Ἀπό τότε πού ὁ μέγιστος τῶν Ἑλλήνων ποιητῶν, ὁ Ὅμηρος, ἔψαλλε τά «κλέα» τῶν Παναχαιῶν στήν Ἰωνία, σφραγίστηκε ἐκεῖ ἡ ἑλληνικότητα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί τοῦ Εὔξεινου Πόντου. Στήν ἴδια μαρτυρική περιοχή ὁ μεγάλος ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν, Παῦλος, ἔσπειρε τό Εὐαγγέλιο καί ἵδρυσε τίς πρῶτες χριστιανικές ἐκκλησίες, στίς ὁποῖες ἀναφέρονται κάποιες ἀπό τίς Ἐπιστολές του, ἀλλά καί οἱ ἑφτά ἐπιστολές τῆς Ἀποκαλύψεως. Στή Μικρά Ἀσία, ἐπίσης, συνῆλθαν οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι.
Ἐκεῖ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Εὐγένιος ὁ Τραπεζούντιος στίς 21 Ἰανουαρίου 292 μέ διαταγή τοῦ τοπικοῦ ἄρχοντα Λυσία. Ἐκεῖ ἄθλησαν οἱ ἐν Ἀμορίῳ 42 μάρτυρες, τούς ὁποίους τιμοῦμε στίς 6 Μαρτίου. Ἐκεῖ, στά παγωμένα νερά τῆς λίμνης Σεβάστειας, ἄφησαν τήν τελευταία τους πνοή οἱ 40 μάρτυρες, τούς ὁποίους γιορτάζουμε στίς 9 Μαρτίου. Στήν Καππαδοκία τόν Δ´ αἰώνα, γεννήθηκαν καί ἀνδρώθηκαν οἱ τρεῖς μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ Μέγας Βασίλειος, ἐπίσκοπος Καισαρείας, ὁ ἀδελφός του Γρηγόριος, ἐπίσκοπος Νύσσης, καί ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, πού ἀναδείχθηκε ἀρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Ἐκεῖ γεννήθηκαν κι ἔδρασαν σπουδαῖες μορφές τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ἡ ἁγία Νίνα, πού ἐκχριστιάνισε τήν Γεωργία τοῦ Καυκάσου, ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, ὁ ἅγιος Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος, ὁ ὁποῖος γεννήθηκε στήν Καππαδοκία καί μαρτύρησε στά τέλη τοῦ 3ου αἰώνα μ.Χ. στήν Παλαιστίνη, ἡ ἁγία Εἰρήνη Χρυσοβαλάντου, ὁ ἅγιος Ἀμφιλόχιος Ἰκονίου, ὁ ἅγιος Βλάσιος, ὁ ἅγιος Ζήνων καί πολλοί ἄλλοι.
Ἀπό Ἕλληνες Μικρασιάτες τοῦ Ἰκονίου γεννήθηκε ὁ ἐθνοΐερομάρτυρας ἐπίσκοπος Γρεβενῶν Αἰμιλιανός Λαζαρίδης, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε τό 1911 ἔξω ἀπό τά Γρεβενά. Τή χορεία τῶν Ἁγίων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας συμπληρώνουν οἱ Ἐθνοϊερομάρτυρες Ἐπίσκοποι, πού μαρτύρησαν τό 1922 ἀρνούμενοι νά ἐγκαταλείψουν τό ποίμνιό τους, ὁ Σμύρνης Χρυσόστομος, ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος, ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος, ὁ Ἰκονίου Προκόπιος καί ὁ Ζήλων Εὐθύμιος, ὁ ἥρωας τοῦ Ποντιακοῦ ἀγώνα.
Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 1922 παίχθηκε ἐκεῖ ἡ τελευταία πράξη τῆς μεγαλύτερης τραγωδίας τοῦ σύγχρονου Ἑλληνισμοῦ. Σήμερα -100 χρόνια μετά- δέν μποροῦμε παρά νά μελετοῦμε τίς τελευταῖες στιγμές, τά μαρτύρια τῶν προγόνων μας, τόν ὄλεθρο καί τόν θρῆνο στά μάτια τῶν προσφύγων, τή θυσία τῶν ἡρώων καί τῶν ἁγίων πού διδάσκουν ὅτι «ἡ ψυχή δέν λησμονάει / πώς ἐπλάσθη ἑλληνική».
Τελευταῖος Μητροπολίτης τῆς πολύπαθης καί πολύκλαυστης Σμύρνης, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος Καλαφάτης. Ὅταν ὅλοι οἱ στρατιωτικοί καί πολιτικοί παράγοντες τήν ἐγκαταλείπουν ἀπροστάτευτη, ὁ μόνος πού δέν ἀποχωρεῖ εἶναι ὁ μάρτυρας Μητροπολίτης. Ὁ «ἀρχιεπίσκοπος» τῶν παπικῶν στίς 25 Αὐγούστου τοῦ ἐξασφαλίζει θέση σέ ἀτμόπλοιο πού ἀναχωρεῖ καί τόν ἐξορκίζει νά ἐγκαταλείψει τήν καταδικασμένη πόλη, γιά νά γλυτώσει ἀπό τήν ὀργή τῶν Τούρκων· ὁ Μητροπολίτης, ὅμως, ἀτάραχος ἀπαντᾶ: «Παράδοσις τοῦ ἑλληνικοῦ κλήρου ἀλλά καί χρέος τοῦ καλοῦ ποιμένος εἶναι νά παραμείνη μέ τό ποίμνιόν του».
Γιά τίς τελευταῖες ὧρες τῆς Σμύρνης καί τό μαρτυρικό τέλος τοῦ Μητροπολίτη Χρυσοστόμου ὁ πολεμικός ἀνταποκριτής Κώστας Μισαηλίδης γράφει: «Ὁ δρόμος ἀπό τήν πλατεῖα τοῦ Διοικητηρίου ὡς τήν πλατεῖα Ἰκί Τσεσμέ ἀγρίεψε ἀπό τό μαρτύριο τοῦ καινούργιου αὐτοῦ Ἐθνομάρτυρα. Τοῦ ἔβγαλαν μέ ξιφολόγχη τά μάτια, τοῦ ἔκοψαν τά αὐτιά καί τή γλῶσσα. Τόν ἔσυραν ἀπό τά γένια καί τά μαλλιά. Γύρω ἀπό τό σῶμα του ἔστησεν ἡ ἀπάνθρωπη, ἡ ἀφάνταστα βάρβαρη τουρκική μανία τόν πιό φρικτό χορό. Δέν ἄφησαν τίποτε τό σκληρό καί τό ἐξευτελιστικό πού νά μήν τό κάμουν στό ἀφανισμένο καί μισοσκοτωμένο κορμί τοῦ Χρυσοστόμου…
Τό πρόσωπό του τό κατάχλωμο, τό σκεπασμένο μέ αἷμα τῶν ματιῶν του, εἶχε συνεχῶς ἐστραμμένο πρός τόν οὐρανό καί διαρκῶς ἔλεγε “Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι”. Ὅταν μποροῦσε, ὕψωνε τό δεξί του χέρι καί εὐλογοῦσε τούς διῶκτες του. Κάποιος ἀναγνωρίζει τή χειρονομία καί μέ τό τρομερό μαχαίρι τοῦ κόβει καί τά δυό χέρια τοῦ Δεσπότη. Ἐκεῖνος σωριάστηκε στή ματωμένη γῆ μέ στεναγμό πού φαινόταν ὅτι ἦταν μᾶλλον στεναγμός ἀνακουφίσεως παρά πόνου. Ἕνας στρατιώτης τόν ἀποτελείωσε μέ δυό σφαῖρες στό κεφάλι».
Τήν ἴδια περίοδο, μαζί μέ τόν Χρυσόστομο, θυσιάζεται γιά τόν Χριστό καί τήν Ἑλλάδα καί ὁ Κυδωνιῶν Γρηγόριος. Εἶχε διατελέσει πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης, ἱεροκήρυκας καί τοποτηρητής τῆς Μητροπόλεως Δράμας. Τό 1905 ἔπεσε σέ ἐνέδρα Βουλγάρων κομιτατζήδων, «ἀλλ’ ἐσώθη, ὡς ἐκ θαύματος».
Μετατέθηκε στή Μικρά Ἀσία, ὅπου καί συνέχισε ἀόκνως τήν ἐθνική του δράση. Τό 1918, μετά τόν ἐκτοπισμό τῶν γενναίων Ἑλλήνων Κυδωνιατῶν, ὁ Μητροπολίτης Γρηγόριος φυλακίσθηκε στίς Κυδωνίες γιἀ τρεῖς μῆνες καί στή συνέχεια στή Σμύρνῃ γιά ἕνα ἑξάμηνο, μέχρις ὅτου παραπέμφθηκε στό Γ΄ Τουρκικό Στρατοδικεῖο Σμύρνης, «ἵνα δικαστῇ διά τήν Ἑλληνοπρεπῆ καί πατριωτικήν του στάσιν. Διασωθείς τότε, ἐπέπρωτο νά μαρτυρήση ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας καί τοῦ Ἑλληνικοῦ γένους κατά τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν τοῦ 1922». Ὁ Γρηγόριος ἀρνήθηκε νά ἐγκαταλείψει τό ποίμνιό του, παρότι ἀμερικανικό πλοῖο ἔφθασε στίς Κυδωνίες, γιά νά τόν παραλάβει· «Ἐφόσον καί ἕνας ἀκόμη ἐκ τῶν πιστῶν τοῦ ποιμνίου μου εὑρίσκεται ἐδῶ, θά μείνω καί ἐγώ», δηλώνει. Τόν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι καί τόν ἔθαψαν ζωντανό μέ τριάντα ὀχτώ ἱερεῖς του.
Ἄλλος μάρτυρας τῆς θηριωδίας τῶν Τούρκων εἶναι ὁ Μοσχονησίων Ἀμβρόσιος. Τό 1909 προσλήφθηκε ἀπό τόν Σμύρνης Χρυσόστομο ὡς βοηθός ἐπίσκοπος. «Ἐν Σμύρνῃ ἐπεδείξατο διαγωγήν ἀρίστην καί σύνεσιν σπανίαν ἰδίᾳ κατά τόν πανευρωπαϊκόν πόλεμον, ὅτε ἀνεπλήρου τόν εἰς Κωνσταντινούπολιν ἐξορισθέντα Χρυσόστομον». Τό 1919 ἐκλέχτηκε μητροπολίτης Μοσχονησίων. Τόν Αὔγουστο τοῦ 1922 τόν συνέλαβαν οἱ Τοῦρκοι καί τόν ἔστειλαν στίς Κυδωνίες καί ἀπό ἐκεῖ μέ τά πόδια στό Ἀρδαμύττιο.
Κατά τή διαδρομή οἱ Τοῦρκοι τόν ἐκτέλεσαν μέ ἐννέα ἱερεῖς τῆς συνοδείας του.
Ἐπίσης ὁ Ἰκονίου Προκόπιος εἶναι ἕνα ἀκόμα θῦμα αὐτῆς τῆς περιόδου. Ἐργάσθηκε μέ πολύ ζῆλο, ἵδρυσε πολλά σχολεῖα καί πολλές ἐκκλησίες στήν ἐπαρχία Ἰκονίου. Γιά τίς πατριωτικές κινήσεις του ἔγινε στόχος τῶν νεοτούρκων σωβινιστῶν. Τόν συνέλαβαν, τόν καταδίκασαν σέ θανατο· τελικά, ὅμως, πέθανε μαρτυρικά στίς φυλακές.
Κατά τή Μικρασιατική Καταστροφή μαρτύρησαν 347 κληρικοί. Θανατώθηκαν ἐπίσης 50.000 Σμυρναῖοι, 4.000 Ἀϊβαλιῶτες, 3.500 Φωκαεῖς, 3.361 Περγαμηνιῶτες, 6.000 Μοσχονησιῶτες καί πολλοί ἄλλοι ἀκόμη, ἀνάμεσά τους καί μικρά παιδιά.
Τιμοῦμε ὅλους αὐτούς τούς μάρτυρες, λιτανεύουμε τίς μνῆμες τους, ἀναβαπτιζόμαστε ἀπό τή μελέτη τοῦ ἡρωισμοῦ τους. Εἶναι χρέος ἐθνικό. Τό ἐπιβάλλουν τά ἐρείπια τῶν 356 ἑλληνικῶν πόλεων καί οἱ 7.000 οἰκισμοί μέ ἑλληνικά ὀνόματα στή Μικρά Ἀσία, πού προσδοκοῦν δικαίωση, μέχρις ὅτου «οἱ ἅγιοι γυρίσουν στίς ἐκκλησιές τους», μέχρις ὅτου «τά ὄνειρα λάβουν ἐκδίκηση».