Ιερά Μονή Βαρλαάμ

Η μονή Βαρλαάμ οφείλει το όνομά της στον ασκητή-αναχωρητή Βαρλαάμ, ο οποίος πρώτος κατοίκησε τον βράχο το 14ο αι. Η ιστορία της μονής αρχίζει ουσιαστικά από τις αρχές του 16ου αι., όταν στο βράχο εγκαταστάθηκαν και οργάνωσαν το κοινόβιό τους οι Γιαννιώτες αδελφοί Νεκτάριος και Θεοφάνης οι Αψαράδες, γόνοι παλιάς βυζαντινής οικογένειας της Ηπείρου. Οι Αψαράδες το 1518 ανακαίνισαν εκ βάθρων το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο ήταν κτισμένο στη θέση του αρχικού καθολικού της μονής που είχε κτίσει ο Βαρλαάμ, το 1536 κατασκεύασαν τον πύργο βριζονίου και το 1541 έκτισαν το σημερινό καθολικό που είναι αφιερωμένο στους Αγίους Πάντες. Το 1627 το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών ξαναχτίστηκε στη θέση του παλαιού καθολικού που είχαν κτίσει οι Αψαράδες και το 1637 αγιογραφήθηκε από το καλλιτεχνικό συνεργείο του ιερέα Ιωάννη και των παιδιών του, οι οποίοι κατάγονταν από την Καλαμπάκα.

Η αγιογράφηση του καθολικού της μονής έγινε σε τρείς φάσεις. Στην πρώτη φάση φιλοτεχνήθηκαν, τo 1548, από τον περίφημο αγιογράφο Φράγγο Κατελάνο οι τοιχογραφίες του ιερού βήματος και του κυρίως ναού. Στη δεύτερη φάση, το 1566, αγιογραφήθηκε η λιτή από τους Θηβαίους αγιογράφους Γεώργιο Κονταρή και τον αδελφό του Φράγγο με χορηγία του Αντωνίου Αψαρά, επισκόπου Βελλάς Ιωαννίνων. Η τελευταία φάση του διακόσμου (1780 και 1782) που μαρτυρείται από την κτητορική επιγραφή στο βορειοδυτικό πεσσό, πάνω από την παράσταση της Παναγίας, αναφέρεται πιθανότατα σε μικρής έκτασης επέμβαση της οποίας εμφανή στοιχεία δεν διακρίνονται. Η τελευταία αυτή φάση εντάσσεται στην περίοδο κατά την οποία το μοναστήρι εξακολούθησε να ακμάζει, οργανώθηκε βιβλιογραφικό εργαστήριο και δέχτηκε πλούσιες δωρεές από ηγεμόνες της Βλαχίας.

Σημαντική για την ιστορική διαδρομή της μονής υπήρξε η συμβολή του μοναχού Χριστοφόρου, ο οποίος κατά τη διάρκεια του 18ου αι. ταξινόμησε το πολύτιμο αρχείο της και αντέγραψε πλήθος ιστορικών κειμένων. Το μοναστήρι χάρη στην οικονομική ευρωστία του διακρίθηκε τόσο στην πνευματική προκοπή, όσο και στη συμμετοχή στους εθνικούς αγώνες ως τα τελευταία χρόνια.

O επισκέπτης της μονής μετά την άνοδο της κλίμακας, συναντά αριστερά το νοσοκομείο, το οποίο αναστηλώνεται τα τελευταία χρόνια και προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά του το παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων. Ακολουθεί, δεξιά, το καθολικό, και ο πύργος βριζονίου. Το καθολικό της μονής είναι ένας δικιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος, αθωνίτικου τύπου, ναός. Του κυρίως ναού προηγείται ευρύχωρη λιτή, ένας τετράστυλος χώρος με τρούλο. Βορειοδυτικά του καθολικού βρίσκεται η τράπεζα, η οποία έχει διαμορφωθεί σε μουσείο κειμηλίων της μονής, ο ναΐσκος των Τριών Ιεραρχών, η εστία, τα κελλιά και ο ξενώνας. Το παρεκκλήσιο των Τριών Ιεραρχών, το οποίο μπορεί να επισκεφθεί κανείς μόνο με την άδεια των μοναχών, είναι ένας μονόχωρος δρομικός ξυλόστεγος ναός.

Συντάκτης
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος

Ὁ ἐ­πι­βλη­τι­κός της βρά­χος, πο­λύ κον­τά καί ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πό τό βρά­χο τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου, ἀλ­λά ἀρ­κε­τά μι­κρό­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τόν σέ ἔ­κτα­ση στό πλά­τω­μά του, κα­τοι­κή­θη­κε, κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση, τό ΙΔ΄ αἰ­ώ­να γιά πρώ­τη φο­ρά, πρίν ἐ­ξα­κό­σια χρό­νια, ἀ­πό τό σύγ­χρο­νο τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου τοῦ Με­τε­ω­ρί­τη ἀ­σκη­τή-ἀ­να­χω­ρη­τή Βαρ­λα­άμ, ἀ­πό τόν ὁ­ποῖ­ο πῆ­ρε καί τήν ὀ­νο­μα­σί­α του τό μο­να­στή­ρι.

Τό με­γα­λό­πρε­πο ση­με­ρι­νό κα­θο­λι­κό, πού τι­μᾶ­ται στή μνή­μη τῶν Ἁ­γί­ων Πάν­των, ἔ­κτι­σαν στά 1541/42, ὅ­πως μαρ­τυ­ροῦν οἱ σχε­τι­κές ἐ­πι­γρα­φές καί ἄλ­λες ἀρ­χεια­κές πη­γές, οἱ Γι­αν­νι­ῶ­τες ἀ­δελ­φοί ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι Θε­ο­φά­νης (+ 17 Μα­ΐ­ου 1544) καί Νε­κτά­ριος (+ 7 Ἀ­πρ. 1550) οἱ Ἀ­ψα­ρά­δες. Φαί­νε­ται ὅ­μως ὅ­τι στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τό κτί­σι­μο τοῦ κα­θο­λι­κοῦ εἶ­χε χον­δρι­κά μό­νο τε­λει­ώ­σει κα­τά τό 1541/42, ἐ­νῶ οἱ λε­πτο­μέ­ρει­ες τῶν οἰ­κο­δο­μι­κῶν καί ἄλ­λων ἐρ­γα­σι­ῶν τοῦ να­οῦ καί τοῦ νάρ­θη­κα συ­νε­χί­στη­καν μέ­χρι τό Μά­ϊ­ο τοῦ 1544, ὅ­πως συμ­πε­ραί­νει κα­νείς ἀ­πό τό ὑ­πό­μνη­μα τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Κασ­σια­νοῦ, προ­η­γου­μέ­νου τῆς Μο­νῆς Σί­μω­νος Πέ­τρας, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται στό θά­να­το τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Θε­ο­φά­νη. Σύμ­φω­να μέ τό κεί­με­νο αὐ­τό, ὁ Θε­ο­φά­νης, κα­τα­πο­νη­μέ­νος ἀ­πό βα­ριά δε­κά­μη­νη ἀ­σθέ­νεια, πέ­θα­νε στίς 17 Μα­ΐ­ου τοῦ 1544, ἡ­μέ­ρα Σάβ­βα­το (ξη­με­ρώ­νον­τας Κυ­ρια­κή τοῦ Τυ­φλοῦ).

Τίς τε­λευ­ταῖ­ες του λοι­πόν στιγ­μές, λί­γο πρίν πε­θά­νει, συγ­κέν­τρω­σε ὅ­λες του τίς δυ­νά­μεις, βγῆ­κε ἀ­πό τό κελ­λί του καί στη­ρι­ζό­με­νος στή βα­κτη­ρί­α του ἔ­φθα­σε μέ λα­χτά­ρα μέ­χρι τό να­ό, πού μό­λις τό­τε εἶ­χε τε­λει­ώ­σει. Μπῆ­κε μέ­σα καί ἔκ­θαμ­βος ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά καί τή λάμ­ψη του δο­ξο­λό­γη­σε καί εὐ­χα­ρί­στη­σε τό Θε­ό καί τούς Ἁ­γί­ου Πάν­τας, στή μνή­μη τῶν ὁ­ποί­ων καί τόν ἀ­φι­έ­ρω­σε. Στή συ­νέ­χεια εὐ­λό­γη­σε ὅ­λο τό πα­ρευ­ρι­σκό­με­νο ἐ­κεῖ τε­χνι­κό συ­νερ­γεῖ­ο ἀ­δελ­φῶν τῆς μο­νῆς –λα­τό­μους, οἰ­κο­δό­μους, κτί­στες καί λε­πτουρ­γούς (ξυ­λο­γλύ­πτες)-, πού ἐρ­γά­στη­καν γιά τήν ἀ­πο­πε­ρά­τω­ση καί τόν καλ­λω­πι­σμό τοῦ να­οῦ, καί βα­θιά ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος καί συγ­κι­νη­μέ­νος ἐ­πέ­στρε­ψε στό κελ­λί του, ὅ­που ἤ­ρε­μα καί γα­λή­νια πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή του στα χέ­ρια τοῦ Πλά­στη του:

«Ἐ­πί ἔ­τους ζνβ΄ [7052-5508=1544], κα­τά τόν μῆ­να Μά­ϊ­ον, τῇ αὐ­τοῦ ιζ΄, Σαβ­βά­του λα­χού­σης τῆς ἡ­μέ­ρας, ὥ­ρᾳ δέ ἐ­νά­τῃ, ἐ­τε­λει­ώ­θη ὁ πάν­σε­πτος καί πε­ρι­καλ­λής να­ός σύν τῷ νάρ­θη­κι, ἐ­πά­νω τῆς ἱ­ε­ρᾶς πέ­τρας τοῦ Βαρ­λα­άμ, διά συν­δρο­μῆς, κό­πων τε καί ἐ­ξό­δων τῶν πα­νο­σι­ω­τά­των καί αἰ­δε­σι­μω­τά­των πα­τέ­ρων, τῶν καί αὐ­τα­δέλ­φων κυ­ροῦ Νε­κτα­ρί­ου καί κυ­ροῦ Θε­ο­φά­νους, τῶν μα­κα­ρί­ων ἀν­δρῶν. Ἐν τῷ­δε τῷ και­ρῷ ἠ­σθέ­νη­σεν ὡ­σεί μῆ­νας δέ­κα ὁ μα­κά­ριος Θε­ο­φά­νης καί το­σού­τῳ δα­μα­σθείς ὑ­πό τῆς πολ­λῆς ἀ­σθε­νεί­ας, ὅ­τι σχε­δόν ἐγ­γί­σας ἕ­ως τῶν πυ­λῶν τοῦ θα­νά­του˙ ἀ­πό δέ τοῦ πό­θου, οὖ­περ εἶ­χεν πρός τόν να­όν, ἐ­γερ­θείς προ­θύ­μως καί πε­ρι­χα­ρής, οἷ­α καί ἦν ἀ­σθε­νής στη­ρι­ζό­με­νος ὑ­πό τῆς ῥά­βδου αὐ­τοῦ, ἔν­δον εἰ­σελ­θών καί ἰ­δών τήν τε­λεί­ω­σιν τοῦ ἱ­ε­ροῦ να­οῦ καί ὑ­ψώ­σας τάς χεῖ­ρας εἰς τόν οὐ­ρα­νόν καί τό ‘δό­ξα σοι ὁ Θε­ό­ς’ ἐ­πει­ών, τούς δέ Ἁ­γί­ους Πάν­τας εὐ­χα­ρι­στή­σας ἐκ πό­θου –οὕ­τω γάρ τῷ να­ῷ τῷ κοι­νῷ οὗ­τος προ­ση­γο­ρεύ­σα­το-, ὁ­μοί­ως οὗν εὐ­χό­με­νος καί εὐ­λο­γῶν καί πάν­τας τούς ἀ­δελ­φούς, λα­τό­μους καί οἰ­κο­δό­μους, κτί­στας τε καί τούς λε­πτουρ­γούς, ἐ­πί­σης ἐ­δε­ξι­ώ­σα­το καί υ­πε­ρηυ­χή­σα­το ἡ ἡ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή. Εἶ­τα πά­λιν ἐ­στρά­φη τοῖς ἰ­δί­οις πο­σί πο­ρευ­ό­με­νος ἐν τῷ κελ­λί­ῳ αὐ­τοῦ καί, σχη­μα­τι­σά­με­νος ἑ­αυ­τόν τῷ τύ­πῳ τοῦ ζω­ο­ποι­οῦ σταυ­ροῦ, κα­τέ­θε­το τό ἱ­ε­ρόν σκῆ­νος ἐ­πί τήν στρω­μνήν αὐ­τοῦ, ὁ­ρῶν πρός ἀ­να­το­λάς…» (κώδ. 180 καί 275 Μ. Βαρ­λα­άμ).

Τό κα­θο­λι­κό τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ εἶ­ναι ἕ­να τυ­πι­κό κομ­ψό κα­θο­λι­κό ἁ­γι­ο­ρει­τι­κοῦ τύ­που, μέ δι­κι­ό­νιο σταυ­ρο­ει­δή ἐγ­γε­γραμ­μέ­νο τόν κυ­ρί­ως να­ό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά φέ­ρει τίς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές ἀ­θω­νι­κές κόγ­χες, δη­λα­δή τούς χο­ρούς. Τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ προ­η­γεῖ­ται εὐ­ρύ­χω­ρος ἐ­σω­νάρ­θη­κας (λι­τή) μέ ὡ­ραῖ­ο τροῦλ­λο στό κέν­τρο του, ἀ­νά­λο­γο μέ ἐ­κεῖ­νο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, στη­ρι­ζό­με­νο σέ τέσ­σε­ρις πεσ­σούς.

Ὁ κυ­ρί­ως να­ός, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ ἐ­πι­γρα­φή του (στό νό­τιο τοῖ­χο), τοι­χο­γρα­φή­θη­κε τό 1548. Δέν ἀ­να­γρά­φε­ται τό ὄ­νο­μα τοῦ ζω­γρά­φου, ὅ­μως ἡ τε­χνι­κή, τό χρῶ­μα, οἱ κι­νή­σεις καί ἡ δι­ά­τα­ξη τῶν μορ­φῶν καί τῶν σκη­νῶν, καί γε­νι­κό­τε­ρα τά τε­χνο­τρο­πι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν αὐ­τῶν, πού εἶ­ναι ἴ­δια μέ ἐ­κεῖ­να τῶν τοι­χο­γρα­φι­ῶν τοῦ πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου στή Μο­νή τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας (στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος), τό ὁ­ποῖ­ο ἁ­γι­ο­γρά­φη­σε (σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή του) στά 1560 ὁ Θη­βαῖ­ος ζω­γρά­φος Φράγ­κος Κα­τε­λά­νος, ἀ­πο­δί­δουν μέ βε­βαι­ό­τη­τα τήν ἁ­γι­ο­γρά­φη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ στόν ἴ­διο δι­ά­ση­μο καλ­λι­τέ­χνη. Στό Φράγ­κο Κα­τε­λά­νο ἀ­πο­δί­δε­ται ἐ­πί­σης, μέ βά­ση τε­χνο­τρο­πι­κά πά­λι κρι­τή­ρια, καί ἡ ἱ­στό­ρη­ση τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς τοῦ Ὁ­σί­ου Νι­κά­νο­ρα στή Ζά­βορ­δα τῶν Γρε­βε­νῶν.

Στόν τροῦλ­λο ἐ­πά­νω εἰ­κο­νο­γρα­φεῖ­ται ὁ Παν­το­κρά­το­ρας ὡς Δί­και­ος Κρι­τής, στό τύμ­πα­νο ἡ τι­μη­τι­κή χο­ρεί­α τῶν προ­φη­τῶν καί ἀγ­γέ­λων, στά σφαι­ρι­κά τρί­γω­να οἱ τέσ­σε­ρις εὐ­αγ­γε­λι­στές, ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους ὁ Λου­κᾶς πα­ρι­στά­νε­ται νά «ἱ­στο­ρεῖ» τήν εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου. Στίς δύ­ο πλευ­ρι­κές κόγ­χες, τούς χο­ρούς, τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι στρα­τι­ω­τι­κοί ἅ­γιοι, ἐ­νῶ οἱ ψη­λό­τε­ρες ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν τοί­χων εἶ­ναι κα­τά­γρα­φες μέ πο­λυ­πρό­σω­πες συν­θέ­σεις, παρ­μέ­νες ἀ­πό τή ζω­ή καί τό πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί ἀ­πό τό πά­θος τοῦ Κυ­ρί­ου κα­θώς καί ἀ­πό τό ἑ­ορ­το­λό­γιο γε­νι­κό­τε­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο, πά­νω ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο, ἡ κα­θι­ε­ρω­μέ­νη πα­ρά­στα­ση τῆς Κοι­μή­σε­ως τῆς Θε­ο­τό­κου˙ στό κέν­τρο δε­σπό­ζουν τό ἄ­ψυ­χο σῶ­μα τῆς Πα­να­γί­ας πά­νω στή νε­κρι­κή κλί­νη καί ὁ Χρι­στός πού κρα­τά­ει τρυ­φε­ρά τήν ἀ­μό­λυν­τη ψυ­χή τῆς πά­να­γνης μη­τέ­ρας του˙ ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά ἄγ­γε­λοι, οἱ ἀ­πό­στο­λοι καί ἱ­ε­ράρ­χες. Θαυ­μά­σια ἡ ἀ­πό­δο­ση καί με­μο­νω­μέ­νων μορ­φῶν ἁ­γί­ων, ὅ­πως τῶν γλυ­κύ­φθογ­γων με­λω­δῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας Ἰ­ω­άν­νη Δα­μα­σκη­νοῦ καί Κο­σμᾶ τοῦ Μα­ϊ­ου­μᾶ.

Στούς ἀ­να­το­λι­κούς πεσ­σούς, στά πλά­για τοῦ τέμ­πλου, εἰ­κο­νί­ζον­ται ὁ­λό­σω­μοι ἀ­ρι­στε­ρά ἡ Πα­να­γί­α καί δε­ξιά ὁ Χρι­στός, πού μέ τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί πλού­σια δι­α­κο­σμη­μέ­να φω­το­στέ­φα­νά τους θυ­μί­ζουν ἔν­το­να φο­ρη­τές εἰ­κό­νες, ὅ­πως συμ­βαί­νει καί μέ ἄλ­λες με­μο­νω­μέ­νες μορ­φές ἁ­γί­ων καί ἀρ­χαγ­γέ­λων (Ἰ­ω. Προ­δρό­μου, Ἀρ­χαγ­γέ­λου Μι­χα­ήλ κ.ἄ.). Στούς δυ­τι­κούς πεσ­σούς ἱ­στο­ροῦν­ται οἱ κτί­το­ρες τῆς μο­νῆς μέ τή μο­να­χι­κή τους πε­ρι­βο­λή, γε­μά­τοι εὐ­λά­βεια καί τα­πεί­νω­ση, ἀ­ρι­στε­ρά κά­τω ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α ὁ Θε­ο­φά­νης, κρα­τών­τας, ὅ­πως συ­νη­θί­ζε­ται, καί προ­σφέ­ρον­τας πε­ρί­τε­χνο ὁ­μοί­ω­μα τοῦ κτί­σμα­τός τους, καί δε­ξιά κά­τω ἀ­πό τό Χρι­στό ὁ Νε­κτά­ριος.

Στήν κόγ­χη τοῦ ἱ­ε­ροῦ ἐν­τυ­πω­σιά­ζει ἡ ἐ­πι­βλη­τι­κή πα­ρά­στα­ση τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας τῶν Οὐ­ρα­νῶν μέ τή λάμ­ψη τοῦ χρυ­σοῦ καί τῶν ἄλ­λων χρω­μά­των της καί τή γλυ­κύ­τη­τα στήν ἔκ­φρα­ση τοῦ προ­σώ­που της. Πιό κά­τω ἡ γε­μά­τη ἱ­ε­ρο­πρέ­πεια καί μυ­στι­κή κα­τά­νυ­ξη πα­ρά­στα­ση τῶν ἀγ­γέ­λων ὡς λει­τουρ­γῶν τοῦ Ὑ­ψί­στου.

Ἡ λαμ­πρή τοι­χο­γρά­φη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς Μο­νῆς Βαρ­λα­άμ ἔ­χει ὅ­λα τά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τῆς εἰ­κο­νο­γρα­φί­ας τοῦ Φράγ­κου Κα­τε­λά­νου, τήν ἀ­φη­γη­μα­τι­κή λε­πτο­μέ­ρεια καί ἀ­νά­λυ­ση τῶν ἱ­στο­ρι­κῶν γε­γο­νό­των στίς εἰ­κο­νο­γρα­φού­με­νες συν­θέ­σεις ἀ­πό τό ἕ­να μέ­ρος, καί τόν ἔν­το­νο ρε­α­λι­σμό ἀ­πό τό ἄλ­λο, δά­νει­ο ἴ­σως καί ἐ­πί­δρα­ση τῆς ἰ­τα­λι­κῆς τέ­χνης. Ὁ Φράγ­κος Κα­τε­λά­νος δέν μπό­ρε­σε βέ­βαι­α νά ἀ­πο­φύ­γει ἐν­τε­λῶς τήν ἐ­πί­δρα­ση τοῦ με­γά­λου Κρη­τι­κοῦ ζω­γρά­φου Θε­ο­φά­νη, ἀλ­λά, ὅ­πως πα­ρα­τη­ρεῖ ὁ Ἀ. Ξυγ­γό­που­λος, «τό ἔρ­γον του θά ἠ­δύ­να­το νά χα­ρα­κτη­ρι­σθῇ ὡς μί­α ἀν­τί­δρα­σις εἰς τόν γε­νι­κόν θαυ­μα­σμόν καί τήν, κα­τά τι­να τρό­πον, ὑ­πο­δού­λω­σιν εἰς τήν τέ­χνην τοῦ με­γά­λου Κρη­τός καλ­λι­τέ­χνου.

Δε­κα­ο­χτώ χρό­νια με­τά με­τά τήν ἱ­στό­ρη­ση τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, στά 1566, σύμ­φω­να μέ τίς ἐ­πί­ση­μες ἐ­πι­γρα­φι­κές μαρ­τυ­ρί­ες, τοι­χο­γρά­φη­σαν τό νάρ­θη­κα (λι­τή)˙ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, μέ ἔ­ξο­δα τοῦ ἐ­πι­σκό­που Βελ­λᾶς Ἰ­ω­αν­νί­νων Ἀν­τω­νί­ου Ἀ­ψα­ρᾶ, οἱ αὐ­τά­δελ­φοι Θη­βαῖ­οι ἁ­γι­ο­γρά­φοι, ὁ Γε­ώρ­γιος ἱ­ε­ρέ­ας καί σα­κελ­λά­ριος Θη­βῶν καί ὁ Φράγ­κος. Οἱ δύ­ο αὐ­τοί ἀ­δελ­φοί ζω­γρά­φοι, ὅ­πως ἀ­πο­δει­κνύ­ουν οἱ κτι­το­ρι­κές ἐ­πι­γρα­φές ἐκ­κλη­σι­ῶν στά χω­ριά τῆς Ἠ­πεί­ρου Κρά­ψη καί Κλη­μα­τιά ἤ Βελ­τσί­τσα, ἔ­φε­ραν τό ἐ­πώ­νυ­μο Κον­τα­ρῆς. Τό να­ό τοῦ Ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου τῆς Κρά­ψης ἁ­γι­ο­γρά­φη­σαν ἀ­πό κοι­νοῦ οἱ ἀ­δελ­φοί Κον­τα­ρῆ­δες στά 1563, ἐ­νῶ τό να­ό τῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως τοῦ Σω­τῆ­ρος τῆς Κλη­μα­τιᾶς μό­νος ὁ Φράγ­κος Κον­τα­ρῆς στά 1568.

Στήν κο­ρυ­φή τοῦ τρούλ­λου τοῦ νάρ­θη­κα κυ­ρια­ρχεῖ ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ Παν­το­κρά­το­ρα. Στόν ἀ­να­το­λι­κό τοῖ­χο ἡ πο­λυ­πρό­σω­πη σύν­θε­ση τῆς Δευ­τέ­ρας Πα­ρου­σί­ας μέ ὅ­λες τίς χα­ρα­κτη­ρι­στι­κές σκη­νές τῆς ἀ­δέ­κα­στης ἐ­κεί­νης Κρί­σης. Στό δυ­τι­κό τοῖ­χο ἡ ἐν­τυ­πω­σια­κή ἀλ­λη­γο­ρι­κή πα­ρά­στα­ση τοῦ ὅ­σιου ἀ­σκη­τῆ Σι­σώ­η, ὁ ὁ­ποῖ­ο θρη­νεῖ πά­νω ἀ­πό τόν ἀ­νοι­κτό τά­φο μέ τό γυ­μνό σκε­λε­τό τοῦ ἔν­δο­ξου στρα­τη­λά­τη καί κο­σμο­κα­τα­κτη­τῆ Με­γά­λου Ἀ­λε­ξάν­δρουμ συμ­βο­λί­ζει τή φι­λο­σο­φί­ας τῆς μα­ται­ό­τη­τας τῶν ἐγ­κο­σμί­ων καί τήν ἀ­δυ­σώ­πη­τη καί ἀ­να­πό­φευ­κτη μοί­ρα τοῦ θα­νά­του γιά κά­θε ἄν­θρω­πο ἀ­νε­ξαί­ρε­τα: «Πάν­τα μα­ται­ό­της τά ἀν­θρώ­πι­να ὅ­σα οὐχ ὑ­πάρ­χει με­τά θά­να­τον˙ οὐ πα­ρα­μέ­νει ὁ πλοῦ­τος, οὐ συ­νο­δεύ­ει ἡ δό­ξα˙ ἐ­πελ­θών γάρ ὁ θά­να­τος, πάν­τα ταῦ­τα ἐ­ξη­φά­νι­σται…».

Στό ἀ­να­το­λι­κό τμῆ­μα τοῦ νό­τιου τοί­χου εἰ­κο­νί­ζον­ται πά­νω ἀ­πό τόν τά­φο τους οἱ ὅ­σιοι κτί­το­ρες Νε­κτά­ριος καί Θε­ο­φά­νης, κρα­τών­τας ἀ­πό κοι­νοῦ ὁ­μοί­ω­μα τοῦ να­οῦ˙ τά αὐ­στη­ρά ἀ­σκη­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά καί ἡ ὑ­περ­κό­σμια γα­λή­νη το­νί­ζον­ται ἰ­ο­δι­αί­τε­ρα στίς ἐ­ξα­ϋ­λω­μέ­νες μορ­φές τους. Στούς ἀ­να­το­λι­κούς πεσ­σούς, ἀ­ρι­στε­ρά ἡ Πα­να­γί­α ἡ Με­σί­τρια καί Προ­στά­τις τῶν Χρι­στια­νῶν καί δε­ξιά ὁ Χρι­στός. Ὅ­λες οἱ λοι­πές ἐ­πι­φά­νει­ες τῶν τοί­χων εἶ­ναι κα­τά­γρα­φες μέ σκη­νές μαρ­τυ­ρί­ων, ὁ­λό­σω­μους ἁ­γί­ους, ὅ­σιους ἀ­σκη­τές κ.ἄ.

Ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν τοι­χο­γρα­φί­α τῆς Πα­να­γί­ας στό νάρ­θη­κα, ἀ­ρι­στε­ρά, μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι «ἐν ἔ­τει δέ Χρι­στοῦ ᾳψπ΄ [=1780] καί ᾳψπβ΄ [=1782] ἀ­νε­και­νί­σθη ἅ­πα­σα ἡ ἱ­στο­ρί­α τοῦ ἁ­γί­ου βή­μα­τος τοῦ κα­θο­λι­κοῦ καί νάρ­θη­κος τού­του διά συν­δρο­μῆς καί δα­πά­νης τοῦ τα­πει­νοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Παρ­θε­νί­ου εἰς μνη­μό­συ­νον καί ψυ­χι­κήν αὐ­τοῦ σω­τη­ρί­αν». Πρό­κει­ται γιά τό γνω­στό λό­γιο καί δρα­στή­ριο ἐ­πί­σκο­πο Στα­γῶν Παρ­θέ­νιο (Μάρτ. 1751 – + 26 Μαρτ. 1784), ὁ ὁ­ποῖ­ος ὑ­πῆρ­ξε ἀ­δελ­φός τῆς μο­νῆς καί με­γά­λος εὐ­ερ­γέ­της καί δω­ρη­τής. Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων δώ­ρι­σε στή μο­νή καί τό ἀ­ξι­ό­λο­γο προ­σω­πι­κό του ἀρ­χεῖ­ο κα­θώς καί τή βι­βλι­ο­θή­κη του. Μέ προ­σω­πι­κά του ἔ­ξο­δα ἔ­κτι­σε τόν ἐ­ξω­νάρ­θη­κα τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, τόν ὁ­ποῖ­ο ἀ­πο­τε­λοῦ­σε στο­ά μέ κα­μά­ρες σέ δι­πλή σει­ρά, ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρε­ται καί πε­ρι­γρά­φε­ται στό στι­χούρ­γη­μα τοῦ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου Γα­βρι­ήλ Ἁ­γι­α­μο­νί­τη (1786). Ὁ ἐ­ξω­νάρ­θη­κας αὐ­τός δι­α­τη­ρή­θη­κε, φαί­νε­ται, ὥς τό 1857, ὁ­πό­τε, ὅ­πως ἔ­δει­χνε ἐν­τοι­χι­σμέ­νη ἐ­πι­γρα­φή, ἀ­να­και­νί­στη­κε ἤ ἀ­να­κτί­στη­κε στό ἴ­διο σχέ­διο, καί τε­λι­κά ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε ἀ­πό τό ση­με­ρι­νό ἐ­ξω­νάρ­θη­κα μέ τόν ξε­νώ­να στόν ἐ­πά­νω ὄ­ρο­φο, ἐ­πί μη­τρο­πο­λί­τη Τρίκ­κης καί Στα­γῶν Πο­λυ­κάρ­που [Θω­μᾶ] καί ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς Χρι­στο­φό­ρου Μά­η, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ μαρ­μά­ρι­νη ἐν­τοι­χι­σμέ­νη πλά­κα τοῦ ἔ­τους 1930.

Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτο γιά τή λε­πτή καί πε­ρί­τε­χνη ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α του εἶ­ναι τό ξυ­λό­γλυ­πτο ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­νο τέμ­πλο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ, κα­θώς καί ὁ ἡ­γου­με­νι­κός θρό­νος καί τά δύ­ο ἀ­να­λό­για μέ πλού­σια καί ὡ­ραί­α δι­α­κό­σμη­ση ἀ­πό φίλ­ντι­σι˙ ἐ­πι­γρα­φή στό ἕ­να ἀ­πό αὐ­τά μᾶς πλη­ρο­φο­ρεῖ ὅ­τι κα­τα­σκευ­ά­στη­καν ἐ­πί ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου (τοῦ Κλει­νο­βί­τη, 1784-1808) καί ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς Ἀ­να­το­λί­ου.