Τήν Πρωτοχρονιά ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει καί τή μνήμη τοῦ μεγάλου Βασιλείου. Τέλειος μεταξύ τῶν τελείων, ὀνομάσθηκε πανεπιστήμονας, ἰατρός, φιλόσοφος, θεολόγος, νομικός, ἀσρονόμος, φυσικός, μαθηματικός, ρήτορας, ἐπίσκοπος, ἀσκητής, διδάσκαλος, συγγραφέας, φιλόπτωχος, ἀσθενής, δυνατός, φωτισμένος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός τόν ὀνομάζει «σπουδαιότερο τῶν ἀνθρώπων τοῦ αἰῶνος του».
Γεννήθηκε στήν Καισάρεια τῆς Καππαδοκίας τό 330 ἀπό γονεῖς εὔπορους κι εὐπαίδευτους. Πρόκειται γιά ἁγία οἰκογένεια. Ἡ μητέρα του Ἐμμέλεια κι ἡ ἀδελφή του Μακρίνα γίνονται μοναχές. Ὁ ἀδελφός του Ναυκράτιος μοναχός. Τ’ ἀδέλφια του Πέτρος καί Γρηγόριος κι ὁ ἴδιος γίνονται ἐπίσκοποι.
Στήν Ἀθήνα πού σπουδάζει μέ τό φίλο του, μετέπειτα ἐπίσκοπο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, δύο μόνο δρόμους ἤξεραν, τῆς ἐκκλησίας καί τῆς σχολῆς. Τή ρητορική τέχνη ἀσκεῖ γιά λίγο καί σύντομα ἀποτραβιέται στήν ἐράσμια ἡσυχία τοῦ Πόντου, ὡς μοναχός, πρός συνεχή μελέτη καί ὕμνηση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ὅταν ἡ Ἐκκλησία τόν καλεῖ, πού κινδύνευε ἀπό τήν ἀρειανική αἵρεση, πρόθυμα τήν ἀκολουθεῖ κι ἄξια καθίσταται ἐπίσκοπος Καισάρειας.
Ἀληθινός ποιμένας, κατηρτισμένος κι ἐνάρετος, σοφός καί ταπεινός, ἀγέρωχος κι ἀκούραστος, φιλόθεος καί φιλάνθρωπος, ὑπομονετικός καί φιλάσθενος. Ὁ θάνατος τόν βρῆκε ἐργαζόμενο καί προσευχόμενο τήν 1.1.379, στήν ἡλικία τῶν 49 ἐτῶν. Ὁ βοηθημένος πολύ πιστός λαός δίκαια ἦταν ἀπαρηγόρητος. Ὁ Μ. Βασίλειος πράγματι τήν πράξη βρῆκε ὡς θεωρίας ἐπίβαση. Σπάνιος ἐκκλησιαστικός κήρυκας, ἄφθαστος θεολόγος, ποιμένας, πατέρας καί διδάσκαλος καταπληκτικός, δραστήριος, διοργανωτικός, προνοητικός κι ἀσυμβίβαστος. Τό μεγάλο ἔργο του ἔχει βάση τή μελέτη, τήν προσευχή, τή βιωματική ἐμπειρία, ἀπ’ ὅπου λαμβάνει τήν ἔμπνευση. Ὑπέρ ποτέ ἄλλοτε σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας ἔχει μεγάλη τήν ἀνάγκη τέτοιων φλογερῶν ὅσο καί νηφάλιων ποιμένων.
Ὁ ἐπίκαιρος ἑορταστικός διάκοσμος τόν θέλει τόν ἅγιο γέροντα ἀσπρομάλλη, παχουλό, ροδοκόκκινο, μέ γοῦνες καί κόκκινα κι ἄσπρα ροῦχα, ὅπως τά χρώματα τῆς κόκα κόλα. Ὅμως διόλου δέν εἶναι αὐτός ὁ ἅγιος Βασίλειος. Ὁ ἅγιος ἦταν ἰσχνός κι ὠχρός, ἀπό τήν ἄσκηση καί τήν ἀσθένεια, μόλις πού ἄρχιζαν ν’ ἀσπρίζουν τά γένεια του, ἀφοῦ ἐκοιμήθη μόλις 49 ἐτῶν, καί τά ροῦχα του, ὅταν δέν ἱερουργοῦσε, ἦταν σκουρόχρωμα, ἁπλά, λιτά καί καθαρά. Ὁ φορτωμένος δῶρα σύγχρονος Ἁη – Βασίλης εἶναι φερμένος ὄχι ἀπό τήν ἁγιοτρόφο Ἀνατολή ἀλλά ἀπό τή Δύση τῆς εὐμάρειας καί τῆς καλοπέρασης, ἀπό τή Β. Εὐρώπη, κι εἶναι ὁ Σάντα Κλάους, πού ἀναφέρεται στόν ἅγιο Νικόλαο, κι ἀντιλαμβάνεσθε τή σύγχυση... Ἔτσι, ὁ ἀσκητής ἐπίσκοπος μετατρέπεται σέ χαμογελαστό παππού, πού μοιράζει δῶρα μέσα στά χιόνια μ’ ἕλκυθρα καί ὁ πραγματικός γίνεται φανταστικός, γιά νά ἱκανοποιήσει προγράμματα πλήρους ἐμπορευματοποιήσεως τῶν ἑορτῶν, ὄχι μέ ψυχαγωγία τῶν ἀργιῶν, ἀλλά μέ διασκέδαση, ταξίδια, φαγητά, λιχουδιές καί φῶτα, κι ὁ ἄνθρωπος κι ὁ Ἕλληνας Ὀρθόδοξος νά μένει ἀνεόρταστος, μέ Χριστούγεννα δίχως Χριστό, μέ πολλά φῶτα ἀλλ’ ὄχι ἐσώτατο φωτισμό, καί νά σηκώνεται ἀπό τό τραπέζι πάλι πεινασμένος καί διψασμένος, καί νά ἄγχεται καί στήν ἔναρξη τοῦ νέου ἔτους καί νά σκέφτεται πῶς θά περάσει ἕνα ἔτος ἀκόμη...
Στά καππαδοκικά κάλαντα ψάλλεται: «Καί νέον ἔτος ἀριθμεῖ, ἡ τοῦ Χριστοῦ Περιτομή, κι ἡ μνήμη τοῦ Ἅγίου καί Μεγάλου Βασιλείου. Τοῦ χρόνου μας καλή ἀρχή καί ὁ Χριστός μᾶς προσκαλεῖ, τήν κακία ν’ ἀρνηθῶμεν μ’ ἀρετάς νά στολισθῶμεν, νά ζῶμεν βίον τέλειον κατά τό εὐαγγέλιον, μέ ἀγάπην καί εἰρήνην καί μέ τήν δικαιοσύνην». Ὁ ἅγιος Βασίλειος ἄς πρεσβεύει. Σᾶς τό εὔχομαι ἐγκάρδια.