Ιερά Μονή Μεγάλου Μετεώρου

Η Μονή του Μεγάλου Μετεώρου είναι μία από τις παλαιότερες και η μεγαλύτερη από τις υπάρχουσες σήμερα μετεωρίτικες μονές. Η μονή ιδρύθηκε λίγο πριν από τα μέσα του 14ου αι., από τον Όσιο Αθανάσιο τον Μετεωρίτη, πάνω στο βράχο που ονομαζόταν “Πλατύς Λίθος” και που ο ίδιος ονόμασε “Μετέωρο”. Εκεί έκτισε το ασκητικό του καταφύγιο, οργάνωσε την πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα με αυστηρή τυπική μορφή κοινοβίου και οικοδόμησε ναό αφιερωμένο, όπως και η μονή στην Παναγία (Παναγία της Μετεωρίτισσας Πέτρας). Αργότερα όταν η μοναχική κοινότητα αυξήθηκε ο Αθανάσιος έκτισε νέο καθολικό.

Δεύτερος κτήτορας της μονής και συνεχιστής του έργου του Αθανασίου υπήρξε ο μαθητής του και πρώην Σέρβος ηγεμόνας Ιωάννης Ούρεσης Άγγελος Κομνηνός Δούκας ο Παλαιολόγος, ο μετέπειτα μοναχός Όσιος Ιωάσαφ, που το 1387/88 οικοδόμησε, στη θέση του ναού που έχτισε ο Αθανάσιος, νέο ναό που αποτέλεσε το καθολικό της μονής. Στα μέσα του 16ου αι. η μονή γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση. Ο οικουμενικός πατριάρχης Ιερεμίας Α΄ (1522-1546) κατοχύρωσε με σιγίλλιο τα προνόμια και την πλήρη ανεξαρτησία της μονής κατά το πρότυπο των μονών του Αγίου Όρους.

Στα 1544/5 ανεγέρθηκε νέος ναός με λιτή, αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Στο νέο ναό ενσωματώθηκε ως Ιερό Βήμα το παλαιό καθολικό. Η τοιχογράφηση του κυρίως ναού έγινε στα 1552 με πρωτοβουλία του ηγουμένου Συμεών, ο οποίος στα 1557 έκτισε και την τράπεζα της μονής. Για τις δραστηριότητές του αυτές ο ηγούμενος Συμεών θεωρείται ως ο τρίτος κτήτορας. Κατά τη δεύτερη δεκαετία του 16ου αι. κατασκευάστηκε ο πύργος και η αρχική κλίμακα ανόδου, μια ξύλινη ανεμόσκαλα προσαρμοσμένη στο βράχο. Το 1572 ανεγέρθηκε το γηροκομείο, το 1789 το παρεκκλήσι των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και το 1791 κατασκευάστηκε το ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού. Στα 1806 κατασκευάστηκε νέα σειρά κελλιών, τα οποία σήμερα έχουν ανακατασκευαστεί.

Στα 1809 ο ηγούμενος της μονής Παρθένιος Ορφίδης φυλακίζεται στα Ιωάννινα από τον Αλή Πασά, προφανώς γιατί η μονή του Μεγάλου Μετεώρου, όπως και οι υπόλοιπες των Μετεώρων είχε υποθάλψει το κίνημα του ιερέα Θύμιου Βλαχάβα. Έκτοτε οι μονές των Μετεώρων γνώρισαν την εκδικητική μανία του Πασά των Ιωαννίνων και των τηλεβόλων των Τουρκαλβανών. Η μονή κατάφερε να επιβιώσει μέσα από περιπέτειες, επιδρομές, λεηλασίες, πυρκαγιές και φυσικές καταστροφές μέχρι τις μέρες μας.

Ο επισκέπτης προσεγγίζει σήμερα τη μονή από μια κατηφορική και στη συνέχεια από μια κλίμακα ανόδου. Εισερχόμενος κανείς στο εσωτερικό συναντά δεξιά τον πύργο του βριζονίου, που στέγαζε το μηχανισμό για το δίχτυ, το οποίο παλαιότερα χρησιμοποιούσαν οι μοναχοί για την πρόσβασή τους στη μονή, καθώς και το βαγεναρείο, δηλαδή το κελάρι της μονής, που σήμερα έχει διαμορφωθεί σε μουσείο αντικειμένων καθημερινής ζωής. Προχωρώντας ψηλότερα, αριστερά συναντάμε την εστία, την τράπεζα και ανατολικά της το νοσοκομείο και γηροκομείο το οποίο κτίστηκε το 1572. Δεξιά βρίσκονται το καθολικό και τα παρεκκλήσια. Το καθολικό απαρτίζεται από τρία μέρη. Το αρχαιότερο καθολικό που ιδρύθηκε από τον Όσιο Αθανάσιο, επανακτίστηκε στα 1387/8 από τον Όσιο Ιωάσαφ και ενσωματώθηκε ως Ιερό Βήμα στον μεταγενέστερο καθολικό, που ανεγέρθηκε στα 1544/5 ακολουθώντας τον αθωνίτικο τύπο (τετρακιόνιος σταυροειδής εγγεγραμμένος με κόγχες, τους λεγόμενους χορούς, και λιτή στη δυτική του πλευρά). Ο ζωγραφικός διάκοσμος της μονής έγινε σε τρείς φάσεις. Από την πρώτη φάση, του 14ου αι., διατηρείται μόνο η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου του παλαιού καθολικού. Στη δεύτερη φάση, το 1483, αγιογραφήθηκε το παλαιό καθολικό, δηλαδή το σημερινό ιερό βήμα με εξαίρεση ορισμένες παραστάσεις, οι οποίες ανάγονται στην τρίτη ζωγραφική φάση, αυτής του 1552 που έγιναν και οι τοιχογραφίες του νέου καθολικού και της λιτής. Οι καλλιτέχνες του ζωγραφικού διακόσμου είναι ανώνυμοι, ωστόσο το τεχνοτροπικό ιδίωμα των καλλιτεχνών του νέου καθολικού και της λιτής προδίδει τη στενή σχέση τους με την “Κρητική Σχολή” και δή τον Θεοφάνη, μαθητής του οποίου υπήρξε πιθανότατα, ο επίσης κρητικός ζωγράφος Τζώρτζης που κατά την επικρατέστερη άποψη είναι ο δημιουργός τους.

Στην νότια πλευρά του ιερού βήματος είναι προσκολλημένο το παρεκκλήσσιο του Τιμίου Προδρόμου, ένας μικρός θολωτός χώρος, ο οποίος κατά καιρούς δέχτηκε διάφορες δομικές επεμβάσεις. Οι αγιογραφίες του χρονολογούνται στα 1682.

Σε μικρή απόσταση νοτιοδυτικά του καθολικού είναι κτισμένο το παρεκκλήσιο των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, ένας μονόχωρος, τρουλαίος, ναός που χτίστηκε το 1789.

Συντάκτης
Λάζαρος Δεριζιώτης, αρχαιολόγος

Σταθμό ἤ μᾶλλον ἀφετηρία τοῦ ὀργανωμένου μετεωρίτικου μοναχισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἤ τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ Μονή αὐτή εἶναι ἡ παλαιότερη, μεγαλύτερη καί ἐπισημότερη ἀπό τίς ὑπάρχουσες σήμερα μετεωρικές μονές, ὅπως δηλώνει καί ἡ ὀνομασία τῆς «Μεγάλο Μετέωρο» ἤ ἁπλῶς «Μετέωρο». Σκαρφαλωμένη πάνω στόν ἐπιβλητικό της βράχο, κατέχει δεσπόζουσα θέση ἀνάμεσα στό μοναστικό συγκρότημα τῶν Μετεώρων.

Ἱδρύθηκε λίγο πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη, ὁ ὁποῖος καί ὑπῆρξε ὁ πρῶτος κτίτορας τῆς μονῆς καί ὀργανωτής συστηματικῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐπιφανεῖς περί τό 1302 στήν Ὑπάτη (τή γνωστή τότε μεσαιωνική πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας) καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρόνικος. Ἔλαβε καλή παιδεία καί μόρφωση καί σ’ αὐτό σπουδαῖο ὁπωσδήποτε ρόλο ἔπαιξε ἡ μεγάλη του ἔφεση πρός τά γράμματα καί ἡ φιλομάθειά του.

Μετά τόν πρόωρο θάνατο τῶν γονέων του καί τήν κατάληψη τῆς γενέθλιας πόλης του ἀπό τούς Καταλανούς, γύρω στά 1318/19, καταφεύγει, σέ νεαρή ἡλικία, μαζί μέ κάποιο θεῖο του, στή Θεσσαλονίκη καί στή συνέχεια στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ὅμως, ὡς ἀνήλικος ἀκόμη, δέν γίνεται δεκτός ἀπό τούς πατέρες γιά να παραμείνει ἐκεῖ.

Φύση ἀνήσυχη καί δυναμική ὁ Ἀνδρόνικος, ρίχνεται σέ νέες περιπλανήσεις καί ἀναζητήσεις. Μεταβαίνει ἔτσι στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνωρίζεται καί συναναστρέφεται μέ σπουδαίους λόγιους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, ὅπως τόν Γρηγόριο Σιναΐτη, τόν μετέπειτα οἰκουμενικό πατριάρχη (17 Μαΐου 1347 – Φεβρ./Μαρτ. 1350) Ἰσίδωρο, τόν Δανιήλ τόν ἡσυχαστή καί ἄλλες ἐξέχουσες μορφές τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἀπ’ αὐτούς μυεῖται στά μυστικά τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί «ὡς μέλιττα συλλέγει τά καίρια».

Ἀκολουθεῖ ἡ μετάβαση καί παραμονή του στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα καί ἡ ἐπιστροφή του πάλι στό Ἅγιον Ὄρος γύρω στά 1332, ἐνῶ ἦταν τότε τριάντα περίπου χρόνων. Ἐκεῖ, στή Μηλέα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γίνεται δεκτός ὡς ὑποτακτικός ἀπό δύο ἐνάρετους, «εἰς ἄκρον ἀρετῆς ἐληλακότας», ἀναχωρητές, τόν Γρηγόριο καί τόν Μωυσῆ. Στή συνέχεια κείρεται μοναχός ἀπό τό γέροντά του ἱερομόναχο Γρηγόριο καί μετονομάζεται Ἀντώνιος. Τέλος, δέν ἀργεῖ νά γίνει καί μεγαλόσχημος, ὁπότε παίρνει τό νέο καί ὁριστικό πιά μοναχικό του ὄνομα Ἀθανάσιος.

Οἱ συχνές ὅμως ἐπιδρομές τῶν Τούρκων καί ἄλλες δυσκολίες καί ἀντίξοες περιστάσεις τῶν καιρῶν ἐξαναγκάζουν τόν Ἀθανάσιο μαζί μέ τό γέροντά του Γρηγόριο νά ἐγκαταλείψουν τό Ἅγιον Ὄρος. Στή Θεσσαλονίκη καί στή Βέροια, ἀπ’ ὅπου πέρασαν οἱ δύο ἀναχωρητές, πολλοί καί σπουδαῖοι προθυμοποιήθηκαν νά τούς κρατήσουν κοντά τους, παρέχοντας τά ἀπαιραίτητα γιά τή διαβίωσή τους. Ὅμως δέν συγκατατέθηκαν τελικά νά παραμείνουν ἐκεῖ, κυρίως γιατί ὁ Ἀθανάσιος αἰσθανόταν βαθύτατη ἀποστροφή πρός τήν κοσμική τύρβη καί τό θόρυβο τῶν πόλεων.

Ἔτσι, μέ ὑπόδειξη τοῦ τότε ἐπισκόπου Σερβίων Ἰακώβου καταφεύγουν στούς θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν, γιά τούς ὁποίου ὁ βιογράφος τοῦ Ἀθανασίου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Λίθοι ὑψιίκομοι καί εὐμεγέθεις ἀπό κτίσεωςκόσμου, οὕτω παρά τοῦ δημιουργοῦ ἱδρυθέντες». Καί συνεχίζοντας προσθέτει: «Ὅν καί λαβόντες καί πρός τόν τόπον παραγενόμενοι, τούς μέν λίθους εὖρον καθώς ἤκουσαν, ἀλλ’ οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων».

Στό βράχο τοῦ στύλου, πού σήμερα ὀνομάζεται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγκαταστάθηκαν ὁ γέροντας ἱερομόναχος Γρηγόριος καί ὁ Ἀθανάσιος. Ὁ Γρηγόριος παρέμεινε ἐκεῖ μία ὁλόκληρη δεκαετία καί γι’ αὐτό ὀνομάστηκε καί στυλίτης. Ὁ φιλέρημος Ἀθανάσιος, μετά ἀπό ὁρισμένο χρονικό διάστημα, γιά μεγαλύτερη ἄσκηση καί ἡσυχία, ἀποτραβήχτηκε, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντά του, «ἐν τινι τρώγλῃ τῆς πέτρας», ὅπου κατά τίς ὧρες τῆς ἀργίας του ἀσχολοῦνταν μέ τήν καλαθοπλεκτική.

Καί πάλι ὅμως ἀποζητώντας περισσότερη ἀπομόνωση καί γαλήνη, μέ τήν ἄδεια πάντοτε τοῦ Γρηγορίου, διάλεξε ἄλλο βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ὅπου καί κατέφυγε, γύρω στά 1340, καί παρέμεινε ὁριστικά πιά. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο Πλατύ Λίθο ἤ Πλατύλιθο, πού ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος ἀπεκάλεσε Μετέωρο, ὀνομασία ἡ ὁποία ἔμελλε νά καθιερωθεῖ ἔκτοτε καί νά διατηρηθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων, νά γενικευθεῖ στό σύνολο τῶν γύρω μοναστηριῶν καί βράχων καί νά ξεπεράσει πολύ τά ὅρια τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.

Ἐφοδιασμένος λοιπόν μέ τίς πτέρυγες τοῦ ἁγίου πνεύματος ὁ ταπεινός μοναχός Ἀθανάσιος, πέταξε καί πάτησε στήν πέτρα αὐτή, πού μόνο οἱ ἀχτίδες τοῦ ἥλιου μποροῦσαν νά πατοῦν καί νά θωπεύουν, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρεται σέ σιγίλλιο (Ἀπρ. τοῦ 1580) τοῦ οἰκουμ. πατριάρχη Μητροφάνη Γ΄: «… θείῳ ἔρωτι τρωθείς… ὁ ὁσιώτατος ἐν μοναχοῖς Ἀθανάσιος, πτέρυγάς τε ἀναλαβών τάς τοῦ ἁγίου πνεύματος, πρῶτος ἀνέπτη εἰς τήν ἡλίβατον ταύτην πέτρα, τήν προκαθημένην τῶν… Σταγῶν καί εὐλόγως κεκλημένην Μετέωρον, οἷα τῶν ἄλλων ὑπερκειμένην… καί κορυφῆς ὕπερθεν τοιαύτης τόπον θεῖον εὕρετο, παράδεισον ἄλλον ἔδειξεν, ἀντί δένδρων διαφόρων ἄνδρας θείως ἐνασκουμένους ἀποδείξας καί ἀντί ὡραίων καί ἐτησίων καρπῶν τούς τοῦ ἁγίου πνεύματος, πάντας ἄλλους νικῶντας».

Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος ἔκτισε τό ἀσκητικό του καταφύγιο καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα μέ αὐστηρή τυπική διάταξη κοινοβίου πού ὁ ἴδιος διατύπωσε. Ἡ ὑπό τόν Ἀθανάσιο ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε ἤδη δεκατέσσερα μέλη. Στήν ἀρχή ὁ ὅσιος ἀναχωρητής οἰκοδόμησε στό βράχο ναό τῆς Θεομήτορος, στήν ὁποία (Παναγία τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας) ἀφιέρωσε καί τή μονή, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, ἀπευθυνόμενος, λίγο πρίν πεθάνει, στούς μαθητές καί συνασκητές του: «Καί πρῶτον μέν παρατίθημι ὑμᾶς ἐν τῇ σκέπῃ τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καθά καί ἡ μονή κεκλήρωται». Ἀργότερα οἰκοδόμησε ἄλλο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε τό καθολικό τῆς μονῆς καί ἔδωσε καί τή μέχρι σήμερα ὁριστική ἐπωνυμίας (τῆς Μεταμορφώσεως) τοῦ μοναστηριοῦ.

Ἔτσι ὁ Ἀθανάσιος τό λίθο τόν ἀπότο καί δυσκολοανάβατο τόν μετέβαλε σέ δρόμο εὐκολοδιάβατο, πού ὁδηγοῦσε στόν «ἀκρόγωνο» λίθο, δηλαδή στόν Χριστό:

«Τόν λίθον, πάτερ, τόν τραχύν καί ἀνάντη πρός λίθον ἀκρόγωνον τρίβον εἰργάσω».

Ἀνεβαίνοντας σήμερα τή λαξευτή σκάλα, λίγο πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τῆς μονῆς καί πρός τ’ ἀριστερά, ἀντικρύζεις τό ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, μέσα στή φυσική κοιλότητα τοῦ βράχου, διαμορφωμένη σέ στοιχειώδη χῶρο κατοικίας καί στόν ἀπαραίτητο ναΐσκο. Αὐτοῦ, κατά τήν παράδοση, ἀρχικά, μόλις σκαρφάλωσε στόν Πλατύ Λίθο, ἀσκήτεψε μόνος ὁ ὅσιος ἐρημίτης, προτοῦ κτίσει ἐπάνω στό πλάτωμα τοῦ βράχου ναό καί κελλιά γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν μοναχῶν πού ἀπό νωρίς ἄρχισαν νά συρρέουν ἐκεῖ.

Ταπεινός στό ἔπαρκο ὅπως ἦταν ὁ Ἀθανάσιος, παρέμεινε σ’ ὅλη του τή ζωή ἁπλός μοναχός. Στήν ἄκρα ταπείνωσή του ὀφείλεται ἴσως καί τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἄφησε γραπτά κείμενά του, ἐνῶ διέθετε τήν ἀπαραίτητη παιδεία καί τίς ἀπαιτούμενες γνώσεις.

Ὁ Ἀθανάσιος, μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τῆς χολῆς καί τοῦ ἥπατος κατά τό βιογράφο του («συνέβη τῷ πατρί… ὑπό μελαγχολικοῦ χυμοῦ νοσῆσαι»), πέθανε ἤρεμα καί εἰρηνικά, σέ ἡλικία 78 χρόνων, περί τό ἔτος 1380 (ὄχι 1382/83 ὅπως πιστευόταν μέχρι τώρα). Ἤδη τό Νοέμβριο τοῦ 1381, στό συνοδικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου ὑπέρ τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Μεγάλων Πυλῶν (Πόρτα-Παναγιᾶς), πού φυλάσσεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Δουσίκου (Ἁγίου Βησσαρίωνος), ὑπογράφει ὁ «Μακάριος ἱερομόναχος καί πνευματικός πατήρ τοῦ Μετεώρου». Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, ἐνόσω ἀκόμη ζοῦσε, λίγο πρίν πεθάνει, ὅρισε γιά μετά τό θάνατό του ὡς «πνευματικό πατέρα» τοῦ Μετεώρου τόν ἱερομόναχο Μακάριο: «τόν ἐν ἱερομονάχοις κῦριν Μακάριον πρῶτον γάρ ζῶντος ἐμοῦ ἔταξα τοῦτον ἄρχειν εἰς τάς χρείας τοῦ κελλίου˙ ἄρτι δέ καί εἰς τάς πνευματικάς διαγωγάς ὀφείλει ὁδηγεῖν καί ρυθμίζειν ὑμᾶς».

Πραγματικός ὅμως διάδοχος τοῦ Ἀθανασίου καί δεύτερο κτίτορας τῆς μονῆς ὑπῆρξε ὁ μοναχός ὅσιος Ἰωάσαφ, πρώην βασιλεύς Ἰωάννης Οὔρεσης (Uros) Ἄγγελος Κομνηνός Δούκας ὁ Παλαιολόγος. Ὁ Ἀθανάσιος, ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη, τόν ὅρισε διάδοχό του: «Κοινῇ γνώμῃ καί βουλῇ πάντων τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν πᾶσαν τήν ἐξουσίαν καί ἀρχήν ἐγχειρίζει τῷ κυρῷ Ἰωάσαφ τῷ βασιλεῖ»˙ ἀπευθυνόμενος δέ πρός τούς λοιπούς ἀδελφούς τῆς ποίμνης του παραγγέλνει: «καί ἄς ἄρχη γοῦν καί ἀπόδοτε αὐτῷ οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».

Ὁ Ἰωάννης – Ἰωάσαφ ἦταν γιός τοῦ Ἑλληνοσέρβου βασιλιᾶ Θεσσαλίας καί Ἠπείρου, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). Γεννήθηκε γύρω στά 1349/50. Ἡ μητέρα του Θωμαΐς ἦταν κόρη τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β΄ Ὀρσίνη (Orsini, 1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότη ἐπσίης τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β΄ Ὀρσίνη (+ 1359). Ἀπό τόν πατέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, τῶν ὁποίων ἔφερε μέ ὑπερηφάνεια καί τό ἐπώνυμο. Ἡ Μαρία Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου, μεγάλου λογοθέτη, Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορα τῆς περιώνυμης Μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε συζευχθεῖ τόν πάππο τοῦ Ἰωάννη-Ἰωάσαφ Σέρβο βασιλιά Στέφανου Γ΄ Οὔρεση (1321-1331). Ὁ Ἰωάσαφ εἶχε καί νεότερο ἀδελφό, πού ὀνομαζόταν Στέφανος. Ἡ ἀδελφή του Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα ἡ Παλαιολογίνα (+ 28 Δεκ. 1394), μεγάλη εὐεργέτις καί δωρήτρια στή Μονή τοῦ Μετεώρου, εἶχε παντρευτεῖ τό δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384).

Περί τό 1370 πέθανε ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη Συμεών Οὔρεσης, τόν ὁποῖο ὁ Ἰωάννης καί διαδέχτηκε στήν ἐξουσία. Ἤδη από τό 1359/60 ὁ Συμεών εἶχε ἀναγορεύσει συμβασιλέα τό γιό του Ἰωάννη, σέ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν ἤ καί μικρότερο. Πολύ σύντομα ὅμως ὁ νεαρός βασιλιάς Ἰωάννης, οἰστρηλατημένος ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, ἀπαρνεῖται τήν κοσμική ἐξουσία καί τύρβη καί ἀνταλλάσσει τήν πολυτελή βασιλική πορφύρα μέ τό φτωχικό μοναχικό τριβώνιο.

Παραδίδει τότε τήν ἐξουσία στόν καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης, ὁ τελευταῖος γόνος τῆς ἔνδοξης σερβικῆς δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν (Nemanija), καταφεύγει, μετά τό Νοέμβριο τοῦ 1372, καί πρίν ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 1373, στά Μετέωρα, στή Μονή Μεταμορφώσεως, ὅπου κείρεται μοναχός καί μετανομάζεται Ἰωάσαφ, σέ ἡλικία 22 περίπου χρόνων.

Οἱ τελευταῖες, ἴσως καί μόνες του, ἐπίσημες πράξεις ὡς κοσμικοῦ ἄρχοντα εἶναι δύο «ὀρισμοί – προστάγματα», πού ἐξέδωσε τό Νοέμβριο τοῦ 1372 ὑπέρ τοῦ περήφημου «πρώτου» τῆς Σκήτης τῶν Σταγῶν Νείλου. Ἀντίγραφα καί τῶν δύο αὐτῶν ἐγγράφων, σέ ἑνιαῖο φύλλο χαρτιοῦ, σώζονται στή Μονή Μεταμορφώσεως καί εἶναι ἐκτεθειμένα σέ προθήκη τοῦ μουσείου της.

Σέ ἀφιερωτήριο γράμμα τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1373, τῆς μοναχῆς Θεοδούλης Κοτεανίτζαινας πρός τή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἀναφέρεται ὁ «εὐσεβής καῖσαρ» Ἀλέξιος Ἄγγελος Φιλανθρωπηνός, διάδοχος τοῦ Ἰωάννη Οὔρεση, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἤδη τότε ὁ τελευταῖος εἶχε ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί εἶχε ἀποσυρθεῖ γιά νά περιβληθεῖ τό ἀγγελικό σχῆμα.

Ὁ Ἰωάσαφ, μαρτυρρημένα, δύο φορές, γιά μή ἐξακριβωμένους λόγους, ἄφησε τή μονή τῆς μετάνοιάς του καί ἀπουσίασε στή Θεσσαλονίκη καί στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ὁ Ἀθανάσιος, λίγο πρίν πεθάνει, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό Βίο του, θέλοντας ἴσως ν’ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἴδιος ἀπό τίς διοικητικές καί ἄλλες εὐθύνες λόγῳ γήρατος, παρεχώρησε στό βασιλέα-μοναχό Ἰωάσαφ «πᾶσαν τήν ἐξουσίαν καί ἀρχήν», ὁ Ἰωάσαφ, μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα, ἄφησε τό μοναστήρι καί τό ἀξίωμά του καί μετανάστευσε στή Θεσσαλονίκη: «διαρκέσας ἐν τούτῳ βραχύν τινα χρόνον, μεταναστεύει πρός Θεσσαλονίκην». Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στά 1379/80.

Λίγο ὅμως μετά τό θάνατο τοῦ Ἀθανασίου (περί τό 1380), ὁ Ἰωάσαφ ἐπέστρεψε πάλι στή Μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ὡς διάδοχος τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Ἤδη τό Νοέμβριο τοῦ 1381, στό ἐκκλησιαστικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου, ὑπογράφει ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, ἀμέσως μετά τό μητροπολίτη, ὁ «Ἰωάνν(ης) Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος μετόνομασθῆς Ἰωἄσαφ (μον)αχ(ός)». Τό Μάιο τοῦ 1386 ἡ «δέσποινα» τῶν Ἰωαννίνων Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα ἀπευθύνει γράμμα στόν ἀδελφό της βασιλέα-μοναχό Ἰωάννη-Ἰωάσαφ σχετικό μέ δωρεές της πρός τή μονή τοῦ Μετεώρου. Τό γράμμα αὐτό βρίσκεται σήμερα ἐκτεθειμένο σέ προθήκη τοῦ μουσείου τῆς μονῆς.

Τό 1394, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα (τοῦ Ὀκτωβρίου καί τοῦ Νοεμβρίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ), ὁ Ἰωάσαφ, μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο, ἐγκατέλειψε τή Μονή τοῦ Μετεώρου καί ἐγκαταστάθηκαν καί οἱ τέσσερις στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό συνέβη, πιθανότατα, ἐξαιτίας τῆς εἰσβολῆς τοῦ Βαγιαζίτ Α΄ στή Θεσσαλία καί τῆς ὁριστικῆς κατάκτησης τῆς περιοχῆς ἀπό τούς Τούρκους (τέλη 1393/ἀρχές 1394). Τό 1396, ὅπως συνάγεται πάλι ἀπό ἁγιορειτικό γράμμα τῆς Μονῆς Διονυσίου (τοῦ «πρώτου» Νεοφύτου, Ἰαν. 1400), ὁ Ἰωάσαφ ἔχει ἐπιστρέψει, γιά νά παραμείνει ὁριστικά πιά, στή μονή τῆς μετάνοιάς του, τῆς ὁποίας εἶχε προηγουμένως ὑπάρξει ὁ ἀνακαινιστής καί δεύτερος κτίστης (μετά τόν Ἀθανάσιο).

Στίς ἀποδημίες τοῦ Ἰωάσαφ πρέπει νά συγκαταλεχθεῖ καί ἡ προσωρινή, γιά οἰκογενειακούς λόγους, μετάβασή του στά Γιάννενα κατά τά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί τίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1385, μετά τή δολοφονία (+ 23 Δεκ. 1384) τοῦ δεσπότη τῆς πόλεως αὐτῆς Θωμᾶ Preliubović, τοῦ συζύγου τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας Ἀγγελίνας. Στίς 31 Ἰαν. τοῦ 1385 ἡ Μαρία παντρεύεται, σέ δεύτερο γάμο, τόν Esaü Buondelmonti, «τόν ἀδελφόν τῆς ἐν Κεφαλληνίᾳ δουκέσσης».

Ὁ Ἰωάσαφ, σύμφωνα μέ τίς ἐπίσημες ἐπιγραφικές μαρτυρίες τῆς μονῆς, τό ἔτος …. [=6896] ἀπό κτίσεως κόσμου, πού ἀντιστοιχεῖ μέ τό κοσμοσωτήριο ἔτος 1387/88, δηλαδή πρίν ἐξακόσια χρόνια περίπου, ἐπεκτείνει καί ἐπανακτίζει μεγαλοπρεπέστερο τόν ἀρχικό ναό πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ἀθανάσιος: «Εἶτα… ἀνεγείρεται ναός τῷ Σωτῆρι Χριστῷ ὡραιότατος, οὗπερ μέρος καθελών ὕστερον ὁ ἀναδεξάμενος παρ’ αὐτοῦ τό κελλίον κλεινός Ἰωάσαφ εἰς μῆκος καί ὕψος καθώς νῦν ὁρᾶτ,αι ἀνήγειρεν» (Βίος Ἀθανασίου). Πρόκειται γιά τό εὐρύχωρο ναόσχημο ἱερό, στόν τύπο τοῦ σταυροειδοῦς δικιόνιου ναοῦ, μέ τροῦλλο, τοῦ σημερινοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς, τό ὁποῖο κοσμεῖται μέ ἐξαιρετικῆς τέχνης τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1483.

Τό 1385/86 ὁ Ἰωάσαφ χρηματοδότησε τήν ἀντιγραφή ἀπό τό χαρτοφύλακα τῆς ἐπισκοπῆς Τρικάλων ἱερέα Θωμᾶ Ξηρό τοῦ κώδικα 555 (Πραξαπόστολος) τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως. Τό προσωπικό του ὅμως ἐγκόλπιο, ἕνα θαυμάσιο περγαμηνό τετραβάγγελο, μικροῦ σχήματος (12 Χ 9,5 ἑκ.), γραμμένο καλλιγραφικά σέ πολύ λεπτή καί ἄριστη ποιότητας περγαμηνή, μέ καλλιτεχνική καί πολυτελή ἀργυρόδετη στάχωση, βρίσκεται σήμερα (χ/φο ὑπ’ ἀριθ. 58) στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη Ἀθηνῶν, ὅπου μεταφέρθηκε τό 1882 μαζί μέ ἄλλα μετεωρικά χειρόγραφα. Στό ἐσωτερικό τῆς πρόσθιας πινακίδας τῆς στάχωσης φέρει τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή του: Ἰωάσαφ.

Στά 1389/90 ὁ Ἰωάσαφ συνετέλεσε στήν ἵδρυση καί προαγωγή τῆς Μονῆς τῆς Ὑψηλοτέρας, τῆς ἐπιλεγόμενης τῶν Καλλιγράφων, στόν ἀπέναντι ἀπό τό Μεγάλο Μετέωρο ἀπότομο καί ἀπρόσιτο σήμερα βράχο.

Ὁ Ἰωάσαφ, «τό ἀειθαλές δένδρον καί ὑψίκομον… ὅπερ θάλπει πάντας, ὁ ἅγιος, ὁ γλυκύς, ὁ πρᾶος, ὁ ἥσυχος, ὁ ἀγχίνους», «τό ἐκ ρίζης βασιλικῆς βλάστημα», ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ ὁμώνυμός του μητροπολίτης Λαρίσης Ἰωάσαφ σέ γράμματά του τῶν ἐτῶν 1401/2, πέθανε πιθανότατα γύρω στά 1422/23.

Τόν Ἀθανάσιο καί τόν Ἰωάσαφ, «τούς τοῦ Μετεώρου οἰκήτορας καί ναοῦ τοῦ θείου δομήτορας», ἡ Ἐκκλησία μας κατέταξε στή χορεία τῶν ὁσίων καί τιμᾶ τή μνήμη τους στίς 20 Ἀπριλίου. Ἀνώνυμος ὑμνογράφος (κώδ. Μ. Μεταμ. 354), μεγαλύνοντας καί ἐξαίροντας τήν ἀρετή τῶν θείων κτιτόρων, παρατηρεῖ: «Πέτραν ἀναβάντες εἰς ὑψηλήν,/ θεῖε Ἰωάσαφ, Ἀθανάσιέ τε σοφέ,/ ἀρετῆς εἰς ὕψος ἀνήλθετε, κἀντεῦθεν/ τῶν οὐρανῶν εἰς ὕψη μετεβιβάσθητε».

Στά μέσα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα ἡ μονή γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμή καί ἄνθιση. Ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Α΄ (1522-1546), ὁ ὁποῖος τό 1540, ὅπως συνάγεται ἀπό μαρτυρίες ἐπίσημων ἐκκλησιαστικῶν ἐγγράφων, ἐπισκέφθηκε τό Μεγάλο Μετέωρο, μέ σιγιλλιῶδες γράμμα του τοῦ ἔτους αὐτοῦ (πού δέν σώζεται σήμερα) ἀναγνώρισε καί κατοχύρωσε τά προνόμια καί τήν πλήρη ἀνεξαρτησία τοῦ μοναστηριοῦ κατά τό πρότυπο τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν.

Στά 1544/45, σύμφωνα μέ ἐντοιχισμένη μαρμάρινη ἐπιγραφή, ἀνεγέρθηκε ὁ μεγαλόπρεπος κυρίως ναός καί ἡ λιτή τοῦ σημερινοῦ ἐπιβλητικοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὁ ναός ἀκολουθεῖ τό γνωστό ἀρχιτεκτονικό ἀθωνικό τύπο, εἶναι δηλαδή σταυροειδής ἐγγεγραμμένος, τετρακιόνιος, μέ τίς δύο χαρακτηριστικές κόγχες ἀριστερά καί δεξιά, τούς λεγόμενους χορούς. Ὁ κυρίως ναός, ὅπως μαρτυρεῖ ἄλλη ἐπιγραφή του, ἁγιογραφήθηκε στά 1552 ἐπί ἡγουμέβου Συμεών, καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά λαμπρότερα καί ἀξιολογότερα τοιχογραφικά σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς.

Ὁ ἴδιος δραστήριος ἡγούμενος ἔκτισε στά 1557 καί τήν τράπεζα τῆς μονῆς, σπουδαίο καί ἐνδιαφέρον ἀρχιτεκτονικό οἰκοδόμημα, πού μέ πέντε κίονες κατά μῆκος χωρίζεται σέ δύο κλίτη, μέ θαυμαστῆς τελειότητας πλινθόκτιστα τόξα, σταυροθόλια καί θόλους στή στέγη. Γιά ὅλες αὐτές τίς δραστηριότητες καί τό σπουδαῖο οἰκοδομικό του ἔργο ὁ ἠπειρώτης ἡγούμενος Συμεών θεωρεῖται ὡς τρίτος κτίτορας τῆς μονῆς.

Πλάι στήν τράπεζα, ὅπως συνηθίζεται σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, πρός τό βόρειο τοῖχος της, εἶναι κτισμένη ἡ ἑστία, δηλαδή τό μαγειρεῖο τῆς μονῆς. Ἡ ἑστία ἔχει καί ἐδῶ τόν καθιερωμένο μοναστηριακό ἀρχιτεκτονικό τύπο˙ ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα εὐρύχωρο τετράγωνο δωμάτιο πού στεγάζεται ὁλόκληρο ἀπό ἕνα ἡμισφαιρικό θόλο, ὁ ὁποῖος στήν κορυφή του καταλήγει σέ ἕνα μικρό τρουλλίσκο˙ τά παράθυρα τῆς σφενδόνης τοῦ τρουλλίσκου χρησιμεύουν γιά τήν ἔξοδο τοῦ καπνοῦ. Ἡ ἑστία, καλά συντηρημένη καί καθαρισμένη σήμερα, ἐκτός ἀπό τό ἀρχιτεκτονικό παρουσιάζει καί ἄλλο ἐνδιαφέρον γιά τόν ἐπισκέπτη, γιατί σ’ αὐτήν ἔχουν συγκεντρωθεῖ καί εἶναι ἐκτεθειμένα πολλά παλαιά χάλκινα, πήλινα ἤ ξύλινα μαγειρικά καί ἄλλα σκεύη, πού χρησιμοποιοῦσαν τότε γιά τίς ἀνάγκες τους οἱ μοναχοί.

Τόν Ἰούλιο τοῦ 1572, σύμφωνα μέ τήν ἐντοιχισμένη ἐξωτερική πλίνθινη ἐπιγραφή, ἀνεγέρθηκε τό νοσοκομεῖο-γηροκομεῖο τοῦ μοναστηριοῦ, σπουδαῖο καί αὐτό ἀπό ἀρχιτεκτονική ἄποψη κτίριο, μέ τήν περίτεχνη πλινθόκτιστη ὀροφή τοῦ ἰσογείου του, μέ κεντρικό θόλο, στηριζόμενο σέ τέσσερις κίονες, καί μέ ὀκτώ πλευρικά σταυροθόλια.

Ἤδη κατά τή δεύτερη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., στά χρόνια τῆς ἀρχῆς τοῦ βοεβόδα τῆς Βλαχίας NeagoeBasarab (1512-1521), μέ προσωπικά ἔξοδα τοῦ δυναμικοῦ καί φιλόθρησκου αὐτοῦ ἡγεμόνα, εἶχε κατασκευαστεῖ ὁ πύργος καί ἡ κλίμακα ἀνόδου (ὄχι ἡ σημερινή λαξευτή στό βράχο πού κατασκευάστηκε τό 1922, ἀλλά ξύλινη ἀνεμόσκαλα προσηλωμένη κατακόρυφα στό βράχο) τῆς μονῆς, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ γράμμα τοῦ καθηγουμένου τοῦ Μετεώρου Διονυσίου: «αὐτός δέ ὁ μακαρίτης κύρ Ἰωάννης ὁ Νεάγγος ἐκατάρτισεν ἐκατάρτισεν ἡμῖν πύργον ἄνω ἐν τῷ λίθῳ καί τήν κλίμακα ἐκαλλιέργησεν καί τάς ζευκτηρίας αὔξησεν καί πολλά ἀγαθά προτερήματα ἐν τῷ μοναστηρίῳ πεποίηκε καί κειμήλια ἐδωρήσατο».

Ἀνάμεσα στούς παλαιούς ἡγουμένους, τῶν ὁποίων τό πέρασμα ἄφησε ἀνεξάλειπτα τά ἴχνη τῆς ἔντονης παρουσίας τους στή μονή, ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ Παρθένιος Ὀρφίδης, ὁ «μουσικώτατος» καί «ψάλτης», κατά τά τέλη τοῦ ΙΗ΄ καί τίς ἀρχές τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα. Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένα σέ ἐπιγραφές ὡς ἀνακαινιστής καί δωρητής εἰκόνων, ὅπως στό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου (1784), στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς (1790), καί στό παρεκκλήσι τῶν ἰσαποστόλων Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, καθώς ἐπίσης καί ὡς δωρητής παλαιοῦ κομψοῦ προσκυνηταρίου μέ ὡραία ἔνθετη διακόσμηση ἀπό φίλντισι, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν κυρίως ναό τοῦ καθολικοῦ καί φέρει τήν ἐπιγραφή:

ΕΠΙ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΑΡΘΕ/ΝΙΟΥ ΟΡΦΙΔΟΥ ΗΓΟΥΜΕ/ΝΟΥ ΤΕ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ/ ΜΕΤΕΩΡΟΥ ΣΥΝ ΚΑΛ/ΛΙΝΙΚΩ ΤΩ ΝΙΚΗΝ/ ΜΟΥΣΑΙΣ [ΔΙΔ]ΟΝΤ/ ΠΕΡΙΦΑ[ΝΕΣΙ] ΚΑΛΛ/ΕΣΙΝ ΤΑΔ ΥΦΑΝΘΗ.

Στίς ἡμέρες του ἀνεγέρθηκε (1789) τό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί κατασκευάστηκε (1791) τό ἀριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς. Μέ δική του, τέλος, πρωτοβουλία καί προσωπικά του ἔξοδα εἶχε οἰκοδομηθεῖ (1806), ὁλόκληρη νέα σειρά κελλιῶν (ἡ σχετική ἐπιγραφή, σέ μάρμαρο, φυλάσσεται σήμερα στό μουσεῖο, γιατί τά κελλιά αὐτά ἔχουν κατεδαφιστεῖ καί ἀνακτιστεῖ).

Καί ὅλα αὐτά, ἐνῶ παρέλαβε τό μοναστήρι «εἰς ἐσχάτην πενίαν καί εἰς χρέος βαρύτατον καί φορτίον δυσβάστακτον», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἴδιος σέ ἀχρονολόγητη ἁπανταχοῦ του ζητείας. Ἤδη ἀπό τόν Ἀπρίλιο (8-25) τοῦ 1779, πού ὁ Σουηδός ἀνατολιστής JacobJ. Björnstahl ἐπισκέφθηκε τή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἐπιδαψίλευσε στόν ξένο περιηγητή φιλόφρονη φιλοξενία καί τόν διευκόλυνε στίς ἐρευνητικές του ἀναζητήσεις. Μουσικά του μέλη περιέχει ὁ κώδ. 329 τῆς μονῆς.

Στά 1809, μετά τό μαρτυρικό τέλος τοῦ θρυλικοῦ παπᾶ-Θύμιου Βλαχάβα στά Γιάννενα ἀπό τό θηριώδη Ἀλή-Πασά, ὁ ἡγούμενος Παρθένιος Ὀρφίδης βρίσκεται αἰχμάλωτος στήν ἠπειρωτική πρωτεύουσα, φυλακισμένος στά μπουντρούμια τοῦ Ἀλῆ γιατί προφανῶς ἡ Μονή τοῦ Μεγάλους Μετεώρου, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιπες μονές, εἶχε ὑποθάλψει καί ἐνισχύσει τό κίνημα τοῦ φλοτεροῦ ἱερωμένου. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τή Μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πού κυριολεκτικά ἱσοπεδώθηκε ἀπό τά τηλεβόλα τῶν Τουρκαλβανῶν, καί ὅλα τά ἄλλα μετεωρίτικα μοναστήρια γνώρισαν τότε τήν ἐκδικητική μανία τοῦ φοβεροῦ τυράννου των Ἰωαννίνων. Ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἁπλοϊκοῦ καί ἀγράμματου παπᾶ-Χρύσανθου ἀπό τά Τρίκαλα (κώδ. Μ. Βαρλαάμ 106) μέ τρόπο συγκινητικό, λακωνικό ἀλλά καί πολύ εὔγλωττο, ἀπεικονίζει τά γεγονότα: «1809… επιασαι ω καπιταν πασιας των Παπαθημιο Πλαχαβα και αιστηλαι υς τα Ιωανηνα στω βιζιρι και τον αικαμι ζτηραικυα ταισιρα… και τελυωνοντας ω πολμος αιστηλαι ω βεζιρησ και εβουλωσε τα μοναστηρια και επιρε κε του γουμενοσ απωνι [=ὁπού ’ναι], ης τα Ειωανηνα εος την σιμαιρον ημαιραν».

Πρέπει, τέλος, νά ἀναφέρομε καί τό λόγιο καί πολυπράγμονα ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μετεώρου, στά τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα, ἱερομόναχο Πολύκαρπο Ραμμίδη, συγγραφέα (1882) καί τῆς πρώτης γενικῆς ἱστορίας τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων.

Ἡ Μονή ἔχει καί δύο παλαιά παρεκκλήσια. Τό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θολοσκέπαστο μέ τρίριχτη ἐξωτερικά στέγη, εἶναι στή σημερινή του μορφή μικρός μονόχωρος ναός τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. Ἔχει ὅμως καί παλαιότερες οἰκοδομικές φάσεις, μέ ἄλλο προορισμό τοῦ χώρου, πού ἀνάγονται ἴσως στά χρόνια τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς Ἀθανασίου καί Ἰωάσαφ. Σέ παρεκκλήσι διαμορφώθηκε, πιθανότατα, στίς ἀρχές τοῦ ΙΖ΄ αἰώνα. Βρίσκεται στό ἀνατολικό ἄκρο τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ καθολικοῦ, δίπλα στό ἱερό, μέ τό ὁποῖο καί ἐπικοινωνεῖ.

Τό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης εἶναι καί αὐτό μικρός μονόχωρος ναός τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. μέ ὡραῖο τροῦλλο, προσαρμοσμένο μορφολογικά στόν ἐπιβλητικό τροῦλλο τοῦ καθολικοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἐντοιχισμένη ἐξωτερικά ἐπιγραφή του, ἀνεγέρθηκε τό Μάρτιο τοῦ 1789, ἐπί ἡγουμένου Παρθενίου Ὀρφίδη, μέ ἔξοδα τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου καί τοῦ γιοῦ του, ἱερομονάχου Ζαχαρία, ἀπό τήν Κόνιτσα. Βρίσκεται στά δυτικά τοῦ καθολικοῦ καί πολύ κοντά σ’ αὐτό.

Ὑπάρχει καί ἕνα καινούργιο, τρίτο παρεκκλήσι, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, στό ἰσόγειο τῆς ἀνακαινισμένης βορειοδυτικῆς πτέρυγας τῶν κελλιῶν, τό ὁποῖο κοσμεῖται μέ καλῆς τέχνης σύγχρονες τοιχογραφίες.

Πολλές εἶναι οἱ καταστροφές τῶν καιρικῶν περιστάσεων πού ἔπληξαν τό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἐπιδρομές ἀθέων καί ἀσεβῶν, κλεψιές καί λεηλασίες, πυρκαγιές: «Ἐπί ἔ[τους] ᾳχθ΄ [=1609] ἐσκήλευσαν τό μοναστήρι ἀγαρηνοί (;)… ἐροίμοσεν παντελῶς τό μοναστήρι καί τό γράφωμεν ἐνθύμησιν τῶν μεταγενεστέρων ἀδελφῶν» (σημείωση στό τοιχογραφημένο τμῆμα τοῦ ἐξωτερικοῦ νάρθηκα, στό ἀνατολικό ἄκρο). Ὁ Σουηδός περιηγητής J. Björnstahlστό «Ὁδοιπορικό» του (1779, πρωτοεκδόθηκε ὅμως στά 1783) μᾶς διασώζει ἐνδιαφέρουσες ἐνθυμήσεις γιά τήν ἱστορία τῆς μονῆς, τίς ὁποῖες διάβασε σέ χειρόγραφο εὐαγγέλιο πού σήμερα δέν ὑπάρχει. Σύμφωνα μέ τίς ἐνθυμήσεις αὐτές, στά 1616, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ μονή λεηλατήθηκε ἄγρια ἀπό τόν πασά τῶν Ἰωαννίνων Ἀρσλάν – μπέη (+ 1618), ὁ ὁπῖος, «μέ τό πρόσχημα πώς ἤθελε νά σεργιανίσει ἐκεῖ ἀπάνω καί νά δεῖ τή μονή μαζί μέ τή συνοδεία του, ξεγέλασε τούς μοναχούς˙ καί μόλις τούς ἔσυραν ἀπάνω, ἄρχισε μέ τούς στρατιῶτες του νά τούς τουφεκάει. Σκότωσε τρεῖς ἕως τέσσερις ἀπ’ αὐτούς καί ἔπειτα ἅρπαξε τά πάντα». Λίγα χρόνια ἀργότερα, στίς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1633, μεγάλη πυρκαγιά ἀποτελείωσε τήν καταστροφή.

Ὅμως τό Μεγάλο Μετέωρο, μέσα ἀπό τίς ἀτέλειωτες περιπέτειες καί τούς κατατρεγμούς ἕξι αἰώνων, συνέχισε χωρίς διακοπή τή μοναστική παρουσία καί ἀκτινοβολία του καί διαφύλαξε, κατά τό μεγαλύτερο μέρος, τούς πολύτιμους θησαυρούς καί τά ἀνεκτίμητα ἐθνικά καί θρησκευτικά του κειμήλια. Τό σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα ὅμως, στά ἑξακόσια αὐτά χρόνια ἀποτελεῖ ζωντανή ἔπαλξη τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, προπύργιο ἀληθινό τῆς χριστιανοσύνης καί κιβωτό ἱερή τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί ἐθνικῶν παραδόσεων τοῦ Ἑλληνισμοῦ.

 

Πηγή: Άγια Μετέωρα, Οδοιπορικό Δ.Ζ.Σοφιανού, Έκδοση Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου Έκδοση 2012

1) Τοιχογραφίες – Ἡ τοιχογράφηση τοῦ καθολικοῦ, ἐκτός ἀπό ἐκείνη τοῦ ἱεροῦ (πού εἶναι παλαιότερη κατά 80 περίπου χρόνια), εἶχε ἀποπερατωθεῖ στίς 8 Νοεμ. τοῦ 1552, ὅταν ἡγουμένευε ὁ Γιαννιώτης Συμεών, σύμφωνα μέ τή γραπτή κτιτορική ἐπιγραφή πάνω ἀπό τήν εἴσοδο τοῦ κυρίως ναοῦ:

ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ, ΚΑΙ ΑΝΙΣΤΟΡΗΘΗ, Ο ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΙΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ, ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ/ ΚΑΙ Θ(ΕΟ)Υ ΚΑΙ ΣΩΤΗΡΟΣ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ, ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ˙ ΔΙΑ ΣΗΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ/ ΤΩΝ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ˙ ΗΓΟΥΜΕΝΕΥΟΝΤΟΣ ΚΥΡΟΥ ΣΥΜΕΩΝ ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ˙ / ΕΠΙ ΕΤΟΥΣ ζῶ ξῶ Αω [7061 – 5509 = 1552] ΕΝ ΜΗΝΙ ΝΟΕΜΒΡΙΩ Η˙ ΙΝ(ΔΙΚΤΩ)ΝΟΣ ΙΑης.

Ἄλλη ἐπιγραφή χαραγμένη σέ μαρμάρινη πλάκα, ἐντοιχισμένη ἐξωτερικά, ἀριστερά ἀπό τή βόρεια εἴσοδο τῆς λιτῆς, μᾶς πληροφορεῖ ὅτι ἡ ἀνοικοδόμηση τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς εἶχε ἤδη συντελεσθεῖ ἀπό τό ἔτος 1544/45:

+ ΑΝΟΙΚΟΔΟΜΗΘΗ Ο /ΠΑΝΣΕΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ ΝΑΟΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑ/ΜΟΡΦΩΣΕΟΣ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΗΜΩΝ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ / ΔΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΗΣ ΚΑΙ ΚΟΠΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΕΥΡΙΣΚΟ/ΜΕΝΩΝ ΑΔΕΛΦΩΝ + ΕΤΟΥΣ ζΝΓ [7053 – 5509/8 = 1544/5].

Ἡ λιτή, εὐρύχωρη, μέ τέσσερις κίονες καί ἐννέα σταυροθόλια, εἶναι κατάκοσμη ἀπό τοιχογραφίες. Στό δυτικό, τό βόρειο καί τό νότιο τοῖχο, καθώς καί στά σταυροθόλια τῆς ὀροφῆς εἰκονίζονται μαρτύρια ἁγίων, ὅπως συνηθίζεται στίς λιτές τῶν καθολικῶν, γιά τήν ἐνίσχυση καί ἐνθάρρυνση τῆς πίστης καί τῆς καρτερίας τοῦ χριστιανοῦ πρίν ἀπό τήν εἴσοδό του στόν κυρίως ναό καί τήν προβολή τῆς δόξας καί τοῦ μεγαλείου τῆς Ἐκκλησίας. Στό ΝΔ ἄκρο τοῦ νότιου τοίχου, σέ ἀβαθή κόγχη, πάνω ἀπό τόν τάφο τους, εἰκονίζονται ὁλόσωμοι οἱ ὅσιοι κτίτορες τῆς μονῆς Ἀθανάσιος καί Ἰωάσαφ, φορώντας τίς μοναχικές τους ἐνδυμασίες καί κρατώντας ἀπό κοινοῦ στά χέρια τους, ὅπως συμβαίνει σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, ὁμοίωμα τοῦ ναοῦ πού ἀνήγειραν. Στόν ἀνατολικό τοῖχο, ἀριστερά τῆς κεντρικῆς εἰσόδου πρός τό ναό, σέ μικρή κόγχη, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος˙ δεξιά, σέ κόγχη πάλι, ἡ Βάπτιση τοῦ Χριστοῦ. Στόν ἴδιο τοῖχο, πάνω ἀπό τήν κυρία εἴσοδο, ἡ Δέηση, μέ τό Χριστό στή μέση, ἀριστερά τήν Παναγία καί δεξιά τόν Πρόδρομο. Στό ΒΑ ἄκρο ἡ Α΄ Οἰκουμ. Σύνοδος τῆς Νίκαιας, ἐνῶ στό ΝΑ ἡ Ζ΄ Οἰκουμ. Σύνοδος.

Στήν κάτω ζώνη (στό βόρειο καί στό νότιο τοῖχο) εἰκονίζονται οἱ μεγάλες μορφές τοῦ ἀσκητισμοῦ, ὅπως ὁ ἅγιος Ὀνούφριος, Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Παῦλος ὁ Θηβαῖος, Ζωσιμᾶς, ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, Παῦλος ὁ ἐν Λάτρῳ, Βαρλαάμ. Δέν λείπουν καί οἱ μεγάλοι μελωδοί τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός καί ὁ Κοσμᾶς ὁ ποιητής.

Κατάγραφος ἐπίσης εἶναι καί ὁ κυρίως ναός. Στόν τροῦλλο ὁ Χριστός ὡς παντοκράτορας καί παντεπόπτης κυριαρχεῖ μέ τή θέση καί τό μέγεθός του. Περιβάλλεται ἀπό τιμητική χορεία ἀγγέλων. Στό τύμπανο τοῦ τρούλλου, ἀνάμεσα στά παράθυρα, ὁλόσωμοι οἱ προφῆτες κρατοῦν εἰλητά μέ τίς προρρήσεις τους, πού ἀναγγέλουν τήν ἔλευση τοῦ Σωτήρα. Στά σφαιρικά τρίγωνα οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές.

Στό δυτικό τοῖχο καί σ΄το δυτικό τμῆμα τοῦ βόρειου καί νότιου τοίχου, στήν κάτω ζώνη, μορφές ὁλόσωμες μεγάλων ὁσίων καί ἁγίων ἀσκητῶν – ἀναχωρητῶν (ἅγ. Εὐθύμιος, Σάββας ὁ Ἡγιασμένος, Παχώμιος, Ἀντώνιος, Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης, Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, Ἐφραίμ ὁ Σύρος, Στέφανος ὁ νέος, Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, Νεῖλος, Ἀρσένιος ὁ μέγας, Ἱλαρίων κ.ἄ.). Στή νότια παραστάδα τοῦ δυτικοῦ τοίχου εἰκονίζεται ὁλόσωμος, ντυμένος μέ τό μοναχικό του τριβώνιο καί κρατώτας σταυρό στό δεξί του χέρι καί εἰλητάριο στό ἀριστερό, ὁ ἱδρυτής τῆς μονῆς, «ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἀθανάσιος καί καθηγητής τοῦ ἁγίου Μετεώρου». Στή βόρεια παραστάδα, σέ ἀντίστοιχη θέση, εἰκονίζεται κατά τόν ἴδιο τρόπο «ὁ ὅσιος πατήρ ἡμῶν Ἰωάσαφ ὁ κτήτωρ», κρατώντας μέ τό δεξί του χέρι ὁμοίωμα τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς πού ἔκτισε.

Στούς χορούς τοῦ ναοῦ, στήν κάτω ζώνη, εἰκονίζονται ὁλόσωμοι στρατιωτικοί ἅγιοι (ἅγ. Γεώργιος, Θεόδωρος ὁ Τήρων, Προκόπιος, Νικήτας, Ἰάκωβος ὁ Πέρσης, Εὐστάθιος στό νότιο χορό˙ Μερκούριος, Ἀρτέμιος, Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης κ.ἄ. στό βόρειο). Ἀκολουθοῦν πρός τά ἐπάνω καί στούς τρεῖς τοίχους, δυτικό, βόρειο καί νότιο, δύο στενότερες ζῶνες μέ στηθάρια ἁγίων. Στό δυτικό τοῖχο, πάνω ἀπό τήν κυρία εἴσοδο καί τήν ἐπιγραφή, ἱστορεῖται ὁ «Ἀναπεσών».

Τούς ὑπόλοιπους χώρους τῶν τοίχων, ἐπάνω ψηλά, καθώς καί τίς καμάρες τῶν κεραιῶν τοῦ σταυροῦ, καλύπτει ὁ μεγάλος δογματικός κύκλος μέ τίς δεσποτικές καί θεομητορικές ἑορτές, τά θαύματα τοῦ Κυρίου κ.ἄ. Στό δυτικό τοῖχο, σέ ὅλο του τό μῆκος, κυριαρχεῖ ἡ Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, πολυπρόσωπη καί ἐπιβλητική σύνθεση, καί ἐπάνω ἡ Σταύρωση, ὅπου ἐντυπωσιάζει ἡ συγκλονιστική μορφή τοῦ νεκροῦ πιά Θεανθρώπου ἐπί τοῦ ξύλου τοῦ μαρτυρίου. Στή δυτική καμάρα τοῦ σταυροῦ σκηνές ἀπό τό Πάθος (ὁ Ἐμπαιγμός, ἡ Προδοσία, ἡ Ἄρνηση τοῦ Πέτρου κ.ἄ.).

Στήν κορυφή τῆς κόγχης τοῦ βόρειου χοροῦ εἰκονίζεται ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί πιό κάτω τό «Χαῖρε» τῶν Μυροφόρων, ὁ Χριστός εἰς Ἐμμαούς, καθώς καί διάφορα θαύματά του. Στή βόρεια καμάρα τοῦ σταυροῦ οἱ Μυροφόρες μπροστά στόν κενό τάφο, ἡ Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ κ.ἄ. Στήν κορυφή τῆς κόγχης τοῦ νότιου χοροῦ σέ ἐπιβλητική καί ἐντυπωσιακή σύνθεση ἡ Μεταμόρφωση˙ πιό κάτω ἡ Ἔγερση τοῦ Λαζάρου, ἡ Βαϊοφόρος κ.ἄ. Στή νότια καμάρα τοῦ σταυροῦ εἰκονίζεται ὁ Νιπτήρ, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ Ὑπαπαντή κ.ἄ.

Στόν ἀνατολικό τοῖχο, πού χωρίζει τόν κυρίως ναό ἀπό τό ἱερό βῆμα, πίσω καί πάνω ἀπό τό ψηλό τέμπλο, στό κέντρο ἱστορεῖται ἡ Πεντηκοστή καί στήν ἀνώτερη ζώνη ἡ Ἀνάληψη. Δεξιά ἡ Ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων καί ἀριστερά ἡ Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ.

Ὁ σπουδαῖος ἁγιογράφος ὅλου αὐτοῦ τοῦ τοιχογραφικοῦ συνόλου κράτησε τήν ἀνωνυμάι του καί δέν μᾶς παρέδωσε τό ὄνομά του. Μέ βάση τεχνοτροπικά στοιχεῖα ἔχουν γίνει προσπάθειες γιά τήν ἀπόδοση τῶν τοιχογραφιῶν σέ ὁρισμένα πρόσωπα ἤ σέ ζωγραφικές σχολές. Ἔτσι οἱ τοιχογραφίες αὐτές ἔχουν ἀποδοθεῖ στό μεγάλο Κρητικό ζωγράφο Θεοφάνη ἤ σέ συνεργεῖο μαθητῶν του, ἤ τέλος στόν ἁγιογράφο τῆς Μονῆς Δουσίκου (Ἁγίου Βησσαρίωνος, 1557) Τζιόρτζη. Σήμερα ἄριστα συντηρημένες καί καθαρισμένες, ἐντυπωσιάζουν μέ τή λάμψη, τήν ποικιλία τῶν χρωμάτων καί τήν τελειότητα τῆς ἐκτέλεσής τους.

Στό βόρειο ἄκρο τοῦ δυτικοῦ τοίχου τοῦ κυρίως ναοῦ, στή λευκή ταινία κάτω ἀπό τήν πρώτη ζώνη τῶν τοιχογραφιῶν (συγκεκριμένα κάτω ἀπό τίς τοιχογραφίες τοῦ ἁγίου Εὐθυμίου καί τοῦ ἁγίου Σάββα τοῦ Ἡγιασμένου), ὁ Ρῶσος μοναχός – περιηγητής – προσκυνητής Βασίλειος Barskij, ὁ γνωστός σκιτσογράφος τῶν μετεωρίτικων μοναστηριῶν, ἔχει ἀποθανατίσει τό πέρασμά του καί ἀπό ἐκεῖ μέ συγκινητική ἰδιόχειρη ἐνθύμηση: «+ Εὐχαριστῶ σοι, Χριστέ ὁ Θεός, τῷ καταξιώσαντι προσκυνῆσαι πάντα τά τῶν Μετεώρων μοναστήρια ἐμέ τόν ἐν μοναχοῖς ἐλάχιστον Βασίλειον Ρῶσον Κιοβίτην… ἔτει ᾳψμέ [= 1745] φευρουαρίου α΄». Κατά τήν ἐπιζωγράφιση τῆς λευκῆς ταινίας ἡ ἐπιγραφή αὐτή ἔχει ἐπιχρισθεῖ μέ λευκό χρῶμα καί διαβάζεται πολύ δύσκολα.

Τό ἱερό τοῦ καθολικοῦ ἀντιπροσωπεύει τήν ἀρχική οἰκοδομική φάση τοῦ ναοῦ τῆς μονῆς. Εἶναι ὁ ναός πού ἔκτισε γύρω στά μέσα τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα ὁ ὅσιος Ἁθανάσιος ὁ Μετεωρίτης, τόν ὁποῖο ἐπεξέτεινε καί ἀνέκτισε στά 1387/88 ὁ δεύτερος τῆς μονῆς, ὁ βασιλεύς – μοναχός Ἰωάννης-Ἰωάσαφ Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος, σύμφωνα μέ τά ἱστορούμενα στό Βίο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου καί τίς ἐπιγραφικές μαρτυρίες. Δύο ἐπιγραφές ἐξωτερικά στό παράθυρο τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ, στό μαρμάρινο ἐπίκρανο ἡ μία (μόνο ἡ χρονολογία) καί σέ κατακόρυφη στενή μαρμάρινη πλάκα ἡ ἄλλη, ἀναφέρονται στό γεγονός:

ΕΤ(ΟΥΣ) ….. [6896 – 5509/8 = 1387/88], καί στή συνέχεια:

ΑΝΟΙΚΟ/ΔΟΜΗΘΗ/ Ο ΠΑΝΣΕ/ΠΤΟΣ ΟΥΤΟΣ/ ΝΑΟΣ ΤΟΥ/ Κ(ΥΡΙΟ)Υ ΗΜΩΝ/ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ ΔΙ/Α ΣΗΝΔΡΟΜ(ΗΣ)/ ΤΟΥ ΤΙΜΙΩΤ(Α)Τ(ΟΥ)/ ΕΝ ΜΟΝΑΧΟΙΣ/ ΙΩΑΣΑΦ.

Ἄλλη γραπτή ἐπιγραφή, ἐσωτερικά στό ἱερό, στό βόρειο τοῖχο του, μᾶς πληροφορεῖ, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί γιά τή χρονολογία τῆς τοιχογράφησης (1483):

+ ΑΝΗΓΕΡΘΗ ΕΚ ΒΑΘΡΩΝ ΘΕΜΕΛΙΟΝ Κ(ΑΙ) ΑΝΙΚΟΔΟΜΗΘ(Ι)/ Ο ΘΕΙΟΣ Κ(ΑΙ) Π(ΑΝ)ΣΕΠΤΟΣ ΝΑΟΣ ΟΥΤΟΣ˙ ΤΟΥ Κ(ΥΡΙΟ)Υ Κ(ΑΙ) Θ(ΕΟ)Υ Κ(ΑΙ) Σ(ΩΤΗ)/Ρ(Ο)Σ ΗΜ(ΩΝ)/ Ι(ΗΣΟ)Υ Χ(ΡΙΣΤΟ)Υ˙ ΔΙΑ ΚΟΠ(ΟΥ)˙ Κ(ΑΙ) ΕΞΟΔ(ΟΥ) ΤΩΝ ΟΣΙ(ΩΝ) Π(ΑΤΕ)ΡΩΝ ΗΜΩΝ˙ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Κ(ΑΙ) ΙΩΑΣΑΦ˙ /ΕΝ ΕΤ(Ι) ….. [6896 – 5509/8 = 1387/88]˙ Ο Κ(ΑΙ) ΚΤΙΤΩΡ(ΕΣ)˙ ΑΝΙΣΤΟΡΙΘ(Ι) ΔΙΑ Σ(ΗΝ)ΔΡΟΜ(ΗΣ) Κ(ΑΙ) / ΚΟΠ(ΟΥ) Τ(ΟΝ) ΕΛΑΧΙΣΤ(ΟΝ) ΑΔΕΛΦ(ΩΝ)˙ ΕΤ(ΟΥΣ), …. [6992 – 5509 = 1483] ΙΝ(ΔΙΚΤΙΩΝΟΣ) Β΄˙ ΜΗΝΗ ΝΟΕΜΒΡ(Ι)Ω ΚΑ΄.

Τό 1483 λοιπόν ἁγιογραφήθηκε τό ἱερό, πού ἀποτελοῦσε τότε τό καθολικό τῆς μονῆς. Γι’ αὐτό ἔχει καί τή μορφή μικροῦ ἀνεξάρτυτου ναοῦ, πού ἀνήκει στόν τύπο τοῦ σταυροειδοῦς δικιόνιου ἐγγεγραμμένου μέ τροῦλλο. Ἔτσι οἱ τοιχογραφίες θεματικά καλύπτουν τόν πλήρη σχεδόν ἁγιογραφικό καί δογματικό κύκλο ἑνός κανονικοῦ ναοῦ.

Στόν τροῦλλο εἰκονίζεται ὁ Χριστός ὡς παντοκράτορας περιστοιχιζόμενος ἀπό χορεία ἀγγέλων. Στά σφαιρικά τρίγωνα οἱ τέσσερις εὐαγγελιστές. Στήν κάτω ζώνη τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ ὁλόσωμοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καί ἱεράρχες (Μέγας Βασίλειος, Μέγας Ἀθανάσιος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἰω. Χρυσόστομος, κ.ἄ.). Σέ προτομή, στό νότιο τοῖχο, ὁ τοπικός ἅγιος Ἀχίλλιος. Στήν ἐπάνω ζώνη τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ ἱστορεῖται ἡ Μετάδοση καί ἡ Μετάληψη, κατά τό γνωστό εἰκονογραφικό τύπο, καί στήν κορυφή τῆς ἁψίδας ἡ Θεοτόκος ἔνθρονη, συμπαραστατούμενη ἀπό δύο ἀγγέλους μέ ριπίδια.

Στούς λοιπούς τοίχους, στήν κάτω ζώνη, ἱστοροῦνται στρατιωτικοί ἅγιοι (νότιος τοῖχος), ὅπως Θεόδωρος ὁ Στρατηλάτης, Θεόδωρος ὁ Τήρων, Γεώργιος ὁ Καππάδοξ, Δημήτριος ὁ μέγας δούκ (οἱ δύο τελευταῖοι μέ χαρακτηριστικά ξενικά καπέλα), Νέστωρ, καί ἀσκητές (βόρειος τοῖχος), ὅπως ὁ ἅγ. Ἀντώνιος καί ὁ ἅγ. Εὐθύμιος. Στήν ἀμέσως ἀνώτερη καί στενότερη ζώνη στηθάρια ἁγίων.

Στό νότιο πεσσό τοῦ δυτικοῦ τοίχου εἰκονίζεται:

Ο ΟΣΙΟΣ Π(ΑΤ)ΗΡ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Κ(ΑΙ) ΚΑΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΜΕΤΕΩΡΟΥ. Φοράει τή μοναχική του ἐνδυμασία καί κρατάει εἰλητό, ὅπου ἀναγράφεται περιληπτικά τό τυπικό τῆς μονῆς. Στό βόρειο πεσσό, σέ ἀντίστοιχη θέση, ὁ δεύτερος κτίτορας:

Ο ΟΣΙΟΣ Π(ΑΤΗΡ) ΗΜ(ΩΝ) ΙΩΑΣΑΦ/

Στούς ὑπόλοιπου χώρους ἱστοροῦνται σκηνές τοῦ Δωδεκάορτου καί τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου. Στό νότιο τοῖχο ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ὁ Νιπτήρ, ὁ Μυστικός Δεῖπνος, ἡ Προδοσία˙ στό βόρειο τοῖχο ἡ Σταύρωση, ὁ Ἐπιτάφιος, ἡ Ἀνάσταση, ἡ Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ. Στό νότιο πεσσό τοῦ ἀνατολικοῦ τοίχου εἰκονίζεται «Μήτηρ Θεοῦ ἡ Παράκλησις» καί στό βόρειο πεσσό «Ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ θερμός προστάτης».

Οἱ τοιχογραφίες τοῦ ἱεροῦ, καθαρισμένες κι αὐτές καί συντηρημένες καλά, ἀποτελοῦν ἕνα ἐπιβλητικό ζωγραφικό σύνολο, ἀντιπροσωπευτικό τῶν τεχνοτροπικῶν τάσεων τῶν τελευταίων παλαιολόγειων χρόνων καί τῆς πρώιμης Τουρκοκρατίας, λίγο μετά τήν ἅλωση τῆς Κωνσταντινούπολης. Ὡς πρότυπά τους ἔχουν τήν τοιχογράφηση ναῶν τῆς Μακεδονίας τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα.

Στήν κλεισμένη παλαιά εἴσοδο τοῦ ἀρχικοῦ ναοῦ, στόν ἐξωτερικό νάρθηκα σήμερα, ὑπάρχουν ἐπίσης τοιχογραφίες. Ἐπάνω ἡ Δέηση˙ ἐντός κόγχης εἰκονίζεται ὁ Χριστός ἔνθρονος μέ δύο μικρούς ἀγγέλους ἀριστερά καί δεξιά, στά ἐπάνω ἄκρα τοῦ θρόνου. Σέ στάση δεήσεως, ἱκετεύοντες γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀριστερά καί δεξιά, ἔξω ἀπό τήν κόγχη, ἡ Παναγία καί ὁ Πρόδρομος. Κάτω, λαϊκότροπης τέχνης τοιχογραφία μέ τούς πατριάρχες στόν παράδεισο, καθισμένους σέ σκαμνί˙ γύρω σχηματική παράσταση δέντρων καί λουλουδιῶν.
2)Φορητές εἰκόνες – Μεγάλη σπουδαιότητα ἔχουν καί ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον παρουσιάζουν καί οἱ φορητές εἰκόνες τῆς μονῆς. Ἀπό τίς εἰκόνες τοῦ κυρίως ναοῦ ξεχωρίζουν γιά τήν τέχνη καί τήν παλαιότητά τους δύο μεγάλες τῶν παλαιολόγειων χρόνων (ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ.), ἡ Παναγία Βρεφοκρατοῦσα, στό δεξιό πρός τά ἐμπρός προσκυνητάρι, καί ὁ ἅγιος Νικόλαος, στό ἀντίστοιχο πρός τ’ ἀριστερά προσκυνητάρι.

Τοῦ τέμπλου οἱ εἰκόνες ἀνήκουν χρονολογικά σέ διάφορες ἐποχές, ἀπό τό ΙΣΤ΄ μέχρι τό ΙΘ΄ αἰώνα. Σημαντικές ἀπ’ αὐτές γιά τήν τέχνη καί τήν παλαιότητά τους εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (ΙΣΤ΄ αἰ.), καθώς καί ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας Βρεφοκρατούσας (δεξιά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ), τοῦ Προδρόμου καί τῶν 24 οἴκων τοῦ Ἀκάθιστου Ὕμνου μέ κεντρική σύνθεση τόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου.

Ἐνδιαφέρουσα εἶναι καί ἡ ἐνεπίγρφη εἰκόνα τῆς Παναγίας στό τέμπλο, ἀριστερά τῆς Ὡραίας Πύλης. Ἡ εἰκόνα αὐτή φέρει τήν ἐπιγραφή: «Δέησις τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Παρθενίου ἡγουμένου, τοῦ μουσικωτάτου, διά χειρός εὐτελοῦς Ἀναγνώστου, υἱοῦ Οἰκονόμου Καπεσοβίτου ἐκ Ζαγόρι˙ 1790˙ μαΐου 12» (ἡ ὀρθογραφία τῆς ἐπιγραφῆς διορθωμένη ἐδῶ). Ἡ Παναγία εἰκονίζεται μέ στέμμα, ἀλλά καί ὁ μικρός Χριστός εἶναι ντυμένος σάν βασιλιάς καί φοράει κι αὐτός στέμμα στό κεφάλι του˙ μέ τό ἕνα του χέρι κρατάει σκῆπτρο καί μέ τό ἄλλο τή σφαίρα τοῦ κόσμου.

Ἐπιγραφή ἔχει καί ἡ εἰκόνα τῶν Ἀσωμάτων (Ταξιαρχῶν), ἡ πρώτη ἀπό τά ἀριστερά στό τέμπλο: «Ἱστορήθη ἡ παροῦσα εἰκών τῆς συνάξεως τῶν Ἀσωμάτων διά συνδρομῆς τοῦ πανοσιωτάτου ἡγουμένου κυρίῳ κυρίῳ Κυρίλλῳ˙ οὗ τό μνημόσυνον αὐτοῦ εἴη διά παντός˙ ᾳωλ΄» [=1830] (καί ἐδῶ διορθωμένη ὀρθογραφικά ἡ ἐπιγραφή). Πολύ καλῆς τέχνης καί οἱ εἰκόνες τῶν λυπητερῶν καί τῶν ἀποστολαρίων τοῦ τέμπλου.

Ἐνδιαφέρουσες, τέλος, εἶναι οἱ εἰκόνες τῶν δύο μπροστινῶν ξυλόγλυπτων προσκυνηταρίων, κοντά στήν εἴσοδο. Ἀριστερά, οἱ ὅσιοι κτίτορες τῆς μονῆς Ἀθανάσιος καί Ἰωάσαφ, μέ ὁμοίωμα τοῦ κτίσματός τουςε στά χέρια˙ δεξιά, ἡ Μεταμόρφωση. Καί οἱ δύο εἰκόνες, σύμφωνα μέ τίς ἐπιγραφές τους, ἔγιναν τό 1822 (Ἀπρ. 10, Μαρτ. 30), «δι’ ἐξόδων ἐπισκόπου Βελλᾶς καί Κονίτζας Ἰωσήφ τοῦ ἐκ Νάξου καί διά χειρός Λαζάρου ἐξ Ἄνω Σουδενά Ζαγόρι».

Μεγάλης σπουδαιότητας ὅμως ἀπό ἄποψη παλαιότητας καί τέχνης εἶναι οἱ φορητές εἰκόνες τοῦ μουσείου τῆς μονῆς. Ἰδιαίτερη σημασία γιά τήν ἱστορία τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἔχουν δύο εἰκόνες πού δώρισε στή μονή ἡ Μαρία Παλαιολογίνα (μετά τό 1372 καί πρίν ἀπό τό Δεκ. τοῦ 1384), ἀδελφή τοῦ δεύτερου κτίτορα ὁσίου Ἰωάσαφ. Στή μία εἰκονίζεται ἡ Παναγία στό κέντρο ὁλόσωμη, ὄρθια καί βρεφοκρατοῦσα, μέ ραδινό καί λεπτό παράστημα. Στό φόρεμά της κυριαρχεῖ τό μπλέ χρῶμα. Τά πρόσωπα, τόσο τῆς Παναγίας ὅσο καί τοῦ Χριστοῦ, εἶναι δυστυχῶς κατεστραμμένα. Κάτω, στά πόδια τῆς Παναγίας, ἀριστερά ὡς πρός τόν βλέποντα, γονατισμένη, μικροσκοπική, ἡ Μαρία Ἀγγελίνα, ντυμένη μέ βασιλικά ἐνδύματα καί μέ διάδημα στό κεφάλι. Πάνω ἀπό τό κεφάλι της, μέ κεφαλαῖα γράμματα, ἡ ἐπιγραφή:

ΜΑΡΙΑ ΕΥΣΕΒΕ/ΣΤΑΤΗ ΒΑΣΙΛΙΣΑ/ ΑΓΓΕΛΙΝΑ ΚΟ/ΜΝΗΝΗ ΔΟΥΚΕΝΑ/ Η ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΙ/ΝΑ.

Ἡ Παναγία πλαισιώνεται ἀπό 14 προτομές ἁγίων, ζωγραφισμένες στό περιθώριο τῆς εἰκόνας. Κάτω ἀπό κάθε προτομή ἁγίου ἤ ἁγίας ὑπῆρχε καί τμῆμα λειψάνου. Σήμερα ὑπάρχουν μόνο οἱ κοιλότητες ὅπου ἦσαν τοποθετημένα τά ἅγια λείψανα. Ἡ εἰκόνα αὐτή εἶναι τό σωζόμενο τμῆμα ἑνός διπτύχου. Στό χαμένο φύλλο τοῦ διπτύχου εἰκονίζονταν ὁ Χριστός καί ὁ σύζυγος τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας, δεσπότης τῶν Ἰωαννίνων, Θωμᾶς Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384), ὅπως ἐπιβεβαιώνει τό σωζόμενο ἀκέραιο ἀντίγραφο τοῦ διπτύχου στόν καθεδρικό ναό τῆς Cuencaτῆς Ἰσπανίας.

Ἡ ἄλλη περίφημη εἰκόνα, ἀφιέρωμα πάλι τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας στή μονή, εἶναι ἡ Ψηλάφηση τοῦ Θωμᾶ. Ἐδῶ, ἀριστερά, μαζί μέ τόν Θωμᾶ καί ἄλλους ἀποστόλους, εἰκονίζεται ὄρθια, ντυμένη μέ πορφυρό βασιλικό ἔνδυμα καί μέ διάδημα στό κεφάλι, ἡ «βασίλισσα» Μαρία˙ κοντά της διακρίνεται μόνο τό πρόσωπο τοῦ συζύγου της Θωμᾶ, φερώνυμου τοῦ ἀποστόλου, τοῦ ὁποίου δοκιμάζεται ἡ ἀπιστία.

Ἐκτός ἀπό τίς δύο εἰκόνες τῆς Μαρίας Παλαιολογίνας, μεγάλης ἀξίας γιά τήν ὑψηλή του τέχνη εἶναι δίπτυχο τῶν παλαιολόγειων χρόνων, ὅπου, σέ χρυσό βάθος, ἡ Παναγία θρηνοῦσα ἀπό τό ἕνα μέρος καί ὁ Χριστός ὡς Ἄκρα Ταπείνωση ἀπό τό ἄλλο. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας ἀποτυπώνεται διακριτικά καί ὄχι κραυγαλέα ἡ συγκρατημένη ὀδύνη καί ὁ ἐσωτερικός πόνος. Γενικά ἡ ἔκφραση τῶν προσώπων ἀποπνέει εὐγένεια, θαυμαστή εἶναι η τελειότητατα στήν ἐκτέλεση καί στήν ἀπόδοση τῶν λεπτῶν χρωματικῶν τόνων.

Ἀξιόλογη εἶναι ἡ σειρά 12 φορητῶν εἰκόνων τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., ὅπου οἱ ἅγιοι τοῦ μηνολογίου. Οἱ μορφές τῶν ἁγίων μέ τήν τέλεια καί λεπτή ἐκτέλεσή τους καί μέ τό χρωματικό πλοῦτο θυμίζουν ἔντονα καλῆς τέχνης μικρογραφίες χειρογράφων.

Τῆς ἴδιας ἐποχῆς, τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., καί πολύ καλῆς τέχνης κι αὐτές, εἶναι οἱ εἰκόνες τοῦ Δωδεκάορτου: Εἰσόδια τῆς Θεοτόκου, Εὐαγγελισμός, Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Ὑπαπαντή, Βαϊοφόρος, Μυστικός Δεῖπνος, Σταύρωση, Κοίμσηη τῆς Θεοτόκου κ.ἄ.

 

Πηγή: Άγια Μετέωρα, Οδοιπορικό Δ.Ζ.Σοφιανού, Έκδοση Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου Έκδοση 2012

1. Ξυ­λό­γλυ­πτα

Τό ξύ­λι­νο τέμ­πλο τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ τοῦ κα­θο­λι­κοῦ καί τά ἕ­ξι προ­σκυ­νη­τά­ρια (τέσ­σε­ρα στόν κυ­ρί­ως να­ό καί δύ­ο στή λι­τή) ἀ­πο­τε­λοῦν ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς μέ τόν ἀ­φάν­τα­στο πλοῦ­το καί τήν ποι­κι­λί­α τῆς δι­α­κό­σμη­σης, τῶν σχη­μά­των καί θε­μά­των ,τούς ἐ­πι­τυ­χη­μέ­νους συν­δυα­σμούς καί τή λε­πτό­τη­τα­α καί τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἐ­κτέ­λε­σης. Βλα­στοί μέ φύλ­λα καί ἄν­θη, κλη­μα­τί­δες μέ στα­φύ­λια, ρό­δα­κες, ἄγ­γε­λοι, πτη­νά, λέ­ον­τες, δρά­κον­τες κ.ἄ. συμ­πλη­ρώ­νουν ἕ­να θαυ­μα­στό δι­α­κο­σμη­τι­κό σύ­νο­λο. Ἐ­πι­χρυ­σω­μέ­να κα­θώς εἶ­ναι ὅ­λα αὐ­τά, λάμ­πουν καί ἐν­τυ­πω­σιά­ζουν μέ τήν ἐ­πι­βλη­τι­κό­τη­τα καί με­γα­λο­πρέ­πειά τους.

Τό πά­νω ἀ­πό τήν ὡ­ραί­α πύ­λη τμῆ­μα τοῦ τέμ­πλου εἶ­α­νι τό πα­λαι­ό­τε­ρο, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ σέ σχῆ­μα Π ξυ­λό­γλυ­πτη ἐ­πι­γρα­φή του τοῦ ἔ­τους 1634-35. Ἔ­χει κα­τα­σκευα­σθεῖ «διά χει­ρός κυ­ροῦ Ἰ­ω­άν­νη». Τόν Αὔ­γου­στο τοῦ 1791, σύμ­φω­να μέ τή γρα­πτή ἐ­πι­γρα­φή πά­νω ἀ­πό τήν ὡ­ραί­α πύ­λη καί μέ ἄλ­λη ἐ­πί­σης γρα­πτή ἐ­πι­γρα­φή στή δε­ξιά ἄ­κρη τοῦ τέμ­πλου καί πρός τά ἐ­πά­νω, μέ πρω­το­βου­λί­α τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Κλει­νο­βί­τη (1784, 12 Μα­ΐ­ου – 1808) καί τοῦ ἡ­γου­μέ­νου τῆς μο­νῆς, τοῦ γνω­στοῦ «μου­σι­κω­τά­του» καί «ψάλ­του» Παρ­θε­νί­ου Ὀρ­φί­δη, ἀ­να­και­νί­στη­κε τό τέμ­πλο καί ἀν­τι­κα­τα­στά­θη­κε κα­τά τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του, πού προ­φα­νώς εἶ­χε φθα­ρεῖ. Τό νέ­ο τέμ­πλο ἐ­τε­χνούρ­γη­σαν οἱ Ἠ­πει­ρῶ­τες μα­στό­ροι Κων­σταν­τί­νος ἀ­πό τό Λι­νο­τό­πι καί Κώ­στας ἀ­πό τό Μέ­τσο­βο.

Πο­λύ κα­λῆς τέ­χνης ξυ­λό­γλυ­πτα τέμ­πλα, χω­ρίς ἐ­πι­χρύ­σω­μα ὅ­μως, εἶ­ναι καί ἐ­κεῖ­να τῶν πα­ρεκ­κλη­σί­ων, τῶν Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης καί τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου. Ἔ­χουν κι αὐ­τά πλού­σια δι­α­κό­σμη­ση (ἄν­θη, φύλ­λα, κλη­μα­τί­δες μέ στα­φύ­λια, ἄγ­γε­λοι καί ἄλ­λες μορ­φές ἁ­γί­ων, πτη­νά, δι­κέ­φα­λοι ἀ­ε­τοί, δρά­κον­τες) πού δι­α­κρί­νε­ται γιά τήν τε­λει­ό­τη­τα τῆς ἐ­κτέ­λε­σης καί τήν ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κή ἀ­πό­δο­ση τῆς λε­πτο­μέ­ρειας. Φαί­νε­ται ὅ­τι καί τά δύ­ο κα­τα­σκευ­ά­στη­καν κα­τά τά τέ­λη τοῦ ΙΗ΄ αἰ­ώ­να, ἐ­πί τῆς ἡ­γου­με­νεί­ας τοῦ δρα­στή­ριου Παρ­θε­νί­ου, τοῦ ὁ­ποί­ου τό ὄ­νο­μα ἀ­να­γρά­φε­ται σέ εἰ­κό­νες καί τῶν δύ­ο τέμ­πλων.

Πα­λιό ξύ­λι­νο προ­σκυ­νη­τά­ρι τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ, πλού­σια καί καλ­λι­τε­χνι­κά δι­α­κο­σμη­μέ­νο μέ ἔν­θε­τες πα­ρα­στά­σεις ἀ­πό φίλ­ντι­σι (γε­ω­με­τρι­κά ρομ­βο­ει­δή σχή­μα­τα, ἄν­θη μέ τούς μί­σχους καί τά φύλ­λα τους μέ­σα σέ ἀν­θο­δο­χεῖ­α, κυ­πα­ρισ­σά­κια κ.ἄ.) κα­τα­σκευ­ά­στη­κε, σύμ­φω­να μέ ἔν­θε­τη ἐ­πί­σης ἀ­πό φίλ­ντι­σι ἐ­πι­γρα­φή του, «ἐ­πί προ­έ­δρου Παρ­θε­νί­ου Ὀρ­φί­δου ἡ­γου­μέ­νου τε τῆς μο­νῆς Με­τε­ώ­ρου». Τῆς ἴ­διας ἀ­κρι­βῶς τε­χνο­τρο­πί­ας καί ἀ­πό τά ἴ­δια ὑ­λι­κά εἶ­ναι καί τρί­α ξύ­λι­να ἀ­να­λό­για (δύ­ο στόν κυ­ρί­ως να­ό καί ἕ­να στό πα­ρεκ­κλή­σι τῶν Ἁ­γί­ων Κων­σταν­τί­νου καί Ἑ­λέ­νης). Ὅ­λα μα­ζί πρέ­πει νά πα­ραγ­γέλ­θη­καν ἀ­πό τόν ἡ­γού­με­νο Παρ­θέ­νιο στό ἴ­διο ἐρ­γα­στή­ρι καί νά κα­τα­σκευ­ά­στη­καν ἀ­πό τούς ἴ­διους τε­χνί­τες.

Σπου­δαῖ­ο ἔρ­γο ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς καί ἔν­θε­της δι­α­κό­σμη­σης ἀ­πό φίλ­ντι­σι εἶ­ναι καί ὁ ἡ­γου­με­νι­κός θρό­νος τοῦ κυ­ρί­ως να­οῦ. Σύμ­φω­να μέ τήν ἔν­θε­τη ἐ­πί­σης ἀ­πό φίλ­ντι­σι ἐ­πι­γρα­φή του, ἀ­πο­τε­λεῖ κτῆ­μα «τῆς ἁ­γί­ας καί σε­βα­σμί­ας καί βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου καί πνευ­μα­τι­κοῦ πα­τρός Γε­ρα­σί­μου», τοῦ τό­τε ἡ­γου­μέ­νου˙ κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τό ἔ­τος 1617 μέ ἔ­ξο­δα («κό­που πλη­ρω­τής») τοῦ Χρυ­σάν­θου, κά­ποι­ου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου ἤ μο­να­χοῦ τῆς μο­νῆς προ­φα­νῶς. Φέ­ρει πλού­σια καί λε­πτή καλ­λι­τε­χνι­κή ἔν­θε­τη ἀ­πό φίλ­ντι­σι δι­α­κό­σμη­ση˙ μι­κρά πτη­νά καί ζῶ­α, βλα­στοί μέ ἄν­θη καί φύλ­λα. Στά θω­ρά­κια τῶν δύ­ο πλα­γί­ων πλευ­ρῶν κλη­μα­τί­δα μέ στα­φύ­λια, δύ­ο ἀν­τω­ποί λέ­ον­τες κά­τω καί δύ­ο ἀν­τω­πά που­λιά ἐ­πά­νω. Στήν πλά­τη τοῦ θρό­νου κα­λῆς τέ­χνης μι­κρο­σκο­πι­κή εἰ­κό­να (δια­στ. 0,16 Χ 0,17), σάν μι­κρο­γρα­φί­α, τοῦ Χρι­στοῦ ἔν­θρο­νου, μέ­σα σέ ὀρ­θο­γώ­νιο πλαί­σιο. Ἡ ὀ­ρο­φή τοῦ θρό­νου ἀ­πο­μι­μεῖ­ται τόν οὐ­ρα­νό καί εἶ­ναι κα­τά­στι­κτη ἀ­πό ἔν­θε­τους φιλ­ντι­σέ­νιους ἀ­στέ­ρες.

Ἄ­ξιοι ἰ­δι­αί­τε­ρης προ­σο­χῆς οἱ ξυ­λό­γλυ­πτοι σταυ­ροί πού ἐ­κτί­θεν­ται στίς προ­θῆ­κες τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς. Ὁ πα­λι­ό­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τούς, τοῦ ἔ­τους 1594/95, «ἐ­τε­λει­ώ­θη… διά χει­ρός κύρ Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Φράγ­γε, ἐκ χώ­ρας Δο­με­νί­κου… διά συν­δρο­μῆς καί κό­που Ἰ­σα­άκ ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου τῆς βα­σι­λι­κῆς μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου». Φέ­ρει με­ταλ­λι­κή ἐ­πέν­δυ­ση μέ ἡ­μι­πο­λύ­τι­μους λί­θους καί ἔ­χει δια­στ. 0,34 (καί 0,23 χω­ρίς τή λα­βή) Χ 0,11 μ. Στή μί­α ὄ­ψη εἶ­ναι σκα­λι­σμέ­νες ὀ­κτώ συν­θέ­σεις μέ τή Σταύ­ρω­ση στό κέν­τρο καί ἰ­σά­ριθ­μες στήν ἄλ­λη ὄ­ψη μέ κεν­τρι­κή πα­ρά­στα­ση τή Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ.

Θαῦ­μα ὅ­μως ὑ­πο­μο­νῆς καί ἐιπ­δε­ξι­ό­τη­τας εἶ­ναι οἱ τρεῖς ξυ­λό­γλυ­πτοι σταυ­ροί τοῦ ἱ­ε­ρο­δι­α­κό­νου Δα­νι­ήλ, «ἐκ τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νης», ἀ­φι­ε­ρω­μέ­νοι ἀ­πό τόν ἴ­διο στή Μο­νή τοῦ Με­τε­ώ­ρου «νά ’­ναι ὀ­λόρ­θοι εἰς τήν ἁ­γί­αν τρά­πε­ζαν τοῦ βή­μα­τος». Ὁ ἕ­νας ἀ­π’ αὐ­τούς ἔ­χει καί τή χρο­νο­λο­γί­α κα­τα­σκευ­ῆς του: 1609/10. Οἱ δύ­ο φέ­ρουν ἀ­φι­ε­ρω­τι­κές ἐ­πι­γρα­φές μέ τό ὄ­νο­μα τοῦ Δα­νι­ήλ. Ὁ τρί­τος, χω­ρίς ἐ­πι­γρα­φή, ἀ­πο­δί­δε­ται μέ βε­βαι­ό­τη­τα, λό­γω τῆς τε­χνο­τρο­πί­ας του, στόν ἴ­διο κα­τα­σκευα­στή. Καί οἱ τρεῖς ἔ­χουν τήν ἴ­δια λε­πτή κα­τερ­γα­σί­α, τίς ἴ­δι­ες πε­ρί­που πα­ρα­στά­σεις καί ἀ­πο­τε­λοῦν πραγ­μα­τι­κά ἀ­ρι­στουρ­γή­μα­τα ξυ­λο­γλυ­πτι­κῆς καί μι­κρο­τε­χνί­ας.

Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­π’ αὐ­τούς ἔ­χει δια­στ. 0,91 (καί 0,64 χω­ρίς τή λα­βή) Χ 0,40 μ. Στή μί­α ὄ­ψη ἔ­χει ἕν­δε­κα συν­θέ­σεις μέ κυ­ρί­αρ­χη τή Σταύ­ρω­ση˙ οἱ ὑ­πό­λοι­πες εἶ­ναι: ἡ Βα­ϊ­ο­φό­ρος, ἡ Ἀ­νά­λη­ψη τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Πεν­τη­κο­στή, ἡ Κοί­μη­ση τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ Ἁ­γί­α Τριά­δα μέ τή γνω­στή πα­ρά­στα­ση τῆς Φι­λο­ξε­νί­ας, ἡ Ὕ­ψω­ση τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, ἡ Ἀ­νά­στα­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Ψη­λά­φη­ση τοῦ Θω­μᾶ, οἱ Μυ­ρο­φό­ρες, ὁ Δα­νι­ήλ στό λάκ­κο τῶν λε­όν­των. Στήν ἄλ­λη ὄ­ψη πά­λι ἕν­δε­κα συν­θέ­σεις μέ κεν­τρι­κή τή Γέν­νη­ση τοῦ Χρι­στοῦ˙ οἱ ὑ­πό­λοι­πες εἶ­ναι: ὁ Εὐ­αγ­γε­λι­σμός τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ Με­τα­μόρ­φω­ση τοῦ Σω­τῆ­ρος, τό θαῦ­μα τοῦ Τυ­φλοῦ, ἡ ἔ­γερ­ση τοῦ Λα­ζά­ρου, οἱ Τρεῖς Παῖ­δες στήν κά­μι­νο, ἡ Εἴ­σο­δος τῆς Θε­ο­τό­κου, ἡ Ὑ­πα­παν­τή, ἡ Βά­πτι­ση τοῦ Χρι­στοῦ, ἡ Με­σο­πεν­τη­κο­στή, ἡ Κλῖ­μαξ. Στό δι­α­κο­σμη­τι­κό πλαί­σιο τοῦ κά­τω μέ­ρους τῆς κα­τα­κό­ρυ­φης κε­ραί­ας τοῦ σταυ­ροῦ, ἀ­ρι­στε­ρά καί δε­ξιά, πο­λυ­πρό­σω­πη σύν­θε­ση: «Ἐκ τῆς Ρί­ζης τοῦ Ἰ­εσ­σαί». Ὁ μι­κρό­τε­ρος ἀ­πό τούς τρεῖς σταυ­ρούς (0,47 Χ 0,165) ἔ­χει καί με­ταλ­λι­κό δέ­σι­μο μέ 23 ἡ­μι­πο­λύ­τι­μους ἔν­θε­τους λί­θους. Στήν ἐ­πι­γρα­φή ἀ­να­φέ­ρε­ται καί ὁ με­ταλ­λο­τε­χνί­της: «Ἐκ χει­ρός Θω­μᾶ τοῦ Πα­πα­στα­μά­τη ἐκ Τρίκ­κης».

Ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα, τέ­λος, ξυ­λό­γλυ­πτη καί πο­λύ­χρω­μη δι­α­κό­σμη­ση, ἡ ὁ­ποί­α θυ­μί­ζει πα­ρό­μοι­α θέ­μα­τα τῶν ἀρ­χον­τι­κῶν τῆς Σι­ά­τι­στας καί τῶν Ἀμ­πε­λα­κί­ων, ἔ­χει μι­κρή κα­σέ­λα πού φυ­λάσ­σε­ται σή­με­ρα στό μου­σεῖ­ο.

2. Χρυ­σο­κέν­τη­τα

Πλού­σια καί πο­λύ ἀ­ξι­ό­λο­γη εἶ­ναι καί ἡ συλ­λο­γή χρυ­σο­κέν­τη­των ὑ­φα­σμά­των, πού φυ­λάσ­σον­ται στό μου­σεῖ­ο. Ἀ­νά­με­σα σ’ αὐ­τά: χρυ­σο­κέν­τη­τη πο­διά – κά­λυμ­μα ἁ­γί­ας τρα­πέ­ζης, ΙΔ΄ αἰ., ἀ­φι­έ­ρω­μα, κα­τά τήν πα­ρά­δο­ση, τῆς Μα­ρί­ας Ἀγ­γε­λί­νας, ἀ­δελ­φῆς τοῦ δεύ­τε­ρου κτί­το­ρα τῆς μο­νῆς ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ˙ χρυ­σο­κέν­τη­τοι ἀ­έ­ρες σέ πορ­φυ­ρό ὕ­φα­σμα, χρυ­σο­κέν­τη­τοι σταυ­ροί ἀ­πό ὠ­μο­φό­ριο ΙΔ΄ (;) αἰ., μέ τήν πα­ρά­στα­ση τῆς Σταύ­ρω­σης ὁ ἕ­νας, τῆς Με­τα­μόρ­φω­σης ὁ ἄλ­λος˙ ἐ­πι­μά­νι­κα (τρί­α ζεύ­γη), ΙΣΤ΄-ΙΗ΄ αἰ., μέ χρυ­σο­κέν­τη­τες πα­ρα­στά­σεις ἀγ­γέ­λων˙ χρυ­σο­κέν­τη­τα ἐ­πι­τρα­χή­λια ΙΔ΄/ΙΕ΄ αἰ., μέ πα­ρα­στά­σεις ἀγ­γέ­λων, τῆς Πα­να­γί­ας, τοῦ Προ­δρό­μου καί ἱ­ε­ραρ­χῶν (Μεγ. Βα­σι­λεί­ου, ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Θε­ο­λό­γου, ἁγ. Ἰ­ω. Χρυ­σο­στό­μου, ἁγ. Νι­κο­λά­ου)˙ κεν­τη­τή καί ἐ­νε­πί­γρα­φη ζώ­νη, μέ χρο­νο­λο­γί­α 1794, τοῦ ἐ­πι­σκό­που Στα­γῶν Πα­ϊ­σί­ου τοῦ Κλει­νο­βί­τη. Ξε­χω­ρι­στή ση­μα­σί­α γιά τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς μο­νῆς ἔ­χει ἡ χρυ­σο­ποί­κιλ­τη καί χρυ­σο­κέν­τη­τη, πά­νω σέ βε­λοῦ­δο, μί­τρα τοῦ ἡ­γου­μέ­νου Συ­με­ών (μέ­σα ΙΣΤ΄ αἰ.), πού θε­ω­ρεῖ­ται ὡς τρί­τος κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς.

Ἰ­δι­αί­τε­ρος λό­γος ἀ­ξί­ζει νά γί­νει γιά τούς δύ­ο χρυ­σο­κέν­τη­τους ἐ­πι­τα­φί­ους. Ὁ ἕ­νας, τῶν πα­λαι­ο­λό­γει­ων χρό­νων (ΙΔ΄ αἰ.), κεν­τη­μέ­νος σέ ὁ­λο­ση­ρι­κό πορ­φυ­ρό ὕ­φα­σμα, ἔ­χει δι­α­στά­σεις 1,70 Χ 1,16 μ. Στό κέν­τρο δε­σπό­ζει, σέ με­γά­λο μέ­γε­θος, ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ νε­κροῦ Χρι­στοῦ ξα­πλω­μέ­νου, πού κα­τα­λαμ­βά­νει ὅ­λο σχε­δόν τό μῆ­κος τοῦ ὑ­φά­σμα­τος. Τόν πλαι­σι­ώ­νουν ἄγ­γε­λοι μέ ρι­πί­δια, ἑ­ξα­πτέ­ρυ­γα χε­ρου­βίμ καί πο­λυ­όμ­μα­τα σε­ρα­φίμ. Στίς γω­νί­ες τά σύμ­βο­λα τῶν τεσ­σά­ρων εὐ­αγ­γε­λι­στῶν: ὁ ἄγ­γε­λος τοῦ Ματ­θαί­ου, ὁ λέ­ων τοῦ Μάρ­κου, ὁ ἀ­ε­τός τοῦ Ἰ­ω­άν­νη, ὁ βοῦς τοῦ Λου­κᾶ. Ὁ κε­νός χῶ­ρος τοῦ ὑ­φά­σμα­τος γε­μί­ζει μέ μι­κρούς καί κα­νο­νι­κούς ἑ­ξά­κτι­νους ρό­δα­κες, κεν­τη­μέ­νους μέ χρυ­σή κλω­στή. Ἡ βε­λο­νιά, λε­πτή καί ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κή παν­τοῦ, καί τά δι­ά­φο­ρα χρώ­μα­τα τῆς κλω­στῆς (χρυ­σή, ἀ­ση­μέ­νια, μπλέ, κί­τρι­νη, κα­φε­τιά), σχη­μα­τί­ζουν ζω­γρα­φι­κές πα­ρα­στά­σεις καί ἀ­πο­δί­δουν ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες καί ἀ­πο­χρώ­σεις. Ἡ σύν­θε­ση, ὀ­λι­γο­πρό­σω­πη καί λι­τή, το­νί­ζει καί ἐ­ξαί­ρει μέ συγ­κλο­νι­στι­κές λε­πτο­μέ­ρει­ες τό ἄ­ψυ­χο, ἀ­κι­νη­το­ποι­η­μέ­νο καί ἄ­καμ­πτο σῶ­μα τοῦ Θε­αν­θρώ­που μέ τήν οὐ­ρά­νια γλυ­κύ­τη­τα στό πρό­σω­πό του. Τά πρό­σω­πα τῶν ἀγ­γέ­λων, μα­ζί μέ τή συγ­κρα­τη­μέ­νη θλί­ψη, ἀ­πο­πνέ­ουν καί αὐ­τά γλυ­κύ­τη­τα, εὐ­γέ­νεια καί ἠ­ρε­μί­α. Ὁ ἐ­πι­τά­φιος πλαι­σι­ώ­νε­ται στίς τέσ­σε­ρις πλευ­ρές του μέ χρυ­σο­κέν­τη­τη τή γνω­στή λει­τουρ­γι­κή ἐ­πι­γρα­φή, σέ ἕ­ξι δε­ξα­πεν­τα­σύλ­λα­βους στί­χους: «Τήν φο­βε­ράν σου, βα­σι­λεῦ, Δευ­τέ­ραν Πα­ρου­σί­αν/ πί­στει καί πό­θῳ προσ­δο­κῶ…».

Ὁ δεύ­τε­ρος ἐ­πι­τά­φιος, τοῦ ἔ­τους 1620/21, εἶ­ναι κεν­τη­μέ­νος σέ πρά­σι­νο ὁ­λο­ση­ρι­κό ὕ­φα­σμα καί ἔ­χει δι­α­στά­σεις 0,98 (0,81) Χ 0,75 (0,58). Στό κέν­τρο κυ­ρια­ρχεῖ ἡ πα­ρά­στα­ση τοῦ νε­κροῦ Χρι­στοῦ ξα­πλω­μέ­νου. Μέ πλα­στι­κό­τη­τα ἀ­πο­δί­δον­ται οἱ ἐ­πι­φά­νει­ες τοῦ ἄ­ψυ­χου σώ­μα­τος τοῦ Ἰ­η­σοῦ. Δε­ξιά, ἡ Πα­να­γί­α ἀ­κουμ­πᾶ μέ θλί­ψη καί στορ­γή τό κε­φά­λι της πά­νω στό νε­κρό παι­δί της. Πά­νω ἀ­πό τό σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ θρη­νοῦν ἡ Μάρ­θα, ἡ Μα­ρί­α καί ἡ Μα­γδα­λη­νή. Ἡ θλί­ψη καί ἡ ψυ­χι­κή ὀ­δύ­νη, πού ἀ­πο­τυ­πώ­νον­ται ἀ­ρι­στο­τε­χνι­κά στά πρό­σω­πα τῆς Πα­να­γί­ας καί τῶν ἄλ­λων τρι­ῶν γυ­ναι­κῶν, εἶ­ναι συγ­κρα­τη­μέ­νες καί το­νί­ζουν πε­ρισ­σό­τε­ρο τό ἐ­σω­τε­ρι­κό πά­θος.

Τήν ὅ­λη σύν­θε­ση συμ­πλη­ρώ­νουν κεν­τη­τές πα­ρα­στά­σεις ἀγ­γέ­λων καί τῶν ἀρ­χαγ­γέ­λων Μι­χα­ήλ καί Γα­βρι­ήλ, τῶν τεσ­σά­ρων προ­φη­τῶν Δα­βίδ, Ἱ­ε­ρε­μί­α, Ἠ­σα­ΐ­α καί Μω­υ­σῆ, καί τῶν συμ­βό­λων τῶν τεσ­σά­ρων εὐ­αγ­γε­λι­στῶν στίς γω­νί­ες. Στήν κά­τω πλευ­ρά, κεν­τη­τή ἐ­πι­γρα­φή μέ χρυ­σή καί κόκ­κι­νη κλω­στή ἀ­να­φέ­ρει ὅ­τι ὁ ἐ­πι­τά­φιος κεν­τή­θη­κε τό 1620/21 μέ ἔ­ξο­δα τῶν μο­να­χῶν Τα­τια­νῆς, Μα­κα­ρί­ας, Μα­να­σί­ας καί Συγ­κλη­τι­κῆς. Οἱ τέσ­σε­ρις πλευ­ρές τοῦ ἐ­πι­τα­φί­ου πλαι­σι­ώ­νον­ται μέ χρυ­σο­κέν­τη­τη τή γνω­στή λει­τουρ­γι­κή ἔμ­με­τρη ἐ­πι­γρα­φή «Τήν φο­βε­ράν σου, βα­σι­λεῦ, ὅ­μως ἐ­δῶ καί πο­λύ ἀ­νορ­θό­γρα­φη. Με­τα­ξω­τή, τέ­λος, ται­νί­α πορ­φυ­ροῦ χρώ­μα­τος, μέ ὡ­ραῖ­α χρυ­σο­κέν­τη­τα συμ­με­τρι­κά ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να κο­σμή­μα­τα, πε­ρι­βάλ­λει τόν ὅ­λο ἐ­πι­τά­φιο.

3. Ἀρ­γυ­ρά

Πλού­σια εἶ­ναι καί ἡ συλ­λο­γή τῶν ἔρ­γων ἀρ­γυ­ρο­χο­ΐ­ας, πού χρο­νο­λο­γοῦν­ται σέ δι­ά­φο­ρες ἐ­πο­χές (ΙΣΤ΄ – ΙΘ΄ αἰ.) καί φέ­ρουν δι­ά­φο­ρες πα­ρα­στά­σεις ἁ­γί­ων καί ἄλ­λα δι­α­κο­σμη­τι­κά θέ­μα­τα. Εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κά σχε­δόν λει­ψα­νο­θῆ­κες, ἀ­φοῦ ἡ Μο­νή τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου ἔ­χει ἀ­πο­θη­σαυ­ρί­σει καί φυ­λάσ­σει ὡς ἱ­ε­ρά σε­βά­σμα­τα τά τί­μια λεί­ψα­να πολ­λῶν καί σπου­δαί­ων ἁ­γί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας.

Ἰ­δι­αί­τε­ρη ὅ­μως ση­μα­σί­α γιά τή μο­νή ἔ­χουν οἱ κά­ρες τῶν ὁ­σί­ων κτι­τό­ρων της, πού φυ­λάσ­σον­ται μέ­σα σέ ἀρ­γυ­ρές καί πλού­σια δι­α­κο­σμη­μέ­νες λει­ψα­νο­θῆ­κες. Καί οἱ δύ­ο λει­ψα­νο­θῆ­κες δι­α­κο­σμοῦν­ται γύ­ρω-γύ­ρω, κα­τά δι­α­φο­ρε­τι­κό τρό­πο ἡ κά­θε μί­α, μέ ἐ­πα­να­λαμ­βα­νό­με­να συμ­με­τρι­κά θέ­μα­τα καί ἀγ­γέ­λους. Ἡ λει­ψα­νο­θή­κη τῆς κά­ρας τοῦ ὁ­σί­ου Ἀ­θα­να­σί­ου κα­τα­σκευ­ά­στη­κε, σύμ­φω­να μέ τήν ἐ­πι­γρα­φή της, στίς 15 Μαρ­τί­ου τοῦ 1805˙ στό κυ­κλι­κό ἐ­πά­νω κά­λυμ­μα ἔ­κτυ­πη ἡ προ­το­μή τοῦ ὁ­σί­ου. Ἡ λει­ψα­νο­θή­κη τοῦ ἄλ­λου κτί­το­ρα, τοῦ ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ, κα­τα­σκευ­ά­στη­κε, ὅ­πως μαρ­τυ­ρεῖ ἡ ἐ­πι­γρα­φή της, τό 1789˙ καί ἐ­δῶ τό κυ­κλι­κό κά­λυμ­μα φέ­ρει ἔ­κτυ­πη τήν προ­το­μή τοῦ ὁ­σί­ου. Φυ­λάσ­σον­ται στή λι­τή τοῦ κα­θο­λι­κοῦ τῆς μο­νῆς, σέ προ­θή­κη πά­νω ἀ­πό τόν τά­φο τῶν δύ­ο κτι­τό­ρων.

Ἀ­πό τίς πολ­λές ἄλ­λες ἀρ­γυ­ρές καί πε­ρί­τε­χνα δι­α­κο­σμη­μέ­νες λει­χα­νο­θῆ­κες ἀ­να­φέ­ρο­με τή λει­ψα­νο­θή­κη τῆς κάρς τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τοῦ ἐ­λε­ή­μο­νος, ἔτ. 1614˙ τῆς κά­ρας τοῦ Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου τῆς Κλί­μα­κος, ἔτ. 1617˙ ἐ­πί­σης ἀρ­γυ­ρή θή­κη λει­ψά­νου τοῦ Ἁγ. Ἀν­δρέ­α Κρή­της μέ χρο­νο­λο­γί­α 1760 καί τό ὄ­νο­μα «τοῦ εὐ­τε­λοῦς χρυ­σο­χό­ου»: «Μί­σιος Κα­λα­ρί­της» (= ἀ­πό τούς Κα­λαρ­ρύ­τες τῆς Ἠ­πεί­ρου). Μνη­μο­νεύ­ο­με, τέ­λος, καί ἄλ­λη ἀρ­γυ­ρή θή­κη λει­ψά­νου τῆς χει­ρός τοῦ Μεγ. Βα­σι­λεί­ου, ἡ ὁ­ποί­α κα­τα­σκευ­ά­στη­κε τό 1794 «ἐ­πί ἡ­γου­μέ­νου Παρ­θε­νί­ου ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου».

Ἐ­κτός ἀ­πό τίς λει­ψα­νο­θῆ­κες, ἀ­ξι­ό­λο­γοι εἶ­ναι καί οἱ τρεῖς μι­κροί ξύ­λι­νοι σταυ­ροί ἁ­για­σμοῦ μέ πε­ρί­τε­χνη με­ταλ­λι­κή ἀρ­γυ­ρή ἐ­πέν­δυ­ση.

Ἡ Βι­βλι­ο­θή­κη τῆς Μο­νῆς Με­τα­μορ­φώ­σε­ως εἶ­ναι ἀ­πό τίς πλου­σι­ό­τε­ρες καί ἀ­ξι­ο­λο­γό­τε­ρες μο­να­στη­ρια­κές βι­βλι­ο­θῆ­κες. Πα­ρά τίς ποι­κί­λες πε­ρι­πέ­τει­ες ἕ­ξι αἰ­ώ­νων καί τίς ἀν­τί­ξο­ες, πολ­λές φο­ρές, ἱ­στο­ρι­κές συγ­κυ­ρί­ες, οἱ με­τε­ω­ρί­τες κα­λό­γε­ροι δι­α­φύ­λα­ξαν μέ εὐ­λά­βεια καί θρη­σκευ­τι­κό δέ­ος καί δι­έ­σω­σαν μέ­χρι σή­με­ρα τούς ἀ­νε­κτί­μη­τους θη­σαυ­ρούς τοῦ μο­να­στη­ριοῦ, τους, χει­ρό­γρα­φους κώ­δι­κες, ἔγ­γρα­φα βυ­ζαν­τι­νά καί με­τα­βυ­ζαν­τι­νά, σπά­νια ἔν­τυ­πα κ.ἄ. Πα­λαι­ές κα­τα­γρα­φές τοῦ πε­ρα­σμέ­νου αἰ­ώ­να, ἀλ­λά καί ἡ συ­στη­μα­τι­κή κα­τα­λο­γο­γρά­φη­ση στίς ἀρ­χές τοῦ αἰ­ώ­να μας (1908/9) τῶν χει­ρο­γρά­φων καί ἐγ­γρά­φων τῆς μο­νῆς ἀ­πό τόν Νί­κο Βέ­η, σέ σύγ­κρι­ση μέ τά ση­με­ρι­νά δε­δο­μέ­να, δεί­χνουν ὅ­τι οἱ ἀ­πώ­λει­ες, εὐ­τυ­χῶς, ὑ­πῆρ­ξαν ἐ­λά­χι­στες καί ἀ­σή­μαν­τες.

1. Χει­ρό­γρα­φα

Ἀ­πό τά 1200 χει­ρό­γρα­φα τῶν με­τε­ω­ρι­κῶν μο­νῶν τά 640 ἀ­νή­κουν σή­με­ρα στή Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως. Ἀ­π’ αὐ­τά 86 εἶ­ναι περ­γα­μη­νά (69 κώ­δι­κες καί 17 εἰ­λη­τά). Χρο­νο­λο­γι­κά κα­λύ­πτουν δέ­κα πε­ρί­που αἰ­ῶ­νες πνευ­μα­τι­κῆς πα­ρα­γω­γῆς (9ος-19ος αἰ.). Τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος ἀ­νή­κει στούς αἰ­ῶ­νες 11ο-16ο.

Το πε­ρι­ε­χό­με­νό τους εἶ­ναι ποι­κί­λο. Ἄς ση­μει­ω­θεῖ ὅ­τι ἰ­σχύ­ουν κι ἐ­δῶ οἱ γε­νι­κοί κα­νό­νες πού δι­έ­πουν τή συγ­κρό­τη­ση τῶν μο­να­στη­ρια­κῶν βι­βλι­ο­θη­κῶν, ὅ­που κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γον­τας γιά τό εἶ­δος τῶν συγ­κεν­τρου­μέ­νων χει­ρο­γρά­φων καί ἐν­τύ­πων βι­βλί­ων εἶ­ναι κυ­ρί­ως οἱ λει­τουρ­γι­κές ἀ­νάγ­κες τῶν μο­να­χῶν, οἱ ὁ­ποῖ­οι εἶ­ναι καί οἱ μό­νοι σχε­δόν χρῆ­στες τῆς βι­βλι­ο­θή­κης.

Ἔ­τσι καί οἱ κώ­δι­κες αὐ­τοί, βα­σι­κά, εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κοί καί ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί: Λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α (Εὐ­αγ­γέ­λια, Πρα­ξα­πό­στο­λοι, Θεῖ­ες Λει­τουρ­γί­ες, Πα­ρα­κλη­τι­κές, Ὡ­ρο­λό­για, Ψαλ­τή­ρια, δι­ά­φο­ρες Ἀ­κο­λου­θί­ες, Τυ­πι­κές δι­α­τά­ξεις κ.ἄ.), ἡ Ἁ­γί­α Γρα­φή, πα­τε­ρι­κά κεί­με­να, ὑ­μνο­γρα­φι­κά, ἁ­γι­ο­λο­γι­κά (Βί­οι, Μαρ­τύ­ρια, Ἐγ­κώ­μια, Συ­να­ξά­ρια καί Ἀ­κο­λου­θί­ες ἁ­γί­ων, μαρ­τύ­ρων, νε­ο­μαρ­τύ­ρων καί ὁ­σί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας), δογ­μα­τι­κά, ἑρ­μη­νευ­τι­κά, ἀ­πο­λο­γη­τι­κά, κα­τη­χη­τι­κά, ἀ­σκη­τι­κά, πα­ραι­νε­τι­κά, δι­η­γή­σεις ψυ­χω­φε­λεῖς καί ἐ­ποι­κο­δο­μη­τι­κές γιά τούς μο­να­χούς (παρ­μέ­νες ἀ­πό τό Γε­ρον­τι­κό), παρ­ρη­σί­ες ἤ βι­βλί­α προ­θέ­σε­ως, ἀ­πό­κρυ­φα κεί­με­να. Ἀ­ξι­ό­λο­γη ἐ­πί­σης εἶ­ναι ἡ συλ­λο­γή μου­σι­κῶν καί νο­μι­κῶν χει­ρο­γρά­φων (νο­μο­κά­νο­νες, ἐ­ξο­μο­λο­γη­τά­ρια κ.ἄ.).

Πα­ράλ­λη­λα ὅ­μως πρός τούς θε­ο­λο­γι­κοῦ πε­ρι­ε­χο­μέ­νου κώ­δι­κες ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λοι, τῆς λε­γό­με­νης «θύ­ρα­θεν» παι­δεί­ας, δη­λα­δή κεί­με­να ἀρ­χαί­ων συγ­γρα­φέ­ων (Ὅ­μη­ρος, Ἡ­σί­ο­δος, Σο­φο­κλῆς, Δη­μο­σθέ­νης, Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, ἀ­λε­ξαν­δρι­νοί συγ­γρα­φεῖς), κα­θώς καί νε­ό­τε­ρα κεί­με­να φι­λο­σο­φι­κά, γραμ­μα­τι­κά, ἀ­στρο­λο­γι­κά, ἀλ­χη­μεί­ας καί μα­γι­κά, ἰ­α­τρο­σό­φια, χρο­νο­γρα­φι­κά, ἐ­πι­στο­λά­ρια, μα­θη­μα­τά­ρια, ἀλ­λά καί ἀρ­κε­τά καί ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα κεί­με­να τῆς δη­μώ­δους γραμ­μα­τεί­ας, σέ πε­ζό ἤ σέ ἔμ­με­τρο λό­γο, πολ­λά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α εἶ­ναι σπά­νια.

Ἐ­κτός ἀ­πό τή σπου­δαι­ό­τη­τα τῶν κω­δί­κων γιά τά κεί­με­να πού πε­ρι­έ­χουν, ξε­χω­ρι­στή εἶ­ναι καί ἡ πα­λαι­ο­γρα­φι­κή τους ση­μα­σί­α, ἀ­φοῦ μπο­ρεῖ κα­νείς νά πα­ρα­κο­λου­θή­σει σ’ αὐ­τούς καί νά με­λε­τή­σει τήν ἐ­ξέ­λι­ξη καί τά δι­ά­φο­ρα εἴ­δη τῆς γρα­φῆς μέ­σα στούς αἰ­ῶ­νες. Κα­τά τό 16ο καί 17ο αἰ­ώ­να φαί­νε­ται πώς λει­τούρ­γη­σε στή Μο­νή Με­τα­μορ­φώ­σε­ως συ­στη­μα­τι­κό βι­βλι­ο­γρα­φι­κό ἐρ­γα­στή­ριο μέ ἔμ­πει­ρους καλ­λι­γρά­φους καί γρα­φεῖς κω­δί­κων. Στά χει­ρό­γρα­φα τῆς μο­νῆς ἀ­παν­τοῦν συ­νο­λι­κά 130 πε­ρί­που ὀ­νό­μα­τα κω­δι­κο­γρά­φων, πολ­λοί ἀ­πό τούς ὁ­ποί­ους γί­νον­ται γνω­στοί μό­νο ἀ­πό τήν ἐ­δῶ ἀν­τι­γρα­φι­κή τους ἐρ­γα­σί­α.

Τό πα­λαι­ό­τε­ρο ἀ­πό τά χει­ρό­γρα­φα ἀ­νή­κει στόν 9ο αἰ­ώ­να. Πρό­κει­ται γιά τόν πε­ρί­φη­μο κώ­δι­κα 591 (φφ. 423, Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου ἑρ­μη­νευ­τι­κές ὁ­μι­λί­ες στό κα­τά Ματ­θαῖ­ον Εὐ­αγ­γέ­λιο), πού γρά­φτη­κε τό ἔ­τος 861/2 στή Μο­νή τῆς Ἁ­γί­ας Ἄν­νας τῆς Βι­θυ­νί­ας, σέ με­γα­λο­γράμ­μα­τη καί σέ μι­κρο­γράμ­μα­τη γρα­φή, ἀ­πό τό μο­να­χό Εὐ­στά­θιο. Εἶ­ναι ὁ ἀρ­χαι­ό­τε­ρος γε­νι­κά με­τε­ω­ρι­κός κώ­δι­κας, ἀλ­λά ἴ­σως καί ὁ πα­λαι­ό­τε­ρος χρο­νο­λο­γη­μέ­νος κώ­δι­κας πού βρί­σκε­ται σή­με­ρα στόν ἑλ­λα­δι­κό χῶ­ρο.

Πολ­λοί κώ­δι­κες ἀ­πο­τε­λοῦν καί ἀ­ξι­ό­λο­γα κει­μή­λια τέ­χνης. Εἶ­ναι πλού­σια καί καλ­λι­τε­χνι­κά δι­α­κο­σμη­μέ­νοι μέ ἐν­τυ­πω­σια­κές μι­κρο­γρα­φί­ες, πο­λύ­χρω­μα καί πε­ρί­τε­χνα ἐ­πί­τι­τλα, πρω­το­γράμ­μα­τα καί ἄλ­λα δι­α­κο­σμη­τι­κά μο­τί­βα. Ἐν­δει­κτι­κά μνη­μο­νεύ­ον­ται οἱ πα­λαι­ές καί ἰ­δι­αί­τε­ρης καλ­λι­τε­χνι­κῆς σπου­δαι­ό­τη­τας μι­κρο­γρα­φί­ες εὐ­αγ­γε­λι­στῶν καί ἄλ­λων ἁ­γί­ων στούς κώ­δι­κες 540 καί 552 (τοῦ 11ου αἰ.) 106 (τοῦ 13ου αἰ.) καί 298 (τοῦ 15ου/16ου αἰ.). Ἀ­πό τούς γνω­στούς καλ­λι­γρά­φους, τοῦ καλ­λι­τε­χνι­κοῦ κύ­κλου τοῦ Λου­κᾶ Οὐγ­γρο­βλα­χί­ας (1603-1628), ἀ­να­φέ­ρο­με τόν ἱ­ε­ρο­μό­να­χο Ἄν­θι­μο ἀ­πό τά Γι­άν­νε­να, γρα­φέ­α καί δι­α­κο­σμη­τή, κα­τά τά ἔ­τη 1634-1641, τῶν κω­δί­νων 217, 222, 223 καί 508 (μι­κρο­γρα­φί­ες Δα­βίδ, Με­γά­λου Βα­σι­λεί­ου, Ἁγ. Ἰ­ω­άν­νου Χρυ­σο­στό­μου, Ἁγ. Γρη­γο­ρί­ου Δι­α­λό­γου κ.ἄ.).

Πο­λύ­τι­μες, τέ­λος, γιά τήν το­πι­κή ἀλ­λά καί τή γε­νι­κό­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α, εἶ­ναι οἱ δι­ά­φο­ρες ἐν­θυ­μή­σεις πού βρί­σκον­ται ἐγ­κα­τε­σπαρ­μέ­νες στά φύλ­λα τῶν κω­δί­κων αὐ­τῶν. Πα­ρα­θέ­το­με ἐν­δει­κτι­κά τό βι­βλι­ο­γρα­φι­κό ση­μεί­ω­μα τοῦ ἔ­τους 1385/6, πού πα­ράλ­λη­λα ἀ­πο­τε­λεῖ καί ἐν­δι­α­φέ­ρου­σα ἐν­θύ­μη­ση, τοῦ κώδ. 555, ὁ ὁ­ποῖ­ος γρά­φτη­κε μέ συν­δρο­μή καί ἔ­ξο­δα τοῦ δεύ­τε­ρου κτί­το­ρα τῆς μο­νῆς Ἰ­ω­ά­σαφ, λί­γα χρό­νια με­τά τό θά­να­το τοῦ Ἀ­θα­να­σί­ου: «+ ἐ­γρά­φη ἡ πα­ροῦ­σα βί­βλος τοῦ με­τε­ώ­ρου˙ διά συν/δρο­μῆc καί ἐ­ξό­δου βα­σι­λέ­ωσ, τοῦ ὡσ ἀ­λη­θῶσ ἐν/ μο­να­χοῖσ ὁ­σι­ω­τά­του κυ­ροῦ ἰ­ω­ά­σαφ˙ διά χει­ρόσ/ χαρ­το­φύ­λα­κοc τῆσ ἁ­γι­ω­τά­τησ ἐ­πι­σκο­πῆσ τρικ­κάλ(ων)/ ἱ­ε­ρέ­ωσ θω­μᾶ τοῦ ξη­ροῦ˙ ἐ­πί ἔ­τουσ …. [6894=1385/6] ἰν(δι­κτι­ῶ­νο)ς θ΄˙ ὁ­πό­ταν τῆ τοῦ θ(ε­ο)ῦ πα­ρα­χω­ρή­σει καί οἱ ἀ/χα­ρι­νοί οὐ μό­νον τῆς πό­λε(ως) βε­ροί­ασ ἀλ­λά καί πα­ρά/ μι­κρόν τῆσ ὑ­φη­λί­ου γε­γό­να­σι κύ­ριοι +».

2. Ἔγ­γρα­φα

Πλού­σιο καί ἐν­δι­α­φέ­ρον εἶ­ναι καί τό ἀρ­χεῖ­ο τῶν ἐγ­γρά­φων τῆς μο­νῆς, βυ­ζαν­τι­νῶν με­τα­βυ­ζαν­τι­νῶν καί νε­ο΄τε­ρων. Χρυ­σό­βουλ­λα, μη­τρο­πο­λι­τι­κά ἔγ­γρα­φα, πα­τρι­αρ­χι­κά σι­γίλ­λια κ.ἄ., πού φυ­λάσ­σον­ται ἐ­κεῖ, ἀ­πο­τε­λοῦν σπου­δαῖ­α κει­μή­λια καί πο­λύ­τι­μα ἱ­στο­ρι­κά ντο­κου­μέν­τα. Ἀ­να­φέ­ρο­με ἐ­πι­λε­κτι­κά χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ βυ­ζαν­τι­νοῦ αὐ­το­κρά­το­ρα Ἀν­δρο­νί­κου Γ΄ Πα­λαι­ο­λό­γου, τοῦ ἔ­τους 1336, ὑ­πέρ τῆς μο­νῆς Ἁγ. Γε­ωρ­γί­ου τῶν Ζα­βλαν­τί­ων˙ χρυ­σό­βουλ­λο τοῦ Στε­φά­νου Δου­σάν τοῦ ἔ­τους 1348, ὑ­πέρ τῆς ἴ­διας μο­νῆς˙ χρυ­σό­βουλ­λα τῶν ἐ­τῶν 1359 καί 1366 τοῦ βα­σι­λέ­ως Συ­με­ών Οὔ­ρε­ση Πα­λαι­ο­λό­γου, πα­τέ­ρα τοῦ κτί­το­ρα τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­τε­ώ­ρου ὁ­σί­ου Ἰ­ω­ά­σαφ˙ δύ­ο προ­στάγ­μα­τα, πού ἀ­πέ­λυ­σε τό Νο­έμ­βριο τοῦ 1372 ὑ­πέρ τοῦ πρώ­του τῆς σκή­της τῶν Στα­γῶν Νεί­λου ὁ βα­σι­λεύς Ἰ­ω­άν­νης Οὔ­ρε­σης ὁ Πα­λαι­ο­λό­γος, ὁ με­τά ἀ­πό λί­γους μῆ­νες μο­να­χός Ἰ­ω­ά­σαφ, ὁ δεύ­τε­ρος κτί­το­ρας τῆς Μο­νῆς τοῦ Με­γά­λου Με­τε­ώ­ρου˙ γράμ­μα τοῦ ἔ­τους 1386 τῆς «βα­σί­λισ­σας» Μα­ρί­ας Ἀγ­γε­λί­νας Πα­λαι­ο­λο­γί­νας πρός τόν ἀ­δελ­φό της βα­σι­λέ­α Ἰ­ω­άν­νη-μο­να­χό Ἰ­ω­ά­σαφ˙ γράμ­μα­τα τῶν μη­τρο­πο­λι­τῶν Λα­ρί­σης Ἀν­τω­νί­ου (πρίν ἀ­πό τό 1380) καί Ἰ­ω­ά­σαφ (τῶν ἐ­τῶν 1392/3 καί 1400/1402) κ.ἄ. Τά ἐ­πι­ση­μό­τε­ρα καί ση­μαν­τι­κό­τε­ρα ἀ­πό τά ἔγ­γρα­φα αὐ­τά βρί­σκον­ται ἐ­κτε­θει­μέ­να σέ προ­θῆ­κες τοῦ μου­σεί­ου τῆς μο­νῆς.

3. Ἔν­τυ­πα

Πολ­λά καί σπά­νια εἶ­ναι καί τά πα­λαι­ό­τυ­πα πού ἔ­χουν δι­α­σω­θεῖ καί φυ­λάσ­σον­ται σή­με­ρα στή μο­νή. Ὁ συ­νο­λι­κός τους ἀ­ριθ­μός ὑ­πο­λο­γί­ζε­ται χον­δρι­κά σέ 450 τό­μους (15ος-19ος αἰ.).

Ὅ­πως καί μέ τά χει­ρό­γρα­φα, ἔ­τσι καί ἐ­δῶ ἕ­να με­γά­λο μέ­ρος ἀ­π’ αὐ­τά εἶ­ναι λει­τουρ­γι­κά βι­βλί­α, ἀρ­κε­τά ἀ­πό τά ὁ­ποῖ­α δυ­σεύ­ρε­τες, ἐκ­δό­σεις Βε­νε­τί­ας: Ἁ­γί­α Γρα­φή, ἔτ. 1518, ἔκδ. Ἄλ­δου Μα­νου­τί­ου˙ Ἀ­πό­στο­λος, ἔτ. 1525 (ἔκδ. Στεφ. Σα­βί­ου) καί 1534 (ἔκδ. Ἀν­δρέ­α Κου­νά­δη)˙ Μη­ναῖ­α, τῶν ἐ­τῶν 1526-1551˙ Πα­ρα­κλη­τι­κή, ἔτ. 1528˙ Ἀν­θο­λό­γιο, ἔτ. 1555, μέ προ­λε­γό­με­να «Νι­κο­λά­ου ἱ­ε­ρέ­ως Μα­λα­ξοῦ πρω­το­πα­πᾶ Ναυ­πλί­ου»˙ Εὐ­αγ­γέ­λιο, ἔτ. 1588, «δι­όρ­θω­σις Ἐμ­μα­νου­ήλ Γλυ­ζου­νεί­ου». Δέν λεί­πουν, φυ­σι­κά, οὔ­τε οἱ Πα­τέ­ρες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας: «Βα­σι­λεί­ου τοῦ Με­γά­λου συγ­γράμ­μα­τά τι­να», Βε­νε­τί­α 1535, ἔκδ. Στεφ. Σα­βί­ου.

Ὑ­πάρ­χουν ἐ­πί­σης καί ἀρ­κε­τά ἀρ­χέ­τυ­πα, ἐκ­δό­σεις Βε­νε­τί­ας τοῦ πε­ρί­φη­μου λό­γιου οὐ­μα­νι­στῆ Ἄλ­δου Μα­νου­τί­ου, οἱ λε­γό­με­νες editionesaldinae, κλα­σι­κῶν Ἑλ­λή­νων συγ­γρα­φέ­ων κα­θώς καί γραμ­μα­τι­κῶν καί χρη­στι­κῶν ἔρ­γων: Θε­ο­κρί­του Εἰ­δύλ­λια, Θε­ό­γνι­δος γνῶ­μαι, Ἡ­σι­ό­δου Θε­ο­γο­νί­α – Ἔρ­γα καί Ἡ­μέ­ραι – Ἀ­σπίς Ἡ­ρα­κλέ­ους κ.ἄ., ἔτ. 1495˙ Θε­ο­δώ­ρου Λα­σκά­ρε­ως Γραμ­μα­τι­κή, Ἀ­πολ­λω­νί­ου Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας τοῦ Γραμ­μα­τι­κοῦ Πε­ρί συν­τά­ξε­ως, ἔτ. 1495˙ Θη­σαυ­ρός – Κέ­ρας Ἀ­μαλ­θεί­ας καί κῆ­ποι Ἀ­δώ­νι­δος. ἔτ. 1496˙ Ἀ­ρι­στο­φά­νης, ἔτ. 1498, μέ προ­λε­γό­με­να τοῦ λαμ­προῦ ἑλ­λη­νι­στῆ Μάρ­κου Μου­σού­ρου˙ Λου­κια­νοῦ Δι­ά­λο­γοι, ἔτ. 1503˙ Λό­γοι Ρη­τό­ρων, ἔτ. 1513˙ Ἰ­σο­κρά­της, ἔτ. 1534, κ.ἄ. Ἐξ ἴ­σου σπου­δαῖ­ες ὅ­μως εἶ­ναι καί ἄλ­λες ἐκ­δό­σεις κλα­σι­κῶν συγ­γρα­φέ­ων: Πλά­τω­νος Ἅ­παν­τα, Βα­σι­λεί­α 1534, μέ τήν πε­ρί­φη­μη ὠ­δή τοῦ Μάρ­κου Μου­σού­ρου˙ Δι­ο­δώ­ρου τοῦ Σι­κε­λι­ώ­του Ἱ­στο­ρι­κή Βι­βλι­ο­θή­κη, «annoMDLIX [=1559] excudebatHenricusStephanus». Με­τα­ξύ τῶν ἄλ­λων καί ἡ σπά­νια ἔκ­δο­ση τοῦ Λε­ξι­κοῦ τοῦ Σου­ΐ­δα (Σού­δας) ἀ­πό τόν Δη­μή­τριο Χαλ­κο­κον­δύ­λη στίς 15 Νο­εμ. τοῦ 1499 στό Μι­λά­νο, κα­θώς καί τοῦ Λε­ξι­κοῦ τοῦ Βα­ρί­νου Φα­βω­ρί­νου τό 1523 στή Ρώ­μη «πό­νῳ τε καί ἐ­πι­δι­ορ­θώ­σει Ζα­χα­ρί­ου Καλ­λι­ερ­γί­ου τοῦ Κρη­τός».

Ἀ­ξι­ό­λο­γη τέ­λος καί ἡ μνη­μει­ώ­δης δί­το­μη πα­ρι­σι­νή ἔκ­δο­ση («LutetiaeParisiorumMDCXXX» = 1630), τῆς Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Ἱ­στο­ρί­ας τοῦ Νι­κη­φό­ρου Καλ­λί­στου Ξαν­θο­πού­λου, κα­θώς καί ἡ σει­ρά τῶν Βυ­ζαν­τι­νῶν Ἱ­στο­ρι­κῶν (ἔκδ. β΄, Βε­νε­τί­α 1729, τόμ. Ι – ΧΙΙ).