Η Φθιώτιδα στην Τουρκοκρατία
και η συμμετοχή της στην επανάσταση του 1821
Στα χρόνια της τουρκοκρατίας σε διοικητικό επίπεδο, η περιοχή του καζά της Υπάτης (Πατραντζίκι) και ο Δομοκός υπαγόταν στο σαντζάκι της Ναυπάκτου, ενώ η υπόλοιπη Φθιώτιδα (καζάδες Ζητουνίου, Μενδενίτσας, Ταλαντίου, Τουρκοχωρίου) σ’ αυτόν του Ευρίπου με πρωτεύουσα τη Χαλκίδα και κάποιες περιοχές κοντά στα Άγραφα στο σαντζάκι των Τρικάλων. Παράλληλα σε εκκλησιαστικό επίπεδο, στο φθιωτικό χώρο, υπήρχε η μητρόπολη Νέων Πατρών (Υπάτης) και οι επισκοπές Θαυμακού, Ζητουνίου, Μενδενίτσας και Ταλαντίου.
Σε όλο το διάστημα των 7 βενετοτουρκικών πολέμων (1463-1718), η Φθιώτιδα αποτέλεσε τον χώρο στάθμευσης ή διέλευσης μεγάλων οθωμανικών στρατευμάτων προς τα κύρια μέτωπα της Πελοποννήσου ή της δυτικής Ελλάδος, υφιστάμενη ποικίλες ταλαιπωρίες και αντίποινα λόγω των τοπικών εξεγέρσεων.
Την περίοδο των Ορλωφικών (1770-1774) η περιοχή συμμετείχε, όπως και το σύνολο του ελληνισμού, στην γενικευμένη επανάσταση και υπέστη σοβαρές καταστροφές από τις αλβανικές επιδρομές. Την περίοδο 1788-1820 η Φθιώτιδα στο σύνολό της αποτέλεσε τμήμα του ημι-αυτόνομου κράτους του Αλή πασά.
Οι συνθήκες βίωσης της μακραίωνης σκλαβιάς ήταν οδυνηρές και δεν διέφεραν από αυτές του υπόλοιπου τουρκοκρατούμενου ελληνισμού: αφόρητη καταπίεση των πληθυσμών, βίαιοι εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα, μαζικοί εποικισμοί περιοχών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ποικίλες βαρβαρότητες, άγρια καταστολή, βαριά φορολογία, συνεχείς αγγαρείες και υποχρεωτική συντήρηση πολυπληθών στρατευμάτων για τις ανάγκες διεξαγωγής των οθωμανικών εκστρατειών.
Όλα αυτά δημιούργησαν τις συνθήκες για να φουντώσει το αδούλωτο φρόνιμα και ο πόθος της ελευθερίας και της αποτίναξης του σουλτανικού ζυγού. Έντονη ήταν η δράση επώνυμων Κλεφτών και Αρματολών στην περιοχή που συγκρούονταν με την οθωμανική εξουσία και προετοίμασαν σταδιακά, μαζί με το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού και τη Φιλική Εταιρεία, τον ένοπλο αγώνα του 1821.
Σημαντικό ιστορικό λόγο διαδραμάτισαν την περίοδο εκείνη και τα μοναστήρια της περιοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Ιερά Μονή Αγάθωνος, χτισμένη σε μια δασώδη πλαγιά της Οίτης, στα 1400 περίπου, από τον μοναχό Αγάθωνα, ήταν λημέρι των κλεφτών και των αρματολών της περιοχής. Εκεί καθ΄ όλη τη διάρκεια της σκλαβιάς λειτουργούσαν Κρυφό Σχολειό και η περίφημη Σχολή Αγάθωνος. Στη σχολή αυτή, που από το 1742 μεταφέρθηκε στην Υπάτη, δίδαξαν επιφανείς λόγιοι της εποχής και εκπαιδεύτηκαν πολλοί μοναχοί, ιερείς και κάτοικοι της γύρω περιοχής.
Με το ξέσπασμα της μεγάλης επανάστασης του 1821 και με δεδομένο ότι σημαντικός όγκος σουλτανικού στρατού υπό τον Μόρα Βαλεσή Χουρσίτ πασά, βρισκόταν στην Ήπειρο για τις επιχειρήσεις εναντίον του αποστάτη Αλή πασά, κύριο στόχο του σουλτάνου αποτέλεσε ο έλεγχος της Πελοποννήσου, ως της πλέον βασικής επαναστατικής εστίας και η προστασία της Τρίπολης που πολιορκούνταν στενά από τον Κολοκοτρώνη. Έτσι η Λαμία και ο ευρύτερος χώρος της Φθιώτιδας, βόρεια του Σπερχειού, αποτέλεσαν ισχυρή βάση συγκέντρωσης και ανεφοδιασμού όλων των οθωμανικών στρατών, που διαμέσου της ανατολικής Στερεάς, επεδίωκαν την κάθοδο στην Πελοπόννησο, αρχικά για τον απεγκλωβισμό της Τρίπολης και κατόπιν για την ανάκτησή της. Στην περιοχή της Φθιώτιδας έδρασαν σε όλη τη διάρκεια 1821-1829 πολλοί επώνυμοι ηγέτες της επανάστασης, όπως οι Αθανάσιος Διάκος, Οδυσσέας Ανδρούτσος (το αρχηγείο του ήταν στη Δρακοσπηλιά στην Τιθορέα), Γεώργιος Καραϊσκάκης, Π. Πανουργιάς, Γιάννης Δυοβουνιώτης , Δημήτριος Υψηλάντης, Κίτσος Τζαβέλας, Γιάννης Γκούρας, Δήμος Σκαλτσάς και άλλοι.
Η επανάσταση στη Φθιώτιδα ουσιαστικά ξεκίνησε με την απελευθέρωση της Αταλάντης (πολιορκία 28-31 Μαρτίου) και της Μενδενίτσας (πολιορκία 7-13 Απριλίου) και την κατάληψη του Τουρκοχωρίου (13 Απριλίου). Έως τα μέσα Απριλίου όλη η περιοχή μέχρι την Αλαμάνα ήταν ελεύθερη, με τα 2 βασικά οθωμανικά κέντρα διοίκησης, την Υπάτη (Πατρατζίκι) και τη Λαμία (Ζητούνι), να βρίσκονται υπό την απειλή των επαναστατών. Τον Απρίλιο του 1821 η κάθοδος τουρκικής στρατιάς 9.000 ανδρών από τα Γιάννενα, υπό τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ, οδήγησε, στη σύσκεψη στις Κομποτάδες (14 και 20 Απριλίου) των οπλαρχηγών (Αθανασίου Διάκου, Π. Πανουργιά και Γιάννη Δυοβουνιώτη) για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Ακολούθησαν οι μάχες στο Σταυρό Λαμίας, στο Καλαμάκι (Δερβέν Φούρκα) και η 1η αποτυχημένη πολιορκία της Υπάτης (18 Απριλίου) λόγω της ταχείας καθόδου των Τούρκων. Οι 3 οπλαρχηγοί έδωσαν την ηρωική μάχη της Αλαμάνας (23 Απριλίου) στην αμυντική τοποθεσία Γοργοπόταμου – Αλεπόσπιτων – Ηράκλειας – Χαλκωμάτας – Ι.Μ Δαμάστας – Αλαμάνας, που οδήγησε στην ήττα και τον μαρτυρικό θάνατο του Αθανασίου Διάκου. Η ανέλπιστη νίκη όμως του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο Χάνι της Γραβιάς (8 Μαΐου) αναχαίτισε την τουρκική προέλαση προς τη Βοιωτία. Στις 29 Μαΐου διεξήχθη και η νικηφόρα μάχη στον Αετό Καστανιάς Υπάτης που όμως δεν επέτρεψε την κατάληψη της πόλης.
Τον Αύγουστο, κατέφθασε για βοήθεια των 2 εγκλωβισμένων πασάδων, νέος σουλτανικός στρατός 8.000 υπό τον Χατζή Μεχμέτ Μπεϋράν, που καταστράφηκε στα Βασιλικά της Λοκρίδας (26 Αυγούστου), από τους ντόπιους οπλαρχηγούς Γκούρα, Πανουργιά και Δυοβουνιώτη. Έτσι οι τουρκικοί στρατοί εγκλωβίστηκαν για 7 μήνες (Απρίλιος-Οκτώβριος) στην ανατολική Στερεά με αποτέλεσμα η Τρίπολη να πέσει στα χέρια των Ελλήνων (23 Σεπτεμβρίου) και η επανάσταση να στερεωθεί στην Πελοπόννησο.
Το 1822, μετά την ήττα και τον θάνατο του Αλή πασά τον Ιανουάριο, αποδεσμεύτηκε μεγάλος αριθμός σουλτανικών στρατευμάτων που άρχισε να συγκεντρώνεται σταδιακά από τον Μάρτιο στη Λαμία, με σκοπό την ανακατάληψη του Μοριά (τότε διεξήχθησαν για 4 μήνες πολλαπλές συγκρούσεις ιδίως στη δυτική Φθιώτιδα που σημαδεύτηκαν από την καταστροφή της Ι. Μ Αγάθωνος και της πλούσιας βιβλιοθήκης της). Στα πλαίσια του σχεδίου, που συμφωνήθηκε στον Μπράλο (24 ή 26 Μαρτίου) από τους Ανδρούτσο, Νικηταρά, Πανουργιά, Δυοβουνιώτη, Υψηλάντη, Σκαλτσά και άλλους οπλαρχηγούς, έγιναν και οι αποτυχημένες (ουσιαστικά υπονομευμένες από τον Άρειο Πάγο) επιχειρήσεις Στυλίδας-Αγ. Μαρίνας (31 Μαρτίου-13 Απριλίου) και η 2η πολιορκία της Υπάτης (3-8 και 17-22 Απριλίου). Στόχο ήταν η κατάληψη της Λαμίας και της Υπάτης ώστε να εμποδιστεί η κάθοδος του Μαχμούτ πασά Δράμαλη που ξεκίνησε τελικά από την Αλαμάνα στις 30 Ιουνίου με 30.000 στρατό για την Πελοπόννησο. Η έξοχη στρατηγική του Κολοκοτρώνη τον ανάγκασε όμως να υποχωρήσει και μετά τις ήττες του στα Δερβενάκια και το Αγιονόρι (26-28 Ιουλίου) να εγκλωβιστεί στην Κόρινθο. Η νέα τουρκική στρατιά 12.000 ανδρών υπό τον Κιοσέ Μεχμέτ, που εστάλη στην ανατολική Στερεά την περίοδο Αυγούστου-Νοεμβρίου με στόχο τον απεγκλωβισμό του Δράμαλη και προκάλεσε ασύλληπτες καταστροφές, ιδίως σε Λοκρίδα και Φωκίδα, αντιμετωπίστηκε επιτυχώς από τον Ανδρούτσο όχι μόνο στρατιωτικά αλλά και με τη μέθοδο του δήθεν «προσκυνήματος» (καπάκια).
Το 1823 για 4 μήνες (Μάιος-Αύγουστος) στην περιοχή έδρασε άλλο εκστρατευτικό σώμα από τη Λάρισα, δύναμης 10.000 ανδρών, υπό τους Γιουσούφ πασά Περκόφτσαλη της Βράιλας και Σαλίχ πασά της Αδριανούπολης με πορεία προς Φωκίδα-Βοιωτία, παράλληλα με τη μεγάλη εκστρατεία του Μουσταή πασά της Σκόδρας στη δυτική Ελλάδα.
Την περίοδο Ιουνίου-Οκτωβρίου 1824 σημειώθηκε νέα εισβολή από τη Λαμία, με στόχο την Πελοπόννησο, από 15.000 Τούρκους υπό τους Ιμπραήμ Δερβίς πασά, Γιουσούφ Περκόφτσαλη και Αμπάζ Ντίπρα που αναχαιτίστηκαν στις 14 Ιουλίου στην Άμπλιανη Φωκίδας. Στις 12 Αυγούστου, μάλιστα, 200 Σουλιώτες υπό τον Λ. Βέϊκο, από το χωριό Οίτη (Γαρδικάκι), διενήργησαν επιτυχημένη νυχτερινή καταδρομική επίθεση στο τουρκικό νοσοκομείο στα Καλύβια, έξω από τη Λαμία.
Το 1825 η μεγάλη εκστρατεία του Ρεσίτ πασά Κιουταχή με στόχο την κατάληψη του Μεσολογγίου, συνδυάστηκε με ταυτόχρονη εισβολή (Απρίλιος-Οκτώβριος) 5.000 Τούρκων υπό τους Μουστάμπεη Κιαφεζέζη, Δεμίρ και Αμπάζ Ντίπρα στη Φωκίδα μέχρι τα όρια της δυτικής Φθιώτιδας. Μετά την πτώση του Μεσολογγίου (10 Απριλίου 1826) άρχισε η πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή (Ιούλιος 1826). Το φθινόπωρο του 1826, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, υλοποιώντας το ευφυές σχέδιο περικύκλωσης των Τούρκων στην Αττική, εξεστράτευσε στην ανατολική Στερεά (Οκτώβριος 1826-Φεβρουάριος 1827) και πέτυχε τις μεγάλες νίκες στην Αράχωβα (17-24 Νοεμβρίου) και το Δίστομο (17 Ιανουαρίου-6 Φεβρουαρίου 1827). Στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας έγινε και η αποτυχημένη ελληνική επίθεση (υπό τους Καρατάσο και Γάτσο) στην Αταλάντη εναντίον των αποθηκών του Κιουταχή (5-9 Νοεμβρίου). Μετά τον θάνατο του Καραϊσκάκη, την τραγική ήττα στο Φάληρο (24 Απριλίου 1827) και την παράδοση της Ακρόπολης (24 Μαΐου), μεσολάβησαν σοβαρές διπλωματικές και στρατιωτικές εξελίξεις με τη Συνθήκη του Λονδίνου (24 Ιουνίου/6 Ιουλίου 1827), τη ναυμαχία του Ναβαρίνου (8/20 Οκτωβρίου 1827), την έλευση του Ιωάννη Καποδίστρια (6 Ιανουαρίου 1828) ως πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδος και την έναρξη του ρωσο-τουρκικού πολέμου (14/26 Απριλίου 1828).
Το 1828 σημαδεύτηκε από την εκστρατεία του Κίτσου Τζαβέλα (Αύγουστος-Νοέμβριος) στην κεντρική Στερεά (μάχες Γραμμένης Οξυάς στις 23 Σεπτεμβρίου και Γαρδικίου στις 5 Νοεμβρίου) και την αντίστοιχη πορεία του Δημήτριου Υψηλάντη (Οκτώβριος-Νοέμβριος) στην ανατολική. Μέχρι τις 20 Νοεμβρίου 1828 όλη η ανατολική Στερεά μέχρι τη γραμμή των Θερμοπυλών ήταν ελεύθερη. Η νέα τουρκική εκστρατεία 7.000 ανδρών υπό τον Μαχμούτ πασά από τη Λαμία (Δεκέμβριος 1828-Φεβρουάριος 1829) με πορεία προς τη Βοιωτία, αναχαιτίστηκε στη νικηφόρα μάχη του Μαρτίνου (29 Ιαν 1829) από τον Βάσο Μαυροβουνιώτη και ο ελληνικός έλεγχος επανήλθε ξανά μέχρι τη γραμμή των Θερμοπυλών. Η τελευταία προσπάθεια των Τούρκων από τη Λαμία να προωθηθούν μέχρι την Αθήνα έλαβε χώρα τον Αύγουστο του 1829 υπό τον Ασλάν μπέη. Η κατάληξή της ήταν η νικηφόρα τελευταία μάχη στην Πέτρα της Βοιωτίας (12 Σεπτεμβρίου 1829) με την οποία ολοκληρώθηκε ο ένοπλος αγώνας της Ανεξαρτησίας, ταυτόχρονα με τη συντριπτική ήττα του σουλτάνου στο ρωσο-τουρκικό πόλεμο (συνθήκη Αδριανούπολης 2/14 Σεπτεμβρίου 1829).
Ως απόρροια του 9χρονου ένοπλου αγώνα, του μεγέθους των θυσιών, της διεθνούς γεωπολιτικής συγκυρίας, της διπλωματικής μάχης της περιόδου 1828-1831, που διηύθυνε με μαεστρία ο Καποδίστριας μέχρι να δολοφονηθεί και της επιμονής του να απελευθερωθεί η Στερεά, ώστε να ενσωματωθεί στο μελλοντικό ελληνικό κράτος, υπεγράφη η συνθήκη της Ανεξαρτησίας (22 Ιανουαρίου/3 Φεβρουαρίου 1830). Η Φθιώτιδα εντάχθηκε στο νέο ελληνικό κράτος, που έφτανε στη Στερεά μέχρι τη γραμμή Αχελώου-Σπερχειού. Τελικά με το πρωτόκολλο του Λονδίνου της 18/30 Αυγούστου 1832 τα σύνορα διευρύνθηκαν έως τη γραμμή Αμβρακικού-Παγασητικού και συμπεριέλαβαν όλη τη γραμμή νότια της Όθρυος έναντι οικονομικού τιμήματος 40 εκατομμυρίων γροσίων, γεγονός που αποδέχτηκε ο σουλτάνος στις 14/26 Δεκεμβρίου 1832. Στις 28 Μαρτίου 1833 η οθωμανική φρουρά της Λαμίας αποχώρησε και η πόλη απελευθερώθηκε οριστικά μετά από 440 χρόνια τουρκικού ζυγού και ως επαρχία Φθιώτιδος υπήχθη στο νέο νομό Φωκίδος & Λοκρίδος με πρωτεύουσα την Άμφισσα.