Διαβάζετε τώρα
Ο Ελληνισμός στη Μικρασία

Ο Ελληνισμός στη Μικρασία

Έθιμα της Πρωτοχρονιάς στα Μικρασιατικά παράλια

Παρά το γεγονός ότι κατά την αρχαιότητα ως αρχή του έτους θεωρούνταν η 1η Μαρτίου ή σύμφωνα με το εκκλησιαστικό έτος η 1η Σεπτεμβρίου, από το 48 π.Χ., επί αυτοκρατορίας Καίσαρα καθιερώθηκε να γιορτάζεται η έναρξη του νέου έτους την 1η Ιανουαρίου, καθώς συνέπιπτε με τη μεγάλη ρωμαϊκή γιορτή των Σατουρναλίων. Οι εορτασμοί αυτοί συνεχίστηκαν και κατά τους χριστιανικούς χρόνους, ενώ κατά την ημέρα αυτή εορτάζονταν το γεγονός της περιτομής του Χριστού και η μνήμη ενός από τους μεγαλύτερους ιεράρχες του χριστιανισμού, του Μεγάλου Βασιλείου. Η εορτή την ημέρα εκείνη ενός από τους πιο ελεήμονες και δοτικούς Αγίους της ορθόδοξης πίστης αποτέλεσε τη σύνδεση, με την οποία προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν αφθονία, ευφορία της γης που άρχιζε να ξυπνά και ευετηρία.

Αμέσως μετά την ανάπαυλα των Χριστουγέννων, λοιπόν, ξεκινούσαν στα σπίτια οι ετοιμασίες για τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς. Εκτός από τα γλυκά με πολλές στρώσεις φύλλων και δίπλες που συμβόλιζαν την αφθονία και τον πλούτο και την ευρεία χρήση των ξηρών καρπών που θεωρούσαν ότι θα ενίσχυαν τη γονιμότητα, φρόντιζαν και πάλι να εφοδιάσουν τα σπίτια τους με όσο το δυνατόν περισσότερα αγαθά και να στείλουν στους αναξιοπαθούντες ή πενθούντες συγχωριανούς και συγγενείς, γιατί πίστευαν ότι την ημέρα εκείνη έπρεπε όλοι να περνούν καλά, για να περάσει καλά και ο υπόλοιπος χρόνος. Στην Πέργαμο υπήρχαν ειδικές τεχνίτρες που αναλάμβαναν την Παρασκευή του μπακλαβά, καθώς αποτελούσε το πρώτο γλυκό της νέας χρονιάς και έπρεπε να είναι αψεγάδιαστο.

Σε ορισμένα χωριά της Ερυθραίας κρεμούσαν στις πόρτες και τα μπαλκόνια κρομμυδασκέλες (βολβούς κρεμμυδιών) και ασπερδούλια (βολβούς ασφόδελου), σαν σύμβολα αναγέννησης της φύσης μέσα από τις ρίζες της, τα οποία παράλληλα προφύλασσαν και από το κακό μάτι. Στο Παλαιοχώρι Λέσβου κρεμούσαν έξω από τις πόρτες κλωνάρια λισσού (κισσού) για να αναπτυχθεί η ευημερία του σπιτιού, βάγιας (βατσ’νιά) για να κολλούν οι νύφες και οι γαμπροί εάν είχαν παιδιά σε ηλικία γάμου, συκιάς για να γυρίσουν οι ξενιτεμένοι και ελιάς για να έχουν καλή σοδειά. Μάλιστα, φρόντιζαν να κόψουν τα κλαδιά αυτά από κτήμα καλού και πλούσιου χωριανού για να τους φέρει τύχη.

Η σημαντικότερη, όμως, από τις υποχρεώσεις της νοικοκυράς ήταν η προετοιμασία της πρωτοχρονιάτικης βασιλόπιτας. Όπως συνέβαινε με το χριστόψωμο έτσι και οι τύποι βασιλόπιτας διέφεραν ανά περιοχή, ως προς τα υλικά και τον τρόπο παρασκευής. Τα σύμβολα με τα οποία συνήθως τη διακοσμούσαν ήταν ο σταυρός και ο δικέφαλος αετός, ενώ το στολισμό συμπλήρωναν οι ξηροί καρποί και το σουσάμι. Οι Σμυρνιές εκτός από τη σφραγίδα με το δικέφαλο στο κέντρο κεντούσαν γύρω γύρω στην πίτα τους, που έμοιαζε με ένα αφράτο μπισκότο, στολίδια με το ζυμάρι και συχνά φιλοτεχνούσαν με αυτό και τη χρονολογία. Με την ίδια ζύμη έφτιαχναν και τα αετουδάκια, μεγάλα κουλούρια στα οποία έδιναν το σχήμα με τη σφραγίδα του δικέφαλου. Οι Αϊβαλιώτισσες έφτιαχναν τη βασιλόπιτα με αλεύρι, λάδι και μυρωδικά. Έπειτα, με ένα πιρούνι σχημάτιζαν ένα σταυρό τσιμπιστό (τσιμπιτό) για να βγουν, όπως, έλεγαν τα μάτια των εχθρών και να μην γλωσσοτρώνε την οικογένεια και στη συνέχεια έκαναν διάφορα σχέδια χρησιμοποιώντας ένα κλειδί για να κλειδώνουν τα στόματα των εχθρών και με μία δαχτυλήθρα για να υπάρχει νοικοκυροσύνη στο σπιτικό. Στα Μοσχονήσια οι νοικοκυρές ιστορούσαν ολόκληρες παραστάσεις πάνω στη βασιλόπιτα με σφραγίδες που είχαν στα σπίτια του. Ενδιαφέρουσα είναι και η περίπτωση των αγροτικών χωριών της Ερυθραίας, όπως το Λυθρί, το Μελί και τα ορεινά χωριά των Καραμπούρνων, όπου η βασιλόπιτα ήταν ένα απλό ψωμί ή μια χορτόπιτα ή κρεατόπιτα. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, απαραίτητο ήταν να μπει μέσα στην πίτα ένα νόμισμα, μεγαλύτερης ή μικρότερης αξίας, ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της οικογένειας. Στο Παλαιοχώρι, μάλιστα, ονόμαζαν τα νόμισμα παράδα και το τύλιγαν σε βαγιόφυλλο.

Την ίδια μέρα, της παραμονής, τηρούνταν και μια σειρά εθίμων. Έτσι, για παράδειγμα, στον Τσεσμέ της Ερυθραίας έσφαζαν μπροστά στην πόρτα μια κότα ή ένα διάνο για να υπάρχει καλή σοδειά και καλή τύχη. Στο Μελί οι κοπέλες πήγαιναν στη βρύση του χωριού και άφηναν ένα πιάτο με λουκουμάδες ή διπλάκια, για να καλοπιάσουν τις Καλές Κυράδες, δηλαδή τα πνεύματα που προστάτευαν τη βρύση. Η συνήθεια αυτή του ταΐσματος της βρύσης απαντά ευρύτερα σε πολλές περιοχές του ελληνισμού και συνδέεται με την παράδοση του Αγίου Γεωργίου και του δράκου και την αγωνία των ανθρώπων για την εξασφάλιση του πολύτιμου αγαθού, του νερού. Οι άντρες την ίδια ώρα φρόντιζαν να τελειώσουν τις δουλειές τους και να κλείσουν τα χρέη τους, για να μην τους βρει χρεωμένους ο νέος χρόνος. Έπειτα πήγαιναν στα καφενεία για να παίξουν τυχερά παιχνίδια με χαρτιά και ζάρια, για το καλό, όπως έλεγαν.

Την τιμητική τους, όπως είναι φυσικό, είχαν το απόγευμα της παραμονής οι ομάδες των καλαντιστών που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι για να ευχηθούν την καλοχρονιά. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα επικεντρώνονταν σε ευχές για το νέο έτος, παινέματα για το νοικοκύρη και τα μέλη της οικογένειας, προτροπές για κεράσματα και βέβαια, αναφορές στον τιμώμενο Άγιο, το Μέγα Βασίλειο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι ο Άγιος κατά βάση παρουσιάζεται σαν καλόγερος. Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, όπως στα καραμπουρνιώτικα χωριά αναφέρεται ως βοσκός που βόσκει τα πρόβατά του, ενώ στο Κάτω Ντεμερλί Βουρλών και στο Αϊβαλί, σαν ζευγάς που συνομιλεί με το Χριστό. Για τη συνοδεία των τραγουδιών χρησιμοποιούσαν τουμπελέκια, σίδερα και μικρά σήμαντρα, ενώ μαζί τους έφεραν χαρτοφάναρα (βενέτικα) και ομοιώματα καραβιών. Όπως συνέβαινε και τα Χριστούγενννα, τα φιλοδωρήματά τους αποτελούνταν από φρούτα, γλυκά και ξηρούς καρπούς σπανιότερα από νομίσματα. Στο Μόλυβο της Λέσβου, τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια πήγαιναν και έπαιρναν νερό από τη βρύση της Φανερωμένης. Μετά σε παρέες γύριζαν με το νερό στους δρόμους του χωριού τραγουδώντας τα κάλαντα και οι νοικοκυρές έβγαιναν και τους έδιναν κεράσματα. Στη Σμύρνη ανήμερα την Πρωτοχρονιά οι φιλαρμονικές γύριζαν και έλεγαν τα κάλαντα, μαζεύοντας χρήματα για φιλανθρωπικούς σκοπούς.

Το βράδυ της παραμονής, την Καλή Βραδιά, όπως έλεγαν στην Ερυθραία, η οικογένεια μαζευόταν στο σπίτι και έστρωνε γιορτινό τραπέζι. Σε ορισμένα χωριά, όπως την Αγία Παρασκευή του Τσεσμέ, το Αϊβαλί και την Αγιάσο και το Παλαιοχώρι της Λέσβου περίμεναν τα μεσάνυχτα για να κόψουν την πίτα. Στο Παλαιοχώρι, μάλιστα, ο τυχερός που θα έβρισκε το φλουρί έπρεπε να κοιμηθεί το βράδυ πάνω στα άχυρα σκ’μπακή, δηλαδή στην αποθήκη με τα γεννήματα για να σκορπίσει και εκεί η τύχη του (μπακή λεγόταν η αποθήκη με τα γεννήματα, από τη λέξη εμπατή).

Πριν πάνε για ύπνο φρόντιζαν να μείνει στρωμένο το τραπέζι. Πάνω άφηναν ένα ποτήρι με νερό και πιάτα με γλυκά και βασιλόπιτα, εφόσον την είχαν ήδη κόψει. Αυτό το έκαναν γιατί πίστευαν ότι το βράδυ θα περνούσε ο Άη Βασίλης από το σπίτι τους και έπρεπε να βρει μέρος να ξαποστάσει και να φάει. Μάλιστα, στην Αγιάσο έβαζαν στο τζάκι, στο ύψος της καμινάδας (π’καρί) ένα μεγάλο κούτσουρο όρθιο, για να βρει σκαλοπάτι ο Άγιος και να κατέβει να ευλογήσει το σπίτι.

Ανήμερα την Πρωτοχρονιά, πολύ νωρίς το πρωί, έπρεπε κάθε σπίτι να πάρει το πρώτο νερό της χρονιάς από τη βρύση ή το πηγάδι του χωριού. Στη Σμύρνη όσοι έμεναν κοντά στο βουνό Γιαμανλάρ νταγ έπρεπε ξυπνώντας να κοιτάξουν πρώτα το βουνό και να ευχηθούν να είναι «στερεωμένοι», ενώ το θεωρούσαν πολύ καλό σημάδι να δουν χιόνια. Στην Πέργαμο και το Αϊβαλί τα κορίτσια που πήγαιναν να πάρουν το νερό άφηναν λίγο ανοιχτή τη βρύση για να γεμίσουν τα αυλάκια της και να έχουν πολλά μπερεκέτια (αφθονία). Στο Ρεΐσντερε της Ερυθραίας έλεγαν το νερό αυτό μάλαμα και όταν το έπαιρναν άφηναν εκεί μια πιατέλα με λουκουμάδες ή δίπλες. Στην ίδια περιοχή, στα χωριά Μελί, Λυθρί και Σιβρισάρι ο αφέντης του σπιτιού πήγαινε αξημέρωτα στη βρύση για να πάρει το αμίλητο νερό, δηλαδή να πάρει νερό, κατά τη μεταφορά του οποίου προς το σπίτι δεν έπρεπε ούτε να μιλήσει ούτε να γελάσει. Μαζί του είχε, επίσης, μια πέτρα και ένα ρόδι, το οποίο έπαιρνε να λειτουργηθεί στην εκκλησία. Όταν η οικογένεια γύριζε από τη Λειτουργία, ο νοικοκύρης έχυνε στην αυλή το νερό για να κυλήσει ανεμπόδιστα ο νέος χρόνος, πετούσε την πέτρα στο κατώφλι για να βαρύνουν οι τσέπες του (πουζούδες) από το χρυσάφι και έσπαγε το ρόδι για να υπάρχουν στο σπίτι τόσα καλά, όσα τα σπόρια του ροδιού. Παρόμοιο έθιμο απαντά και στη Λέσβο, στο Παλαιοχώρι. Εκεί, επιφορτισμένοι με τη μεταφορά του νερού ήταν η νοικοκυρά ή ο νοικοκύρης ή εκείνος που κέρδισε την προηγούμενη μέρα το φλουρί της βασιλόπιτας. Όποιος πήγαινε στη βρύση έπρεπε να αφήσει εκεί, εκτός από γλυκά και ένα κομμάτι από την πίτα, συνήθως του φτωχού ή του Αγίου Βασιλείου. Έπειτα, ο νοικοκύρης έκανε την ίδια διαδικασία με το νερό και την πέτρα, με τη διαφορά ότι πατούσε και ένα σιδερένιο αντικείμενο για να είναι γεροί και σιδερένιοι όλοι μέσα στο σπίτι. Επίσης, πίστευαν ότι, όπως σκορπίζουν τα σπυριά από τα ρόδια, έτσι θα σκορπίσουν και οι εχθροί του σπιτιού. Τα σπυριά αυτά τα έδιναν έπειτα να τα φάνε οι κότες για να κάνουν πολλά αυγά. Στην Καλλονή, τη Μήθυμνα και την Ερεσό της Λέσβου το νερό το κουβαλούσαν την προηγούμενη μέρα οι κοπέλες της οικογένειας με ένα αχρησιμοποίητο δοχείο (κμάρι) και φρόντιζαν να προετοιμάσουν το διαδικασία τοποθετώντας δίπλα στην πόρτα το δοχείο, ένα κλαδί ελιάς, ένα καρβέλι ψωμί, μια πέτρα χορταριασμένη (μαλλιαρή) και ένα ρόδι.

Άλλο ένα σημαντικό πρωτοχρονιάτικο έθιμο ήταν το ποδαρικό, δηλαδή το να μπει πρώτο στο σπίτι την πρώτη μέρα του χρόνου ένα άτομο τυχερό. Στις περισσότερες περιπτώσεις επέλεγαν να κάνει ποδαρικό ένα αγόρι υγειές που είχε και τους δύο γονείς εν ζωή ή κάποιος γείτονας, τον οποίο θεωρούσαν γουρλή. Στην Πέργαμο, τη Σμύρνη και το Αϊβαλί επιδίωκαν να κάνει ποδαρικό ένα από τα αρσενικά μέλη της οικογένειας, κατά ιεραρχία, ο πατέρας, ο γιος ή αν δεν υπήρχαν οι προηγούμενοι ένα στενός συγγενής. Όποιον έκανε ποδαρικό τον αντάμειβαν με κάποιο φιλοδώρημα και στο Παλαιοχώρι του έδιναν τα κομμάτια της βασιλόπιτας που είχαν μελετήσει στο Χριστό, την Παναγία και τον Άγιο Βασίλειο. Στο χωριό Γέρα της Λέσβου ένα μέλος της οικογένειας έπρεπε να σηκωθεί και χωρίς να μιλήσει έπρεπε να πλυθεί και να προσευχηθεί. Έπειτα έμπαινε και έκανε ποδαρικό στο σπίτι, λέγοντας ευχές για όλους και κρατώντας ένα κλαδί ελιάς με καρπό φώναζε «Ξύλα και κλαδιά στο εχθρού τα μάτια. Όπως είναι αυτό φορτωμένο με ελιές, έτσι να είναι φορτωμένα και τα ελαιοκτήματά μας».

Το γιορτινό πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, όπως και αυτό της παραμονής, έπρεπε να είναι πλούσιο. Τα φαγητά που επέλεγαν συνήθως ήταν το χοιρινό, καθώς και φαγητά, τα οποία γέμιζαν ή τύλιγαν όπως οι ντολμάδες. Όπως πίστευαν, τα γεμιστά φαγητά θα εξασφάλιζαν ένα χρόνο γεμάτο καλά, ενώ οι δίπλες ήταν οιωνοί και σύμβολα της αφθονίας και του πλούτου. Πριν ή μετά το φαγητό, ο νοικοκύρης έκοβε τη βασιλόπιτα, σε περίπτωση που δεν την είχαν κόψει την προηγούμενη μέρα. Ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση των βοσκών στα Καράμπουρνα, οι οποίοι έκοβαν μία πίτα την Πρωτοχρονιά και μία την ημέρα των Θεοφανείων στο μαντρί τους. Αφού σταύρωνε την πίτα τρεις φορές έκοβε κομμάτια για το Χριστό, την Παναγία, τον Άγιο Βασίλειο, το φτωχό, το σπίτι, τα ζώα και τα κτήματα και έπειτα ιεραρχικά για όλα τα μέλη της οικογένειας, ακόμα και τους απόντες. Στα Βουρλά οι ανύπαντρες κοπέλες έβαζαν το κομμάτι τους από τη βασιλόπιτα στο προσκεφάλι τους, για να ονειρευτούν αυτόν που επρόκειτο να παντρευτούν. Στο Παλαιοχώρι μάζευαν τα ψίχουλα του τραπεζιού και τα κρατούσαν για να τα πετάξουν την ημέρα των Φώτων στα χωράφια τους. Επίσης, στις περισσότερες αγροτικές περιοχές τάιζαν τα ζώα τους με τα φαγητά και τα γλυκά που έτρωγαν και οι ίδιοι, καθώς και με το κομμάτι που τους αντιστοιχούσε από τη βασιλόπιτα, καθώς πίστευαν ότι εάν περνούσε ο Άη Βασίλης έπρεπε να βρει τα ζώα ευχαριστημένα και καλοταϊσμένα, προκειμένου να τα ευλογήσει. Στα Αλάτσατα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να τρώνε μακαρόνια για να κάνουν πολλά κουκούλια, καθώς πολλοί κάτοικοι ασχολούνταν με τη σηροτροφία.

Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς όλοι φρόντιζαν να περάσουν όσο το δυνατόν καλύτερα, γιατί πίστευαν πως έτσι θα κυλήσει και ο υπόλοιπος χρόνος. Επίσης, πρόσεχαν με ποιους θα συναναστραφούν και ποιους θα συναντήσουν. Στο Παλαιοχώρι, μάλιστα, όταν συναντούσαν την ημέρα εκείνη ένα άσπρο πρόβατο το θεωρούσαν καλό οιωνό, ενώ όταν συναντούσαν ένα μαύρο πρόβατο, κακό. Επιπλέον, απέφευγαν να δανείζουν πράγματα και δεν έβγαζαν έξω από το σπίτι αντικείμενα. Επισκέψεις, βίζιτες όπως τις έλεγαν, συνήθιζαν να κάνουν μόνο οι άντρες. Στη Σμύρνη οι νοικοκυρές έβγαζαν τραπέζια έξω από τα σπίτια τους με γλυκά και ποτά, τα οποία κερνούσαν σε φίλους και γνωστούς που περνούσαν από εκεί. Στο Αϊβαλί όσοι πήγαιναν επίσκεψη κάπου έπαιρναν μαζί τους και μια πέτρα για να είναι στερεωμένοι οι νοικοκύρηδες. Οι γυναίκες συνήθως έμεναν μέσα και έκαναν τις επισκέψεις τους την επόμενη μέρα.

Η ανταλλαγή δώρων δεν συνηθιζόταν, παρά μόνο μεταξύ των αρραβωνιασμένων, ενώ στα χωριά της Ερυθραίας συνήθιζαν ο πατέρας να στερνιάζει τα παιδιά της οικογένειας, να τους δίνει, δηλαδή, ορισμένα νομίσματα. Στα Βουρλά, για παράδειγμα, ο αρραβωνιαστικός έστελνε στη μέλλουσα σύζυγό του ένα φόρεμα και ένα πανέρι με φρούτα και εκείνη έπρεπε να του επιστρέψει το πανέρι γεμάτο με γλυκά.

Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.