Ιερά Μονή Αγίου Στεφάνου

Ἡ ἱ­ε­ρά μο­νή τοῦ Πρω­το­μάρ­τυ­ρος ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, κτι­σμέ­νη στό νο­τι­ο­α­να­το­λι­κό τμῆ­μα τῶν Με­τε­ω­ρί­τι­κων βρά­χων, εὑρίσκεται σέ ὑ­ψό­με­τρο 528 μέ­τρων.

Ἡ ἱ­στο­ρι­κή ζω­ή τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ ἀρ­χί­ζει ἀ­πό τόν 12ο αἰ­ώ­να. Σύμ­φω­να μέ πα­λαι­ά ἐ­πι­γρα­φή τοῦ ἔ­τους 1191/2 μ.Χ. μό­να­ζε στόν βρά­χο αὐ­τό ὁ ἀ­σκη­τής Ἱ­ε­ρε­μί­ας.

Ἐ­πί­ση­μοι κτί­το­ρες τῆς μονῆς εἶ­ναι ὁ ὅ­σι­ος Ἀν­τώ­νι­ος Καν­τα­κου­ζη­νός (τέλ. 14ου– ἀρχ.15ου αἰ.), γόνος ἀ­πό τήν με­γά­λη βυ­ζαν­τι­νή οἰ­κο­γέ­νει­α τῶν Καν­τα­κου­ζη­νῶν, καί ὁ ὅ­σι­ος Φι­λό­θε­ος (μέ­σα 16ου αἰ.) ἀ­πό τό χω­ριό Σλά­ται­να, ση­μ. Ρί­ζω­μα Τρι­κά­λων.

Ὁ πρῶ­τος να­ός τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, μί­α μο­νό­κλι­τη βα­σι­λι­κή, ἀ­νη­γέρ­θη γύ­ρω στά 1350 καί ἀ­να­κτί­στη­κε στά 1545 ἀ­πό τόν ὅ­σι­ο Φι­λό­θε­ο. Δι­α­σώ­ζει τοι­χο­γρα­φί­ες τοῦ 17ου αἰ­ώ­να.

Κα­τά τόν 15ο αἰ­ώ­να δω­ρή­θη­κε στό μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ἀ­πό τόν ἄρ­χον­τα τῆς Οὐγ­γρο­βλα­χί­ας Δρα­γο­μίρ ἡ χα­ρι­τό­βρυ­τη κά­ρα τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἔ­κτο­τε κα­τέ­στη ὁ δεύ­τε­ρος ἰ­σχυ­ρός πρo­στά­της, τό φυ­λα­κτή­ρι­ο καί τό ἁ­γί­α­σμα ὄ­χι μό­νο τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ, ἀλ­λά καί ὅ­λης τῆς Ἑλ­λά­δος.

Πρός τι­μήν τοῦ θαυ­μα­τουρ­γοῦ ἱ­ε­ρο­μάρ­τυ­ρος Χα­ρα­λάμ­πους στά 1798 ἀ­νη­γέρ­θη ἐκ βά­θρων με­γα­λο­πρε­πής να­ός, ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Ἀμ­βρο­σί­ου, καί εἶ­ναι πλέ­ον τό κα­θο­λι­κό, δη­λα­δή ὁ κεν­τρι­κός να­ός τοῦ μο­να­στη­ρι­οῦ. Ὁ να­ός ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κά ἀ­νή­κει στόν ἁ­γι­ο­ρεί­τι­κο τύ­πο. Δι­α­θέ­τει κα­τα­πλη­κτι­κό ξυ­λό­γλυ­πτο τέμ­πλο τοῦ ἔ­τους 1814, ἔρ­γο τῶν Μετ­σο­βι­τῶν τεχνιτῶν μα­στρο-Κώ­στα καί Δη­μή­τρη, καί ἀνάλογης τέ­χνης ξυ­λό­γλυ­πτα προ­σκυ­νη­τά­ρι­α, τοῦ ἔ­τους 1836. Ἡ ἱ­στό­ρη­ση τοῦ ναοῦ τοῦ ἁ­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται τήν τε­λευ­ταί­α εἰ­κο­σιπεντα­ε­τί­α ἀ­πό τόν κα­τα­ξι­ω­μέ­νο ἁ­γι­ο­γρά­φο Βλά­σι­ο Τσοτ­σώ­νη καί ἀποτελεῖ ἕνα θαυμαστό εἰκαστικό ἐπίτευγμα, ἐφάμιλλο τῶν παλαιῶν Μετεωρίτικων τοιχογραφιῶν.

Στόν και­ρό τῆς Ὀ­θω­μα­νι­κῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τό μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, ὅπως καί ὅλες οἱ Μετεωρίτικες μονές συμπαραστάθηκε μέ εὐαισθησία στό βαριά δοκιμαζόμενο ὑπόδουλο γένος. Στήν μονή λειτουργοῦσε Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Σχο­λή, στήν ὁ­ποί­α φο­ί­τη­σε καί ὁ λό­γι­ος ἱ­ε­ράρ­χης καί μέ­γας εὐ­ερ­γέ­της τοῦ γέ­νους Δω­ρό­θε­ος Σχο­λά­ρι­ος (1812-89). Τό κοινόβιο τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου παρέσχε, ἐπίσης, βοήθεια «στήν μάχη τῶν συνόρων» τοῦ 1897, στόν Μα­κε­δο­νι­κό ἀ­γώ­να (1904-1908) καί σέ ὅλους τούς ἐθνικούς ἀγῶνες.

Πολύ σημαντικό γιά τόν ἐπισκέπτη εἶναι τό Σκευοφυλακεῖο τῆς μονῆς πού φιλοξενεῖται στήν Παλαιά Τράπεζα, κτίσμα τοῦ 14ου αἰώνα μέ ἰδιότυπο τρόπο στεγάσεως. Στόν χῶρο αὐτό ἐκτίθενται καλ­λι­τε­χνι­κά χει­ρό­γρα­φα, σπου­δαῖ­α πα­λαί­τυ­πα βι­βλί­α, ἀρ­γυ­ρό­χρυ­σοι σταυ­ροί ἁ­γι­α­σμοῦ καί λι­τα­νεί­ας, ἱ­ε­ρά σκεύ­η, ἕ­νας χρυ­σο­κέν­τη­τος ἐ­πι­τά­φι­ος (1857) καί εἰ­κό­νες. Ξε­χω­ρί­ζει ἡ Ἄ­κρα Τα­πεί­νω­ση τοῦ ἱ­ε­ρέ­ως Ἐμ­μα­νου­ήλ Τζά­νε (1670), ἡ Πα­να­γί­α ἡ Ἐ­λε­οῦ­σα, ὁ Χρι­στός ὁ Ζω­ο­δό­της (17ου αἰ.) κ.ἄ. Στήν ἱ­ε­ρά μο­νή τοῦ ἁ­γί­ου Στε­φά­νου ὑπάρχουν σή­με­ρα 154 χει­ρό­γρα­φοι κώ­δι­κες καί πε­ρί τά 800 πα­λαί­τυ­πα βι­βλί­α.

Στήν δι­άρ­κει­α τοῦ Β΄ Παγ­κο­σμί­ου Πο­λέ­μου οἱ δύο να­οί, ὅ­πως καί ὅ­λο τό μο­να­στή­ρι ὑ­πέ­στη­σαν πολ­λές κα­τα­στρο­φές.

Τό 1961 ἡ μονή μετετράπη σέ γυναικεία. Οἱ πρῶτες μοναχές πού ἐγκαταστάθηκαν ἐδῶ, κατάφεραν κάτω ἀπό πολύ ἀντίξοες συνθῆκες νά ὀργανώσουν κοινοβιακά τήν μονή καί νά τήν ἀποκαταστήσουν, κατά τό δυνατόν, κτιριακά.

Τίς ἑπόμενες δεκαετίες ἐ­φαρ­μό­ζε­ται ἕ­να πο­λυ­δι­ά­στα­το πρό­γραμ­μα κα­τα­γρα­φῆς, τεκ­μη­ρι­ώ­σε­ως, συν­τη­ρή­σε­ως καί ἀ­πο­κα­τα­στά­σε­ως τοῦ μνη­μεια­κοῦ πλο­ύ­του τῆς μο­νῆς. Συγχρόνως γίνεται μί­α θαυ­μα­στή οἰ­κο­δο­μι­κή ἀ­να­μόρ­φω­ση καί ἀναστήλωση τῶν ὅλων κτιρίων.

Ἰ­δι­αί­τε­ρα ση­μαν­τι­κό εἶ­ναι τό συγ­γρα­φι­κό καί ἐκ­δο­τι­κό ἔρ­γο τοῦ ἱεροῦ κοινοβίου πού κα­λύ­πτει μί­α πλού­σια καί ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα θε­μα­το­λο­γί­α (ἐ­πι­στη­μο­νι­κά συγ­γράμ­μα­τα, ἱ­στο­ρί­α καί πο­λι­τι­στι­κή κλη­ρο­νο­μιά τῶν Ἁ­γί­ων Με­τε­ώ­ρων, θεολογικά, ἁ­γι­ο­λο­γι­κά, ὑ­μνο­γρα­φι­κά, ἀντιαιρετικά κ.ἄ.­).

Τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νι­α ἡ μοναστική ἀδελφότητα ἀνήγειρε περικαλλέστατο ναό πρός τι­μήν τῶν Ἀρ­χαγ­γέ­λων καί τῆς ἁ­γί­ας μάρτυρος Κλαυ­δί­ας (2009) καί δη­μι­ούργησε τό πα­ρεκ­κλή­σι­ο τῆς Ἁ­γί­ας Σκέ­πης  τῆς Παναγίας μας (2003).

Στό μοναστήρι μονάζουν περί τίς τριάκοντα μοναχές.

 Πηγή: Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα. Μία λίθινη πολιτεία μεταξύ οὐρανοῦ καί γῆς, ἔκδ. Ἱε­ρᾶς μο­νῆς ἁ­γί­ου Στε­φά­νου, Ἅ­γι­α Με­τέ­ω­ρα 2016.

Α­πό τα πα­λαι­ό­τε­ρα κτί­ρια της Μο­νής εί­ναι το Πα­λαι­ό Κα­θο­λι­κό (Ι­ε­ρός Να­ός Α­γί­ου Στε­φά­νου, η πρώ­τη οι­κο­δό­μη­ση του ο­ποί­ου α­νά­γε­ται στα μέ­σα του 14ου αι­ώ­νος.

Ο να­ός αυ­τός εί­ναι ξυ­λό­στε­γη μο­νό­κλι­τη βα­σι­λι­κή με ε­σω­νάρ­θη­κα, που χω­ρί­ζε­ται α­πό τον κυ­ρί­ως να­ό με τρί­βη­λο ά­νοιγ­μα, ε­πι­βί­ω­ση του τρό­που ε­πι­κοι­νω­νί­ας του κεν­τρι­κού κλί­τους με το νάρ­θη­κα των πα­λαι­ο­χρι­στι­α­νι­κών βα­σι­λι­κών. Ο Να­ός α­να­και­νί­στη­κε εκ βά­θρων α­πό τον Ό­σιο Φι­λό­θε­ο στα μέ­σα του 16ου αι­ώ­νος.

Του ι­δί­ου αι­ώ­νος εί­ναι και οι τοι­χο­γρα­φί­ες του ε­σω­τε­ρι­κού, που α­πο­τε­λούν έ­να εν­δι­α­φέ­ρον ζω­γρα­φι­κό σύ­νο­λο της με­τα­βυ­ζαν­τι­νής α­γι­ο­γρα­φί­ας. Ε­κτός α­πό τους ο­λό­σω­μους α­γί­ους και άλ­λες πα­ρα­στά­σεις, α­ξι­ο­πρό­σε­κτη εί­ναι η α­πει­κό­νι­ση των 24 οί­κων των Χαι­ρε­τι­σμών της Θε­ο­τό­κου. Στο ι­ε­ρό έ­χο­με το συ­νη­θι­σμέ­νο α­γι­ο­γρα­φι­κό κύ­κλο: Την Πλα­τυ­τέ­ρα των Ου­ρα­νών στην κόγ­χη ως προ­στά­τι­δα των χρι­στια­νών και του κό­σμου ό­λου, τη θεί­α Με­τά­λη­ψη, μορ­φές με­γά­λων ι­ε­ραρ­χών. Στο νάρ­θη­κα, α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά α­πό την εί­σο­δο, ει­κο­νί­ζον­ται, με τις μο­να­χι­κές τους εν­δυ­μα­σί­ες και τα αυ­στη­ρά α­σκη­τι­κά τους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, πλημ­μυ­ρι­σμέ­νοι α­πό τη θε­ϊ­κή γα­λή­νη και την ου­ρά­νια α­τα­ρα­ξί­α, οι ό­σιοι κτί­το­ρες της μο­νής, ι­ε­ρο­μό­να­χοι Αν­τώ­νιος και Φι­λό­θε­ος, με τι­μη­τι­κή φρου­ρά στο πλά­ι τους τους άρ­χον­τες των ου­ρα­νί­ων ταγ­μά­των Γα­βρι­ήλ και Μι­χα­ήλ.

Ε­πι­γρα­φή στο δυ­τι­κό τοί­χο του νάρ­θη­κα, πά­νω α­πό την εί­σο­δο και κά­τω α­πό την πα­ρά­στα­ση της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου, μας πλη­ρο­φο­ρεί για την τοι­χο­γρά­φη­ση του να­ού, χω­ρίς να δί­νει χρο­νο­λο­γί­α, και για τη με­τα­γε­νέ­στε­ρη α­να­καί­νι­ση της τοι­χο­γρα­φί­ας της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου, που έ­γι­νε α­πό τον Κα­λαμ­πα­κι­ώ­τη α­γι­ο­γρά­φο ι­ε­ρέ­α και κα­στρήν­σιο Νι­κό­λα­ο.

Κα­τά την πε­ρί­ο­δο του τε­λευ­ταί­ου πο­λέ­μου προ­κλή­θη­καν ζη­μι­ές στις τοι­χο­γρα­φί­ες του να­ού του Α­γί­ου Στε­φά­νου, καθώς και στο κτίριο του ναού του Αγίου Χαραλάμπους.

Πρόσφατα πραγματοποιήθηκε η συντήρηση των τοιχογραφιών του ναού.

Στα 1798, ε­πί του ε­πι­σκό­που Στα­γών Πα­ϊ­σί­ου του Κλει­νο­βί­τη (1784, Μα­ΐ­ου 12 – 1808) και ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Αμ­βρο­σί­ου, κτί­στη­κε το ση­με­ρι­νό ε­πι­βλη­τι­κό κα­θο­λι­κό, προς τι­μήν του Α­γί­ου Χα­ρα­λάμ­πους, του ο­ποί­ου η κά­ρα φυ­λάσ­σε­ται ε­κεί ως ι­ε­ρό θη­σαύ­ρι­σμα, δώ­ρο α­νε­κτί­μη­το του η­γε­μό­να της Βλα­χί­ας Viadislav και του συγ­γε­νούς του με­γά­λου βορ­νί­κου Dragomir.

Ας ση­μει­ω­θεί ε­δώ ό­τι α­πό πο­λύ νω­ρίς η ι­στο­ρί­α της Μο­νής του Α­γί­ου Στε­φά­νου συν­δέ­θη­κε στε­νά με τον ρου­μα­νι­κό η­γε­μο­νι­κό οί­κο της Βλα­χί­ας, ο ο­ποί­ος α­νή­γει­ρε και α­φι­έ­ρω­σε στη με­τε­ω­ρι­κή αυ­τή μο­νή ως με­τό­χι το μο­νύ­δριο της Με­τα­μορ­φώ­σε­ως του Σω­τή­ρος στη θέ­ση Μπου­τό­ι (Butoiu), κον­τά στο Τιρ­γό­βι­στο της Ρου­μα­νί­ας, και δώ­ρι­σε στη Μο­νή του Α­γί­ου Στε­φά­νου ά­για λεί­ψα­να, ι­ε­ρά σκεύ­η, άμ­φια κ.ά. Πό­τε α­κρι­βώς έ­γι­ναν αυ­τά δεν εί­ναι ε­ξα­κρι­βω­μέ­νο. Προ­τεί­νον­ται δι­ά­φο­ρες χρο­νο­λο­γί­ες α­πό τους ε­ρευ­νη­τές, που κυ­μαί­νον­ται α­πό τα τέ­λη του ΙΔ΄ μέ­χρι και τις αρ­χές του ΙΣΤ΄ αι­ώ­να.

Το νέ­ο κα­θο­λι­κό της μο­νής α­πο­μι­μεί­ται το γνω­στό α­γι­ο­ρει­τι­κό αρ­χι­τε­κτο­νι­κό τύ­πο. Ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι τε­τρα­κι­ό­νιος σταυ­ρο­ει­δής εγ­γε­γραμ­μέ­νος, με τις δύ­ο κόγ­χες (χο­ρούς) α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά˙ προ­η­γεί­ται ευ­ρύ­χω­ρος ε­σω­νάρ­θη­κας-λι­τή με τέσ­σε­ρις κί­ο­νες στο κέν­τρο που στη­ρί­ζουν τη στέ­γη του. Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοί και εν­τυ­πω­σια­κοί εί­ναι οι ρα­δι­νοί και ψη­λό­λι­γνοι τρούλ­λοι, ο με­γά­λος και κεν­τρι­κός του κυ­ρί­ως να­ού και οι δύ­ο μι­κρό­τε­ροι του ι­ε­ρού, πά­νω α­πό την πρό­θε­ση και το δι­α­κο­νι­κό. Στη βό­ρεια ε­ξω­τε­ρι­κή πλευ­ρά του να­ού έ­χει προ­στε­θεί το­ξω­τή στο­ά – ε­ξω­νάρ­θη­ξας, που, σύμ­φω­να με την ε­πι­γρα­φή του, οι­κο­δο­μή­θη­κε ε­πί η­γου­μέ­νου Θε­ο­φά­νη, ο ο­ποί­ος στις αρ­χές του ΙΘ΄ αι. δι­α­δέ­χτη­κε τον Αμ­βρό­σιο.