Στις αρχές του καλοκαιριού του 1825 τα στρατεύματα του Ιμπραήμ επιτυγχάνουν αλλεπάλληλες νίκες έναντι των ελληνικών άτακτων σωμάτων. Πανικός και απελπισία έχει κυριεύσει την ελληνική πλευρά. Οι Ζαϊμης, Κολοκοτρώνης, Πλαπούτας, Κανέλλος Δεληγιάννης κ.α. αρχηγοί, ακολουθώντας διαφορετικά μονοπάτια τράβηξαν για τα Λαγκάδια, όπου έφτασαν κυνηγημένοι και απελπισμένοι.
Στα Λαγκάδια ακολούθησε τους αρχηγούς των Πελοποννησίων και ο Χρίστος ή Χριστόφορος Ζαχαριάδης, που είχε έλθει από τη Ζάκυνθο κατά τη διάρκεια της μάχης της Αλωνίσταινας φέρνοντας μαζί του γράμματα της Επιτροπής της και ένα σχέδιο πράξης (συνταγμένο στην αρχή στα γαλλικά με τη συνεργασία του μεγάλου αρμοστή των Ιονίων Νήσων Frederic Adam και του Ρώμα, όπως ο τελευταίος είχε εκμυστηρευτεί στον Σπηλιάδη), με την οποία οι Έλληνες θέσπιζαν «την παρακαταθήκην της ελευθερίας, εθνικής ανεξαρτησίας και της πολιτικής υπάρξεως» του έθνους, «εις την απόλυτον υπεράσπισιν της Μεγάλης Βρετανίας», σχέδιο που το είχαν συζητήσει οι Πελοποννήσιοι, χωρίς όμως τελικά να το υπογράψουν. Τώρα, ύστερα από το κυνηγητό, στις στιγμές της απελπισίας και του πανικού, οι αρχηγοί ξανασυζητούν το έγγραφο, το υπογράφουν στις 24 Ιουλίου – πρώτος ο Κολοκοτρώνης – και το παραδίδουν στο Ζαχαριάδη για να μεταφέρει στην Επιτροπή της Ζακύνθου. Μολονότι το έγγραφο εκείνο στην πρώτη του διατύπωση καθόριζε αρχηγό των δυνάμεων της ξηράς τον Θ. Κολοκοτρώνη και της θάλασσας τον Α. Μιούλη, ο Ζαΐμης δε δίστασε να το υπογράψει παραμερίζοντας τα έντονα αισθήματα φιλοπρωτίας εμπρός στον κίνδυνο της πατρίδας, και μάλιστα παρακίνησε τους άλλους να υπογράψουν και για λογαριασμό γνωστών τους που απουσίαζαν.
Στον ευφάνταστο και ευμετάβολο ελληνικό λαό πάντοτε οι δυστυχίες και οι αποτυχίες προξενούν αλλεπάλληλες μεταπτώσεις από την άκρα απελπισία στην άκρα αισιοδοξία, καθώς και το αντίθετο. Την παρατήρηση αυτή με τη διπλή εφαρμογή της τη διαπιστώσαμε μετά την αποφυλάκιση του Κολοκοτρώνη και τώρα πάλιν, μετά τη σκληρή διάψευση των ελπίδων των Πελοποννησίων, τις οποίες είχαν στηρίξει σ’ αυτόν. Οι αλλεπάλληλες ήττες τους απογοητεύουν και τους ρίχνουν σε μεγάλη συνειδησιακή κρίση. Νομίζουν ότι όλα πια είναι χαμένα και ότι δεν απομένει άλλη πια ελπίδα σωτηρίας παρά μόνον η εξωτερική βοήθεια.
Η αίτηση της αγγλικής προστασίας είχε συνταχθεί σε δύο αντίγραφα από την Επιτροπή Ζακύνθου (Διονύσιο Ρώμα, Παναγιώτη Στεφάνου και Κωνσταντίνο Δραγώνα), ύστερα από συνεννόηση με τον Frederic Adam. Η συνεργασία τους, κατά τη γνώμη σύγχρονου Έλληνα ερευνητή, ήταν ισότιμη, «απρόσωπη και τεκτονική» φιλική επαφή· δεν αποτελούσε δηλαδή εξάρτηση της Επιτροπής από τον Άγγλο αξιωματούχο.
Το ένα από τα αντίγραφα θα το υπέγραψε πρώτος, όπως είδαμε, ο Κολοκοτρώνης και κατόπιν οι επίσημοι Πελοποννήσιοι και το άλλο ο Μιαούλης και οι επιφανείς Νησιώτες και ορισμένοι Στερεοελλαδίτες. Η αίτηση προστασίας διαβιβάστηκε με συνοδευτικό γράμμα του Κουντουριώτη προς τον Adam, ο οποίος και έσπευσε να του απαντήσει σχετικά στις 11/23 Αυγούστου.
Δύο ακόμη αντίγραφά της στάλθηκαν μέσω του Hamilton, που ανέπτυξε τότε μεγάλη δραστηριότητα, προς τον πρεσβευτή της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη, δύο μέσω του Σπ. Τρικούπη στον Adam και τέλος άλλα δύο στον Δημ. Μιαούλη, στο γιο του ναυάρχου, για να τα επιδώσει αυτοπροσώπως στα χέρια του Canning στο Λονδίνο, όπου και έφθασε με το βρίκι του «Κίμων» στις 5 Οκτωβρίου. Είκοσι, όμως, μέρες περίπου προτού φτάσει, στις 13 Σεπτεμβρίου, η αγγλική κυβέρνηση με βασιλική διακήρυξη είχε απαγορεύσει αυστηρά τη στρατολογία ανδρών για τον ελληνικό στρατό, καθώς και τον εξοπλισμό πολεμικών σκαφών στα αγγλικά λιμάνια για λογαριασμό των Ελλήνων, ενώ σύγχρονα σχεδόν ο Canning, σε πρόσκληση της Αυστρίας, να δηλώσει τι να κάνει μετά το ψήφισμα των Ελλήνων για την προσφυγή της Ελλάδας στην προστασία της Μεγάλης Βρετανίας, έσπευσε να αποδοκιμάσει όλες τις πράξεις του Adam και του Hamilton. Και όμως γενική σχεδόν ήταν η εντύπωση ότι μόνον η Αγγλία θα έσωζε την Ελλάδα. Ακόμη και ο φερόμενος αρχηγός της γαλλικής μερίδας Κωλέττης έγραφε από το Ναύπλιο στις δύσκολες εκείνες ώρες, στις 20 Ιουλίου 1825, μαζί με τον Γ. Μπότσαρη και τον Α. Σπηλιωτάκη, τα εξής: «Έχομεν δίκαιον παρά πάσαν άλλην δύναμιν να εμπιστευώμεθα την Αγγλίαν· διότι είμεθα πεπεισμένοι ότι αύτη μόνον επιθυμεί ειλικρινώς την ανεξαρτησίαν μας».
Σύγχρονα σχεδόν από την έδρα της κυβέρνησης ο Γ. Κουντουριώτης και άλλα μέλη του εκτελεστικού αποστέλλουν στις 18 Ιουλίου στην Επιτροπή Ζακύνθου τον Σπ. Τρικούπη και τον Ζακυνθινό Π. Λεονταρίτη, ο οποίος είχε τερματίσει επιτυχώς άλλη παράλληλη προς του Ζαχαριάδη αποστολή στο Ναύπλιο (είχε παραλάβει μαζί του κείμενο επίσης της αίτησης προστασίας, το οποίο εκεί κάπως τροποποιείται) με την εντολή να ενεργήσουν μαζί με την Επιτροπή, ώστε οι Έλληνες να λάβουν «καμίαν ταχείαν και άμεσον βοήθειαν από τας Ιονικάς Νήσους», δηλαδή ν’ αποβιβαστεί ένα σώμα Επτανησίων με αξιο αρχηγό και να εμποδιστεί η άφιξη νέων αιγυπτιακών δυνάμεων. Ο Τρικούπης, ο οποίος επρόκειτο να συνεχίσει το ταξίδι προς την Κέρκυρα και να επισκεφτεί τον Adam, για να επιτύχει την παραπάνω πρόχειρη βοήθεια, δεν είχε καμιά άλλη εντολή και καμιά πληρεξουσιότητα για κανένα άλλο ζήτημα. Μολονότι η αποστολή του θα θεωρηθεί περιττή και μάλλον βλαπτική από την Επιτροπή Ζακύνθου, θα πάει στην Κέρκυρα και δα δει τον Adam, αλλά θα επιστρέψει σε λίγο άπρακτος. Ο Adam, γράφοντας στις 29 Αυγούστου προς τον πρόεδρο του εκτελεστικού, του εξηγεί τις δυσκολίες που τον εμποδίζουν να παραβεί ην ουδετερότητα και να συγκατατεθεί σε κάποια από τις προτάσεις που κομίζει ο Τρικούπης.
Την πράξη της «προστασίας», την οποία η Επιτροπή Ζακύνθου τη θεώρησε «ως το άριστον μέσον ως προς την κατάστασιν των της Ελλάδος εσωτερικών πραγμάτων», την είχαν εγκρίνει και υπογράψει στις 24 Ιουλίου οι βουλευτές και όλα σχεδόν τα μέλη του εκτελεστικού (εκτός από τον Κωλέττη), ακόμη και όσοι αρχιερείς και ιερείς βρέθηκαν στο Ναύπλιο. Δεν υπέγραψαν όμως το έγγραφο ο «μινίστρος του Πολέμου» Αδάμ Δούκας, ο Αινιάν και όλοι σχεδόν οι στρατιωτικού και πολιτικοί της Ανατολικής Στερεάς, αλλά όχι της Δυτικής, οι οποίοι συντάχθηκαν με το Μαυροκορδάτο. Αντίγραφο της πράξης στάλθηκε και στα Νησιά. Ο Δ. Υψηλάντης, δυσαρεστημένος όχι μόνο από το διορισμό του Κολοκοτρώνη ως γενικού αρχηγού των στρατοπέδων των Βερβαίνων και του Αγίου Πέτρου, όπως είδαμε, αλλά και από την αίτηση προστασίας, αποσύρθηκε στο Ναύπλιο αι από τότε ως την άφιξη του Καποδίστρια δεν πήγε σε κανένα στρατόπεδο.
Ο Ν. Σκούφος, οπαδός της φιλογαλλικής κίνησης, και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης αναφέρουν ότι συντάχθηκε και προς τη Γαλλία αίτηση προστασίας, που την υπέγραψαν ο Δ. Υψηλάντης, ο Κωλέττης, ο Κ. Μαυρομιχάλης κ.α. Τότε ο Αναγνωσταράς κινήθηκε και αυτός και ενήργησε, ώστε να σταλεί ξεχωριστή αίτηση προστασίας και προς τη Ρωσία, την οποία υπέγραψε, μεταξύ άλλων, και ο Νικήτας.
Παρατηρήθηκε τότε στο Ναύπλιο παράλληλη έντονη φιλογαλλική κίνηση και σφοδρή αντίδραση στην αίτηση αγγλικής προστασίας. […]Οι διαπληκτιζόμενοι οπαδοί των δύο νεοσχηματιζόμενων μερίδων φάνηκαν, όπως ήταν επόμενο, πρώτα στο Ναύπλιο, στην έδρα της κυβέρνησης. Του γαλλικού εκκολαπτόμενοι αρχηγοί ήταν ο Κωλέττης, ο Γ. Αινιάν και ο Ιωάννης Σούτσος· και του αγγλικού ο Μαυροκορδάτος, ο Σπ. Τρικούπης, ο Γεώργιος Καναββός απεσταλμένος της φρουράς του Μεσολογγίου κ.α. Στην πόλη αυτή, μάλλον κατά το τέλος του καλοκαιριού του 1825, διάφοροι οπλαρχηγοί είχαν πάρει γράμματα ταυτόχρονα και από τους δύο πολιτικούς, Μαυροκορδάτο και Κωλέττη, οι οποίοι ήθελαν να προσελκύσουν, ο καθένας προς το μέρος του, τους στρατιωτικούς αρχηγούς με απώτερο ίσως σκοπό να ζητήσουν με αναφορά οι πρώτοι την παρέμβαση της Γαλλίας και την υποστήριξη του δούκα του Nemours και οι άλλοι την προστασία της Αγγλίας. Με αυτό τον τρόπο προσπαθούσαν οι πολιτικοί να μπλέξουν τους στρατιωτικούς του Μεσολογγίου στις πολιτικές τους επιδιώξεις και φιλοδοξίες. Αυτοί όμως, ύστερα από μεταξύ τους συνεννοήσεις, υποπτευόμενοι ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει απέφυγαν το σκόπελο δίνοντας την αρμόζουσα αποστομωτική απάντηση: «ούτε στον ένα ούτε στον άλλο θα χαρίσουμε την πολεμική μας δόξα· καλάθα κάνουν να μας εφοδιάσουν με τα αναγκαία και ας πάψουν να μας ανακατώνουν».