Η Πύλη, μη θέλοντας ν’ αφήσει ήσυχους τους επαναστατημένους Γιουνάνηδες πριν από τη μεγάλη συντονισμένη επίθεση, που θα έκδηλωνόταν όταν ο στρατός του Μωχάμετ Άλη θάφτανε στο Μοριά, ανάθεσε, το καλοκαίρι του 1824, στον Ντερβίς πασά να χτυπήσει τη Ρούμελη.
Με τ’ ασκέρι του, που έφτανε τις δώδεκα χιλιάδες, ξεκίνησε από το Ζητούνι, τη σημερινή Λαμία, στα μέσα του Ιούνη. Αφού πέρασε το Σπερχειό κι έφτασε στις Θερμοπύλες, έστησε στρατόπεδο για να κρατήσει ανοιχτό το δρόμο του ανεφοδιασμού του. Έμεινε ο ίδιος σ’ αυτό με 2500 πεζούς και 500 καβαλάρηδες κι έστειλε τις αποδέλοιπες δυνάμεις του, κάτω από τις διαταγές του Αμπάζ πασά και τού Περκόφτσαλη, να χτυπήσουν τα Σάλωνα.
Οι Έλληνες ήταν στρατοπεδευμένοι, όπως είπαμε, στην Άμπλιανη, ανάμεσα δηλαδή στα Σάλωνα και το Χάνι της Γραβιάς. Βρίσκονταν εκεί ο Νάκος Πανουριάς, ο Γιώργης Δράκος, ο Γιώτης Δαγκλής, ο Διαμαντής Ζέρβας κι ο Περραιβός με διακόσιους πενήντα Σουλιώτες.
Η προφυλακή του τούρκικου ασκεριού έπιασε, στις 6 τού Ιούλη, το Χάνι της Γραβιάς, αφού πριν ζώγρησε ως τρακόσιες φαμελιές από τα γύρω Βλαχοχώρια. Την ίδια νύχτα ο Μήτσος Κοντογιάννης, ο Σκαλτσοδήμος κι ο Σιαφάκας ρίχνονται αιφνιδιαστικά στους εχθρούς, τους βάζουν σ’ αναταραχή κι ελευθερώνουν τις φαμελιές.
Στις 8 του Ιούλη μια σημαντική τούρκικη δύναμη παράτησε το Χάνι της Γραβιάς και προχωρά προς το Λιδωρίκι, όπου βρισκόταν με λίγα παλικάρια ο Σκαλτσάς. Τους χτυπάνε οι Τούρκοι και θα τους έλιωναν όλους αν δεν έφτανε σε βοήθειά τους ο Σαφάκας με τρακόσιους πενήντα Κραβαρίτες. Τρεις φορές πάτησαν τις θέσεις των δικών μας οι εχθροί και τρεις φορές οι Έλληνες τους ξεφώλιασαν απ’ αυτές. Στο τέλος οι Τούρκοι πισωδρόμησαν παίρνοντας μαζί τους ίσαμε οχτώ χιλιάδες γιδοπρόβατα.
Ο Κίτσος Τζαβέλας βρισκόταν στα Τριζόνια της Λωρίδας. Απ’ αυτά γράφει στις 10 του Ιούλη στην κυβέρνηση:
«Ενταύθα επληροφορήθην ότι επλησίαζον οι εχθροί εις τα Σάλωνα. είδον τον κίνδυνον της πατρίδος και την απελπισίαν των αδυνάτων, και απεφάσισα να υπάγω αυτός εγώ εναντίον των».
Στις 13 του Ιούλη κινήθηκε από το Χάνι της Γραβιάς όλη η Τούρκικη δύναμη που είχε συναχτεί εκεί, πάνω από οχτώ χιλιάδες, έχοντας μαζί της και δυο κανόνια. Τράβαγαν για τα Σάλωνα. Σαν έφτασαν όμως στην Άμπλιανη βρήκαν το δρόμο φραγμένο μ’ έλατα. Πίσω απ’ αυτά ήταν αμπουρωμένοι ίσαμε τρεις χιλιάδες Έλληνες που θ’ αντιβγαίνανε σε τριπλάσιους σχεδόν εχθρούς.
Η μάχη άρχισε στις 9 το πρωί 14 του Ιούλη, όταν χύθηκαν οι Τούρκοι να πάρουν με γιουρούσι τους δικούς μας. Μα ήταν τόση η φωτιά των Ελλήνων, που καρφώθηκαν μπροστά από τα έλατα, μη μπορώντας να κάνουν μήτε βήμα παραπέρα. Ο πόλεμος, πεισματικός κι από τα δυο μέρη, βάσταξε ως τ’ απόγευμα. Μα να, φτάνουν να συντρέξουν τους δικούς μας οι Σαλωνίτες με τον Καλμούκη. Και η ζυγαριά αρχίζει να γέρνει. Ο Γιώργος Τζαβέλας, ο Λάμπρος Ζάρμπας, ο Γιαννούσης Πανομάρας γκαρδιώνουν τα παλικάρια τους, παρατάνε τα πόστα τους και κάνουνε τώρα αυτοί από τα πλάγια γιουρούσι πάνω στους Τούρκους. Ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Γ. Δράκος, ο Χρ. Περραιβός, ο Δ. Ζέρβας αδράχνουν την ευκαιρία, μπήγουν τις νικητήριες φωνές και ρίχνονται πάνω στην Τουρκιά. Ήτανε η νίκη.
Πανικόβλητοι οι εχθροί έτρεχαν πίσω να φτάσουν στο Χάνι της Γραβιάς και να γλιτώσουν. Μα οι δικοί μας δεν τους δίνανε καιρό μήτε ν’ ανασάνουν. Κι όπως οι εχθροί σπρώχνονταν ποιος θα προσπεράσει τον άλλον γκρεμίζονταν στο βάραθρο και τσακίζονταν πάνω στα βράχια. Οι Έλληνες στείλανε εκείνη τη μέρα «εις τον Άδην υπέρ τους πεντακοσίους». Από τους δικούς μας σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν τριάντα εφτά.
Τούτη η λαμπρή νίκη γίνηκε αιτία να μη μπορέσουν οι Τούρκοι να κάνουν, το καλοκαίρι τού 1824, τίποτα τ’ αξιόλογο στη Ρούμελη.
Και σε λίγο, στις 14 τού Σεπτέμβρη, οι Έλληνες παρατάνε την άμυνα και περνάνε στην επίθεση. Μαζί τους είναι τώρα κι ο Καραϊσκάκης που έχει γυρίσει από τ’ Ανάπλι. Τράβηξαν να χτυπήσουν στον Παρνασσό το στρατόπεδο τού Περκόφτσαλη, που στ’ αναμεταξύ είχε ενισχυθεί με τέσσερεις χιλιάδες Αρβανίτες. Η μάχη στάθηκε δύσκολη και σκληρή, μα ξανά οι δικοί μας βγήκαν νικητές. «Έπεσον και από τους Έλληνας και επληγώθησαν ένδεκα, μεταξύ δε των πεσόντων ήτο και ο Γκιόκας Χορμοβίτης, αξιωματικός τού Καραϊσκάκη, ο οποίος, αν και κατεπολεμείτο προ ολίγου από τον Μαυροκορδάτον ως προδότης, καταπολεμεί τους Τούρκους, πιστός ων εις την θρησκείαν και εις την πατρίδα του».
Όσο για τον άλλο μεγάλο προδότη, τον Καραϊσκάκη, που αν και βαριά άρρωστος πήρε μέρος στη μάχη, «περιήλθεν εις τοιαύτην κατάστασιν, ώστε τον άφησαν, διότι ήτο αδύνατον να τον μεταφέρουν, εις την εκκλησίαν τού Προφήτου Ηλιού μεταξύ Σκάλας και Πάργιανης».