Φέτος «Ἅγιε Βασίλη» δέν θέλω δῶρο. Ὄχι ὅτι πιστεύω ὅτι ὑπάρχεις, ἀλλά ὅποιος κι ἄν εἶσαι, φέτος δέν θέλω δῶρο. Δῶσε παιχνίδια σέ ἄλλα παιδιά, στόν Τρίτο Κόσμο πού τό ἔχουν περισσότερο ἀνάγκη, ἤ στόν πρῶτο πού διαθέτει πιό πολλά λεφτά.
Ἐγώ φέτος ἔχω κατάθλιψη. Πρόωρη, εἶπε ὁ γιατρός πού μέ πῆγαν οἱ γονεῖς μου. Εἶμαι μόλις ἕντεκα, εἶπε, κι ἔχω κατάθλιψη. Δέν ξέρω, Ἅγιε, τί εἶναι ἡ κατάθλιψη, ξέρω μόνο ὅτι μέ κάνει νά μή θέλω νά πάρω δῶρο ἀπό σένα, ἀλλά οὔτε κι ἀπό κάποιον ἄλλο.
Ὅλοι ἐδώ γύρω ὑποκρίνονται, δέν ἀγαποῦν πραγματικά. Δέν ἔχουν χρόνο, λένε. Οὔτε ἕνα πρωτότυπο δῶρο δέν μποροῦν νά κάνουν. Δέν προλαβαίνουν, γι’ αὐτό σέ ρωτοῦν «τί θέλεις;». Ἀκόμα κι ἐσύ, τά ἴδια, περιμένεις γράμμα μέ τίς ἐπιθυμίες μας, μετά φτιάχνεις λίστες κι ἀρχίζεις σάν τόν ταχυδρόμο τίς ἀποστολές. Θά ’θελα μιά χρονιά, ἔτσι γιά ἀλλαγή, νά πάθεις κι ἐσύ κατάθλιψη, ὄχι, δέν θέλω νά σέ ἐκδικηθῶ, καί νά πεῖς φέτος τήν Πρωτοχρονιά δέν παίρνει κανείς δῶρο. Θά τό πάρει ἤ δέν θά τό πάρει καθόλου, σέ ἀνύποπτο χρόνο ὅμως. Ἀλλά εἶσαι ἴδιος κι ἐσύ. Μιά φορά τό χρόνο, θυμᾶσαι ὅτι ὑπάρχει τό δῶρο. Ξέρω, ξέρω, ἔχεις πολλή δουλειά.
Ἄς μήν πάρω φέτος κάποιο πράγμα ἀπό ἐκεῖνα τά μαγαζιά πού λέγονται «εἴδη δώρων», μικρό τό κακό. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, ἐκεῖ μόνο ἄχρηστα πράγματα ἀγοράζεις, ἰδανικά γιά ἐκείνους πού ντρέπονται νά σοῦ ποῦν ὅτι δέν κατάφεραν νά διαθέσουν λίγο ἀπό τόν πολύτιμο χρόνο τους, νά σκεφτοῦν κάτι πού θά σέ εὐχαριστοῦσε ἀληθινά, καί πῆγαν σέ ἕνα κατάστημα πού σίγουρα θά ἕβρισκαν κάτι – ἀσήμαντο πάντα, ἄν καί συχνά ἀκριβό, δέν ἔχει σημασία. Οὔτε θέλω κάποιο παιχνίδι πού θά ἤθελαν νά εἶχαν οἱ ἴδιοι. Δέν θέλω κἄν κάτι ὑλικό. Θέλω λίγη ἀγάπη. Ἀλλά αὐτή, Ἅγιε Βασίλη, δέν μπορεῖς νά τήν ἐμπορευτεῖς.
Θέλω νά παίξω μέ τούς γονεῖς μου, μέ τά ἀδέλφια, τούς φίλους μου, θέλω νά πάω βόλτα μέσα σ’ ἐκεῖνο τό μεγάλο κτίριο στήν πλατεία Συντάγματος, θέλω κι ἄλλα πολλά, Ἅγιε, νά κάνω τό βράδυ πού ἔρχεσαι, ἀλλά ξέρω ὅτι δέν μπορεῖς νά τά πραγματοποιήσεις, ἐσύ κάνεις ὅ,τι μπορεῖς.Ἀλλά μήν ὑποκρίνεσαι κι ἐσύ ὅτι μᾶς ζεσταίνεις. Ξέρω ὅτι κάνεις μιά δουλειά, ἔχεις ὑποχρεώσεις, πρέπει νά εἶσαι στήν ὥρα σου. Φέτος σέ ἀπαλλάσσω ἀπό ἕναν παραλήπτη, ἀπό τό δῶρο μου, γιά τό ὁποῖο ἔχω τή σιγουριά ὅτι δέν θά μέ κάνει εὐτυχισμένο παρά γιά λίγο.
Ἐγώ θέλω νά κοιμηθῶ ἀγκαλιά μέ τό δῶρο μου ὅσο ταπεινό ἤ φτηνό ἤ ἀσήμαντο κι ἄν εἶναι, ἀλλά δέν ὑπάρχει τέτοια περίπτωση. Ὅ,τι θά μοῦ ἔδινε εὐτυχία, βρίσκεται ἀλλοῦ. Εἶμαι συναισθηματικό παιδί, εἶπε ὁ γιατρός, καί οἱ γονεῖς μου συμφώνησαν. Ἔπειτα μέ ρώτησαν τί θέλω νά μοῦ φέρεις καί τούς εἶπα τίποτα. Στήν πραγματικότητα θέλω λίγη ἀγάπη, λίγη τρυφερότητα, λίγο πραγματικό ἐνδιαφέρον, θέλω χρόνο, κι ἐσύ, ὅπως σοῦ ἔγραψα, δέν μπορεῖς νά μοῦ δώσεις τίποτα ἀπ’ ὅλα αὐτά. Ὅμως ἀκόμη κι ἄν βρῆκες τρόπο νά τά πουλᾶς, οἱ γονεῖς μου δέν θά ξέρουν ἀπό ποῦ νά τά ἀγοράσουν.