεῖτε ἀπό τήν ἐνοχή γιά τό ἄδικο αὐτό».
Ἐν τῷ μεταξύ ὁ Ἰούδας, ὅταν εἶδε ὅτι ὁ Ἰησοῦς καταδικάσθηκε, ἐπέστρεψε τά ἀργυρᾶ νομίσματα στούς ἀρχιερεῖς λέγοντας: «Ἁμάρτησα παραδίδοντάς σας ἀθῶο αἷμα νά χυθεῖ ἄδικα». Καί ἀφοῦ πέταξε τά ἀργυρᾶ νομίσματα στόν περίβολο τοῦ ναοῦ, πῆγε καί κρεμάσθηκε. Ὁ Πιλάτος πάλι εἶπε στούς Ἰουδαίους: «Ἐγώ δέν βρίσκω καμιά ἐνοχή στόν ἄνθρωπο αὐτό». Καί ἐπειδή ἤθελε νά τόν ἐλευθερώσει τούς εἶπε: «Ὑπάρχει σέ σᾶς συνήθεια νά ἐλευθερώνετε ἕνα κακοῦργο· ἀκοῦστε με λοιπόν· θά ἐλευθερώσω γιά χάρη σας ἕνα, στόν ὁποῖο δέν βρίσκω καμιά ἐνοχή». Κι αὐτοί μέ δυνατές φωνές ζήτησαν νά ἐλευθερωθεῖ ὁ φονιᾶς (Βαραββᾶς), ἐνῶ κραύγαζαν: «Σταύρωσον» γι’ Αὐτόν πού ἦλθε γιά νά τιμωρήσει τούς ἀσεβεῖς, σάν κι αὐτούς. Τότε ὁ Πιλάτος ἀφοῦ μαστίγωσε τόν Ἰησοῦ, Τόν παρέδωσε γιά νά σταυρωθεῖ.
Μαστιγώθηκε ὁ Κύριος, γιά νά μᾶς λυτρώσει ἀπό τά διαβολικά δεσμά καί μαστίγια. Φόρεσε ὁ Κύριος τό ἀκάνθινο στεφάνι στό κεφάλι Του, γιά νά διαλύσει τήν σέ βάρος μας κατάρα. Σταυρώθηκε ἐπάνω στό ξύλο τοῦ σταυροῦ, γιά νά διαλύσει τήν ἁμαρτία πού διαπράχθηκε διά τῆς βρώσεως τοῦ ξύλου στόν Παράδεισο τῆς Ἐδέμ. Διά τοῦ ξύλου (τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ) ἔβγαλε ὁ σατανᾶς τόν Ἀδάμ ἔξω ἀπό τόν Παράδεισο, καί ὁ Κύριος ἀνέδειξε τόν ἐκ δεξιῶν Του ληστή πολίτη τοῦ Παραδείσου διά τοῦ ξύλου τοῦ σταυροῦ. Κατά τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ ὁ Ἀδάμ ἐκδιώχθηκε ἀπό τόν Παράδεισο, διότι παρήκουσε τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου. Κατά τήν ὥρα τοῦ δειλινοῦ ὁ ληστής ὁδηγήθηκε μέσα στόν Παράδεισο ὑπακούοντας στή φωνή τοῦ Δεσπότου.
Ὅταν λοιπόν ὁ διάβολος εἶδε ὅτι ὅλα ἔγιναν ὅπως τά σχεδίασε καί τά οἰκονόμησε ὁ Θεός καί ὅλα τά σημεῖα πού ἔλαβαν χώρα κατά τήν Σταύρωση τοῦ Κυρίου, ὅταν δηλαδή εἶδε τόν ἥλιο νά σκοτίζεται, τή γῆ νά σείεται, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ νά σχίζεται καί ὁ ἴδιος μέ ὅλα αὐτά νά γελοιοποιεῖται, πῆγε στόν ᾃδη καί τοῦ εἶπε: « Ἀλλοίμονο τόν ταλαίπωρο, ἔγινα περίγελο. Βοήθησέ με, γιατί ἔχω ἐξευτελιστεῖ. Ἄς κλείσουμε τίς πόρτες, γιά νά μήν εἰσέλθει ἐδῶ κάτω. Ἀσφάλισε τίς θύρες μέ ἀμπάρες, κι ἄς προβάλουμε ἀντίσταση μέ ὅλη μας τή δύναμη, ὥστε νά μην Τόν δεχθοῦμε. Ἔτρεξε λοιπόν ὁ ᾃδης καί ἔκλεισε καλά τίς θύρες καί ἀσφάλισε τούς σιδερένιους μοχλούς. Μά νά, ὁ Κύριος ἔφθασε μπροστά στίς πύλες τοῦ ᾃδη καταδιώκοντας τόν διάβολο, ἐνῶ ἔτρεχαν μπροστά Του οἱ ἀγγελικές Δυνάμεις. Καί ὅταν ἔφθασαν μπροστά στίς κλεισμένες πύλες οἱ ἀγγελικές Δυνάμεις φώναξαν καί εἶπαν: «Ἀνοῖξτε τίς πύλες ἐσεῖς πού ἐξουσιάζετε στόν ᾃδη καί πεταχθεῖτε μακρυά ἀπό τή θέση σας οἱ πύλες πού γιά αἰῶνες εἶσθε κλειστές, γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης». Καί ἀπάντησε ἀπό μέσα ὁ ᾃδης: «Ποιός εἶναι αὐτός ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης;». Καί πάλι οἱ Δυνάμεις τῶν ἀγγέλων τοῦ εἶπαν: «Ὁ Παντοδύναμος Κύριος καί ἐξουσιαστής ὅλων τῶν Δυνάμεων, αὐτός εἶναι ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης». Ὁ ᾃδης τότε ρώτησε: «Ποιός εἶναι αὐτός γιά τόν ὁποῖο μιλᾶτε; Κι ἄν εἶναι τέτοιος πού λέτε, τί ζητάει ἐδῶ; Γιατί ἄφησε τόν οὐρανό καί κατέβηκε ἐδῶ στόν ᾃδη;». Καί οἱ ἀγγελικές Δυνάμεις τοῦ ἀπάντησαν: «Ἀκριβῶς ἐπειδή εἶναι ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης, ἦλθε γιά νά δέσει καί γιά νά σοῦ παραδώσει αὐτόν πού λόγῳ τῆς ἀνταρσίας του ἐναντίον τοῦ Θεοῦ καταδίκασε τόν ἑαυτό του. Ἦλθε ἀκόμη γιά νά ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια σου τούς στρατιῶτες Του καί ἀγωνιστές Του καί νά τούς ἐπαναφέρει κοντά Του. Πῆρε ἀκολούθως τόν λόγο ὁ ᾃδης καί εἶπε στόν διάβολο: «Τρικέφαλε Βεελζεβούλ, ἐσύ πού ἐξέπεσες ἀπό τήν τάξη τῶν ἀγγέλων, περίγελο τῶν ἁγίων, ἀδύναμε, ἐσύ πού κρύβεσαι ἀπό τό φῶς, δέν σοῦ εἶπα· Μήν πολεμήσεις μαζί Του; Νά λοιπόν, τώρα βρίσκονται μπροστά σου ὅσα σοῦ προεῖπα. Καί τί κάνεις, ἄθλιε; Γιατί παρήκουσες τά λόγια μου; Κοίταξε, ἦλθε γιά νά σέ ἀναζητήσει καί νά σέ δέσει καί μαζί μέ σένα γίνομαι αἰχμάλωτος κι ἐγώ. Ἄν ἔχεις τή δύναμη βγές νά Τόν συναντήσεις. Γιατί ἐγώ δέν μπορῶ νά σέ βοηθήσω». Καί ὁ διάβολος ἀπάντησε στόν ᾃδη: «Λυπήσου μέ ὡστόσο. Μήν ἀνοίξεις. Μερικές φορές ἀλλάζει γνώμη. Τώρα ἀγωνίσου γιά χάρη μου, ἄν καί ξεγελάστηκα. Γιατί ποιός δέν ξεγελιέται ἀπό τά τέτοιου εἴδους λόγια Του; Ἄλλοτε δηλαδή ἔλεγε ἀπό φόβο πρός τόν θάνατο: Εἶναι περίλυπη ἡ ψυχή μου μέχρι σημείου πού νά κινδυνεύω νά πεθάνω ἀπό τή λύπη μου. Ἄλλοτε ἱκέτευε τόν Πατέρα Του λέγοντας: Πατέρα μου, ἄν εἶναι δυνατόν, ἄς μήν πιῶ αὐτό τό ποτήρι. Αὐτά τά λόγια Του μέ ξεγέλασαν». Κι ὁ ᾃδης ἀπάντησε: «Ἔτσι νόμιζα κι ἐγώ ὁ ἄθλιος, ὅτι δηλαδή λυπᾶται, γιατί φοβᾶται τόν θάνατο».
Κι ἐνῶ αὐτοί ἔλεγαν αὐτά τά λόγια, οἱ Δυνάμεις τῶν ἀγγέλων ἔλεγαν ἐπίμονα: «Ἀνοῖξτε τίς πύλες ἐσεῖς πού ἐξουσιάζετε στόν ᾃδη καί πεταχθεῖτε μακρυά ἀπό τή θέση σας οἱ πύλες, πού γιά αἰῶνες εἶσθε κλεισμένες, γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης». Καί οἱ Προφῆτες ὅταν ἄκουσαν τίς φωνές τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, χαίρονταν καί ἀγάλλονταν. Ὁ Προφήτης Ἰωάννης ἔλεγε: Δέν σᾶς εἶπα ὅτι θά ἔλθει ὁ Χριστός καί θά μᾶς βγάλει ἀπό τόν ᾃδη; Ὅλοι ἔνιωθαν βαθειά εὐχαρίστηση καί χαρά καί ἔλεγαν στόν ᾃδη: Ἄνοιξε τίς πύλες σου, γιά νά εἰσέλθει ὁ Βασιλεύς τῆς δόξης. Ὁ ᾃδης ὅμως δέν μποροῦσε νά ἀνεχθεῖ αὐτά πού ἄκουγε. Καί ἀπαντώντας ὁ Προφήτης Δαυῒδ εἶπε: Ἀφῆστε τον. Διότι πρέπει μέσῳ ἐμοῦ νά πραγματοποιηθεῖ ἡ προφητεία. Γιατί ὅταν βρισκόμουν στή γῆ, προεῖπα αὐτό πού τώρα συμβαίνει, ὅτι δηλαδή δέν θά ἀνοίξει ὁ ᾃδης ἀπό μόνος του τίς πύλες καί εἶπα προφητεύοντας: «Ὁ Κύριος πού συντρίβει τούς ἀντιπάλους Του στούς πολέμους, ὁ Κύριος συνέτριψε τίς χάλκινες πύλες τοῦ ᾃδη κι ἔσπασε τίς σιδερένιες ἀμπάρες».
Καί ἀμέσως ἔφθασε ὁ Κύριος καί συνέτριψε τίς πύλες καί ἔσπασε τίς ἀμπάρες καί καταπάτησε τίς δαιμονικές δυνάμεις τοῦ ᾃδη καί κατέπαυσε τίς ὀδύνες τοῦ θανάτου, καί τσάκισε τά κεντριά τοῦ ᾃδη καί ἔτσι πραγματοποιήθηκε αὐτό πού εἶχε γραφεῖ: «Ποῦ εἶναι ᾃδη ἡ νίκη σου; Ποῦ εἶναι, θάνατε, τό κεντρί σου;». Τόν συνάντησαν οἱ Προφῆτες μέ χαρά καί ἀγαλλίαση, ὑμνολογώντας καί λέγοντας: «Ἄς εἶναι εὐλογημένος αὐτός πού ἔρχεται ἀπεσταλμένος ἀπό τόν Κύριο ὡς ἐκπρόσωπός Του. Δόξα καί τιμή στόν Θεό ἀπό τούς ἀγγέλους Του πού βρίσκονται στόν οὐρανό». Τότε ἔπιασε ὁ Κύριος τόν διάβολο καί τόν ἔδεσε μέ δεσμά πού δέν λύνονται καί τόν κατέβασε στά ὑπόγεια μέρη τοῦ ᾃδη καί ἔστρωσε ἀπό κάτω ἄσβεστη φωτιά καί ἀκοίμητους σκώληκες. Καί βρίσκεται ὁ ᾃδης κλεισμένος ἐκεῖ κάτω κλαίοντας καί στενάζοντας.
Ὁ Κύριος ὅμως, ἀφοῦ πῆρε ὅλους τούς Προφῆτες, τούς ἔβγαλε ἔξω ἀπό τόν ᾃδη λέγοντας: «Πηγαίνετε στόν Παράδεισο». Κι αὐτοί χαρούμενοι πήδηξαν ἔξω ἀπό τόν ᾃδη. Πρῶτος πήδηξε ἔξω ὁ Δαυῒδ καί παίζοντας τήν κιθάρα του ἔλεγε γεμάτος χαρά: «Ἐλᾶτε νά χαροῦμε πού ὁ Κύριος μᾶς ἔβγαλε ἀπό τόν ᾃδη. Ἄς φωνάξουμε χαρούμενοι εὐχαριστώντας τόν Θεό τόν Σωτῆρα μας». Γιατί ὁ Βασιλιάς μας νίκησε, ἀφοῦ πολέμησε γιά χάρη μας. Καί ὅλοι ἀποκρίθηκαν μέ τό Ἀλληλούϊα. Καί ἔτσι πάρα πολύ χαρούμενοι ἔτρεχαν πρός τόν Παράδεισο.
Καί μόλις μπῆκαν ἐκεῖ μέσα, βρῆκαν τόν ληστή, καί ξαφνιάστηκαν καί τόν ρωτοῦσαν: Ποιός σέ ἔφερε ἐδῶ μέσα; Ποιός σοῦ ἄνοιξε τίς πόρτες τοῦ Παραδείσου; Καί τί σπουδαῖο ἔκανες καί μπῆκες ἐδῶ πρίν ἀπό μᾶς; Μήπως μπῆκες γιά νά κάνεις κι ἐδῶ ληστεία; Μήπως βρίσκεσαι ἐδῶ, γιά νά κλέψεις ὅ,τι βρεῖς ἐδῶ μέσα; Δέν σοῦ ἦταν ἀρκετά τά ἐπίγεια καί θέλεις νά ἁρπάξεις καί τά ἐπουράνια; Πές μας, ποιός σέ ὁδήγησε ἐδῶ μέσα; Δέν σέ φθονοῦμε γιατί μπῆκες στόν Παράδεισο, ἀλλά ζητοῦμε νά μάθουμε γιά ποιό λόγο μπῆκες. Καί ὁ ληστής τούς ἀπάντησε: Δέν εἶμαι ἄξιος νά μπῶ ἐδῶ λόγῳ τῶν ἔργων μου. Ἀλλά ὁ φιλάνθρωπος καί ἐλεήμων Δεσπότης μέ ἔβαλε ἐδῶ μέσα. Γιατί ἐγώ δέν ἔχω κανένα καλό. Γι’ αὐτό καί οἱ Ἰουδαῖοι μέ καταδίκασαν σέ θάνατο, γιά νά πεθάνω μαζί μέ τόν ἀθάνατο Βασιλέα. Κι ἐνῶ ἤθελαν νά μέ σκοτώσουν, μᾶλλον μοῦ ἔδωσαν ζωή σταυρώνοντάς με μαζί μέ τόν Χριστό. Καί ἐγώ, ὅταν εἶδα τά σημεῖα πού ἔλαβαν χώρα ἐπί τοῦ σταυροῦ καί ὅταν κατάλαβα ὅτι ἦταν Υἱός τοῦ Θεοῦ, φώναξα μέ φωνή μεγάλη καί εἶπα: «Θυμήσου με, Κύριε, ὅταν θά ἐπανέλθεις μέ τήν δόξα καί τή δύναμη τῆς Βασιλείας Σου». Καί ἀμέσως, ἀφοῦ δέχθηκε τήν ἱκεσία μου, μοῦ εἶπε: «Ἀλήθεια σοῦ λέω, σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο. Καί ἄν σέ ἐμποδίσει ἡ φλογίνη ρομφαία νά εἰσέλθεις, δεῖξε της τό βασιλικό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί θά σοῦ ἀνοίξει τίς πόρτες». Ἦλθα λοιπόν καί ἀμέσως, μόλις μέ εἶδε ἡ φλογίνη ρομφαία πού φυλάγει τόν Παράδεισο, ἔκλεισε τίς θύρες. Τότε ἐγώ εἶπα ὅτι ὁ Βασιλεύς, ὁ ὁποῖος τώρα σταυρώθηκε, Αὐτός μέ ἔστειλε. Ἔδειξα μάλιστα τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἀμέσως μοῦ ἄνοιξε. Ὅταν ὅμως μπῆκα μέσα στόν Παράδεισο, δέν βρῆκα κανένα ἄλλο καί τά ἔχασα καί μονολογοῦσα: Ποῦ εἶναι ὁ Ἀβραάμ καί ὁ Ἰσαάκ καί τό ὑπόλοιπο πλῆθος τῶν ἁγίων Προφητῶν; Καί ἐνῶ ἀποροῦσα καί συλλογιζόμουν, παρουσιάσθηκαν ξαφνικά μπροστά μου, στά δεξιά μέρη τῆς ἀνατολῆς, δύο ἄνδρες πολύ μεγάλης ἡλικίας μέ θαυμάσια μορφή καί ἐκλεκτό πρόσωπο. Καί μέ ρώτησαν καί μοῦ εἶπαν: Ποιός εἶσαι σύ; Ὁ Ἀβραάμ δέν εἶσαι· γιατί ἐκείνου ἡ ἐμφάνιση ἦταν ἱερατική. Ὁ Μωϋσῆς δέν εἶσαι. Ἐκεῖνος εἶχε ἀδύναμη φωνή καί ἦταν βραδύγλωσσος, ἐνῶ ἡ δική σου φωνή εἶναι δυνατή. Ἐσύ ποιός εἶσαι; Μᾶς φαίνεσαι ληστής, γιατί καί ἡ ἐμφάνισή σου μοιάζει μέ ἐμφάνιση ληστῆ. Ὁμολόγησα τότε ὅτι εἶμαι ληστής καί ὅτι ἐδῶ μέ ἔφερε ὁ Κύριος τοῦ Παραδείσου, διότι Τόν συνόδευσα στόν θάνατο, τόν ὁποῖο ὑπέμεινε γιά χάρη μας. Ἀκολούθως τούς εἶπα: Σᾶς παρακαλῶ, ἐσεῖς ποιοί εἶσθε; Ὁ ἕνας ἀπό αὐτούς ἀπάντησε τότε καί μοῦ εἶπε: Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἠλίας ὁ Θεσβίτης. Ἕνα πύρινο ἅρμα μέ ἔφερε ἐδῶ καί δέν εἶδα ἀκόμη τόν θάνατο, κι αὐτός πού εἶναι μαζί μου εἶναι ὁ Ἐνώχ, ὁ ὁποῖος μέ ἐντολή Θεοῦ μετατέθηκε ἐδῶ.
Οἱ Προφῆτες ὅταν ἄκουσαν αὐτά ἀπό τόν ληστή, δόξασαν τόν Θεό γιά τήν τόσο μεγάλη δωρεά πού δόθηκε στούς ἁμαρτωλούς. Ἐνῶ ὁ Κύριος, ἀφοῦ ἀπογύμνωσε τόν θάνατο ἀπό τά ὅπλα του καί πάτησε τόν ᾃδη καί μέ τό ξύλο τοῦ σταυροῦ θεράπευσε τό ἁμάρτημα τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι γεύθηκαν τόν καρπό τοῦ ξύλου τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ, καί κομμάτιασε τίς πύλες, καί συνέτριψε τίς ἀμπάρες, καί ἔδεσε τόν διάβολο, καί ἐλευθέρωσε τόν κόσμο, τούς ἔφερε ὅλους ἐπάνω στόν οὐρανό, ἀφοῦ ἀναστήθηκε ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄς ὑμνήσουμε λοιπόν τόν σαρκωθέντα Κύριο, ἄς δοξάσουμε τόν σταυρωθέντα, ἄς εὐχαριστήσουμε τόν ἀναστάντα, γιά νά βγάλει καί μᾶς ἔξω ἀπό τό σκοτάδι τῶν ἁμαρτιῶν μας καί νά μᾶς καταστήσει κληρονόμους τῆς Βασιλείας Του. Γιατί σ’ Αὐτόν ἁρμόζει ἡ τιμή καί ἡ προσκύνηση μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
(PG 62, 721-724)