Ιερά Μονή Ρουσάνου

Η Ἱερὰ Μονὴ Ρουσάνου – Ἁγίας Βαρβάρας βρίσκεται στὰ Ἅγια Μετέωρα, δίπλα στὸ δυτικὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ ἀπὸ τὴν Καλαμπάκα καὶ τὸ Καστράκι πρὸς τὰ μοναστήρια τῶν Μετεώρων. Εἶναι κτισμένη πάνω σ’ ἕναν κατακόρυφο βράχο ἑξήντα περίπου μέτρων, σὲ ὑψόμετρο 484 μέτρων ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Ὁλόκληρο τὸ πλάτωμα τῆς κορυφῆς του (500μ2) καλύπτεται ἀπὸ τὸ κτηριακὸ συγκρότημά της, ποὺ φαντάζει σὰν φυσικὴ ἀπόληξη, δένοντας τὰ ποικίλα φυσικὰ καὶ δομημένα συστατικὰ σ’ ἕνα ἁρμονικὸ σύνολο.

Τριγύρω της τὸ πέτρινο δάσος τῶν Μετεώρων μὲ τὶς ἱερὲς μονές. Ἀπέναντί της πρὸς βορρᾶ βρίσκεται ἡ μονὴ Βαρλαὰμ καὶ πίσω ἀπʼ αὐτὴν ἡ μονὴ τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Πρὸς τὰ βορειοδυτικὰ ἡ μονὴ Ἁγίου Νικολάου Ἀναπαυσᾶ ἐνῶ πρὸς τὰ νοτιοανατολικὰ οἱ μονὲς τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Ὁ ἐπισκέπτης ἀπὸ τὸν βορεινὸ ἐξώστη τοῦ Ρουσάνου ἀντικρίζει τὶς ἐρειπωμένες μονὲς τοῦ Παντοκράτορος, τοῦ Προδρόμου καὶ τῆς Ἁγίας Μονῆς. Ἀπὸ τὸν νότο φαίνονται οἱ Φυλακὲς τῶν Μοναχῶν (Παναγία τῶν Φυλακῶν) στὸν γιγαντόλιθο μὲ τὴν ὀνομασία Στῦλος Σταγῶν, τὸ σύμπλεγμα βράχων Κουμαριές, Παλαιοκρανιὲς καὶ Λιανομόδια, καθὼς καὶ τὰ βράχια τῶν κατεστραμμένων σήμερα μονυδρίων Ἁγίου Εὐστρατίου καὶ Ταξιαρχῶν. Κοντά της ἐπίσης βρισκόταν καὶ τὸ μονύδριο τοῦ Καλλιστράτου καθὼς καὶ τὸ Κελλίον τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου Παύλου, ποὺ ἡ ἀκριβὴς τοποθεσία τους εἶναι ἀβέβαιη, ἐνῶ στὰ ἀνατολικά της δεσπόζει ὁ βράχος τῆς Ψαροπέτρας μὲ τὴν ἐκπληκτικὴ θέα πρὸς ὅλο τὸ μετεωρικὸ τοπίο.

Ὀνομασία

Δὲν εἶναι γνωστὸ γιατί ἡ μονὴ ὀνομάζεται Ρουσάνου. Ἴσως ἡ ἐπωνυμία νὰ ὀφείλεται στὸν πρῶτο οἰκιστὴ τοῦ βράχου ἢ στὸν κτίτορα τοῦ πρώτου ναοῦ κατὰ τὸν 13ο ἢ 14ο αἰώνα.

Ἡ πρώτη γραπτὴ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος Ρουσάνου βρίσκεται στὸ λεγόμενο «Γράμμα ἱστορικὸν» ἢ «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων», γραμμένο λίγο μετὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1529, ποὺ κάνει λόγο γιὰ «τὴν μονὴν τοῦ Ρουσάνου» ποὺ μέχρι πρὶν ἀπὸ λίγα ἔτη ἦταν «ἠρημωμένη τῶν κατοίκων».

Ἔχει διατυπωθεῖ καὶ ἡ ἄποψη ποὺ συνδέει τὸ ὄνομα Ρουσάνου κατὰ παραφθορὰ μὲ τὸ ὄνομα Ἀρσένιος (> τοῦ Ἀρσενίου > τʼ Ἀρσάνου > Ρουσάνου)· ὅμως ἱερομόναχος Ἀρσένιος, ποὺ ἦταν καὶ ἡγούμενος τῆς μονῆς, μνημονεύεται γιὰ πρώτη φορὰ στὰ 1560, ἐνῶ τὸ ὄνομα Ρουσάνου ἀναφέρεται καὶ παλαιότερα.

Ἀξίζει νὰ σημειωθεῖ πὼς ἡ λέξη Ρουσάνος συναντᾶται σὲ διάφορες περιοχὲς εἴτε ὡς βαφτιστικὸ εἴτε ὡς ἐπώνυμο (π.χ. Παχώμιος Ρουσάνος). Ἡ λέξη Ρουσάνου θὰ μποροῦσε ἐπίσης νὰ προέρχεται ἀπὸ τὴ λέξη ροῦσος (<λατινικὴ russus=κόκκινος· πβ. ἰταλικὴ rosso) ποὺ σημαίνει κοκκινοτρίχης, ξανθοκόκκινος, κοκκινωπός, πυρόξανθος. Καὶ ἴσως αὐτὸ νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τὶς κοκκινωπὲς ἀποχρώσεις ποὺ ἔχει ὁ βράχος, ἰδίως ὅταν τὸν κοιτάζει κανεὶς ἀπὸ ὁρισμένη ὀπτικὴ γωνία κάποιες ὧρες τῆς ἡμέρας. Ἄλλωστε, καὶ ἡ λέξη Ρουσάνος, ὡς βαφτιστικὸ ὄνομα ἢ ὡς ἐπώνυμο, ἀπὸ τὴ λέξη ροῦσος ἐτυμολογεῖται.

Ἀπὸ παλιά, χωρὶς ὅμως νὰ εἶναι ἀκριβῶς γνωστὸ ἀπὸ πότε, ἡ μονὴ ἔχει καὶ τὴν ἐπωνυμία τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, πρὸς τιμὴν τῆς ὁμώνυμης ἁγίας Μεγαλομάρτυρος ποὺ ἔζησε τὸν 3ο αἰώνα μ.Χ. Πιθανὸν ἀπὸ τὸ 1744 / 45 καὶ ἐντεῦθεν, ποὺ ἦρθε στὴν κατοχὴ τοῦ μοναστηριοῦ ὡς εὐλαβικὸ προσκύνημα καὶ τιμητικὸ ἀγλάισμα τμῆμα τῆς κάρας τῆς Ἁγίας, νὰ ἀπέκτησε ἡ μονὴ καὶ τὴν ἐπωνυμία αὐτή. Φυλάσσεται μάλιστα στὸ μοναστήρι καὶ μία μικρὴ παλαιὰ θαυματουργὴ εἰκόνα τῆς μεγαλομάρτυρος.

Σημείωση: Περισσότερα στοιχεῖα μπορεὶ νὰ βρεῖ ὁ ἐνδιαφερόμενος στὸ βιβλίο: Βλιώρας Σπυρίδων, Ἱερὰ Μονὴ Ρουσάνου – Ἅγια Μετέωρα: Οἱ οὐρανογείτονες βράχοι, εκδ. Μίλητος, Αθήνα 2017, σελ. 178, ISBN: 978-960-464-911-2.

ΠΗΓΗ

Ὁ πρώην ἡγούμενος τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου Πολύκαρπος Ραμμίδης στὸ βιβλίο του «Τὰ Μετέωρα» (1882), ἀναφέρει, χωρὶς ὅμως νὰ παραπέμπει σὲ κάποια πηγὴ ποὺ νὰ τεκμηριώνει τὰ λεγόμενά του, πὼς ὁ βράχος τοῦ Ρουσάνου πρωτοκατοικήθηκε τὸ 1388 ἀπὸ κάποιον ἱερομόναχο Νικόδημο καὶ τὸν συνασκητή του Βενέδικτο, οἱ ὁποῖοι ζήτησαν τὴν ἄδεια τοῦ Πρώτου τῆς Σκήτεως τῶν Σταγῶν καὶ οἰκοδόμησαν στὸν βράχο ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.

Στὴ συνέχεια, καὶ γιὰ ἑκατὸν σαράντα περίπου ἔτη, ὁ ρουσανίτικος βράχος ἔμεινε ἔρημος καὶ ἀκατοίκητος καὶ πέρασε στὴ δικαιοδοσία τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου.

Ἡ πρώτη ἱστορικὰ ἐπιβεβαιωμένη ἀναφορὰ ποὺ ἔχουμε βρίσκεται στὸ «Χρονικὸν τῶν Μετεώρων». Ἐκεῖ ἀναφέρεται ὅτι γύρω στὸ 1527 στὸ ἔρημο μοναστήρι τοῦ Ρουσάνου ζοῦσε κάποιος λαϊκός.

Ὅσιοι Κτίτορες

Ἐπίσημοι κτίτορες τῆς μονῆς εἶναι οἱ αὐτάδελφοι Γιαννιῶτες ἱερομόναχοι Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμος. Ἀνάμεσα στὰ ἔτη 1527 καὶ 1529 ζήτησαν καὶ ἔλαβαν τὴν ἄδεια νὰ ἐγκατασταθοῦν καὶ νὰ μονάσουν στὸν λίθο τοῦ Ρουσάνου.

Γιὰ τὰ κτίσματα ποὺ ὑπῆρχαν πάνω στὸν βράχο τὴν ἐποχὴ ποὺ ἦρθαν οἱ κτίτορες δὲν γνωρίζουμε σχεδὸν τίποτα. Σίγουρα θὰ ἦταν ἐλάχιστα, ὅπως τὸ Καθολικὸ καὶ κάποιοι βοηθητικοὶ χῶροι καὶ κελλιά, σὲ ἄσχημη κατάσταση, κατεστραμμένα καὶ ἐγκαταλελειμμένα.

Μόλις ἐγκαταστάθηκαν ἐκεῖ ἀνέπτυξαν ἰδιαίτερη οἰκοδομικὴ δραστηριότητα. Ξαναέκτισαν ἐκ θεμελίων τὸ παλαιὸ καὶ ἐρειπωμένο καθολικὸ τῆς μονῆς, τὸν ἱερὸ ναὸ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος. Οἰκοδόμησαν κελλιὰ καὶ ἄλλους βοηθητικοὺς χώρους. Ἐνίσχυσαν τὴ μονὴ μὲ τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή της περιουσιακὰ στοιχεῖα (κτήματα, ἀμπέλια, κήπους, μύλους, ζῶα) καὶ τὴν ἐφοδίασαν μὲ ἱερὰ σκεύη, ἄμφια, χειρόγραφα βιβλία καὶ ἄλλα ἐκκλησιαστικὰ κειμήλια. Τὴν ὀργάνωσαν σὲ αὐστηρὸ κοινόβιο, παρέχοντας ὡς πρότυπο ἀσκητικῆς ζωῆς τὸν προσωπικό τους ἀγώνα.

Τέλος, καθόρισαν τὶς σχέσεις καὶ τὶς ὑποχρεώσεις της πρὸς τὸν ἐπίσκοπο Σταγῶν καὶ πρὸς τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ὁ ὁποῖος θὰ εἶχε μόνο πνευματικὴ δικαιοδοσία καὶ ἐποπτεία στὴ μονὴ Ρουσάνου.

Τὸ 1545 οἱ κτίτορες συνέταξαν τὴ διαθήκη τους καὶ ἐνέταξαν σ᾽ αὐτὴν τὶς τυπικὲς κοινοβιακὲς καὶ μοναστικὲς διατάξεις, ἔχοντας ὡς ὑπόδειγμα τὴν ἀνάλογη διαθήκη τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης ἁγίου Βησσαρίωνος Β´ καθὼς καὶ σχετικὴ διαθήκη τῶν ὁσίων κτιτόρων τῆς μονῆς Βαρλαάμ. Παραθέτουμε ἕνα μικρò χαρακτηριστικò ἀπόσπασμα:

«Ἔχειν δὲ τοὺς ἐνασκουμένους ἐν αὐτῇ κοινὰ πάντα· κοινῇ ὦσι τῇ τραπέζῃ· κοινῇ τοῖς ἐνδύμασί τε καὶ ὑποδήμασι· κοινῇ τῇ βουλῇ, κοινῇ τῇ οἰκήσει· τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, κατὰ τὸν μέγαν ἀπόστολον Παῦλον, τὸ σκεῦος τῆς ἐκλογῆς Κυρίου· μηδενὸς ἔχοντος ἴδιον τὶ ἢ ὀνομάζοντος ἐντὸς τῆς μονῆς ἢ ἐκτὸς οὔτε μικρὸν οὔτε μέγα, ἀλλ’ ἔστωσαν ἅπαντες συνημμένοι ἐν ἀγάπῃ τε καὶ ἀληθείᾳ ὡς μία ψυχὴ ἐν πολλοῖς σώμασιν» (Ἀπὸ τὴ Διαθήκη τῶν ὁσίων Κτιτόρων τῆς μονῆς Ρουσάνου).

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τιμᾶ τοὺς Ἰωάσαφ καὶ Μάξιμο ὡς ἁγίους καὶ ἑορτάζει τὴ μνήμη τους στὶς 7 Αὐγούστου, τὴν ἑπομένη δηλαδὴ τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος.

Τὴν ἀποπεράτωση τῶν ἐργασιῶν ποὺ εἶχαν ξεκινήσει οἱ κτίτορες ἀνέλαβε καὶ συνέχισε ὁ ἱερομόναχος Ἀρσένιος, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε πιθανὸν καὶ ὁ διάδοχος στὸν ἡγουμενικὸ θρόνο τῆς μονῆς. Ἐπὶ ἡγουμενίας Ἀρσενίου ὁλοκληρώθηκε τὸ 1560 ἀπὸ τὸν Κρητικὸ ἁγιογράφο Τζώρτζη ἢ Ζώρζη ἡ ἁγιογράφηση τοῦ Καθολικοῦ. Τὴν ἴδια ἐποχὴ λειτούργησε στὴ μονὴ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο ποὺ ἐξυπηρετοῦσε κυρίως τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες της.

Τὸν 16ο ὡς καὶ τὶς ἀρχὲς τοῦ 17ου αἰώνα ἡ μονὴ Ρουσάνου γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμὴ μὲ σημαντικὸ ἀνακαινιστικὸ καὶ ἐπισκευαστικὸ κτηριακὸ πρόγραμμα. Στὴ συνέχεια ὅμως πέφτει σὲ παρακμή. Ἐξαιτίας τῆς κακῆς οἰκονομικῆς της κατάστασης οἱ μοναχοὶ κάνουν περιοδεῖες ἐντὸς καὶ ἐκτὸς τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου γιὰ τὴ συλλογὴ ἐλεημοσυνῶν, πρακτικὴ ποὺ ἀκολουθοῦν καὶ ἄλλες μετεωρίτικες καὶ ἁγιορείτικες μονές.

Κατὰ τὸν 18ο αἰώνα συνεχίζεται ἡ πτωχεία καὶ ἡ λειψανδρία τῆς μονῆς. Στὶς ἀρχὲς τοῦ 1745 ὁ Οὐκρανὸς μοναχὸς καὶ περιηγητὴς Βασίλειος Γρηγόροβιτς Μπάρσκι (Василий Григорович Барский) ἐπισκέφτηκε τὴ μονὴ Ρουσάνου καὶ τὴν ἀποτύπωσε σὲ σχέδιό του.

Στὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἡ σχέση τῶν μετεωρίτικων μονῶν μὲ τὸν Ἀλῆ Πασᾶ ἐπιδεινώθηκε ἔπειτα ἀπὸ τὸ ἀποτυχημένο ἐπαναστατικὸ κίνημα τοῦ παπα-Θύμιου Βλαχάβα κατὰ τὸ ἔτος 1808. Βιαιοπραγίες ὑπέστησαν οἱ μονὲς μετὰ ἀπὸ τὴν ἀποτυχία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπανάστασης στὴ Μολδοβλαχία, κατὰ τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, καθὼς καὶ στὴν διάρκεια τῶν θεσσαλικῶν ἐξεγέρσεων τὸ 1854 καὶ τὸ 1878.

Κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ 19ου αἰώνα ἐπισκέπτονται τὴ μονὴ διάφοροι ξένοι περιηγητὲς καὶ βρίσκουν νὰ μονάζουν σ’ αὐτὴ λίγοι καὶ ὑπέργηροι μοναχοὶ ἢ -μερικὲς φορὲς- κανένας.

Τὸ 1868 ὁ ἡγούμενος Γεδεὼν κατασκεύασε δύο ξύλινες γέφυρες γιὰ τὴν εὐκολότερη πρόσβαση, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐγκαταλειφθοῦν σταδιακὰ οἱ ἄλλοι τρόποι ἀνάβασης καὶ μεταφορᾶς ὑλικῶν στὸ μοναστήρι.

Στὸν ἀτυχῆ ἑλληνοτουρκικὸ πόλεμο τοῦ 1897 πολλοὶ κάτοικοι τῆς περιοχῆς τῶν Τρικάλων βρίσκουν ἀσφαλὲς καταφύγιο στὴ μονὴ Ρουσάνου.

Τὸ μεγαλύτερο πρόβλημα ποὺ ἀντιμετωπίζει ἡ μονὴ κατὰ τὸν 19ο αἰώνα καὶ μέχρι τὰ μέσα τοῦ 20οῦ εἶναι τὸ πρόβλημα τῆς λειψανδρίας, δηλαδὴ τῆς ἐπανδρώσεώς της μὲ μοναχούς, καθὼς εἶχε ἀρχίσει νὰ ἐγκαταλείπεται καὶ νὰ ἐρημώνεται.

Στὰ 1930, μὲ δωρεὰ τῆς καστρακινῆς Δάφνως Μπούκα κατασκευάστηκαν σκαλοπάτια καθὼς καὶ δύο μικρὲς σιδερένιες γέφυρες ποὺ ὁδηγοῦν στὴν εἴσοδο τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἀντικαταστήσουν τὶς ξύλινες τοῦ 1868, ποὺ τότε ἦταν ἑτοιμόρροπες.

Στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς (1941-1944) ἡ μονή, ἔρημη καὶ ἐγκαταλελειμμένη, γνώρισε λεηλασίες καὶ ἁρπαγὲς κειμηλίων καὶ πολύτιμων χειρογράφων κωδίκων, ὅπως ἄλλωστε καὶ ἄλλες μονὲς τῶν Μετεώρων.

Τὸ 1950 ἐγκαθίστανται στὴ μονὴ ἡ Κασσιανὴ Δημητριάδου, ποὺ ἦταν μέχρι τότε ἡγουμένη στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γερασίμου Κεφαλληνίας καὶ ἡ Κυριακὴ Μπούκα ἀπὸ τὸ Καστράκι. Στὶς 13 Αὐγούστου τοῦ 1955 ἀπεδήμησε πρὸς Κύριον ἡ Κασσιανὴ καὶ στὸ μοναστήρι μένει πλέον μόνη της ἡ Κυριακὴ Μπούκα, ποὺ ἐπέδειξε ἀξιόλογο ζῆλο στὴν κτηριακὴ καὶ ἄλλη στοιχειώδη ἀνασυγκρότηση τῆς μονῆς παρέχοντας συγχρόνως ἐγκάρδια φιλοξενία. Λίγο πρὶν ἀπὸ τὸν θάνατό της, ποὺ ἐπῆλθε στὶς 26 Ἰανουαρίου τοῦ 1971, ἔγινε μεγαλόσχημη μοναχὴ λαμβάνοντας τὸ μοναχικὸ ὄνομα Εὐσεβία.

Ἡ βασικὴ δυσκολία ποὺ ἀντιμετωπίζουν ὅσοι μοναχοὶ μένουν προσωρινὰ γιὰ κάποιο διάστημα στὸ μοναστήρι εἶναι ἡ στενότητα χώρου, ἀφοῦ τὸ κτηριακὸ συγκρότημα καλύπτει ὅλη τὴν ἔκταση τοῦ μικροῦ βράχου, χωρὶς νὰ προσφέρει τὴ δυνατότητα γιὰ περαιτέρω ἐπέκταση.

Στὶς 17 Ὀκτωβρίου 1988, ἀκολουθώντας τὸ παράδειγμα τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Στεφάνου, ἡ ἀνδρικὴ μονὴ Ρουσάνου μετατράπηκε ἐπίσημα σὲ γυναικεία καὶ ἐγκαταστάθηκε σʼ αὐτὴν ὀκταμελὴς ἀδελφότητα μοναζουσῶν ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Σταγιάδων μὲ ἡγουμένη τὴ μοναχὴ Φιλοθέη (Κοσβύρα), ἐπαναφέροντας ἔτσι, σύμφωνα μὲ τὶς κτιτορικὲς ὑποθῆκες καὶ ἐπιταγές, τὸ κοινοβιακὸ μοναχικὸ σύστημα καὶ συμβάλλοντας στὴν ἐκ νέου ἀνάπτυξη, ὑλικὴ καὶ πνευματική, τῆς ἱερᾶς μονῆς.

Ἡ νέα ἀδελφότητα ἄρχισε ἀμέσως τὸ ἔργο τῆς ἀναδιοργάνωσης, συντήρησης καὶ ἀνακαίνισης τοῦ ἡμικατεστραμμένου μοναστηριοῦ. Γρήγορα ὅμως ἔρχεται καὶ αὐτὴ ἀντιμέτωπη μὲ τὸ πρόβλημα τῆς χωρικῆς στενότητας. Οἱ μοναχές, γιὰ νὰ μπορέσουν νὰ ἐπιβιώσουν πνευματικά, χρειάζονται τὸν δικό τους χῶρο, μακριὰ ἀπὸ τὰ μάτια τῶν ἐπισκεπτῶν. Τότε λαμβάνεται ἡ ἀπόφαση νὰ κτιστεῖ ἀνατολικά, στὰ ριζὰ τοῦ βράχου, ἡ νέα πτέρυγα, ἡ ὁποία ἴσως ἀλλοίωσε κάπως τὴν ἀρχιτεκτονικὴ ὄψη τῆς μονῆς. Ἦταν ὅμως ἡ μοναδικὴ λύση, γιὰ νὰ συνεχιστεῖ ἡ μακραίωνη λειτουργία της καὶ νὰ μὴν παραμείνει ἔρημη καὶ διαλυμένη, ὅπως καὶ τόσες ἄλλες γειτονικές της.

Στὶς 22 Ὀκτωβρίου τοῦ 1996 ἔγινε ἀπὸ τὸν μητροπολίτη Σταγῶν καὶ Μετεώρων μακαριστὸ Σεραφεὶμ ἡ θεμελίωση τῆς νέας τριώροφης πτέρυγας στὸν χῶρο τοῦ παλαιοῦ βουρδοναριοῦ τῆς μονῆς, τοῦ ὁποίου βρέθηκαν κτηριακὰ ὑπολείμματα. Σʼ αὐτὴ βρίσκονται τὸ παρεκκλήσι τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου, κελλιά, τράπεζα, ἀρχονταρίκι, ἀναρρωτήριο, βιβλιοθήκη καὶ ἐργαστήρια, στὰ ὁποῖα οἱ μοναχὲς ἐξασκοῦν τὴν τέχνη τῆς ἁγιογραφίας, τῆς ἱερορραπτικῆς καὶ τῆς χρυσοκεντητικῆς.

Πηγή

Το κα­θο­λι­κό της Μονής Ρουσάνου εί­ναι α­γι­ο­ρει­τι­κού τύ­που, ό­πως και των πε­ρισ­σο­τέ­ρων άλ­λων με­τε­ω­ρι­κών μο­νών. Ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι σταυ­ρο­ει­δής δι­κι­ό­νιος, με τρούλ­λο στο κέν­τρο και τις δύ­ο πλευ­ρι­κές κόγ­χες, τους χο­ρούς, α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά. Ο τρούλ­λος εί­ναι πο­λυ­γω­νι­κός, με μο­νό­λο­βα πα­ρά­θυ­ρα, και δε­σπό­ζει με το ύ­ψος του σε ό­λο το κομ­ψό μο­να­στη­ρια­κό συγ­κρό­τη­μα. Το ι­ε­ρό, για λό­γους που ε­πέ­βαλ­λε η δι­α­μόρ­φω­ση του βρά­χου, εί­ναι στραμ­μέ­νο προς βορ­ράν. Ο ε­σω­νάρ­θη­κας (λι­τή), πριν α­πό τον κυ­ρί­ως να­ό, κα­λύ­πτε­ται ο­λό­κλη­ρος με με­γά­λο ε­νια­ίο θό­λο.

Ο να­ός εί­ναι α­φι­ε­ρω­μέ­νος στη Με­τα­μόρ­φω­ση του Σω­τή­ρος. Ό­μως στη μο­νή με ι­δι­αί­τε­ρη με­γα­λο­πρέ­πεια και ευ­λά­βεια τι­μά­ται και πα­νη­γυ­ρί­ζε­ται και η μνή­μη της Α­γί­ας Βαρ­βά­ρας (4 Δεκ.), με α­θρό­α συρ­ρο­ή των πι­στών της πε­ρι­ο­χής.

Η τοι­χο­γρά­φη­ση του κα­θο­λι­κού έ­γι­νε ε­πί η­γου­μέ­νου της μο­νής Αρ­σε­νί­ου, με δι­κά του έ­ξο­δα, το έ­τος 1560 ( ϙζξθ΄= 7069 α­πό κτί­σε­ως κό­σμου), σχε­δόν 30 ο­λό­κλη­ρα χρό­νια με­τά την α­νέ­γερ­ση του μο­να­στη­ριού, ό­πως μας πλη­ρο­φο­ρεί σχετική ε­πι­γρα­φή στον κυ­ρί­ως να­ό, πά­νω α­πό την εί­σο­δο που ο­δη­γεί α­πό το νάρ­θη­κα προς αυ­τόν και κά­τω α­πό την πα­ρά­στα­ση της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου.

Η ε­πι­γρα­φή δεν πα­ρα­δί­δει το ό­νο­μα του ζω­γρά­φου, ο ο­ποί­ος ό­μως πρέ­πει να ή­ταν πο­λύ α­ξι­ό­λο­γος, α­φού η α­γι­ο­γρά­φη­ση του κυ­ρί­ως να­ού και του νάρ­θη­κα της μο­νής αυ­τής α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα λαμ­πρό­τε­ρα τοι­χο­γρα­φι­κά σύ­νο­λα της με­τα­βυ­ζαν­τι­νής ζω­γρα­φι­κής κα­τά το β΄ μι­σό του ΙΣΤ΄ αιώ­να. Οι τοι­χο­γρα­φί­ες αυ­τές τε­χνο­τρο­πι­κά α­νή­κουν στην Κρη­τι­κή Σχο­λή. Τό­σο ο νάρ­θη­κας ό­σο και ο κυ­ρί­ως να­ός εί­ναι κα­τά­γρα­φοι.

Τον βο­ρει­νό τοί­χο του νάρ­θη­κα, πά­νω α­πό την εί­σο­δο προς τον κυ­ρί­ως να­ό, κα­λύ­πτει η ε­πι­βλη­τι­κή και πο­λυ­πρό­σω­πη σύν­θε­ση της Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­α­ς· πά­νω η Ε­τοι­μα­σί­α του Θρό­νου με τον Πρό­δρο­μο και την Πα­να­γί­α γο­να­τι­σμέ­νους α­ρι­στε­ρά και δε­ξιά και τον Χρι­στό στην κο­ρυ­φή· κά­τω στο κέν­τρο τρεις άγ­γε­λοι, α­πό τους ο­ποί­ους ο με­σαί­ος κρα­τεί το ζυ­γό της δι­και­ο­σύ­νης και ο πρώ­τος τρί­αι­να. Στο θό­λο ι­στο­ρεί­ται ο Παν­το­κρά­το­ρας και γύ­ρω του τον πε­ρι­βάλ­λουν «νε­α­νί­σκοι και παρ­θέ­νοι, πρε­σβύ­τε­ροι με­τά νε­ω­τέ­ρων», που τον υ­μνο­λο­γούν και τον δο­ξά­ζουν. Τις με­γά­λες ε­πι­φά­νει­ες των άλ­λων τοί­χων του νάρ­θη­κα κα­λύ­πτουν τα συ­νη­θι­σμέ­να μαρ­τύ­ρια α­γί­ων (Γε­ωρ­γί­ου, Δη­μη­τρί­ου, Νέ­στο­ρα, Ευ­γε­νί­ου, Μαρ­δα­ρί­ου κ.α.), κα­θώς και ο­λό­σω­μες μορ­φές α­γί­ων, α­σκη­τών και ε­ρη­μι­τών.

Στον κυ­ρί­ως να­ό, πά­νω α­πό την εί­σο­δο, ει­κο­νί­ζε­ται η πο­λυ­πρό­σω­πη πα­ρά­στα­ση της Κοι­μή­σε­ως της Θε­ο­τό­κου. Δε­ξιά και α­ρι­στε­ρά της πύ­λης στέ­κουν, φρου­ροί ά­γρυ­πνοι, ο­λό­σω­μοι και ε­πι­βλη­τι­κοί, οι Αρ­χάγ­γε­λοι των Ά­νω Δυ­νά­με­ων Μι­χα­ήλ και Γα­βρι­ήλ. Στον τρούλ­λο, ό­πως εί­ναι κα­θι­ε­ρω­μέ­νο, ι­στο­ρεί­ται ο Παν­το­κρά­το­ρας. Στις πλευ­ρι­κές κόγ­χες των χο­ρών, υ­ψη­λά, ει­κο­νί­ζον­ται η Με­τα­μόρ­φω­ση και η Α­νά­στα­ση του Χρι­στού, ε­νώ πιο κά­τω ο­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί ά­γιοι. Οι υ­πό­λοι­πες ε­πι­φά­νει­ες των τοί­χων εί­ναι κα­τά­γρα­φες με τις πα­ρα­στά­σεις του Δω­δε­κά­ορ­του και με σκη­νές α­πό τη ζω­ή του Χρι­στού και της Πα­να­γί­ας. Α­νά­με­σα στούς άλ­λους ει­κο­νι­ζό­με­νους α­γί­ους δι­α­κρί­νον­ται και οι με­γά­λοι με­λω­δοί της Εκ­κλη­σί­ας, ο ά­γιος Κο­σμάς, «η Θε­ό­πνευ­στος κι­νύ­ρα (=κι­θά­ρα) του πνεύ­μα­τος», και ο ά­γιος Ι­ω­άν­νης ο Δα­μα­σκη­νός, «η εύ­λα­λος α­η­δών».

Ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20οῦ αἰώνα ἄρχισαν νὰ μελετῶνται τὰ χειρόγραφα τῆς ἱερᾶς μονῆς, ἀρχικὰ ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Ἰωάννη Βογιατζίδη, ποὺ ὑπηρετοῦσε ὡς σχολάρχης στὴν πόλη τῆς Καλαμπάκας, καὶ ἀργότερα ἀπὸ τὸν ἔφορο Μεσαιωνικῶν Μνημείων Ἀδαμάντιο Ἀδαμαντίου. Πιὸ συστηματικὰ καὶ ἐπισταμένα ὅμως μελετήθηκαν καὶ καταγράφηκαν ἀπὸ τὸν βυζαντινολόγο Νίκο Βέη (1883-1958), ποὺ πρωτανέβηκε στὴ μονὴ Ρουσάνου στὶς 4 Ὀκτωβρίου τοῦ 1908. Μὲ τὴ βοήθεια τοῦ μοναχοῦ τῆς μονῆς Χρύσανθου Ἀθανασίου ἀρχικὰ καὶ τοῦ ἁγιοτριαδίτη μοναχοῦ Ἀγαθάγγελου Πετρόπουλου ἀπὸ τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1909, ὁ Βέης κατέγραψε πενήντα δύο ρουσανίτικα χειρόγραφα. Ἐπειδὴ ὅμως τὸ μοναστήρι ἦταν ἡμιερειπωμένο καὶ ἐγκαταλελειμμένο, ἄφησε σ’ αὐτὸ γιὰ τὶς λειτουργικὲς ἀνάγκες ὀκτὼ καὶ μετέφερε σαράντα τέσσερα, γιὰ ἀσφάλεια, στὴ γειτονικὴ μονὴ τῆς Ἁγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα ἀργότερα κατέληξαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Στεφάνου.

Στὴ διάρκεια τῆς Κατοχῆς (1941-1944) ὁ εὐλαβὴς Καλαμπακιώτης ἱερέας Χρῆστος Μπέντας (1883-1979), ὡς Γραμματέας τῶν μονῶν τῆς Μητροπόλεως Τρίκκης καὶ Σταγῶν, συνέβαλε οὐσιαστικὰ στὴ διάσωση καὶ διαφύλαξη τῶν χειρογράφων τῶν μετεωρικῶν μοναστηριῶν, κρύβοντάς τα σὲ κρύπτες ἢ μεταφέροντάς τα σὲ ἀσφαλῆ μέρη.

Ἀπὸ τὸ 1985 τὴ συστηματικὴ μελέτη καὶ καταγραφὴ τῶν ρουσανίτικων χειρογράφων ἀνέλαβε ὁ καθηγητὴς τοῦ Ἰονίου Πανεπιστημίου καὶ Διευθυντὴς τοῦ Κέντρου Ἐρεύνης τοῦ Μεσαιωνικοῦ καὶ Νέου Ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀκαδημίας Ἀθηνῶν Δημήτριος Σοφιανός. Τὸν Δεκέμβριο τοῦ 2007 ὁλοκλήρωσε τὴν ἐργασία του γιὰ χωριστὴ ἔκδοση τῶν χειρογράφων αὐτῶν, ἡ ὁποία κυκλοφόρησε σὲ τόμο στὰ 2009, ἕναν χρόνο μετὰ τὸν θάνατό του.

Στὶς 20 Μαρτίου 2009, ἑκατὸ χρόνια μετὰ τὴν πρώτη καταγραφὴ τοῦ Βέη, οἱ σαράντα χειρόγραφοι ρουσανίτικοι κώδικες παρεδόθησαν ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στὴ μονὴ Ρουσάνου, ὅπου μέχρι σήμερα φυλάσσονται καὶ πρόκειται νὰ ἐκτεθοῦν σὲ εἰδικὸ πρὸς τοῦτο χῶρο.

Τον Νοέμβριο του 2018 σε άρθρο του φιλολόγου Σπυρίδωνος Βλιώρα έγινε γνωστή για πρώτη φορά στην Ελλάδα η ύπαρξη κι ενός ακόμη άγνωστου χειρογράφου, του αρχαιότερου χειρογράφου της μονής: ενός περγαμηνού κώδικος του 11ου αιώνα, της συλλογής χειρογράφων Burdett-Coutts, που σήμερα βρίσκεται στην Βρετανική Βιβλιοθήκη (British Library) και περιλαμβάνει δύο έργα: α)την Λαυσαϊκὴ Ἱστορία του Παλλαδίου Ἑλενοπόλεως και β)την Φιλόθεον Ἱστορίαν του Θεοδώρητου Κύρρου.

Τον Φεβρουάριο του 2019 η Δημοτική Βιβλιοθήκη Καλαμπάκας σε συνεργασία με το Ιστορικό και Παλαιογραφικό Αρχείο του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης ανέλαβε το έργο «Ψηφιοποίηση, Διαχείριση και Καταλογογράφηση της συλλογής χειρογράφων της Ιεράς Μονής Ρουσάνου». Όλοι οι χειρόγραφοι κώδικες της Ιεράς Μονής φωτογραφήθηκαν, ψηφιοποιήθηκαν και εντάχθηκαν σε βάση δεδομένων της Βιβλιοθήκης Καλαμπάκας, προκειμένου να είναι διαθέσιμοι στους ερευνητές αλλά και στον καθένα ενδιαφερόμενο.

Ὅπως εἶναι ἀναμενόμενο γιὰ μοναστηριακὴ βιβλιοθήκη, οἱ περισσότεροι κώδικες, ποὺ ἔχουν γραφεῖ ἀπὸ τὸν 13ο ὡς τὸν 19ο αἰώνα, εἶναι ἐκκλησιαστικοῦ περιεχομένου. Πρόκειται κυρίως γιὰ Λειτουργικὰ Βιβλία, Μηναῖα, Παρακλητικές, Συναξαριστές, Λόγους Ἐκκλησιαστικῶν Πατέρων, Δογματικὰ κ.ἄ.

Ἀξίζει νὰ ἀναφερθοῦμε ἰδιαίτερα στὸν πρῶτο, τὸν τρίτο καὶ τὸν δέκατο ἕκτο κώδικα τῆς καταγραφῆς Σοφιανοῦ, ποὺ χρονολογοῦνται στὸν 13ο αἰώνα. Μάλιστα στὸν τρίτο, τοῦ ἔτους 1285, ἔχουμε -ἴσως- αὐτόγραφο σημείωμα τοῦ κτίτορα Μαξίμου καθὼς καὶ ἐνθύμηση γιὰ τὴν κοίμηση δύο ἄλλων ἡγουμένων τῆς μονῆς, τοῦ Νεοφύτου καὶ τοῦ Εὐθυμίου.

Κατὰ τὸν 16ο αἰώνα λειτουργοῦσε στὴ μονὴ βιβλιογραφικὸ ἐργαστήριο, ὄχι βέβαια ὀργανωμένο καὶ συστηματικό, ὅπως στὴ μονὴ τῆς Ὑψηλοτέρας ἢ στὴ μονὴ Βαρλαάμ. Ὑπῆρχαν στὸ μοναστήρι τοῦ Ρουσάνου ἁπλοὶ γραφεῖς, ἀντιγραφεῖς κωδίκων καὶ καλλιγράφοι, ἐξυπηρετώντας τὶς ἀνάγκες τοῦ κοινοβίου.

Στὶς μέρες μας, ἡ ἱερὰ μονὴ προγραμματίζει νὰ στείλει αἴτηση πρὸς τὴν Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη τῆς Ἑλλάδος γιὰ τὸν ἐπαναπατρισμὸ τριῶν ρουσανίτικων χειρογράφων, μὲ σημαντικότερο τὴ Διαθήκη τῶν Κτιτόρων, ὁσίων Ἰωάσαφ καὶ Μαξίμου, τοῦ ἰδρυτικοῦ ἐγγράφου τῆς ἱερᾶς μονῆς (εἰλητὸ μὲ ἀριθμὸ 1465), ποὺ τὸ 1882 μαζὶ μὲ ἄλλα μετεωρίτικα χειρόγραφα ἀφαιρέθηκαν ἀπὸ τὰ μοναστήρια τῶν Μετεώρων καὶ μεταφέρθηκαν κατʼ ἐντολὴ τῆς τότε κυβέρνησης στὴν Ἀθήνα.

ΠΗΓΗ