Σταθμό ἤ μᾶλλον ἀφετηρία τοῦ ὀργανωμένου μετεωρίτικου μοναχισμοῦ ἀποτελεῖ ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Μετεώρου ἤ τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ Μονή αὐτή εἶναι ἡ παλαιότερη, μεγαλύτερη καί ἐπισημότερη ἀπό τίς ὑπάρχουσες σήμερα μετεωρικές μονές, ὅπως δηλώνει καί ἡ ὀνομασία τῆς «Μεγάλο Μετέωρο» ἤ ἁπλῶς «Μετέωρο». Σκαρφαλωμένη πάνω στόν ἐπιβλητικό της βράχο, κατέχει δεσπόζουσα θέση ἀνάμεσα στό μοναστικό συγκρότημα τῶν Μετεώρων.
Ἱδρύθηκε λίγο πρίν ἀπό τά μέσα τοῦ ΙΔ΄ αἰώνα ἀπό τόν ὅσιο Ἀθανάσιο τόν Μετεωρίτη, ὁ ὁποῖος καί ὑπῆρξε ὁ πρῶτος κτίτορας τῆς μονῆς καί ὀργανωτής συστηματικῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος γεννήθηκε ἀπό γονεῖς ἐπιφανεῖς περί τό 1302 στήν Ὑπάτη (τή γνωστή τότε μεσαιωνική πόλη τῶν Νέων Πατρῶν ἤ τῆς Νέας Πάτρας) καί τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Ἀνδρόνικος. Ἔλαβε καλή παιδεία καί μόρφωση καί σ’ αὐτό σπουδαῖο ὁπωσδήποτε ρόλο ἔπαιξε ἡ μεγάλη του ἔφεση πρός τά γράμματα καί ἡ φιλομάθειά του.
Μετά τόν πρόωρο θάνατο τῶν γονέων του καί τήν κατάληψη τῆς γενέθλιας πόλης του ἀπό τούς Καταλανούς, γύρω στά 1318/19, καταφεύγει, σέ νεαρή ἡλικία, μαζί μέ κάποιο θεῖο του, στή Θεσσαλονίκη καί στή συνέχεια στό Ἅγιον Ὄρος, ὅπου ὅμως, ὡς ἀνήλικος ἀκόμη, δέν γίνεται δεκτός ἀπό τούς πατέρες γιά να παραμείνει ἐκεῖ.
Φύση ἀνήσυχη καί δυναμική ὁ Ἀνδρόνικος, ρίχνεται σέ νέες περιπλανήσεις καί ἀναζητήσεις. Μεταβαίνει ἔτσι στήν Κωνσταντινούπολη, ὅπου γνωρίζεται καί συναναστρέφεται μέ σπουδαίους λόγιους ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες, ὅπως τόν Γρηγόριο Σιναΐτη, τόν μετέπειτα οἰκουμενικό πατριάρχη (17 Μαΐου 1347 – Φεβρ./Μαρτ. 1350) Ἰσίδωρο, τόν Δανιήλ τόν ἡσυχαστή καί ἄλλες ἐξέχουσες μορφές τῆς μοναστικῆς κοινότητας. Ἀπ’ αὐτούς μυεῖται στά μυστικά τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς καί «ὡς μέλιττα συλλέγει τά καίρια».
Ἀκολουθεῖ ἡ μετάβαση καί παραμονή του στήν Κρήτη γιά ὁρισμένο χρονικό διάστημα καί ἡ ἐπιστροφή του πάλι στό Ἅγιον Ὄρος γύρω στά 1332, ἐνῶ ἦταν τότε τριάντα περίπου χρόνων. Ἐκεῖ, στή Μηλέα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, γίνεται δεκτός ὡς ὑποτακτικός ἀπό δύο ἐνάρετους, «εἰς ἄκρον ἀρετῆς ἐληλακότας», ἀναχωρητές, τόν Γρηγόριο καί τόν Μωυσῆ. Στή συνέχεια κείρεται μοναχός ἀπό τό γέροντά του ἱερομόναχο Γρηγόριο καί μετονομάζεται Ἀντώνιος. Τέλος, δέν ἀργεῖ νά γίνει καί μεγαλόσχημος, ὁπότε παίρνει τό νέο καί ὁριστικό πιά μοναχικό του ὄνομα Ἀθανάσιος.
Οἱ συχνές ὅμως ἐπιδρομές τῶν Τούρκων καί ἄλλες δυσκολίες καί ἀντίξοες περιστάσεις τῶν καιρῶν ἐξαναγκάζουν τόν Ἀθανάσιο μαζί μέ τό γέροντά του Γρηγόριο νά ἐγκαταλείψουν τό Ἅγιον Ὄρος. Στή Θεσσαλονίκη καί στή Βέροια, ἀπ’ ὅπου πέρασαν οἱ δύο ἀναχωρητές, πολλοί καί σπουδαῖοι προθυμοποιήθηκαν νά τούς κρατήσουν κοντά τους, παρέχοντας τά ἀπαιραίτητα γιά τή διαβίωσή τους. Ὅμως δέν συγκατατέθηκαν τελικά νά παραμείνουν ἐκεῖ, κυρίως γιατί ὁ Ἀθανάσιος αἰσθανόταν βαθύτατη ἀποστροφή πρός τήν κοσμική τύρβη καί τό θόρυβο τῶν πόλεων.
Ἔτσι, μέ ὑπόδειξη τοῦ τότε ἐπισκόπου Σερβίων Ἰακώβου καταφεύγουν στούς θεσσαλικούς βράχους τῶν Σταγῶν, γιά τούς ὁποίου ὁ βιογράφος τοῦ Ἀθανασίου σημειώνει χαρακτηριστικά: «Λίθοι ὑψιίκομοι καί εὐμεγέθεις ἀπό κτίσεωςκόσμου, οὕτω παρά τοῦ δημιουργοῦ ἱδρυθέντες». Καί συνεχίζοντας προσθέτει: «Ὅν καί λαβόντες καί πρός τόν τόπον παραγενόμενοι, τούς μέν λίθους εὖρον καθώς ἤκουσαν, ἀλλ’ οὐκ ἦν τις ὁ κατοικῶν ἐν αὐτοῖς, πλήν γυπῶν καί κοράκων».
Στό βράχο τοῦ στύλου, πού σήμερα ὀνομάζεται τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐγκαταστάθηκαν ὁ γέροντας ἱερομόναχος Γρηγόριος καί ὁ Ἀθανάσιος. Ὁ Γρηγόριος παρέμεινε ἐκεῖ μία ὁλόκληρη δεκαετία καί γι’ αὐτό ὀνομάστηκε καί στυλίτης. Ὁ φιλέρημος Ἀθανάσιος, μετά ἀπό ὁρισμένο χρονικό διάστημα, γιά μεγαλύτερη ἄσκηση καί ἡσυχία, ἀποτραβήχτηκε, μέ τή συγκατάθεση τοῦ γέροντά του, «ἐν τινι τρώγλῃ τῆς πέτρας», ὅπου κατά τίς ὧρες τῆς ἀργίας του ἀσχολοῦνταν μέ τήν καλαθοπλεκτική.
Καί πάλι ὅμως ἀποζητώντας περισσότερη ἀπομόνωση καί γαλήνη, μέ τήν ἄδεια πάντοτε τοῦ Γρηγορίου, διάλεξε ἄλλο βράχο, «τόπον ἀναχωρητικόν, πέτραν εἰς αἰθέριον ὕψος ἠρμένην», ὅπου καί κατέφυγε, γύρω στά 1340, καί παρέμεινε ὁριστικά πιά. Πρόκειται γιά τό λεγόμενο Πλατύ Λίθο ἤ Πλατύλιθο, πού ὁ ἴδιος ὁ Ἀθανάσιος ἀπεκάλεσε Μετέωρο, ὀνομασία ἡ ὁποία ἔμελλε νά καθιερωθεῖ ἔκτοτε καί νά διατηρηθεῖ διά μέσου τῶν αἰώνων, νά γενικευθεῖ στό σύνολο τῶν γύρω μοναστηριῶν καί βράχων καί νά ξεπεράσει πολύ τά ὅρια τοῦ ἑλλαδικοῦ χώρου.
Ἐφοδιασμένος λοιπόν μέ τίς πτέρυγες τοῦ ἁγίου πνεύματος ὁ ταπεινός μοναχός Ἀθανάσιος, πέταξε καί πάτησε στήν πέτρα αὐτή, πού μόνο οἱ ἀχτίδες τοῦ ἥλιου μποροῦσαν νά πατοῦν καί νά θωπεύουν, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρεται σέ σιγίλλιο (Ἀπρ. τοῦ 1580) τοῦ οἰκουμ. πατριάρχη Μητροφάνη Γ΄: «… θείῳ ἔρωτι τρωθείς… ὁ ὁσιώτατος ἐν μοναχοῖς Ἀθανάσιος, πτέρυγάς τε ἀναλαβών τάς τοῦ ἁγίου πνεύματος, πρῶτος ἀνέπτη εἰς τήν ἡλίβατον ταύτην πέτρα, τήν προκαθημένην τῶν… Σταγῶν καί εὐλόγως κεκλημένην Μετέωρον, οἷα τῶν ἄλλων ὑπερκειμένην… καί κορυφῆς ὕπερθεν τοιαύτης τόπον θεῖον εὕρετο, παράδεισον ἄλλον ἔδειξεν, ἀντί δένδρων διαφόρων ἄνδρας θείως ἐνασκουμένους ἀποδείξας καί ἀντί ὡραίων καί ἐτησίων καρπῶν τούς τοῦ ἁγίου πνεύματος, πάντας ἄλλους νικῶντας».
Ἐκεῖ ὁ Ἀθανάσιος ἔκτισε τό ἀσκητικό του καταφύγιο καί ὀργάνωσε τήν πρώτη συστηματική μοναστική κοινότητα μέ αὐστηρή τυπική διάταξη κοινοβίου πού ὁ ἴδιος διατύπωσε. Ἡ ὑπό τόν Ἀθανάσιο ἀδελφότητα ἀριθμοῦσε ἤδη δεκατέσσερα μέλη. Στήν ἀρχή ὁ ὅσιος ἀναχωρητής οἰκοδόμησε στό βράχο ναό τῆς Θεομήτορος, στήν ὁποία (Παναγία τῆς Μετεωρίτισσας Πέτρας) ἀφιέρωσε καί τή μονή, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, ἀπευθυνόμενος, λίγο πρίν πεθάνει, στούς μαθητές καί συνασκητές του: «Καί πρῶτον μέν παρατίθημι ὑμᾶς ἐν τῇ σκέπῃ τῆς ὑπερευλογημένης Θεοτόκου καί ἀειπαρθένου Μαρίας, καθά καί ἡ μονή κεκλήρωται». Ἀργότερα οἰκοδόμησε ἄλλο ναό, πρός τιμήν τοῦ Μεταμορφωθέντος Σωτῆρος Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἀπετέλεσε τό καθολικό τῆς μονῆς καί ἔδωσε καί τή μέχρι σήμερα ὁριστική ἐπωνυμίας (τῆς Μεταμορφώσεως) τοῦ μοναστηριοῦ.
Ἔτσι ὁ Ἀθανάσιος τό λίθο τόν ἀπότο καί δυσκολοανάβατο τόν μετέβαλε σέ δρόμο εὐκολοδιάβατο, πού ὁδηγοῦσε στόν «ἀκρόγωνο» λίθο, δηλαδή στόν Χριστό:
«Τόν λίθον, πάτερ, τόν τραχύν καί ἀνάντη πρός λίθον ἀκρόγωνον τρίβον εἰργάσω».
Ἀνεβαίνοντας σήμερα τή λαξευτή σκάλα, λίγο πρίν ἀπό τήν εἴσοδο τῆς μονῆς καί πρός τ’ ἀριστερά, ἀντικρύζεις τό ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου, μέσα στή φυσική κοιλότητα τοῦ βράχου, διαμορφωμένη σέ στοιχειώδη χῶρο κατοικίας καί στόν ἀπαραίτητο ναΐσκο. Αὐτοῦ, κατά τήν παράδοση, ἀρχικά, μόλις σκαρφάλωσε στόν Πλατύ Λίθο, ἀσκήτεψε μόνος ὁ ὅσιος ἐρημίτης, προτοῦ κτίσει ἐπάνω στό πλάτωμα τοῦ βράχου ναό καί κελλιά γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν μοναχῶν πού ἀπό νωρίς ἄρχισαν νά συρρέουν ἐκεῖ.
Ταπεινός στό ἔπαρκο ὅπως ἦταν ὁ Ἀθανάσιος, παρέμεινε σ’ ὅλη του τή ζωή ἁπλός μοναχός. Στήν ἄκρα ταπείνωσή του ὀφείλεται ἴσως καί τό γεγονός ὅτι ὁ ἴδιος δέν ἄφησε γραπτά κείμενά του, ἐνῶ διέθετε τήν ἀπαραίτητη παιδεία καί τίς ἀπαιτούμενες γνώσεις.
Ὁ Ἀθανάσιος, μετά ἀπό σύντομη ἀσθένεια τῆς χολῆς καί τοῦ ἥπατος κατά τό βιογράφο του («συνέβη τῷ πατρί… ὑπό μελαγχολικοῦ χυμοῦ νοσῆσαι»), πέθανε ἤρεμα καί εἰρηνικά, σέ ἡλικία 78 χρόνων, περί τό ἔτος 1380 (ὄχι 1382/83 ὅπως πιστευόταν μέχρι τώρα). Ἤδη τό Νοέμβριο τοῦ 1381, στό συνοδικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου ὑπέρ τῆς Μονῆς τῆς Θεοτόκου τῶν Μεγάλων Πυλῶν (Πόρτα-Παναγιᾶς), πού φυλάσσεται στό ἀρχεῖο τῆς Μονῆς Δουσίκου (Ἁγίου Βησσαρίωνος), ὑπογράφει ὁ «Μακάριος ἱερομόναχος καί πνευματικός πατήρ τοῦ Μετεώρου». Εἶναι γνωστό ὅτι ὁ ὅσιος Ἀθανάσιος, ἐνόσω ἀκόμη ζοῦσε, λίγο πρίν πεθάνει, ὅρισε γιά μετά τό θάνατό του ὡς «πνευματικό πατέρα» τοῦ Μετεώρου τόν ἱερομόναχο Μακάριο: «τόν ἐν ἱερομονάχοις κῦριν Μακάριον πρῶτον γάρ ζῶντος ἐμοῦ ἔταξα τοῦτον ἄρχειν εἰς τάς χρείας τοῦ κελλίου˙ ἄρτι δέ καί εἰς τάς πνευματικάς διαγωγάς ὀφείλει ὁδηγεῖν καί ρυθμίζειν ὑμᾶς».
Πραγματικός ὅμως διάδοχος τοῦ Ἀθανασίου καί δεύτερο κτίτορας τῆς μονῆς ὑπῆρξε ὁ μοναχός ὅσιος Ἰωάσαφ, πρώην βασιλεύς Ἰωάννης Οὔρεσης (Uros) Ἄγγελος Κομνηνός Δούκας ὁ Παλαιολόγος. Ὁ Ἀθανάσιος, ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη, τόν ὅρισε διάδοχό του: «Κοινῇ γνώμῃ καί βουλῇ πάντων τῶν πατέρων καί ἀδελφῶν πᾶσαν τήν ἐξουσίαν καί ἀρχήν ἐγχειρίζει τῷ κυρῷ Ἰωάσαφ τῷ βασιλεῖ»˙ ἀπευθυνόμενος δέ πρός τούς λοιπούς ἀδελφούς τῆς ποίμνης του παραγγέλνει: «καί ἄς ἄρχη γοῦν καί ἀπόδοτε αὐτῷ οἱ εὑρισκόμενοι πᾶσαν ὑποταγήν καί εὐπείθειαν».
Ὁ Ἰωάννης – Ἰωάσαφ ἦταν γιός τοῦ Ἑλληνοσέρβου βασιλιᾶ Θεσσαλίας καί Ἠπείρου, μέ ἕδρα τά Τρίκαλα, Συμεών Οὔρεση Παλαιολόγου (1359-1370). Γεννήθηκε γύρω στά 1349/50. Ἡ μητέρα του Θωμαΐς ἦταν κόρη τοῦ δεσπότη τῆς Ἠπείρου Ἰωάννη Β΄ Ὀρσίνη (Orsini, 1323-1335) καί ἀδελφή τοῦ μετέπειτα δεσπότη ἐπσίης τῆς Ἠπείρου Νικηφόρου Β΄ Ὀρσίνη (+ 1359). Ἀπό τόν πατέρα του συγγένευε μέ τή βυζαντινή αὐτοκρατορική οἰκογένεια τῶν Παλαιολόγων, τῶν ὁποίων ἔφερε μέ ὑπερηφάνεια καί τό ἐπώνυμο. Ἡ Μαρία Παλαιολόγου (1259-1282) ἀπό τόν πατέρα της Ἰωάννη Παλαιολόγο, καί ἐγγονή ἀπό τή μητέρα της Εἰρήνη τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιωματούχου, μεγάλου λογοθέτη, Θεοδώρου Μετοχίτη, κτίτορα τῆς περιώνυμης Μονῆς τῆς Χώρας στήν Κωνσταντινούπολη, εἶχε συζευχθεῖ τόν πάππο τοῦ Ἰωάννη-Ἰωάσαφ Σέρβο βασιλιά Στέφανου Γ΄ Οὔρεση (1321-1331). Ὁ Ἰωάσαφ εἶχε καί νεότερο ἀδελφό, πού ὀνομαζόταν Στέφανος. Ἡ ἀδελφή του Μαρία Ἀγγελίνα Κομνηνή Δούκαινα ἡ Παλαιολογίνα (+ 28 Δεκ. 1394), μεγάλη εὐεργέτις καί δωρήτρια στή Μονή τοῦ Μετεώρου, εἶχε παντρευτεῖ τό δεσπότη τῶν Ἰωαννίνων Θωμᾶ Preliubović (+ 23 Δεκ. 1384).
Περί τό 1370 πέθανε ὁ πατέρας τοῦ Ἰωάννη Συμεών Οὔρεσης, τόν ὁποῖο ὁ Ἰωάννης καί διαδέχτηκε στήν ἐξουσία. Ἤδη από τό 1359/60 ὁ Συμεών εἶχε ἀναγορεύσει συμβασιλέα τό γιό του Ἰωάννη, σέ ἡλικία μόλις 10 ἐτῶν ἤ καί μικρότερο. Πολύ σύντομα ὅμως ὁ νεαρός βασιλιάς Ἰωάννης, οἰστρηλατημένος ἀπό τό θεῖο ἔρωτα, ἀπαρνεῖται τήν κοσμική ἐξουσία καί τύρβη καί ἀνταλλάσσει τήν πολυτελή βασιλική πορφύρα μέ τό φτωχικό μοναχικό τριβώνιο.
Παραδίδει τότε τήν ἐξουσία στόν καίσαρα Ἀλέξιο Ἄγγελο Φιλανθρωπηνό. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης Οὔρεσης, ὁ τελευταῖος γόνος τῆς ἔνδοξης σερβικῆς δυναστείας τῶν Νεμανιδῶν (Nemanija), καταφεύγει, μετά τό Νοέμβριο τοῦ 1372, καί πρίν ἀπό τόν Ἰούνιο τοῦ 1373, στά Μετέωρα, στή Μονή Μεταμορφώσεως, ὅπου κείρεται μοναχός καί μετανομάζεται Ἰωάσαφ, σέ ἡλικία 22 περίπου χρόνων.
Οἱ τελευταῖες, ἴσως καί μόνες του, ἐπίσημες πράξεις ὡς κοσμικοῦ ἄρχοντα εἶναι δύο «ὀρισμοί – προστάγματα», πού ἐξέδωσε τό Νοέμβριο τοῦ 1372 ὑπέρ τοῦ περήφημου «πρώτου» τῆς Σκήτης τῶν Σταγῶν Νείλου. Ἀντίγραφα καί τῶν δύο αὐτῶν ἐγγράφων, σέ ἑνιαῖο φύλλο χαρτιοῦ, σώζονται στή Μονή Μεταμορφώσεως καί εἶναι ἐκτεθειμένα σέ προθήκη τοῦ μουσείου της.
Σέ ἀφιερωτήριο γράμμα τοῦ Ἰουνίου τοῦ 1373, τῆς μοναχῆς Θεοδούλης Κοτεανίτζαινας πρός τή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἀναφέρεται ὁ «εὐσεβής καῖσαρ» Ἀλέξιος Ἄγγελος Φιλανθρωπηνός, διάδοχος τοῦ Ἰωάννη Οὔρεση, πράγμα πού σημαίνει ὅτι ἤδη τότε ὁ τελευταῖος εἶχε ἐγκαταλείψει τά ἐγκόσμια καί εἶχε ἀποσυρθεῖ γιά νά περιβληθεῖ τό ἀγγελικό σχῆμα.
Ὁ Ἰωάσαφ, μαρτυρρημένα, δύο φορές, γιά μή ἐξακριβωμένους λόγους, ἄφησε τή μονή τῆς μετάνοιάς του καί ἀπουσίασε στή Θεσσαλονίκη καί στό Ἅγιον Ὄρος. Ὅταν ὁ Ἀθανάσιος, λίγο πρίν πεθάνει, σύμφωνα μέ τά ἀναφερόμενα στό Βίο του, θέλοντας ἴσως ν’ ἀπαλλαγεῖ ὁ ἴδιος ἀπό τίς διοικητικές καί ἄλλες εὐθύνες λόγῳ γήρατος, παρεχώρησε στό βασιλέα-μοναχό Ἰωάσαφ «πᾶσαν τήν ἐξουσίαν καί ἀρχήν», ὁ Ἰωάσαφ, μετά ἀπό μικρό χρονικό διάστημα, ἄφησε τό μοναστήρι καί τό ἀξίωμά του καί μετανάστευσε στή Θεσσαλονίκη: «διαρκέσας ἐν τούτῳ βραχύν τινα χρόνον, μεταναστεύει πρός Θεσσαλονίκην». Τό γεγονός αὐτό πρέπει νά τοποθετηθεῖ γύρω στά 1379/80.
Λίγο ὅμως μετά τό θάνατο τοῦ Ἀθανασίου (περί τό 1380), ὁ Ἰωάσαφ ἐπέστρεψε πάλι στή Μονή τοῦ Μετεώρου, ὅπου καί ἀνέλαβε τά καθήκοντά του ὡς διάδοχος τοῦ πνευματικοῦ του πατέρα. Ἤδη τό Νοέμβριο τοῦ 1381, στό ἐκκλησιαστικό γράμμα τοῦ μητροπολίτη Λαρίσης Νείλου, ὑπογράφει ἀνάμεσα σέ πολλούς ἄλλους, ἀμέσως μετά τό μητροπολίτη, ὁ «Ἰωάνν(ης) Οὔρεσης ὁ Παλαιολόγος ὁ διά τοῦ θείου καί ἀγγελικοῦ σχήματος μετόνομασθῆς Ἰωἄσαφ (μον)αχ(ός)». Τό Μάιο τοῦ 1386 ἡ «δέσποινα» τῶν Ἰωαννίνων Μαρία Ἀγγελίνα Παλαιολογίνα ἀπευθύνει γράμμα στόν ἀδελφό της βασιλέα-μοναχό Ἰωάννη-Ἰωάσαφ σχετικό μέ δωρεές της πρός τή μονή τοῦ Μετεώρου. Τό γράμμα αὐτό βρίσκεται σήμερα ἐκτεθειμένο σέ προθήκη τοῦ μουσείου τῆς μονῆς.
Τό 1394, ὅπως μαρτυρεῖται ἀπό ἐπίσημα ἔγγραφα (τοῦ Ὀκτωβρίου καί τοῦ Νοεμβρίου τοῦ ἔτους αὐτοῦ), ὁ Ἰωάσαφ, μαζί μέ τόν ἱερομόναχο Σεραπίωνα καί τούς μοναχούς Φιλόθεο καί Γεράσιμο, ἐγκατέλειψε τή Μονή τοῦ Μετεώρου καί ἐγκαταστάθηκαν καί οἱ τέσσερις στή Μονή Βατοπεδίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Αὐτό συνέβη, πιθανότατα, ἐξαιτίας τῆς εἰσβολῆς τοῦ Βαγιαζίτ Α΄ στή Θεσσαλία καί τῆς ὁριστικῆς κατάκτησης τῆς περιοχῆς ἀπό τούς Τούρκους (τέλη 1393/ἀρχές 1394). Τό 1396, ὅπως συνάγεται πάλι ἀπό ἁγιορειτικό γράμμα τῆς Μονῆς Διονυσίου (τοῦ «πρώτου» Νεοφύτου, Ἰαν. 1400), ὁ Ἰωάσαφ ἔχει ἐπιστρέψει, γιά νά παραμείνει ὁριστικά πιά, στή μονή τῆς μετάνοιάς του, τῆς ὁποίας εἶχε προηγουμένως ὑπάρξει ὁ ἀνακαινιστής καί δεύτερος κτίστης (μετά τόν Ἀθανάσιο).
Στίς ἀποδημίες τοῦ Ἰωάσαφ πρέπει νά συγκαταλεχθεῖ καί ἡ προσωρινή, γιά οἰκογενειακούς λόγους, μετάβασή του στά Γιάννενα κατά τά τέλη Δεκεμβρίου τοῦ 1384 καί τίς ἀρχές Ἰανουαρίου τοῦ 1385, μετά τή δολοφονία (+ 23 Δεκ. 1384) τοῦ δεσπότη τῆς πόλεως αὐτῆς Θωμᾶ Preliubović, τοῦ συζύγου τῆς ἀδελφῆς του Μαρίας Ἀγγελίνας. Στίς 31 Ἰαν. τοῦ 1385 ἡ Μαρία παντρεύεται, σέ δεύτερο γάμο, τόν Esaü Buondelmonti, «τόν ἀδελφόν τῆς ἐν Κεφαλληνίᾳ δουκέσσης».
Ὁ Ἰωάσαφ, σύμφωνα μέ τίς ἐπίσημες ἐπιγραφικές μαρτυρίες τῆς μονῆς, τό ἔτος …. [=6896] ἀπό κτίσεως κόσμου, πού ἀντιστοιχεῖ μέ τό κοσμοσωτήριο ἔτος 1387/88, δηλαδή πρίν ἐξακόσια χρόνια περίπου, ἐπεκτείνει καί ἐπανακτίζει μεγαλοπρεπέστερο τόν ἀρχικό ναό πού εἶχε ἀνεγείρει ὁ Ἀθανάσιος: «Εἶτα… ἀνεγείρεται ναός τῷ Σωτῆρι Χριστῷ ὡραιότατος, οὗπερ μέρος καθελών ὕστερον ὁ ἀναδεξάμενος παρ’ αὐτοῦ τό κελλίον κλεινός Ἰωάσαφ εἰς μῆκος καί ὕψος καθώς νῦν ὁρᾶτ,αι ἀνήγειρεν» (Βίος Ἀθανασίου). Πρόκειται γιά τό εὐρύχωρο ναόσχημο ἱερό, στόν τύπο τοῦ σταυροειδοῦς δικιόνιου ναοῦ, μέ τροῦλλο, τοῦ σημερινοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς, τό ὁποῖο κοσμεῖται μέ ἐξαιρετικῆς τέχνης τοιχογραφίες τοῦ ἔτους 1483.
Τό 1385/86 ὁ Ἰωάσαφ χρηματοδότησε τήν ἀντιγραφή ἀπό τό χαρτοφύλακα τῆς ἐπισκοπῆς Τρικάλων ἱερέα Θωμᾶ Ξηρό τοῦ κώδικα 555 (Πραξαπόστολος) τῆς Μονῆς Μεταμορφώσεως. Τό προσωπικό του ὅμως ἐγκόλπιο, ἕνα θαυμάσιο περγαμηνό τετραβάγγελο, μικροῦ σχήματος (12 Χ 9,5 ἑκ.), γραμμένο καλλιγραφικά σέ πολύ λεπτή καί ἄριστη ποιότητας περγαμηνή, μέ καλλιτεχνική καί πολυτελή ἀργυρόδετη στάχωση, βρίσκεται σήμερα (χ/φο ὑπ’ ἀριθ. 58) στήν Ἐθνική Βιβλιοθήκη Ἀθηνῶν, ὅπου μεταφέρθηκε τό 1882 μαζί μέ ἄλλα μετεωρικά χειρόγραφα. Στό ἐσωτερικό τῆς πρόσθιας πινακίδας τῆς στάχωσης φέρει τήν ἰδιόχειρη ὑπογραφή του: Ἰωάσαφ.
Στά 1389/90 ὁ Ἰωάσαφ συνετέλεσε στήν ἵδρυση καί προαγωγή τῆς Μονῆς τῆς Ὑψηλοτέρας, τῆς ἐπιλεγόμενης τῶν Καλλιγράφων, στόν ἀπέναντι ἀπό τό Μεγάλο Μετέωρο ἀπότομο καί ἀπρόσιτο σήμερα βράχο.
Ὁ Ἰωάσαφ, «τό ἀειθαλές δένδρον καί ὑψίκομον… ὅπερ θάλπει πάντας, ὁ ἅγιος, ὁ γλυκύς, ὁ πρᾶος, ὁ ἥσυχος, ὁ ἀγχίνους», «τό ἐκ ρίζης βασιλικῆς βλάστημα», ὅπως τόν χαρακτηρίζει ὁ ὁμώνυμός του μητροπολίτης Λαρίσης Ἰωάσαφ σέ γράμματά του τῶν ἐτῶν 1401/2, πέθανε πιθανότατα γύρω στά 1422/23.
Τόν Ἀθανάσιο καί τόν Ἰωάσαφ, «τούς τοῦ Μετεώρου οἰκήτορας καί ναοῦ τοῦ θείου δομήτορας», ἡ Ἐκκλησία μας κατέταξε στή χορεία τῶν ὁσίων καί τιμᾶ τή μνήμη τους στίς 20 Ἀπριλίου. Ἀνώνυμος ὑμνογράφος (κώδ. Μ. Μεταμ. 354), μεγαλύνοντας καί ἐξαίροντας τήν ἀρετή τῶν θείων κτιτόρων, παρατηρεῖ: «Πέτραν ἀναβάντες εἰς ὑψηλήν,/ θεῖε Ἰωάσαφ, Ἀθανάσιέ τε σοφέ,/ ἀρετῆς εἰς ὕψος ἀνήλθετε, κἀντεῦθεν/ τῶν οὐρανῶν εἰς ὕψη μετεβιβάσθητε».
Στά μέσα τοῦ ΙΣΤ΄ αἰώνα ἡ μονή γνώρισε ἰδιαίτερη ἀκμή καί ἄνθιση. Ὁ οἰκουμενικός πατριάρχης Ἱερεμίας Α΄ (1522-1546), ὁ ὁποῖος τό 1540, ὅπως συνάγεται ἀπό μαρτυρίες ἐπίσημων ἐκκλησιαστικῶν ἐγγράφων, ἐπισκέφθηκε τό Μεγάλο Μετέωρο, μέ σιγιλλιῶδες γράμμα του τοῦ ἔτους αὐτοῦ (πού δέν σώζεται σήμερα) ἀναγνώρισε καί κατοχύρωσε τά προνόμια καί τήν πλήρη ἀνεξαρτησία τοῦ μοναστηριοῦ κατά τό πρότυπο τῶν ἁγιορειτικῶν μονῶν.
Στά 1544/45, σύμφωνα μέ ἐντοιχισμένη μαρμάρινη ἐπιγραφή, ἀνεγέρθηκε ὁ μεγαλόπρεπος κυρίως ναός καί ἡ λιτή τοῦ σημερινοῦ ἐπιβλητικοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς. Ὁ ναός ἀκολουθεῖ τό γνωστό ἀρχιτεκτονικό ἀθωνικό τύπο, εἶναι δηλαδή σταυροειδής ἐγγεγραμμένος, τετρακιόνιος, μέ τίς δύο χαρακτηριστικές κόγχες ἀριστερά καί δεξιά, τούς λεγόμενους χορούς. Ὁ κυρίως ναός, ὅπως μαρτυρεῖ ἄλλη ἐπιγραφή του, ἁγιογραφήθηκε στά 1552 ἐπί ἡγουμέβου Συμεών, καί ἀποτελεῖ ἕνα ἀπό τά λαμπρότερα καί ἀξιολογότερα τοιχογραφικά σύνολα τῆς μεταβυζαντινῆς ζωγραφικῆς.
Ὁ ἴδιος δραστήριος ἡγούμενος ἔκτισε στά 1557 καί τήν τράπεζα τῆς μονῆς, σπουδαίο καί ἐνδιαφέρον ἀρχιτεκτονικό οἰκοδόμημα, πού μέ πέντε κίονες κατά μῆκος χωρίζεται σέ δύο κλίτη, μέ θαυμαστῆς τελειότητας πλινθόκτιστα τόξα, σταυροθόλια καί θόλους στή στέγη. Γιά ὅλες αὐτές τίς δραστηριότητες καί τό σπουδαῖο οἰκοδομικό του ἔργο ὁ ἠπειρώτης ἡγούμενος Συμεών θεωρεῖται ὡς τρίτος κτίτορας τῆς μονῆς.
Πλάι στήν τράπεζα, ὅπως συνηθίζεται σ’ αὐτές τίς περιπτώσεις, πρός τό βόρειο τοῖχος της, εἶναι κτισμένη ἡ ἑστία, δηλαδή τό μαγειρεῖο τῆς μονῆς. Ἡ ἑστία ἔχει καί ἐδῶ τόν καθιερωμένο μοναστηριακό ἀρχιτεκτονικό τύπο˙ ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα εὐρύχωρο τετράγωνο δωμάτιο πού στεγάζεται ὁλόκληρο ἀπό ἕνα ἡμισφαιρικό θόλο, ὁ ὁποῖος στήν κορυφή του καταλήγει σέ ἕνα μικρό τρουλλίσκο˙ τά παράθυρα τῆς σφενδόνης τοῦ τρουλλίσκου χρησιμεύουν γιά τήν ἔξοδο τοῦ καπνοῦ. Ἡ ἑστία, καλά συντηρημένη καί καθαρισμένη σήμερα, ἐκτός ἀπό τό ἀρχιτεκτονικό παρουσιάζει καί ἄλλο ἐνδιαφέρον γιά τόν ἐπισκέπτη, γιατί σ’ αὐτήν ἔχουν συγκεντρωθεῖ καί εἶναι ἐκτεθειμένα πολλά παλαιά χάλκινα, πήλινα ἤ ξύλινα μαγειρικά καί ἄλλα σκεύη, πού χρησιμοποιοῦσαν τότε γιά τίς ἀνάγκες τους οἱ μοναχοί.
Τόν Ἰούλιο τοῦ 1572, σύμφωνα μέ τήν ἐντοιχισμένη ἐξωτερική πλίνθινη ἐπιγραφή, ἀνεγέρθηκε τό νοσοκομεῖο-γηροκομεῖο τοῦ μοναστηριοῦ, σπουδαῖο καί αὐτό ἀπό ἀρχιτεκτονική ἄποψη κτίριο, μέ τήν περίτεχνη πλινθόκτιστη ὀροφή τοῦ ἰσογείου του, μέ κεντρικό θόλο, στηριζόμενο σέ τέσσερις κίονες, καί μέ ὀκτώ πλευρικά σταυροθόλια.
Ἤδη κατά τή δεύτερη δεκαετία τοῦ ΙΣΤ΄ αἰ., στά χρόνια τῆς ἀρχῆς τοῦ βοεβόδα τῆς Βλαχίας NeagoeBasarab (1512-1521), μέ προσωπικά ἔξοδα τοῦ δυναμικοῦ καί φιλόθρησκου αὐτοῦ ἡγεμόνα, εἶχε κατασκευαστεῖ ὁ πύργος καί ἡ κλίμακα ἀνόδου (ὄχι ἡ σημερινή λαξευτή στό βράχο πού κατασκευάστηκε τό 1922, ἀλλά ξύλινη ἀνεμόσκαλα προσηλωμένη κατακόρυφα στό βράχο) τῆς μονῆς, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ γράμμα τοῦ καθηγουμένου τοῦ Μετεώρου Διονυσίου: «αὐτός δέ ὁ μακαρίτης κύρ Ἰωάννης ὁ Νεάγγος ἐκατάρτισεν ἐκατάρτισεν ἡμῖν πύργον ἄνω ἐν τῷ λίθῳ καί τήν κλίμακα ἐκαλλιέργησεν καί τάς ζευκτηρίας αὔξησεν καί πολλά ἀγαθά προτερήματα ἐν τῷ μοναστηρίῳ πεποίηκε καί κειμήλια ἐδωρήσατο».
Ἀνάμεσα στούς παλαιούς ἡγουμένους, τῶν ὁποίων τό πέρασμα ἄφησε ἀνεξάλειπτα τά ἴχνη τῆς ἔντονης παρουσίας τους στή μονή, ἐξέχουσα θέση κατέχει ὁ Παρθένιος Ὀρφίδης, ὁ «μουσικώτατος» καί «ψάλτης», κατά τά τέλη τοῦ ΙΗ΄ καί τίς ἀρχές τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα. Ἀναφέρεται ἐπανειλημμένα σέ ἐπιγραφές ὡς ἀνακαινιστής καί δωρητής εἰκόνων, ὅπως στό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου (1784), στό τέμπλο τοῦ ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς (1790), καί στό παρεκκλήσι τῶν ἰσαποστόλων Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης, καθώς ἐπίσης καί ὡς δωρητής παλαιοῦ κομψοῦ προσκυνηταρίου μέ ὡραία ἔνθετη διακόσμηση ἀπό φίλντισι, τό ὁποῖο βρίσκεται στόν κυρίως ναό τοῦ καθολικοῦ καί φέρει τήν ἐπιγραφή:
ΕΠΙ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΠΑΡΘΕ/ΝΙΟΥ ΟΡΦΙΔΟΥ ΗΓΟΥΜΕ/ΝΟΥ ΤΕ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ/ ΜΕΤΕΩΡΟΥ ΣΥΝ ΚΑΛ/ΛΙΝΙΚΩ ΤΩ ΝΙΚΗΝ/ ΜΟΥΣΑΙΣ [ΔΙΔ]ΟΝΤ/ ΠΕΡΙΦΑ[ΝΕΣΙ] ΚΑΛΛ/ΕΣΙΝ ΤΑΔ ΥΦΑΝΘΗ.
Στίς ἡμέρες του ἀνεγέρθηκε (1789) τό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης καί κατασκευάστηκε (1791) τό ἀριστουργηματικό ξυλόγλυπτο τέμπλο τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς. Μέ δική του, τέλος, πρωτοβουλία καί προσωπικά του ἔξοδα εἶχε οἰκοδομηθεῖ (1806), ὁλόκληρη νέα σειρά κελλιῶν (ἡ σχετική ἐπιγραφή, σέ μάρμαρο, φυλάσσεται σήμερα στό μουσεῖο, γιατί τά κελλιά αὐτά ἔχουν κατεδαφιστεῖ καί ἀνακτιστεῖ).
Καί ὅλα αὐτά, ἐνῶ παρέλαβε τό μοναστήρι «εἰς ἐσχάτην πενίαν καί εἰς χρέος βαρύτατον καί φορτίον δυσβάστακτον», ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ ἴδιος σέ ἀχρονολόγητη ἁπανταχοῦ του ζητείας. Ἤδη ἀπό τόν Ἀπρίλιο (8-25) τοῦ 1779, πού ὁ Σουηδός ἀνατολιστής JacobJ. Björnstahl ἐπισκέφθηκε τή Μονή τοῦ Μεγάλου Μετεώρου, ἡγούμενος τοῦ μοναστηριοῦ ἦταν ὁ Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ἐπιδαψίλευσε στόν ξένο περιηγητή φιλόφρονη φιλοξενία καί τόν διευκόλυνε στίς ἐρευνητικές του ἀναζητήσεις. Μουσικά του μέλη περιέχει ὁ κώδ. 329 τῆς μονῆς.
Στά 1809, μετά τό μαρτυρικό τέλος τοῦ θρυλικοῦ παπᾶ-Θύμιου Βλαχάβα στά Γιάννενα ἀπό τό θηριώδη Ἀλή-Πασά, ὁ ἡγούμενος Παρθένιος Ὀρφίδης βρίσκεται αἰχμάλωτος στήν ἠπειρωτική πρωτεύουσα, φυλακισμένος στά μπουντρούμια τοῦ Ἀλῆ γιατί προφανῶς ἡ Μονή τοῦ Μεγάλους Μετεώρου, ὅπως καί οἱ ὑπόλοιπες μονές, εἶχε ὑποθάλψει καί ἐνισχύσει τό κίνημα τοῦ φλοτεροῦ ἱερωμένου. Γι’ αὐτό, ἐκτός ἀπό τή Μονή τοῦ Ἁγίου Δημητρίου πού κυριολεκτικά ἱσοπεδώθηκε ἀπό τά τηλεβόλα τῶν Τουρκαλβανῶν, καί ὅλα τά ἄλλα μετεωρίτικα μοναστήρια γνώρισαν τότε τήν ἐκδικητική μανία τοῦ φοβεροῦ τυράννου των Ἰωαννίνων. Ἡ ἐνθύμηση τοῦ ἁπλοϊκοῦ καί ἀγράμματου παπᾶ-Χρύσανθου ἀπό τά Τρίκαλα (κώδ. Μ. Βαρλαάμ 106) μέ τρόπο συγκινητικό, λακωνικό ἀλλά καί πολύ εὔγλωττο, ἀπεικονίζει τά γεγονότα: «1809… επιασαι ω καπιταν πασιας των Παπαθημιο Πλαχαβα και αιστηλαι υς τα Ιωανηνα στω βιζιρι και τον αικαμι ζτηραικυα ταισιρα… και τελυωνοντας ω πολμος αιστηλαι ω βεζιρησ και εβουλωσε τα μοναστηρια και επιρε κε του γουμενοσ απωνι [=ὁπού ’ναι], ης τα Ειωανηνα εος την σιμαιρον ημαιραν».
Πρέπει, τέλος, νά ἀναφέρομε καί τό λόγιο καί πολυπράγμονα ἡγούμενο τῆς Μονῆς τοῦ Μετεώρου, στά τέλη τοῦ ΙΘ΄ αἰώνα, ἱερομόναχο Πολύκαρπο Ραμμίδη, συγγραφέα (1882) καί τῆς πρώτης γενικῆς ἱστορίας τῶν μονῶν τῶν Μετεώρων.
Ἡ Μονή ἔχει καί δύο παλαιά παρεκκλήσια. Τό παρεκκλήσι τοῦ Τιμίου Προδρόμου, θολοσκέπαστο μέ τρίριχτη ἐξωτερικά στέγη, εἶναι στή σημερινή του μορφή μικρός μονόχωρος ναός τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. Ἔχει ὅμως καί παλαιότερες οἰκοδομικές φάσεις, μέ ἄλλο προορισμό τοῦ χώρου, πού ἀνάγονται ἴσως στά χρόνια τῶν κτιτόρων τῆς μονῆς Ἀθανασίου καί Ἰωάσαφ. Σέ παρεκκλήσι διαμορφώθηκε, πιθανότατα, στίς ἀρχές τοῦ ΙΖ΄ αἰώνα. Βρίσκεται στό ἀνατολικό ἄκρο τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ καθολικοῦ, δίπλα στό ἱερό, μέ τό ὁποῖο καί ἐπικοινωνεῖ.
Τό παρεκκλήσι τῶν Ἁγίων Κωνσταντίνου καί Ἑλένης εἶναι καί αὐτό μικρός μονόχωρος ναός τοῦ τέλους τοῦ ΙΗ΄ αἰ. μέ ὡραῖο τροῦλλο, προσαρμοσμένο μορφολογικά στόν ἐπιβλητικό τροῦλλο τοῦ καθολικοῦ. Σύμφωνα μέ τήν ἐντοιχισμένη ἐξωτερικά ἐπιγραφή του, ἀνεγέρθηκε τό Μάρτιο τοῦ 1789, ἐπί ἡγουμένου Παρθενίου Ὀρφίδη, μέ ἔξοδα τοῦ μοναχοῦ Διονυσίου καί τοῦ γιοῦ του, ἱερομονάχου Ζαχαρία, ἀπό τήν Κόνιτσα. Βρίσκεται στά δυτικά τοῦ καθολικοῦ καί πολύ κοντά σ’ αὐτό.
Ὑπάρχει καί ἕνα καινούργιο, τρίτο παρεκκλήσι, τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου, στό ἰσόγειο τῆς ἀνακαινισμένης βορειοδυτικῆς πτέρυγας τῶν κελλιῶν, τό ὁποῖο κοσμεῖται μέ καλῆς τέχνης σύγχρονες τοιχογραφίες.
Πολλές εἶναι οἱ καταστροφές τῶν καιρικῶν περιστάσεων πού ἔπληξαν τό μοναστήρι τοῦ Μεγάλου Μετεώρου. Ἐπιδρομές ἀθέων καί ἀσεβῶν, κλεψιές καί λεηλασίες, πυρκαγιές: «Ἐπί ἔ[τους] ᾳχθ΄ [=1609] ἐσκήλευσαν τό μοναστήρι ἀγαρηνοί (;)… ἐροίμοσεν παντελῶς τό μοναστήρι καί τό γράφωμεν ἐνθύμησιν τῶν μεταγενεστέρων ἀδελφῶν» (σημείωση στό τοιχογραφημένο τμῆμα τοῦ ἐξωτερικοῦ νάρθηκα, στό ἀνατολικό ἄκρο). Ὁ Σουηδός περιηγητής J. Björnstahlστό «Ὁδοιπορικό» του (1779, πρωτοεκδόθηκε ὅμως στά 1783) μᾶς διασώζει ἐνδιαφέρουσες ἐνθυμήσεις γιά τήν ἱστορία τῆς μονῆς, τίς ὁποῖες διάβασε σέ χειρόγραφο εὐαγγέλιο πού σήμερα δέν ὑπάρχει. Σύμφωνα μέ τίς ἐνθυμήσεις αὐτές, στά 1616, Μεγάλη Παρασκευή, ἡ μονή λεηλατήθηκε ἄγρια ἀπό τόν πασά τῶν Ἰωαννίνων Ἀρσλάν – μπέη (+ 1618), ὁ ὁπῖος, «μέ τό πρόσχημα πώς ἤθελε νά σεργιανίσει ἐκεῖ ἀπάνω καί νά δεῖ τή μονή μαζί μέ τή συνοδεία του, ξεγέλασε τούς μοναχούς˙ καί μόλις τούς ἔσυραν ἀπάνω, ἄρχισε μέ τούς στρατιῶτες του νά τούς τουφεκάει. Σκότωσε τρεῖς ἕως τέσσερις ἀπ’ αὐτούς καί ἔπειτα ἅρπαξε τά πάντα». Λίγα χρόνια ἀργότερα, στίς 26 Ὀκτωβρίου τοῦ 1633, μεγάλη πυρκαγιά ἀποτελείωσε τήν καταστροφή.
Ὅμως τό Μεγάλο Μετέωρο, μέσα ἀπό τίς ἀτέλειωτες περιπέτειες καί τούς κατατρεγμούς ἕξι αἰώνων, συνέχισε χωρίς διακοπή τή μοναστική παρουσία καί ἀκτινοβολία του καί διαφύλαξε, κατά τό μεγαλύτερο μέρος, τούς πολύτιμους θησαυρούς καί τά ἀνεκτίμητα ἐθνικά καί θρησκευτικά του κειμήλια. Τό σπουδαιότερο ἀπ’ ὅλα ὅμως, στά ἑξακόσια αὐτά χρόνια ἀποτελεῖ ζωντανή ἔπαλξη τοῦ ὀρθόδοξου μοναχισμοῦ, προπύργιο ἀληθινό τῆς χριστιανοσύνης καί κιβωτό ἱερή τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί ἐθνικῶν παραδόσεων τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Πηγή: Άγια Μετέωρα, Οδοιπορικό Δ.Ζ.Σοφιανού, Έκδοση Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου Έκδοση 2012