Πρόλογος
Ἡ ΕΚΚΛΗΣΙΑ μας εἶναι ἀπό τή φύση της καθολική καί ἀσφαλῶς οἰκουμενική (παγκόσμια). Ἔχει ἀνοιχτή τήν ἀγκαλιά της σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, κάθε φυλῆς καί ἐποχῆς, καί τούς καλεῖ νά ἔρθουν κοντά της. Ό Χριστός, πού εἶναι ἡ κεφαλή της, ἀπευθύνει διαχρονικά στόν κόσμο τό «δεῦτε πρός με πάντες», ἐνῶ παράλληλα στέλνει τούς μαθητές του νά διδάξουν τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας «εἰς πάντα τά ἔθνη».
Αὐτή τή συστατική καί φυσική ἰδιότητα τῆς Ἐκκλησίας, τήν οἰκουμενικότητα-παγκοσμιότητα, τή διεκδικοῦν σήμερα δυό κινήματα, πού ἐκφράζουν τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς: ὁ Οἰκουμενισμός καί ἡ Παγκοσμιοποίηση.
Ἡ Παγκοσμιοποίηση προωθεῖται ἀπό ἰσχυρές πολιτικοοικονομικές δυνάμεις καί προβάλλει τό μοντέλο μιᾶς ἑνοποιημένης ἀνθρωπότητας, ἐνῶ ὁ Οἰκουμενισμός δραστηριοποιεῖται στόν θρησκευτικό χῶρο, ἐπιδιώκοντας τήν ἐκπλήρωση τοῦ ὁράματος ἑνός ἑνωμένου Χριστιανισμοῦ καί στοχεύοντας τελικά σέ μιά οἰκουμενική θρησκεία, μιά Πανθρησκεία. Στό τεῦχος τοῦτο ἐπιχειροῦμε νά σκιαγραφήσουμε τό κίνημα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ -στό ὁποῖο συμμετέχει καί ἡ Ὀρθοδοξία-, ἐπειδή αὐτό παραμένει ἄγνωστο στό εὐρύτερο πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας μας καί ἐπειδή οἱ ἐξελίξεις στούς κόλπους του προκαλοῦν ἀνησυχία καί προβληματισμό.
Ἴσως ν’ ἀκούγεται περίεργα, ἀλλά εἶναι γεγονός ὅτι σήμερα ὁ Οἰκουμενισμός ἀπειλεῖ τήν οἰκουμενικότητα τῆς Ἐκκλησίας μας, γιατί διολισθαίνει ὅλο καί περισσότερο σέ συμβιβαστικές-συγκρητιστικές τακτικές, πού ἀναιροῦν θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ὀρθοδόξου πίστεως. Καί, ἄς μήν τό λησμονοῦμε, ἡ ὀρθή πίστη εἶναι ἡ πρώτη καί κύρια προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, σύμφωνα μέ τή θεόπνευστη ἁγιοπατερική ἀπόφανση: «Ὅστις βούλεται σωθῆναι, πρό πάντων χρή αὐτῷ τήν καθολικήν κρατῆσαι πίστιν, ἥν εἰ μή τις σῴαν καί ἄμωμον τηρήσειεν, ἄνευ δισταγμοῦ, εἰς τόν αἰῶνα ἀπολεῖται» (Σύμβολο τῆς Πίστεως ἁγίου Ἀθανασίου Ἀλεξανδρείας).
Ἔτσι, λοιπόν, ἄν τό σωτήριο μήνυμα τῆς Ὀρθοδοξίας μας χαθεῖ ἀνάμεσα στά πλάνα μηνύματα τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων, γιά χάρη ἑνός οὐτοπικοῦ οἰκουμενιστικοῦ ὁράματος, τότε θά χαθεῖ καί ἡ ἐλπίδα τοῦ κόσμου.
Τί εἶναι ό Οἰκουμενισμός.
Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι μιά κίνηση, πού διακηρύσσει ὅτι ἔχει ὡς σκοπό τήν ἑνότητα τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου (Ὀρθοδόξων, Παπικῶν, Προτεσταντῶν, κ.ἄ.). Ἡ ἰδέα τῆς ἑνότητας συγκινεῖ κάθε εὐαίσθητη χριστιανική ψυχή καί ἀνταποκρίνεται στούς μύχιους πόθους της. Τήν ἰδέα αὐτή οἰκειοποιεῖται καί ό Οἰκουμενισμός. Ἀλλά τό ἑνωτικό του ὅραμα, ὅραμα κατεξοχήν πνευματικό, τό στηρίζει κυρίως πάνω στίς ἀνθρώπινες προσπάθειες καί ὄχι στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μόνο τό Ἅγιο Πνεῦμα μπορεῖ, ὅταν συναντήσει τήν ἀνθρώπινη μετάνοια καί ταπείνωση, νά κάνει αὐτό τό ὅραμα πραγματικότητα.
Ἡ ποθητή ἑνότητα, ἄν καί ὅταν συμβεῖ, δέν θά εἶναι παρά ἕνα θαῦμα τοῦ Θεοῦ.
Πότε ἐμφανίστηκε.
Οἱ ρίζες τοῦ Οἰκουμενισμοῦ πρέπει ν’ ἀναζητηθοῦν στόν προτεσταντικό χῶρο, στά μέσα τοῦ 19ου αἰ. Τότε κάποιες χριστιανικές Ὁμολογίες, βλέποντας τόν κόσμο νά φεύγει ἀπό κοντά τους λόγω τῆς αὐξανόμενης θρησκευτικῆς ἀδιαφορίας καί τῶν ὀργανωμένων ἀντιθρησκευτικῶν κινημάτων, ἀναγκάστηκαν σέ μιά συσπείρωση καί συνεργασία.
Αὐτή ἡ ἑνωτική δραστηριότητά τους ἔλαβε ὀργανωμένη πλέον μορφή, ὡς Οἰκουμενική Κίνηση, τόν 20ό αἰ., καί κυρίως τό 1948, μέ τήν ἵδρυση στό Ἄμστερνταμ τῆς Ὁλλανδίας τοῦ Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν (Π.Σ.Ε.), πού ἑδρεύει στή Γενεύη.
Θά πρέπει, βέβαια, νά σημειωθεῖ ὅτι τό Π.Σ.Ε. δέν θά μποροῦσε ποτέ νά πάρει “οἰκουμενικό” χαρακτήρα, ἀλλά θά παρέμενε ἁπλά μιά ἐνδοπροτεσταντική ὑπόθεση, ἄν δέν συμμετεῖχαν καί κάποιες τοπικές Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες. Οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἀρνήθηκαν νά συμμετάσχουν. Ἀργότερα ὅμως, χωρίς νά ἐνταχθοῦν στό Π.Σ.Ε., μπῆκαν κι αὐτοί στήν Οἰκουμενική Κίνηση. Μέ σχετικό διάταγμα τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου (1964), ἐγκαινίασαν ἕναν δικό τούς Οἰκουμενισμό πού στοχεύει στήν ἕνωση ὅλων τῶν Χριστιανῶν κάτω ἀπό τήν παπική ἐξουσία.
Ἡ συμμετοχή τῶν Ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι σημαντική ὤθηση στή δημιουργία τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως ἔδωσε καί τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως ἰδιαίτερα μάλιστα μέ τό Διάγγελμα τοῦ 1920, πού, ὅπως ἀποδείχθηκε, ἀποτέλεσε τή βάση καί τόν “Καταστατικό Χάρτη” τῆς συμμετοχῆς τῶν Ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Τό Διάγγελμα αὐτό ἦταν κάτι τό πρωτόγνωρο στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή γιά πρώτη φορά ἐπίσημο ὀρθόδοξο κείμενο χαρακτήριζε ὅλες τίς ἑτερόδοξες Κοινότητες τῆς Δύσεως “Ἐκκλησίες”, «ὡς συγγενεῖς καί οἰκείας ἐν Χριστῷ καί συγκληρονόμους καί συσσώμους τῆς ἐπαγγελίας τοῦ Θεοῦ». Ἔτσι ἀνέτρεπε τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία. Καί γιά νά μήν ἀναφερθοῦμε σέ παλαιότερες ἐποχές, φτάνει νά θυμηθοῦμε ὅτι λίγα χρόνια νωρίτερα (1895) τό ἴδιο Πατριαρχεῖο, σέ ἐγκύκλιό του τοποθετοῦσε τόν Παπισμό ἐκτός Ἐκκλησίας, ἐπειδή εἰσήγαγε «αἱρετικάς διδασκαλίας καί καινοτομίας». Γι’ αὐτό καί καλοῦσε τούς Δυτικούς Χριστιανούς νά ἐπιστρέψουν στούς κόλπους τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό Διάγγελμα τοῦ 1920 ἔχοντας ὡς πρότυπο τή διακρατική «Κοινωνία τῶν Ἐθνῶν», πρότεινε τή σύμπηξη μιᾶς «συναφείας καί κοινωνίας μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν», μέ κυριότερους στόχους α) τήν ἐπανεξέταση τῶν δογματικῶν διαφορῶν μέ συμβιβαστική διάθεση, β) τήν παραδοχή ἑνιαίου ἡμερολογίου (ἡ μερική ἐφαρμογή τοῦ ὁποίου ἐπέφερε, δυστυχῶς, ἐνδοορθόδοξο ἑορτολογικό διχασμό), καί γ) τή συγκρότηση παγχριστιανικῶν συνεδρίων.
Ἐκτός ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, ὅλες σχεδόν οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ζήτησαν σταδιακά νά γίνουν, καί ἔγιναν, δεκτές ὡς μέλη τοῦ Π.Σ.Ε. Μερικές, ὡστόσο, ἀναγκάστηκαν ἀργότερα ν’ ἀναδιπλωθοῦν καί ν’ ἀποχωρήσουν, καθώς ἀφενός παρακολουθοῦσαν μέ ἀπογοήτευση τόν ἐκφυλισμό του καί ἀφετέρου πιέζονταν ἀπό τίς ἔντονες ἀντιοικουμενιστικές ἀντιδράσεις τοῦ ποιμνίου τους. Εὔλογο πρόβαλλε τό ἐρώτημα: Πῶς, ἄραγε, μπορεῖ ἡ Ὀρθοδοξία νά εἶναι ἐνταγμένη ὡς “μέλος” σέ “κάτι”, τή στιγμή πού ἡ ἴδια εἶναι τό “ὅλον”, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, καί πού καλεῖ ὅλους νά γίνουν μέλη Του;
Ἡ παρουσία, ἄλλωστε, τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν στίς Συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε., λόγω τοῦ τρόπου συγκροτήσεως καί λειτουργίας του, ἦταν πάντα ἰσχνή, ἀτελέσφορη καί διακοσμητική. Οἱ ἀποφάσεις του διαμορφώνονταν ἀποκλειστικά ἀπό τήν ποσοτική ὑπεροχή τῶν προτεσταντικῶν ψήφων. Βέβαια, μέχρι τό 1961, οἱ Ὀρθόδοξοι στίς Γενικές Συνελεύσεις κατέθεταν ἰδιαίτερες δηλώσεις -μερικές ἀποτελοῦν μνημειώδη ὁμολογιακά κείμενα- ὡς ἐκπρόσωποι τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας.
Ὅσον ἀφορᾶ στό οἰκουμενιστικό ἄνοιγμα τοῦ Βατικανοῦ, ἡ ἀνταπόκριση τῆς Ὀρθοδοξίας ὑπῆρξε θετική, μέ κύριο ἐκφραστή της τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη Ἀθηναγόρα. Ό Πατριάρχης συναντήθηκε μέ τόν πάπα Παῦλο ΣΤ’ στά Ἱεροσόλυμα (1964), προχώρησε μαζί του στήν ἀμοιβαία ἄρση τῶν ἀναθεμάτων τοῦ Σχίσματος τοῦ 1054 καί ὑποστήριξε τό “διάλογο τῆς ἀγάπης”, προωθώντας ἔτσι τούς στόχους τῆς Β’ Βατικανῆς Συνόδου. {mospagebreak}
Τά θεωρητικά “ἀνοίγματα” τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά ὑλοποιήσει τούς στόχους του, ἀναγκάζεται νά παραθεωρήσει ἤ καί ν’ ἀναθεωρήσει ὁρισμένες βασικές ἀρχές τῆς Ὀρθοδοξίας.
Προβάλλει τήν ἀντίληψη τῆς “Διευρυμένης Ἐκκλησίας”, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία καί περιλαμβάνει τούς Χριστιανούς κάθε Ὁμολογίας, ἀπό τή στιγμή πού δέχτηκαν τό βάπτισμα. Ἔτσι ὅλες οἱ χριστιανικές Ὁμολογίες εἶναι μεταξύ τους “Ἀδελφές Ἐκκλησίες”.
Μέσα στό ἴδιο πνεῦμα κινεῖται καί ἡ ἰδέα τῆς “Παγκόσμιας ὁρατῆς Ἐκκλησίας”: Ἡ Ἐκκλησία πού ὑφίσταται τάχα “ἀόρατα” καί ἀπαρτίζεται ἀπ’ ὅλους τούς Χριστιανούς, θά φανερωθεῖ καί στήν ὁρατή της διάσταση μέ τίς κοινές ἑνωτικές προσπάθειες.
Τίς ἀντιλήψεις αὐτές ἐπηρέασε καί ἡ προτεσταντική θεωρία τῶν κλάδων, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ή Ἐκκλησία εἶναι ἕνα “δένδρο” μέ “κλαδιά” ὅλες τίς χριστιανικές Ὁμολογίες, καθεμιά ἀπό τίς ὁποῖες κατέχει ἕνα μόνο μέρος τῆς ἀλήθειας.
Ἄς προστεθεῖ ἐπίσης καί ἡ θεωρία τῶν “δύο πνευμόνων”, πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ ὀρθοδόξων οἰκουμενιστῶν καί παπικῶν. Σύμφωνα μ’ αὐτήν Ὀρθοδοξία καί Παπισμός εἶναι οἱ δύο πνεύμονες, μέ τούς ὁποίους ἀναπνέει ἡ Ἐκκλησία. Γιά ν’ ἀρχίσει τάχα ν’ ἀναπνέει ὀρθά καί πάλι θά πρέπει οἱ δύο πνεύμονες νά συγχρονίσουν τήν ἀναπνοή τους.
Τέλος, στίς μεθόδους, πού χρησιμοποιεῖ ὁ Οἰκουμενισμός γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν, περιλαμβάνεται καί ὁ δογματικός μινιμαλισμός. Πρόκειται γιά προσπάθεια νά συρρικνωθοῦν τά δόγματα στά πιό ἀναγκαῖα, σ’ ἕνα “μίνιμουμ” (=ἐλάχιστο), προκειμένου νά ὑπερπηδηθοῦν οἱ δογματικές διαφορές μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν. Τό ἀποτέλεσμα ὅμως εἶναι ἡ παραθεώρηση τοῦ δόγματος, ό ὑποβιβασμός καί ή ἐλαχιστοποίηση τῆς σημασίας του. «Ἄς ἑνωθοῦν», λένε, «οἱ Χριστιανοί, καί τά δόγματα τά συζητοῦν ἀργότερα οἱ θεολόγοι»! Μέ τή μέθοδο βέβαια τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ εἶναι ἴσως εὔκολο νά ἑνωθοῦν οἱ Χριστιανοί. Οἱ τέτοιοι “Χριστιανοί” ὅμως μπορεῖ νά εἶναι “Ὀρθόδοξοι, δηλαδή ἀληθινά Χριστιανοί;
Ἡ ὀρθόδοξη ἀντίληψη γιά τήν Ἐκκλησία.
Σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία, Ἐκκλησία καί Ὀρθοδοξία ταυτίζονται. Ή Ἐκκλησία εἶναι ὁπωσδήποτε Ὀρθόδοξη καί ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ή Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία, τό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Καί ἐπειδή ό Χριστός εἶναι ἕνας, ἄρα καί ή Ἐκκλησία εἶναι μία. Γι’ αὐτό ποτέ δέν νοεῖται διαίρεση στήν Ἐκκλησία. Μόνο χωρισμό ἀπό τήν Ἐκκλησία ἔχουμε. Σέ συγκεκριμένες δηλαδή ἱστορικές στιγμές οἱ αἱρετικοί καί οἱ σχισματικοί ἀποκόπηκαν ἀπ’ αὐτήν, κι ἔτσι ἔπαψαν νά εἶναι μέλη της.
Ἡ Ἐκκλησία κατέχει τό πλήρωμα τῆς ἀλήθειας, ὄχι μιᾶς ἀφηρημένης ἀλήθειας, ἀλλά ἑνός τρόπου ζωῆς πού σώζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό θάνατο καί τόν κάνει “κατά χάριν Θεό”. Ἀντίθετα, ἡ αἵρεση ἀποτελεῖ ὁλική ἤ μερική ἄρνηση τῆς ἀλήθειας, ἕνα κομμάτιασμά της, πού ἔτσι παίρνει τό χαρακτήρα καί τήν παθολογία μιᾶς ἰδεολογίας. Χωρίζει τόν ἄνθρωπο ἀπό τόν τρόπο ὑπάρξεως πού ἔδωσε ὁ Θεός στήν Ἐκκλησία Του καί τόν θανατώνει πνευματικά.
Τά δόγματα ἐπίσης, τά ὁποῖα περικλείουν τίς ὑπερβατικές ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, δέν εἶναι ἀφηρημένες ἔννοιες καί διανοητικές συλλήψεις, οὔτε, πολύ περισσότερο, μεσαιωνικός σκοταδισμός ἤ θεολογικός σχολαστικισμός. Ἐκφράζουν τήν ἐμπειρία καί τό βίωμα τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό, ὅταν ὑπάρχει διαφορά στά δόγματα, ὑπάρχει ὁπωσδήποτε καί διαφορά στόν τρόπο ζωῆς. Κι ὅποιος ὑποτιμᾶ τήν ἀκρίβεια τῆς πίστεως, δέν μπορεῖ νά ζήσει τήν πληρότητα τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς.
Ὁ Χριστιανός πρέπει νά δεχθεῖ ὅλα ὅσα ἀποκάλυψε ὁ Χριστός. Ὄχι ἕνα “μίνιμουμ”, ἀλλά τό σύνολο. Γιατί στήν ὁλότητα καί τήν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως διασώζονται ἡ καθολικότητα καί ἡ ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας.
Ἔτσι ἐξηγοῦνται οἱ μέχρις αἵματος ἀγῶνες τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τή διαφύλαξη τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας, καθώς καί ἡ μέριμνά τους γιά τή διατύπωση, μέ τό φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τῶν “ὅρων” τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Οἱ “ὅροι” αὐτοί δέν σημαίνουν τίποτε ἄλλο παρά τά ὅρια, τά σύνορα τῆς ἀλήθειας, γιά νά μποροῦν οἱ πιστοί νά διακρίνουν τήν Ἐκκλησία, ὡς Ὀρθοδοξία, ἀπό τήν αἵρεση.
Οἱ ἑτερόδοξοι, μέ τό νά ἀρνηθοῦν τήν πληρότητα τῆς ἀλήθειας, χωρίστηκαν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Γι’ αὐτό καί εἶναι αἱρετικοί. Ἑπομένως στεροῦνται τήν ἁγιαστική χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καί τά “Μυστήρια” τους εἶναι ἄκυρα, τό βάπτισμα λοιπόν, πού τελοῦν, δέν μπορεῖ νά τούς εἰσαγάγει στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ.
«Τούς γάρ παρά τῶν αἱρετικῶν βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας οὔτε πιστούς οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν», μᾶς λέει ό ΞΗ’ κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Καί ό ἅγιος Νικόδημος ό Ἁγιορείτης συμπληρώνει: «Ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα εἶναι ἀσεβές καί βλάσφημον καί οὐδεμίαν κοινωνίαν ἔχει πρός τό τῶν Ὀρθοδόξων».
Τί μᾶς λένε ὅμως οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές;
Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διακήρυσσε ὅτι «τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐπενεργεῖ σέ κάθε χριστιανικό βάπτισμα» καί ὅτι ό ἀναβαπτισμός τῶν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν ἀπό τούς Ὀρθοδόξους ἐμπνέεται ἀπό «στενοκεφαλιά, φανατισμό καί μισαλλοδοξία… Εἶναι μιά ἀδικία κατά τοῦ χριστιανικοῦ Βαπτίσματος καί πραγματικά μία βλασφημία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος»!¹
Ἄλλος ἱεράρχης δήλωσε ἀπευθυνόμενος σέ ἑτεροδόξους: «Εἴμεθα ὅλοι μέλη Χριστοῦ, ἕνα καί μοναδικό σῶμα, μιά καί μοναδική “καινή κτίσις” ἐφ’ ὅσον τό κοινό μας βάπτισμα μᾶς ἐλευθέρωσε ἀπό τόν θάνατο»².
Ἡ οἰκουμενιστική ἐκκλησιολογία ἐκφράστηκε ἀπό ἐπίσημα ὀρθόδοξα χείλη καί ὡς ἑξῆς: «Ὀφείλομεν νά εἴμεθα ἕτοιμοι νά ἀναζητήσωμεν καί νά ἀναγνωρίσωμεν τήν παρουσίαν τῆς Ἐκκλησίας καί ἐκτός τῶν ἰδικῶν μας κανονικῶν ὁρίων, πρός τά ὁποῖα ταυτίζομεν τήν μίαν, ἁγίαν, καθολικήν καί ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν». Ἀλλά ὑπάρχουν καί τολμηρότεροι, πού ὁραματίζονται τήν “ἐπανίδρυση” τῆς Ἐκκλησίας διαμέσου τῆς ἑνώσεως ὅλων τῶν Χριστιανῶν: Ὀρθόδοξος ἱεράρχης διατείνεται ὅτι «ἔχουμε ἀνάγκη ἑνός νέου Χριστιανισμοῦ, πού θά βασίζεται ἐξ ὁλοκλήρου σέ νέες ἀντιλήψεις καί ὅρους. Δέν μποροῦμε νά διδάξουμε τό εἶδος τῆς θρησκείας πού παραλάβαμε στίς ἐρχόμενες γενιές». {mospagebreak}
Οἱ διάλογοι.
Ὁ Οἰκουμενισμός, γιά νά προωθήσει τά σχέδια του, χρησιμοποιεῖ πολλά μέσα. Τό βασικότερο εἶναι οἱ διάλογοι.
Κανείς δέν ἀγνοεῖ ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπό τή φύση της εἶναι ἀνοιχτή στό διάλογο. Ὁ Θεός πάντοτε διαλέγεται μέ τόν ἄνθρωπο καί οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀρνήθηκαν ποτέ τή διαλεκτική ἐπικοινωνία τους μέ τόν κόσμο.
Οἱ Ἅγιοι, ἔχοντας αὐτοσυνειδησία τῆς κοινωνίας τους μέ τό Θεό, προσπαθοῦσαν μέ τό διάλογο νά μεταδώσουν τήν ἐμπειρία τῆς ἀλήθειας πού βίωναν. Γι’ αὐτούς ή ἀλήθεια δέν ἦταν ἀντικείμενο ἔρευνας. Δέν τήν ἀναζητοῦσαν, δέν τήν διαπραγματεύονταν∙ ἁπλά τήν πρόσφεραν. Ἄν ὁ διάλογος δέν ὁδηγοῦσε τούς ἑτερόδοξους στήν ἀπόρριψη τῆς πλάνης τους καί στ ήν ἀποδοχή τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, δέν τόν συνέχιζαν.
Δυό χρόνια διαλεγόταν ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ Εὐγενικός μέ τούς Παπικούς στή Σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Βλέποντας ὅμως τήν ὑπεροψία, τήν ἀδιαλλαξία καί τήν ἐμμονή τους στήν πλάνη, διέκοψε κάθε σχέση μαζί τους, προτρέποντας μάλιστα τούς ὀρθόδοξους πιστούς:
«Ν’ ἀποφεύγετε τούς Παπικούς, ὅπως ἀποφεύγει κανείς τό φίδι».
Θεολογικό διάλογο εἶχε ἀρχίσει καί ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης Ἱερεμίας Β’ ὁ Τρανός μέ τούς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης (1579). Ὅταν διαπίστωσε ὅμως ὅτι ὁ διάλογος δέν ἀπέφερε κανέναν καρπό, τόν διέκοψε. «Σᾶς παρακαλοῦμε», τούς ἔγραφε, «μή μᾶς κουράζετε ἄλλο… Ἄς πορευθεῖτε τόν δικό σας δρόμο. Ἄν θέλετε, μπορεῖτε νά μᾶς γράφετε, ἀλλά ὄχι πλέον γιά δόγματα πίστεως».
Οἱ διάλογοι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Οἱ σύγχρονοι οἰκουμενιστικοί διάλογοι διαφέρουν ριζικά ἀπό τούς διαλόγους τῶν Ἁγίων, γιατί διεξάγονται μέ βάση τίς ἀρχές τῆς διευρυμένης Ἐκκλησίας καί τοῦ δογματικοῦ μινιμαλισμοῦ. Γι’ αὐτό εἶναι ἀνορθόδοξοι καί ἄκαρποι. Ἀπόδειξη, ὅτι στά ἑκατό σχεδόν χρόνια τῆς διεξαγωγῆς τους δέν ἔχουν προσφέρει τίποτε τό ἀξιόλογο στήν ἑνότητα τοῦ χριστιανικοῦ κόσμου. Ἀντίθετα μάλιστα, κατάφεραν νά διχάσουν τούς Ὀρθοδόξους!
Τά κυριότερα σημεῖα τῆς παθολογίας τῶν σημερινῶν διαλόγων εἶναι τά ἑξῆς:
Α’.Ἔλλειψη ὀρθόδοξης ὁμολογίας.
Στούς διαλόγους ὁρισμένοι Ὀρθόδοξοι δέν ἐκφράζουν τήν ἀκράδαντη πεποίθηση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ὅτι αὐτή ἀποτελεῖ τή μία καί μοναδική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ πάνω στή γῆ. Δέν προβάλλουν, ἐπίσης, τήν ἁγιασμένη παράδοση καί τήν πνευματική ἐμπειρία τῆς Ὀρθοδοξίας, πού διαφέρουν ἀπό τίς παραδόσεις καί τίς ἐμπειρίες τοῦ δυτικοῦ Χριστιανισμοῦ. Μόνο μιά τέτοια ὁμολογιακή στάση θά μποροῦσε νά καταξιώσει καί νά κάνει γόνιμη τήν ὀρθόδοξη παρουσία στούς διάλογους.
Β’. Ἔλλειψη εἰλικρίνειας.
Τό ἔλλειμμα τῆς ὀρθόδοξης μαρτυρίας, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀποδεδειγμένη ἀνειλικρίνεια τῶν ἑτεροδόξων, δυσχεραίνει περισσότερο τόν διαχριστιανικό διάλογο καί τόν καθιστᾶ ἀναποτελεσματικό. Γι’ αὐτό πολλές φορές εἴτε παρατηροῦνται ἀμοιβαῖες ἐπιφανειακές ὑποχωρήσεις εἴτε χρησιμοποιεῖται διφορούμενη γλώσσα καί ὁρολογία, προκειμένου νά συγκαλύπτονται οἱ διαφορές.
Ἄν πρῶτα-πρῶτα οἱ Ρωμαιοκαθολικοί ἦταν εἰλικρινεῖς, θά ἔπρεπε νά δηλώσουν μέ σαφήνεια στούς οἰκουμενιστικούς κύκλους αὐτό πού τονίζουν στούς δικούς τούς πιστούς∙ τήν ἀδιάλλακτη δηλαδή προσήλωση τούς στό παπικό πρωτεῖο καί ἀλάθητο. Ἔτσι, βέβαια, θά φαινόταν ξεκάθαρα καί τό πώς ὁραματίζονται τήν ἑνότητα τῶν Χριστιανῶν: ὄχι ὡς ἑνότητα πίστεως ἀλλά ὡς ὑποταγή ὅλων κάτω ἀπό τήν παπική ἐξουσία. Ἐπιπλέον θά ἐπιβεβαιωνόταν ή διαπίστωση ὅτι ό παπικός θεσμός ἀφενός ἀποτελεῖ τήν τραγικότερη ἀλλοίωση τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ καί ἀφετέρου χρησιμοποιεῖ τούς διαλόγους γιά τήν ἐξυπηρέτηση καί μόνο τῆς ἐπεκτατικῆς του πολιτικῆς.
Κύρια ἔκφραση τῆς ἀνειλικρίνειας τῶν Παπικῶν ἀποτελεῖ ή διατήρηση καί ή ἐνίσχυση τῆς Οὐνίας. Πρόκειται γιά ἕναν ὕπουλο θεσμό, τόν ὁποῖο ὁ Παπισμός χρησιμοποίησε καί ἐξακολουθεῖ νά χρησιμοποιεῖ ὡς ἑνωτικό μοντέλο, παρ’ ὅλες τίς ἔντονες διαμαρτυρίες τῶν Ὀρθοδόξων καί παρά τό ὅτι αὐτός σήμερα ἀποτελεῖ τό βασικότερο ἐμπόδιο στούς διμερεῖς διάλογους.
Ἄν πάλι οἱ ποικιλώνυμοι Διαμαρτυρόμενοι ἦταν εἰλικρινεῖς, θά ἔπρεπε νά δηλώσουν μέ εὐθύτητα ὅτι δέν εἶναι καθόλου διατεθειμένοι νά ὑποχωρήσουν ἀπό τίς βασικές προτεσταντικές τούς ἀρχές καί ὅτι ἄλλες, τελικά, εἶναι οἱ αἰτίες πού τούς ἀναγκάζουν νά ἔρχονται σέ διάλογο. Αὐτό, ἄλλωστε, φανερώνει καί ὁ κατήφορος πού ἔχουν πάρει οἱ «Ἐκκλησίες» τους (ἱερωσύνη γυναικῶν, γάμοι ὁμοφυλοφίλων κ.ἄ.).
Γ’. Ὑπερτονισμός τῆς ἀγάπης.
Ἐπειδή ή ἀνειλικρίνεια καί οἱ ἰδιοτελεῖς σκοπιμότητες δηλητηρίασαν τούς διαλόγους, πού κατάντησαν σέ ἀτέρμονες καί ἄκαρπες θεολογικές συζητήσεις, ἐπιχειρήθηκε μιά στροφή. Οἱ διάλογοι τώρα ὀνομάστηκαν “διάλογοι ἀγάπης” τόσο γιά λόγους ἐντυπώσεων ὅσο καί γιά νά παρακαμφθεῖ ὁ σκόπελος τῶν δογματικῶν διενέξεων. «Ἡ ἀγάπη προέχει», τονίζουν. «Ἡ ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἑνωθοῦμε, ἔστω κι ἄν ὑπάρχουν δογματικές διαφορές».
Γι’ αὐτό καί ἡ πρακτική στούς σημερινούς διαλόγους εἶναι νά μή συζητοῦνται αὐτά πού χωρίζουν, ἀλλά αὐτά πού ἑνώνουν, ὥστε νά δημιουργεῖται μιά ψευδαίσθηση ἑνότητας καί κοινῆς πίστεως. Στίς Οἰκουμενικές Συνόδους ὅμως οἱ Πατέρες συζητοῦσαν πάντοτε αὐτά πού χώριζαν. Τό ἴδιο συμβαίνει καί σήμερα σέ ὁποιονδήποτε διάλογο μεταξύ πλευρῶν πού ἔχουν διαφορές: Συζητοῦνται αὐτά πού χωρίζουν- γι’ αὐτό ἐξάλλου γίνεται ὁ διάλογος- καί ὄχι αὐτά πού ἑνώνουν.
Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἡ Ἀγάπη καί ή Ἀλήθεια εἶναι ἔννοιες ἀδιάσπαστες. Διάλογος ἀγάπης χωρίς τήν ἀλήθεια εἶναι ψεύτικος καί ἀφύσικος διάλογος. Ἐνῶ διάλογος ἀγάπης «ἐν ἀληθείᾳ» σημαίνει: Διαλέγομαι μέ τούς ἑτεροδόξους ἀπό ἀγάπη, γιά νά τούς ἐπισημάνω πού βρίσκονται τά λάθη τους καί πώς θά ὁδηγηθοῦν στήν ἀλήθεια. Ἐάν πραγματικά τούς ἀγαπῶ, πρέπει νά τούς πῶ τήν ἀλήθεια, ὅσο κι ἄν αὐτό εἶναι δύσκολο ἤ ὀδυνηρό. {mospagebreak}
Δ’. Ἄμβλυνση ὀρθοδόξων κριτηρίων.
Στήν παθολογία τῶν διαλόγων ἀνήκει καί ή ἄμβλυνση τῶν ὀρθοδόξων θεολογικῶν κριτηρίων, πού προκύπτει ἀπό τήν καλλιέργεια μιᾶς “οἰκουμενικῆς ἁβροφροσύνης”, προσωπικῶν σχέσεων καί φιλίας ἀνάμεσα στούς ἑτερόδοξους θεολόγους. Ἡ πίστη θεωρεῖται ὄχι ἡ ἀλήθεια, πού σώζει, ἀλλά ἕνα σύνολο θεωρητικῶν ἀληθειῶν, πού ἐπιδέχονται συμβιβασμούς.
Ἰσχυρίζονται οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές: “Διάλογο κάνουμε, δέν ἀλλάζουμε τήν πίστη μας!”. Καί ἀσφαλῶς ὁ διάλογος, ὡς “ἀγαπητική ἔξοδος” πρός τόν ἄλλον, εἶναι θεάρεστος. Ὁ οἰκουμενιστικός ὅμως διάλογος, ὅπως διεξάγεται σήμερα, δέν εἶναι συνάντηση στήν ἀλήθεια, ἀλλά εἶναι “ἀμοιβαία ἀναγνώριση”. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναγνωρίζουμε τίς ἑτερόδοξες Κοινότητες ὡς Ἐκκλησίες, ὅτι ἀποδεχόμαστε πώς οἱ δογματικές διαφορές τους ἀποτελοῦν “νόμιμες ἐκφράσεις” τῆς ἴδιας πίστεως. “Ἔτσι ὅμως πέφτουμε στήν παγίδα τοῦ δογματικοῦ συγκρητισμοῦ:Τοποθετοῦμε στό ἴδιο ἐπίπεδο τήν ἀλήθεια μέ τήν πλάνη, ἐξισώνουμε τό φῶς μέ τό σκοτάδι.
Ε’. Συμπροσευχές.
Οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, μέ τήν ἄμβλυνση τῶν θεολογικῶν τους κριτηρίων, εἶναι πολύ φυσικό νά συμμετέχουν χωρίς ἀναστολές σέ κοινές μέ τούς ἑτερόδοξους λατρευτικές ἐκδηλώσεις καί συμπροσευχές, πού πραγματοποιοῦνται συχνά στά πλαίσια τῶν διαχριστιανικῶν συναντήσεων. Γνωρίζουν ὅτι μέ τόν οἰκουμενιστικό αὐτό συμπνευματισμό δημιουργεῖται τό κατάλληλο ψυχολογικό κλίμα, πού ἀπαιτεῖται γιά τήν προώθηση τῆς ἑνωτικῆς προσπάθειας.
Οἱ ἱεροί Κανόνες ὅμως τῆς Ἐκκλησίας μας ἀπαγορεύουν αὐστηρά τίς συμπροσευχές μέ τούς ἑτερόδοξους. Γιατί οἱ ἑτερόδοξοι δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη μ’ ἐμᾶς. Πιστεύουν σ’ ἕναν διαφορετικό, διαστρεβλωμένο Χριστό. Γι’ αὐτό καί ό ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τούς ἀποκαλεῖ ἀπίστους: «Ὁ μή κατά τήν παράδοσιν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας πιστεύων ἄπιστός ἐστιν».
Ἡ συμπροσευχή λοιπόν ἀπαγορεύεται, ἐπειδή δηλώνει συμμετοχή στήν πίστη τοῦ συμπροσευχομένου καί δίνει σ’ αὐτόν τήν ψευδαίσθηση ὅτι δέν βρίσκεται στήν πλάνη, ὁπότε δέν χρειάζεται νά ἐπιστρέψει στήν ἀλήθεια.
Στ’. Διακοινωνία (Intercommunio)
Ἄν οἱ ἱεροί Κανόνες ἀπαγορεύουν τίς συμπροσευχές μέ τούς αἱρετικούς, πολύ περισσότερο ἀποκλείουν τή συμμετοχή μaς στά “Μυστήριά” τους. Καί στό σημεῖο αὐτό ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι δέν φανήκαμε συνεπεῖς.
Ἡ Β’ Βατικανή Σύνοδος, μέσα στά πλαίσια τοῦ οἰκουμενιστικοῦ “ἀνοίγματος” πού ἔκανε, πρότεινε τή Διακοινωνία μέ τούς Ὀρθοδόξους: Παπικοί θά μποροῦν νά κοινωνοῦν σέ ὀρθόδοξους ναούς καί Ὀρθόδοξοι σέ παπικούς. Μέ τόν τρόπο αὐτό τόσο οἱ Παπικοί ὅσο καί οἱ ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές πιστεύουν ὅτι σταδιακά θά ἐπέλθει de facto ἡ ἕνωση Παπισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας, παρ’ ὅλες τίς δογματικές τους διαφορές.
Ἄν γιά τούς Παπικούς μιά τέτοια θέση δικαιολογεῖται ἀπό τήν ἀντίληψη πού ἔχουν γιά τήν Ἐκκλησία καί τά Μυστήρια (κτιστή χάρη κ.λπ.), γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους εἶναι παράλογη καί ἀπαράδεκτη. Ἡ Ἐκκλησία μας ποτέ δέν θεώρησε τή θεία Εὐχαριστία ὡς μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῆς ἑνότητας, ἀλλά πάντοτε ὡς σφραγίδα καί ἐπιστέγασμά της.
Ἄλλωστε, τό κοινό Ποτήριο προϋποθέτει κοινή πίστη. Ἄν δηλαδή ἕνας Ὀρθόδοξος κοινωνεῖ σέ παπικό ναό, αὐτό σημαίνει ὅτι ἀποδέχεται καί τήν παπική πίστη.
Συνεργασία σέ πρακτικά θέματα.
Ἄλλο μέσο γιά τήν ἐπίτευξη τῶν σκοπῶν τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελεῖ ή διαχριστιανική συνεργασία σέ πρακτικούς τομεῖς. Οἱ οἰκουμενιστές διατείνονται ὅτι τά ποικίλα σύγχρονα προβλήματα (κοινωνικά, ἠθικά, περιβαλλοντικά κ. ἄ.) ὀφείλουν νά μᾶς ἑνώνουν.
Ἡ Ἐκκλησία, ἀσφαλῶς, ἔδειχνε καί δείχνει πάντα μεγάλη εὐαισθησία σ’ ὅλα τά ἀνθρώπινα προβλήματα, ὡστόσο ἡ ἀπό κοινοῦ μέ τούς αἱρετικούς ἀντιμετώπισή τούς παρουσιάζει τά ἑξῆς μειονεκτήματα:
α) Ἡ φωνή τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅταν συμφύρεται μέ τίς ἄλλες χριστιανικές φωνές, χάνει τή διαύγεια της καί ἀδυνατεῖ νά κοινοποιήσει στόν σημερινό ἄνθρωπο τόν δικό της μοναδικό τρόπο ζωῆς, πού εἶναι θεανθρωποκεντρικός, σέ ἀντίθεση μέ τόν ἀνθρωποκεντρικό τρόπο ζωῆς τῶν ἑτεροδόξων.
β) Ἡ Ἐκκλησία ὑποκύπτει στόν πειρασμό τῆς ἐκκοσμικεύσεως, χρησιμοποιώντας στό κοινωνικό της ἔργο κοσμικές πρακτικές τῶν ἄλλων Ὁμολογιῶν, σέ βάρος τοῦ σωτηριολογικοῦ της μηνύματος. Ἐκεῖνο ὅμως πού ἔχει ἀνάγκη ό σημερινός ἄνθρωπος, δέν εἶναι ή βελτίωση τῆς ζωῆς του μέσω ἑνός ἐκκοσμικευμένου Χριστιανισμοῦ, ἔστω κι ἄν αὐτός μπορέσει νά ἐξαλείψει ὅλες τίς κοινωνικές πληγές, ἀλλά ή ἀπελευθέρωση τοῦ ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἡ θέωσή του μέσα στό ἀληθινό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
γ) Ὁ ὀρθόδοξος πιστός, βλέποντας τούς ἑτερόδοξους νά συνεργάζονται μέ τούς ἐκκλησιαστικούς του ποιμένες, ἀποκομίζει τήν ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἀνήκουν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παρά τίς δογματικές διαφορές.
Ἀνταλλαγή ἐπισκέψεων.
Τά τελευταία χρόνια ἡ οἰκουμενιστική πολιτική ἀσκεῖται καί μέ τίς ἀνταλλαγές ἐπισήμων ἐπισκέψεων μεταξύ τῶν Ὁμολογιῶν, οἱ ὁποῖες πραγματοποιοῦνται ἀπό ὑψηλόβαθμους, κυρίως, κληρικούς. Αὐτές περιλαμβάνουν ἐγκωμιαστικές προσφωνήσεις, ἀσπασμούς, ἀνταλλαγές δώρων, κοινά γεύματα, συμπροσευχές, κοινές ἀνακοινώσεις καί ἄλλες χειρονομίες φιλοφροσύνης.
Εἰδικότερα, ἀπό τό 1969 ἔχει καθιερωθεῖ ή ἐτήσια ἀμοιβαία συμμετοχή, Ὀρθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, στίς θρονικές ἑορτές Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως.
Οἱ συναντήσεις αὐτές, δυστυχῶς, δέν εἶναι ἁπλές ἐθιμοτυπικές ἐπισκέψεις. Οἱ ἴδιοι, ἄλλωστε, οἱ οἰκουμενιστές ὁμολογοῦν ὅτι μέ τούς κοινούς ἑορτασμούς βιώνεται ἕνα εἶδος ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, μέ τήν ἀμοιβαία ἀναγνώρισή τους.
Ὁ πιστός λαός μας ὅμως, ὅταν παρακολουθεῖ τίς ἐπισκέψεις ἀπό τά ὀπτικοακουστικά μέσα ἐπικοινωνίας, δοκιμάζει δυσάρεστη ἔκπληξη∙ σκανδαλίζεται, πικραίνεται, ἀπορεῖ, ἀλλά καί προβληματίζεται, καθώς μάλιστα ἄλλοτε ἀκούει τούς ποιμένες του νά μιλοῦν μέ ὀρθοδοξότατη καί ἁγιοπατερική γλώσσα, καί ἄλλοτε τούς βλέπει ἀνάμεσα στούς ἑτερόδοξους νά συμπεριφέρονται διπλωματικά. Ἕνας τέτοιος ὅμως συμβιβασμός στό χῶρο τῆς ἀλήθειας τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμα καί γιά τήν ἱερώτερη σκοπιμότητα, δέν θά πληρωθεῖ, ἄραγε, μέ ἀκριβό καί ὀδυνηρό τίμημα;
Ἡ διαθρησκειακή ἐξέλιξη τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ βαθύτατη κρίση προσανατολισμοῦ, πού ἐμφανίστηκε πολύ νωρίς στήν Οἰκουμενική Κίνηση, τήν ἀνάγκασε πρῶτα νά στραφεῖ στήν ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικοπολιτικῶν προβλημάτων τῶν ἀνθρώπων, εγκαταλείποντας τή θεολογία ὡς δρόμο ἑνώσεως, καί ὕστερα νά πραγματοποιήσει ἕνα ἄνοιγμα πρός τίς μή χριστιανικές θρησκεῖες. Παραδέχεται ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν διαφορετικούς δρόμους σωτηρίας, παράλληλους μέ τό Χριστιανισμό, καί ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα ἐνεργεῖ καί σ’ αὐτές. Σύνθημά της ἔχει τό ἀξίωμα τῆς “Νέας Ἐποχῆς”: «Πίστευε ὅ,τι θέλεις, μόνο μή διεκδικεῖς τήν ἀποκλειστικότητα τῆς ἀλήθειας καί τοῦ δρόμου τῆς σωτηρίας».
Συγκαλεῖ λοιπόν διαθρησκειακές συναντήσεις, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι ἁπλά ἐπιστημονικά συνέδρια, ὅπως διατείνονται οἱ διοργανωτές τους, ἀλλά συνάξεις ὁμολογίας τῆς ἑνότητας μέ βάση τήν πίστη στόν ἕνα Θεό. Γι’ αὐτό συχνά περιλαμβάνουν καί κοινές λατρευτικές ἐκδηλώσεις, στίς ὁποῖες συμπροσεύχονται ὀρθόδοξοι, ἑτερόδοξοι καί ἀλλόθρησκοι. Ὁ Τριαδικός Θεός ὅμως τῶν Ὀρθοδόξων, ό ἀληθινός καί αὐτοαποκαλυπτόμενος Θεός, δέν εἶναι ὁ ἴδιος μέ τόν ὅποιο “Θεό” τῶν ἑτεροδόξων καί τῶν ἀλλοθρήσκων, μέ κάποιον φανταστικό δηλαδή “Θεό”, πού δημιούργησε, καί συντηρεῖ ἡ θρησκευτική ἀνάγκη τοῦ μεταπτωτικοῦ ἀνθρώπου.
Δυστυχῶς, τό διαθρησκειακό αὐτό ἄνοιγμα συμμερίζονται καί ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές ἱεράρχες, οἱ ὁποῖοι μάλιστα ἐκφράζουν ἀπόψεις σάν τίς ἑπόμενες:
«Ἡ Οἰκουμενική Κίνηση, ἄν καί ἔχει χριστιανική προέλευση, πρέπει νά γίνει κίνηση ὅλων τῶν θρησκειῶν… Ὅλες οἱ θρησκεῖες ὑπηρετούν τό Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Δέν ὑπάρχει παρά μόνο ἕνας Θεός…».
«Κατά βάθος, μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου».
«Τό Ἰσλάμ, στό Κοράνιο, μιλάει γιά Χριστό, γιά Παναγία, κι ἐμεῖς πρέπει νά μιλήσουμε γιά τόν Μωάμεθ μέ θάρρος καί τόλμη. Νά δοῦμε τήν ἱστορία του καί τήν προσφορά του, τό κήρυγμα τοῦ ἑνός Θεοῦ καί τή ζωή τῶν μαθητῶν του, πού εἶναι μαθητές τοῦ ἑνός Θεοῦ…».
«Ρωμαιοκαθολικοί καί Ὀρθόδοξοι, Προτεστάνται καί Ἑβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί Ἰνδοί, Βουδισταί καί Κομφουκιανοί… θά πρέπει νά συντελέσωμε ὅλοι μας στήν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφοσύνης καί τῆς εἰρήνης. τοῦτο ὅμως θά μπόρεση νά γίνει μόνον ἐάν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνός Θεοῦ».
Βασική ἐπιδίωξη τῶν διαθρησκειακῶν συναντήσεων εἶναι ή δημιουργία σημείων ἐπαφῆς μεταξύ τῶν θρησκειῶν, ὥστε νά διευκολυνθεῖ ή κοινή ἀντιμετώπιση τῶν κοινωνικῶν καί διεθνῶν προβλημάτων. Τήν ἐπιδίωξη αὐτή ἐκμεταλλεύονται κατά καιρούς καί ἰσχυροί κοσμικοί ἄρχοντες, ἐπιστρατεύοντας τίς θρησκεῖες στήν προώθηση ἀνόμων συμφερόντων τους. Αὐτό φάνηκε καθαρά μετά τήν 11η Σεπτεμβρίου 2001, ὅταν πραγματοποιήθηκαν «κατ’ ἐπιταγήν» πλειάδα διαθρησκειακῶν συναντήσεων.
Ἔτσι ὅμως ή Ἐκκλησία μας, ἀντί νά εἶναι «κρίση» καί «ἔλεγχος» τῆς ἀνομίας, μεταβάλλεται σέ ὑποστηρικτή καί συντηρητή της. Ἐγκλωβίζεται στήν ἐγκόσμια προοπτική τῶν διαφόρων θρησκειῶν καί ὑποβιβάζεται στό ἐπίπεδο μιᾶς κοσμικῆς Θρησκείας μέ ὠφελιμιστικό καί χρησιμοθηρικό χαρακτήρα. Ταυτόχρονα, ἀναγκάζεται νά ἀθετήσει τό ἱεραποστολικό της χρέος, ἐφόσον γίνεται ἀποδεκτό, ἀπό ἐπίσημους μάλιστα ἐκπροσώπους της, ὅτι ὅλες οἱ θρησκεῖες ἀποτελοῦν «ἠθελημένας ἀπό Θεοῦ ὀδούς σωτηρίας»!
Κάποιοι ὀρθόδοξοι οἰκουμενιστές, ἐξάλλου, φτάνουν στό σημεῖο νά μιλοῦν γιά τήν εἰρήνη, τή δικαιοσύνη, τήν ἐλευθερία, τήν ἀγάπη καί ἄλλα κατεξοχήν πνευματικά ἀγαθά μέ μιά ψυχρή κοσμική γλώσσα. Ἀποσιωποῦν ὅτι τά ἀγαθά αὐτά ἀποτελοῦν καρπούς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θεία δῶρα πού χορηγοῦνται μέ τήν πνευματική «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» ἄθληση κι ὄχι μέσα ἀπό διαθρησκειακές συναντήσεις.
Πρέπει, βέβαια, νά τονιστεῖ, ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι θρησκεία, οὔτε ἔστω ἡ καλύτερη. Εἶναι ἡ Ἐκκλησία: Ἡ αὐτοαποκάλυψη καί φανέρωση τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία. Ἔχει συνείδηση τῆς Οἰκουμενικότητας καί τῆς Ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ πού κατέχει, γι’ αὐτό καί δέν φοβᾶται τίς σχέσεις της μέ τούς μή Χριστιανούς. Γνωρίζει ὅμως τά ὅρια αὐτῶν τῶν σχέσεων, ὅπως τά ἔχει διαμορφώσει ἡ ἁγιοπατερική Παράδοση καί ἡ μυστηριακή τῆς ἐμπειρία. Γιά παράδειγμα, ό ἅγιος Γρηγόριος ό Παλαμᾶς, κάτω ἀπό συνθῆκες σκληρῆς αἰχμαλωσίας, διαλέχτηκε μέ τούς Ὀθωμανούς Τούρκους. Δέν δίστασε, ὡστόσο, μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του, νά πεῖ τήν ἀλήθεια καί νά ἐλέγξει τήν πλάνη τους. Πώς ἀντιμετώπιζαν, ἄλλωστε, οἱ ἅγιοι Μάρτυρες τούς εἰδωλολάτρες καί οἱ ἅγιοι Νεομάρτυρες τούς Μωαμεθανούς; Δέν ὁμολογοῦσαν τήν ἀλήθεια; Θά μπορούσαμε νά τούς φανταστοῦμε νά προσεύχονται μαζί τους; Ἀλλά τότε δέν θά εἴχαμε Μάρτυρες!
Ἡ Ἐκκλησία μας λοιπόν ἀρνεῖται νά θυσιάσει στό βωμό ἄλλων σκοπιμοτήτων τή μοναδικότητά της καί νά ἀποδεχθεῖ τό οἰκουμενιστικό σύνθημα ὅτι «σέ ὅλες τίς θρησκεῖες, πίσω ἀπό διαφορετικά ὀνόματα, λατρεύεται ό ἴδιος Θεός». Πιστεύει ἀκράδαντα ὅτι ό ἄνθρωπος σώζεται μόνο διά τοῦ Χριστοῦ, σύμφωνα μέ τό ἀποστολικό: «Οὐκ ἐστίν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία∙ οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. 4,12). {mospagebreak}
Τελικά τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός;
Μετά τίς ἀλλεπάλληλες ἐξελίξεις του καί τή σταδιακή ἀπομάκρυνση του ἀπό τούς ἀρχικούς του στόχους, δικαιολογημένα οἱ Ὀρθόδοξοι πιστοί ἀναρωτιοῦνται: Δέν φαίνεται ἄραγε ξεκάθαρα, ὅτι σκοπός τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὄχι ή ἕνωση τῶν Χριστιανῶν, ἀλλά ἡ ἐπικράτηση τῆς Πανθρησκείας, ή ἰσοπέδωση τῶν πάντων καί ἡ μετατροπή τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ σέ μιά «Λέσχη θρησκευομένων ἀνθρώπων», σ’ ἕναν ἐγκόσμιο ὀργανισμό, σάν τόν Ο.Η.Ε., ἀπονευρωμένο καί ἀ-πνευματικό;
Πῶς ὅμως ἀποτιμᾶ τόν Οἰκουμενισμό ἡ παραδοσιακή μας Ὀρθοδοξία;
«Ὁ Οἰκουμενισμός, πραγματικά ἔτσι ὅπως ἔχει ἐπικρατήσει νά σημαδοτεῖται ὁ ὅρος αὐτός, βεβαίως εἶναι αἵρεση, γιατί σημαίνει ἀπάρνηση βασικῶν γνωρισμάτων τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ὅπως εἶναι φέρ’ εἰπεῖν ἡ ἀποδοχή τῆς θεωρίας τῶν κλάδων, ὅτι δηλαδή ἡ κάθε Ἐκκλησία ἔχει ἕνα τμῆμα ἀληθείας καί πρέπει νά ἑνωθοῦμε ὅλες οἱ ἐκκλησίες, νά βάλουμε στό τραπέζι τά τμήματα τῆς ἀληθείας γιά νά ἀπαρτισθεῖ τό ὅλον. Ἐμεῖς πιστεύουμε ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία. Τέρμα, σ’ αὐτό δέν γίνεται συζήτηση∙ καί ἑπομένως, ὁποιοσδήποτε πρεσβεύει τά ἀντίθετα μπορεῖ νά λέγεται οἰκουμενιστής καί ἑπομένως νά εἶναι αἱρετικός» (Ἀρχιεπ. Ἀθηνῶν Χριστόδουλος, Συνέντευξη στόν Ραδιοφωνικό Σταθμό τῆς Ἐκκλησίας, 24-5-1998).
«Ὁ Οἰκουμενισμός εἶναι κοινό ὄνομα γιά τούς ψευδοχριστιανούς, γιά τίς ψευδοἐκκλησίες τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης… Ὅλοι αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλες οἱ ψευδοεκκλησίες, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μιά αἵρεση παραπλεύρως στήν ἄλλη αἵρεση. Τό κοινό εὐαγγελικό ὄνομα τους εἶναι παναίρεση. Γιατί; Γιατί στό διάστημα τῆς ἱστορίας οἱ διάφορες αἱρέσεις ἀρνοῦνταν ἤ παραμόρφωναν μερικά ἰδιώματα τοῦ Θεανθρώπου καί Κυρίου Ἰησοῦ οἱ εὐρωπαϊκές ὅμως αὐτές αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρο τόν Θεάνθρωπο καί στή θέση του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖο ἄνθρωπο» (Ἀρχιμ. Ἰουστίνος Πόποβιτς).
«Ὁ Οἰκουμενισμός δέν εἶναι αἵρεση καί παναίρεση, ὅπως συνήθως χαρακτηρίζεται. Εἶναι κάτι πολύ χειρότερο τῆς παναιρέσεως. Οἱ αἱρέσεις ἦταν φανεροί ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας. Μποροῦσε αὐτή νά παλέψει ἐναντίον τους καί νά τίς κατατροπώσει. Ό Οἰκουμενισμός ὅμως ἀδιαφορεῖ γιά τά δόγματα καί γιά τίς δογματικές διαφορές τῶν Ἐκκλησιῶν. Εἶναι ὑπέρβαση, ἀμνήστευση, παραθεώρηση, γιά νά μήν ποῦμε νομιμοποίηση καί δικαίωση τῶν αἱρέσεων. Εἶναι ὕπουλος ἐχθρός, καί ἀπό ἐδῶ ἀκριβῶς προέρχεται ό θανάσιμος κίνδυνος» (Καθηγητής Ἀνδρέας Θεοδώρου).
Ἀντιδράσεις στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Σήμερα στόν ὀρθόδοξο χῶρο αὐξάνονται ὁλοένα οἱ ἀντιδράσεις κατά τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καί τῶν ἐκφραστῶν του. Πολλά βιβλία, ἄρθρα καί κριτικές βλέπουν τό φῶς τῆς δημοσιότητας, ὅπου διατυπώνεται μέ πόνο καί ἀγωνία ἡ ἄποψη ὅτι ὁδεύουμε βάσει «σχεδίου» καί «γραμμῆς» πρός μιά βαβυλώνια αἰχμαλωσία τῆς Ὀρθοδοξίας στήν πολυπρόσωπη καί πολυώνυμη αἵρεση.
Δέν εἶναι λίγοι οἱ διαπρεπεῖς ὀρθόδοξοι κληρικοί καί θεολόγοι πού προτείνουν τήν ἄμεση ἀποχώρηση τῆς Ὀρθοδοξίας ἀπό τήν Οἰκουμενική Κίνηση καί τά συνέδριά της, γιατί θεωροῦν τή συμμετοχή της σέ αὐτά, ὄχι ἁπλῶς ἄκαρπη, ἀλλά πολλαπλῶς ἐπιζήμια.
Κάποιες Ἐκκλησίες ἔχουν ἤδη ἀποχωρήσει ἀπό τό Παγκόσμιο Συμβούλιο τῶν Ἐκκλησιῶν, ἐνῶ ἄλλες προβληματίζονται ἔντονα γιά τή δική τους συμμετοχή. Αὐτός ό προβληματισμός ἐκφράστηκε καί στή Διορθόδοξη Συνάντηση τῆς Θεσσαλονίκης, τό 1998, ὅπου μεταξύ ἄλλων διαπιστώθηκε ὅτι «ἔπειτα ἀπό αἰώνα ὁλόκληρο ὀρθόδοξης συμμετοχῆς στήν Οἰκουμενική Κίνηση καί μισό αἰώνα παρουσίας στό Π.Σ.Ε…., τό χάσμα μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Προτεσταντῶν γίνεται μεγαλύτερο».
Ἡ συμμετοχή τοῦ πιστοῦ λαοῦ στήν Οἰκουμενική Κίνηση.
Γνωρίζουμε ὅτι κριτήριο τῆς Ὀρθοδοξίας παραμένει ὁ πιστός καί εὐσεβής λαός. Κανείς, οὔτε Πατριάρχες οὔτε Σύνοδοι, δέν μποροῦν νά τόν παρακάμψουν καί νά φιμώσουν τή συνείδηση του. Γι’ αὐτό καί «δέν πρέπει νά γίνεται κανένας διάλογος ἤ νά λαμβάνεται καμιά ἀπόφαση, ἄν δέν συμφωνεῖ ἡ ἀγρυπνοῦσα αὐτή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας (χαρισματοῦχοι κληρικοί, λαϊκοί, μοναχοί)» (Μητροπ. Ναυπάκτου Ἱερόθεος).
Οἱ οικουμενιστικοί διάλογοι, ὅπως διεξάγονται, εὐνοοῦνται κυρίως ἀπό κύκλους τῆς ἀκαδημαϊκῆς θεολογίας καί ἀπό ἄλλα ἐκκλησιαστικά ἤ μή θεσμικά ὄργανα, πού ἀποβλέπουν σέ συγκεκριμένα ὀφέλη πολιτικά, οἰκονομικά, διεθνῶν σχέσεων καί προβολῆς. Δέν ἀποτελοῦν αἴτημα τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἀλλά ἐπιβάλλονται “ἔξωθεν” καί “ἄνωθεν”. Τό γεγονός αὐτό ἀναδεικνύει ἕνα νοσηρό φαινόμενο: τήν αὐτονόμηση τῶν διοικητικῶν θεσμῶν τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν σήμερα. Ἡ ἐκκλησιαστική διοίκηση δηλαδή εἶναι χωρισμένη ἀπό τή θεολογική σκέψη, ἀλλά καί ἀπό τίς ἀπόψεις, τίς ἀνησυχίες καί τήν ἐμπειρία τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος.
Ἔτσι συμβαίνει ό λαός τοῦ Θεοῦ νά μή συμμετέχει ἐνεργά οὔτε νά ἐνημερώνεται ὑπεύθυνα καί ἀντικειμενικά γιά τούς διαλόγους. Ἄλλωστε, οἱ ἀποφάσεις δέν φέρουν πάντα τή σφραγίδα τῆς αὐθεντικῆς συνοδικότητος, ἀλλά λαμβάνονται συνήθως ἀπό εἰδικούς «ἐπαγγελματίες» τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὀμολογεῖ χαρακτηριστικά ὀρθόδοξος ἱεράρχης: «Ό ὀρθόδοξος λαός δέν γνωρίζει τίποτε γιά τήν Οἰκουμενική Κίνηση… ἀλλά ἴσως εἶναι τυχερή καί ἡ Οἰκουμενική Κίνηση πού ό ὀρθόδοξος πληθυσμός δέν γνωρίζει Τί γίνεται στή Γενεύη»!
Τό χρέος μας.
Ζοῦμε ἀναμφίβολα σέ περίοδο κοσμογονικῶν ἀλλαγῶν. Τά γεγονότα, κατευθυνόμενα πλέον, τρέχουν μέ ξέφρενους ρυθμούς. Ό Οἰκουμενισμός ἐξελίσσεται μέσα στήν ἰσοπεδωτική προοπτική τῆς Παγκοσμιοποιήσεως, πού ἐπιβάλλουν ἰσχυρά πολιτικοοικονομικά κέντρα. Κανείς πιά δέν πιστεύει σοβαρά πώς ὁ Οἰκουμενισμός μπορεῖ νά προσφέρει ὁρατή λύση στό αἴτημα τῆς χριστιανικῆς ἑνότητος.
Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν πρέπει οὔτε νά αἰθεροβατοῦμε ἀλλά οὔτε καί νά ἐφησυχάζουμε. Ἄν σεβόμαστε πραγματικά τή ζωή τῶν ἀνθρώπων, ἄν πονᾶμε τόν βασανισμένο ἀπό τίς ἀδιέξοδες θρησκευτικές του παραδόσεις κόσμο τῆς Δύσεως, ἀλλά καί τόν παγιδευμένο στίς δαιμονικές πλάνες κόσμο τῆς Ἀνατολῆς, ἔχουμε χρέος νά μείνουμε προσηλωμένοι στήν Ἁγία μας Ἐκκλησία. Νά κρατήσουμε ἀνόθευτη τήν πατροπαράδοτη πίστη μας, βιώνοντας τήν αὐθεντικά μέσα ἀπό τόν καθημερινό μας ἀγώνα γιά τόν προσωπικό ἁγιασμό καί τή θέωση. Ἡ ὀρθή πίστη καί ό ἀκριβής βίος θά μᾶς κάνουν ἱκανούς γιά τή μαρτυρία τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά -γιατί ὄχι;- καί γιά τό μαρτύριο, ἄν καί ὅταν οἱ καιροί τό ἀπαιτήσουν…
Ἡ ἐμμονή στήν Ὀρθοδοξία, δηλαδή στή γνησιότητα τῆς ζωῆς, καί ή ἐμμονή στήν ἀλήθεια πού ἐλευθερώνει καί σώζει, δέν εἶναι ἐγωισμός, φανατισμός ἤ μισαλλοδοξία. Ἐκφράζει τήν οἰκουμενική διάσταση, τήν ἀγάπη καί τή φιλανθρωπία τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Καί ἀποτελεῖ τήν ὕστατη δυνατότητα πού αὐτή προσκομίζει, γιά μιά ριζοσπαστική πνευματική ἀλλαγή στό χῶρο τῆς Δύσεως, ἀλλά καί γιά μιά ἔξοδο τῆς Ἀνατολῆς ἀπό τήν αἰχμαλωσία τῶν ψεύτικων θεῶν.
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ
ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2007