Διαβάζετε τώρα
Γράμμα στόν Ἅϊ-Βασίλη

Γράμμα στόν Ἅϊ-Βασίλη

Φέ­τος «Ἅ­γι­ε Βα­σί­λη» δέν θέ­λω δῶ­ρο. Ὄ­χι ὅ­τι πι­στεύ­ω ὅ­τι ὑ­πάρ­χεις, ἀλ­λά ὅ­ποι­ος κι ἄν εἶ­σαι, φέ­τος δέν θέ­λω δῶ­ρο. Δῶ­σε παι­χνί­δια σέ ἄλ­λα παι­διά, στόν Τρί­το Κό­σμο πού τό ἔ­χουν πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­νάγ­κη, ἤ στόν πρῶ­το πού δι­α­θέ­τει πιό πολ­λά λε­φτά.
Ἐ­γώ φέ­τος ἔ­χω κα­τά­θλι­ψη. Πρό­ω­ρη, εἶ­πε ὁ για­τρός πού μέ πῆ­γαν οἱ γο­νεῖς μου. Εἶ­μαι μό­λις ἕν­τε­κα, εἶ­πε, κι ἔ­χω κα­τά­θλι­ψη. Δέν ξέ­ρω, Ἅ­γι­ε, τί εἶ­ναι ἡ κα­τά­θλι­ψη, ξέ­ρω μό­νο ὅ­τι μέ κά­νει νά μή θέ­λω νά πά­ρω δῶ­ρο ἀ­πό σέ­να, ἀλ­λά οὔ­τε κι ἀ­πό κά­ποι­ον ἄλ­λο.
Ὅ­λοι ἐ­δώ γύ­ρω ὑ­πο­κρί­νον­ται, δέν ἀ­γα­ποῦν πραγ­μα­τι­κά. Δέν ἔ­χουν χρό­νο, λέ­νε. Οὔ­τε ἕ­να πρω­τό­τυ­πο δῶ­ρο δέν μπο­ροῦν νά κά­νουν. Δέν προ­λα­βαί­νουν, γι’ αὐ­τό σέ ρω­τοῦν «τί θέ­λεις;­». Ἀ­κό­μα κι ἐ­σύ, τά ἴ­δια, πε­ρι­μέ­νεις γράμ­μα μέ τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες μας, με­τά φτιά­χνεις λί­στες κι ἀρ­χί­ζεις σάν τόν τα­χυ­δρό­μο τίς ἀ­πο­στο­λές. Θά ’­θε­λα μιά χρο­νιά, ἔ­τσι γιά ἀλ­λα­γή, νά πά­θεις κι ἐ­σύ κα­τά­θλι­ψη, ὄ­χι, δέν θέ­λω νά σέ ἐκ­δι­κη­θῶ, καί νά πεῖς φέ­τος τήν Πρω­το­χρο­νιά δέν παίρ­νει κα­νείς δῶ­ρο. Θά τό πά­ρει ἤ δέν θά τό πά­ρει κα­θό­λου, σέ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο ὅ­μως. Ἀλ­λά εἶ­σαι ἴ­διος κι ἐ­σύ. Μιά φο­ρά τό χρό­νο, θυ­μᾶ­σαι ὅ­τι ὑ­πάρ­χει τό δῶ­ρο. Ξέ­ρω, ξέ­ρω, ἔ­χεις πολ­λή δου­λειά.

Ἄς μήν πά­ρω φέ­τος κά­ποι­ο πράγ­μα ἀ­πό ἐ­κεῖ­να τά μα­γα­ζιά πού λέ­γον­ται «εἴ­δη δώ­ρων», μι­κρό τό κα­κό. Ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς, ἐ­κεῖ μό­νο ἄ­χρη­στα πράγ­μα­τα ἀ­γο­ρά­ζεις, ἰ­δα­νι­κά γιά ἐ­κεί­νους πού ντρέ­πον­ται νά σοῦ ποῦν ὅ­τι δέν κα­τά­φε­ραν νά δι­α­θέ­σουν λί­γο ἀ­πό τόν πο­λύ­τι­μο χρό­νο τους, νά σκε­φτοῦν κά­τι πού θά σέ εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε ἀ­λη­θι­νά, καί πῆγαν σέ ἕ­να κα­τά­στη­μα πού σί­γου­ρα θά ἕβρι­σκαν κά­τι – ἀ­σή­μαν­το πάν­τα, ἄν καί συ­χνά ἀ­κρι­βό, δέν ἔ­χει ση­μα­σί­α. Οὔ­τε θέ­λω κά­ποι­ο παι­χνί­δι πού θά ἤ­θε­λαν νά εἶ­χαν οἱ ἴ­διοι. Δέν θέ­λω κἄν κά­τι ὑ­λι­κό. Θέ­λω λί­γη ἀ­γά­πη. Ἀλ­λά αὐ­τή, Ἅ­γι­ε Βα­σί­λη, δέν μπο­ρεῖς νά τήν ἐμ­πο­ρευ­τεῖς.
Θέ­λω νά παί­ξω μέ τούς γο­νεῖς μου, μέ τά ἀ­δέλ­φια, τούς φί­λους μου, θέ­λω νά πά­ω βόλ­τα μέ­σα σ’ ἐ­κεῖ­νο τό με­γά­λο κτί­ριο στήν πλα­τεί­α Συν­τάγ­μα­τος, θέ­λω κι ἄλ­λα πολ­λά, Ἅ­γι­ε, νά κά­νω τό βρά­δυ πού ἔρ­χε­σαι, ἀλ­λά ξέ­ρω ὅ­τι δέν μπο­ρεῖς νά τά πραγ­μα­το­ποι­ή­σεις, ἐ­σύ κά­νεις ὅ,τι μπο­ρεῖς.Ἀλ­λά μήν ὑ­πο­κρί­νε­σαι κι ἐ­σύ ὅ­τι μᾶς ζε­σταί­νεις. Ξέ­ρω ὅ­τι κά­νεις μιά δου­λειά, ἔ­χεις ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, πρέ­πει νά εἶ­σαι στήν ὥ­ρα σου. Φέ­τος σέ ἀ­παλ­λάσ­σω ἀ­πό ἕ­ναν πα­ρα­λή­πτη, ἀ­πό τό δῶ­ρο μου, γιά τό ὁ­ποῖ­ο ἔ­χω τή σι­γου­ριά ὅ­τι δέν θά μέ κά­νει εὐ­τυ­χι­σμέ­νο πα­ρά γιά λί­γο.
Ἐ­γώ θέ­λω νά κοι­μη­θῶ ἀγ­κα­λιά μέ τό δῶ­ρο μου ὅ­σο τα­πει­νό ἤ φτη­νό ἤ ἀ­σή­μαν­το κι ἄν εἶ­ναι, ἀλ­λά δέν ὑ­πάρ­χει τέ­τοι­α πε­ρί­πτω­ση. Ὅ,τι θά μοῦ ἔ­δι­νε εὐ­τυ­χί­α, βρί­σκε­ται ἀλ­λοῦ. Εἶ­μαι συ­ναι­σθη­μα­τι­κό παι­δί, εἶ­πε ὁ για­τρός, καί οἱ γο­νεῖς μου συμ­φώ­νη­σαν. Ἔ­πει­τα μέ ρώ­τη­σαν τί θέ­λω νά μοῦ φέ­ρεις καί τούς εἶ­πα τί­πο­τα. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα θέ­λω λί­γη ἀ­γά­πη, λί­γη τρυ­φε­ρό­τη­τα, λί­γο πραγ­μα­τι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον, θέ­λω χρό­νο, κι ἐ­σύ, ὅ­πως σοῦ ἔ­γρα­ψα, δέν μπο­ρεῖς νά μοῦ δώ­σεις τί­πο­τα ἀ­π’ ὅ­λα αὐ­τά. Ὅ­μως ἀ­κό­μη κι ἄν βρῆ­κες τρό­πο νά τά που­λᾶς, οἱ γο­νεῖς μου δέν θά ξέ­ρουν ἀ­πό ποῦ νά τά ἀ­γο­ρά­σουν.

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.