Διαβάζετε τώρα
Προσωπικὴ Ἐξομολόγησις Εὐγνωμοσύνης καὶ Μνήμης στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Ἰσιδώρου

Προσωπικὴ Ἐξομολόγησις Εὐγνωμοσύνης καὶ Μνήμης στὸ πρόσωπο τοῦ Γέροντος Ἰσιδώρου

  • Του Γρηγόρη Γ. καλύβα

Ἀγαπημένε μου Γέροντα Ἰσίδωρε,

 

Τώρα ποὺ ἡ γῆ τῶν Μετεώρων ἑτοιμάζεται νά σκεπάσει τὸ τίμιο σκήνωμά  σου, καὶ ἡ ψυχὴ σου διαπλέει τὰς οὐρανίους σφαίρας, αἰσθάνομαι τὴν ἀνάγκην, ὄχι ἀπλῶς νὰ σε μνημονεύσω, ἀλλὰ νὰ ἐξομολογηθῶ ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων τί ὑπήρξες δι’ ἐμὲ, καὶ διὰ ὅσους σὲ γνώρισαν.

Ἦσουν γιὰ μένα ὄχι μόνον πνευματικὸς πατέρας· ἦσουν φανέρωσις τοῦ ὁδοδείκτου Χριστοῦ, τοῦ ἡσύχιου ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ, τοῦ ταπεινοῦ γίγαντος ποὺ κουβαλοῦσε μέσα του ἕνα μυστικὸ φῶς ποὺ δὲν ἔκαιγε, ἀλλὰ ἀνάπαυε.

Ἐπέλεξες τὴν κορυφὴ τοῦ βράχου νὰ γίνῃ ἀφετηρία ἀναβάσεως, καὶ ἐγκατέλειψες κάθε τι ποὺ προσπορίζει ἡ ἐπιγείως δόξα, γιὰ νὰ ἀναζητήσεις τὴν ἄνω ζωήν. Καὶ νὰ ποὺ ἡ ἀναζήτησίς σου, δὲν ἔμεινε ὄνειρο ἀνεκπλήρωτο· ἔγινες σύνοικος τῶν Ἁγίων, μυστικὸς ἀσκητὴς, ἐργάτης ἀφανής, προσευχὴ ἐνσαρκωμένη.

Ἐκεί, στὴ Μονὴ Βαρλαάμ, ποὺ τὰ πελώρια βράχια ὑψοῦνται ὡς χέρια ἡσυχαστικῆς ἱκεσίας, ἔχτισες μὲ τὸν κόπο σου, τὴν καρδιὰ σου, καὶ τὴν ἄγρυπνη προσευχὴ σου, ἕνα πνευματικὸ ἀνάχωμα στὴν ἀποστασία τοῦ καιροῦ. Κατέστησες τὸ μοναστήρι φάρον τῆς Ὀρθοδοξίας, ὄχθη σωτηρίας γιὰ πληγωμένες ψυχές, ἀλλὰ πάνω ἀπ’ ὅλα, ἕναν τόπον ἄγιον, ποὺ ἔσωζε μὲ τὴν χάρη τοῦ.

Ἐκράτησες τοὺς θησαυροὺς τῆς πατερικῆς παραδόσεως ὄχι σὲ βιβλία, ἀλλὰ στὸ στέρνο σου. Ἡ προσευχὴ σου, ἡσυχαστική, βαθεῖα, ἀμείωτη· ὁ λόγος σου, λίγος, γεμάτος πνεῦμα, μὲ μίαν ἀλήθεια ποὺ ἔκοβε μὲν ὡς μαχαίρι, ἀλλὰ θεράπευε ὡς βάλσαμο. Δὲν μιλούσες πολὺ, ἀλλὰ μιλοῦσε ὁ τρόπος ποὺ κοίταζες· μιλοῦσε ἡ σιγή σου· μιλοῦσε τὸ κελί σου, τὸ εὐλογημένο ἀναλόγιόν σου, ἡ ἔκφρασις ποὺ εἶχες ὅταν διάβαζες τὸ «Κύριε ἐλέησον» ὅχι ὡς τύπον, ἀλλὰ ὡς βοήν ψυχῆς.

Ἦσουν γιὰ μένα καὶ γιὰ πολλοὺς ἄλλους ἕνας ζωντανὸς δείκτης ἐνὸς ἄλλου τρόπου ζωῆς· ἑνὸς τρόπου ποὺ δὲν θορυβεῖ, δὲν ἐπιβάλλεται, ἀλλὰ μεταμορφώνει μὲ ἀγάπη καὶ ὑπομονή. Πόσες ψυχὲς ἔσωσες χωρὶς νὰ τοὺς ἀγγίξεις; Πόσα δάκρυα ἔσβησες μὲ μία ματιὰ κατανόησης; Πόσοι ἄνθρωποι, ἀκόμη καὶ ἄθεοι, σὲ πλησίασαν καὶ ἔφυγαν μὲ ἕνα «ἴσως ὁ Θεός ὑπάρχει τελικὰ…» στὰ χείλη;

Γέροντα μου, μὲ ἔμαθες νὰ προσεύχομαι, μὲ τὴ σιωπή σου· μὲ ἔμαθες νὰ ὑπομένω, μὲ τὴ στάση σου· μὲ ἔμαθες νὰ ἀγαπῶ, ὄχι ἀπὸ ὑποχρέωσιν, ἀλλὰ ἀπὸ πληρότητα. Καὶ τώρα, ἀφοῦ ἀνεχώρησες πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἀισθάνομαι ἕναν πόνο βαθύ· ἀλλὰ ταυτοχρόνως, μίαν χαρὰ ἀνεξήγητη. Διότι ὁ θάνατός σου εἶναι ζωὴ· καὶ ἡ μνήμη σου, παράκλησις.

Τὰ βήματά σου, ποὺ ἀνέβαιναν ἀργὰ στὸ μονοπάτι τῆς Μονῆς, ἀκούγονται ἀκόμη στὴν καρδιὰ μου. Τὸ «Ἀλληλούϊα» ποὺ ἔψαλες μὲ φωνὴ βαθιὰ καὶ κρυστάλλινη, ἀντηχεῖ μέσα μου κάθε φορά ποὺ ἀποκάμνω. Καὶ τὸ χαμόγελό σου –σπάνιο ἀλλὰ αἰώνιο– δὲν ξεχνιέται.

Σὲ εὐχαριστῶ, Γέροντα, ποὺ ἔγινες στὴ ζωὴ μου φανέρωσις τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ. Που δὲν ἔζησες γιὰ σένα, ἀλλὰ γιὰ τὸν ἄλλον. Που ἔγινες φῶς μὲς στὸν ἄνεμο, ψαλμὸς μὲς στὴ βοὴ τοῦ κόσμου, ἔνσαρκη προσευχὴ στὴ σκληρὴ καθημερινότητα. Ἡ παρακαταθήκη σου εἶναι βαριὰ· ἀλλὰ εὐλογημένη. Στὸν βράχο ποὺ ἀνέβαινες, θὰ προσπαθήσω νὰ σταθῶ. Στὴ σιωπὴ σου, θὰ ἀναζητήσω νὰ κρυφτῶ. Στὴν προσευχὴ σου, θὰ καταφύγω ὅταν ἀδυνατῶ. Καὶ ὅταν ἔλθῃ ἡ ὥρα, νὰ μὲ δεχθῇς μὲ τὸ γνωστὸ σου βλέμμα, τὸ ἥμερο, τὸ βαθύ, τὸ ἀναπαυτικὸ. Μέχρι τότε, νὰ μᾶς θυμᾶσαι, καὶ νὰ προσεύχῃ· διότι ἔχει ἀκόμη πολύ σκοτάδι ὁ κόσμος. Καὶ ἡ εὐχή σου μπορεῖ νὰ γίνει φῶς.

Αἰωνία σου ἡ Μνήμη, , Γέροντα μου, φίλε τοῦ Θεοῦ.

ὁ ἀρχαιότερος Ἡγούμενος τῶν Μετεώρων.

*Ὑστερόγραφο Προσευχῆς

Κύριε τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου,

Ὁ Ὑψίστος Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν,

Σὲ δοξολογοῦμε διὰ τὸν δούλον σου, τὸν ὁσιώτατον Γέροντα Ἰσίδωρον,

Ὃν ἐκάλεσας ἐκ τοῦ ματαίου τούτου κόσμου εἰς τὴν ἀγαλλίασιν τῶν Ἁγίων Σου.

Δέξαι, Δέσποτα, τὴν καθαράν του καρδίαν ὡς θυμίαμα εὐωδίας,

καὶ κατασκήνωσον αὐτὸν ἐν σκηναῖς δικαίων, ἐν τόπῳ φωτεινῷ, ἐν τόπῳ ἀναπαύσεως,

ὅπου οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός.

Ἀνάπαυσον τὸν σῶφρονα, τὸν εὐλαβῆ, τὸν εὐεργέτην καὶ φιλάνθρωπον,

τὸν ἀσκητὴν ποὺ σὲ ἀγάπησε ὑπὲρ πάντα,

τὸν ποιμένα ποὺ τὰ πρόβατά σου ἐβάσταξε ἐν ταπεινότητι καὶ προσευχῇ ἀκαταπαύστῳ.

Καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐν τῷ κόσμῳ ἀγωνιζομένους,

δὸς νὰ μιμοῦμεθα τὴν πίστιν του, τὴν ἀγάπην του, τὴν σιωπὴν του,

καὶ νὰ βαδίζωμεν ἐν ταπεινώσει τὰ ἴχνη τοῦ ἐν τῇ ἠσυχίᾳ.

Ἡ εὐχὴ του, ἀσπίς ἡμῖν.

Ἡ μνήμη του, διδασκαλία.

Ἡ ὁδὸς του, ἐλπίς.

Τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου Σου, Κύριε,

φώτισον καὶ ἡμᾶς ἐν τῷ σκότει τοῦ αἰῶνος τούτου,

καὶ δίδαξον ἡμᾶς νὰ ζῶμεν ὥστε νὰ ποθούμε νὰ πεθάνωμεν ἐν Χριστῷ,

ὡς ὁ Γέρων Ἰσίδωρος ἐδίδαξεν ἐν σιωπῇ καὶ πράξει.

Ἀμήν.