Η εξέλιξη των γεγονότων
Η κατάσταση στον απελευθερωμένο Μωριά ήταν ακόμα ασταθής, όταν στις 24 Φεβρουαρίου του 1825, ο Ιμπραήμ Πασάς αποβιβάστηκε στη Μεθώνη, με 4.000 πεζούς και 500 ιππείς. Ένα μήνα αργότερα, στις 17 Μαρτίου 1825, αποβιβάστηκαν στη Μεθώνη και πρόσθετες δυνάμεις, αποτελούμενες αυτήν τη φορά από 7.000 πεζούς και 400 ιππείς.
Τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη της Επανάστασης η Πελοπόννησος ελεγχόταν πλέον από τις ελληνικές δυνάμεις, εκτός από τα φρούρια της Πάτρας, της Μεθώνης και της Κορώνης, τα οποία κατείχαν ακόμα τα οθωμανικά στρατεύματα. Οι εμφύλιοι πόλεμοι είχαν τελειώσει από τις αρχές του 1825 και η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Πελοποννησίων είχε ηττηθεί και φυλακιστεί, ενώ οι Ρουμελιώτες ένοπλοι που στήριξαν με τα όπλα τους την κεντρική διοίκηση περιφέρονταν στις επαρχίες του Μωριά προβαίνοντας σε πράξεις βίας και προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των ντόπιων. Οι Έλληνες παρέμεναν πάντως διαιρεμένοι σε δύο στρατόπεδα και ήταν ανήμποροι να σταματήσουν την επέλαση των οθωμανικών στρατευμάτων.
Η τότε κυβέρνηση (Εκτελεστικό), με επικεφαλής τον Γεώργιο Κουντουριώτη, διόρισε αρχηγό τον Υδραίο πλοίαρχο Κυριάκο Σκούρτη, για να αποτρέψει τη διείσδυση του Ιμπραήμ προς το εσωτερικό της Μεσσηνίας και στη συνέχεια της υπόλοιπης Πελοποννήσου. Η επιλογή αυτή του Εκτελεστικού επέφερε μεγάλη αναστάτωση στο στράτευμα, καθώς ο Κουντουριώτης, τυφλωμένος από τοπικισμό, παραμέρισε ικανούς στρατιωτικούς, όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο Αναστάσιος Καρατάσος και ο Κίτσος Τζαβέλλας, δίνοντας την αρχηγία σε άνθρωπο άπειρο από πόλεμο ξηράς.
Καθώς ο Ιμπραήμ πολιορκούσε τα κάστρα του Παλαιοκάστρου και Νεοκάστρου, στην Πύλο οι Έλληνες επαναστάτες είχαν κάποιες νίκες, κυρίως ο Μακρυγιάννης στο Παλαιόκαστρο και οι Μακεδόνες, υπό τον Αναστάσιο Καρατάσο, στη μάχη της Σχοινόλακκας. Ο Ιμπραήμ αρχικά φρόντισε να εδραιώσει την υπεροχή του στα νότια της Μεσσηνίας, για να εξασφαλίσει την επικοινωνία Μεθώνης-Κορώνης και οχύρωσε τη στενή οδό μεταξύ Μεθώνης και Νεοκάστρου. Ο ίδιος στρατοπέδευσε στον μεσσηνιακό κάμπο. Στη δυτική Μεσσηνία διαδραματίστηκαν αρκετές μάχες μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων, που αποδεικνύουν τις προσπάθειες των πρώτων να καθηλώσουν αρχικά τις δυνάμεις του εχθρού στην περιοχή και στη συνέχεια να τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει την Πελοπόννησο.
Η μάχη
Στις 15/16 Μαρτίου του 1825, στην τοποθεσία του χωριού Σχινόλακκα της Πυλίας, πραγματοποιήθηκε η μάχη μεταξύ των τουρκοαιγυπτιακών στρατευμάτων του Ιμπραήμ πασά και των ανδρών του Μακεδόνα οπλαρχηγού Αναστάσιου Καρατάσου ή Γερο-Καρατάσου (1764 – 1830), ο οποίος μετά την Καταστροφή της Νάουσας (1822), είχε κατεβεί στη νότια Ελλάδα και συμμετείχε ενεργά στην Επανάσταση. Στο σώμα του συμμετείχαν επίσης αγωνιστές, όπως ο Βλαχομιχάλης (1778-1845) και ο Αγγελής Γάτσος (1771-1839).
Οι άνδρες του Καρατάσου στρατοπέδευσαν στο χωριό, προκειμένου να ανακόψουν την επεκτατική διάθεση των εχθρικών στρατευμάτων. Με τη βοήθεια των κατοίκων, οι θαρραλέοι αυτοί αγωνιστές, αψηφώντας την αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων, προέταξαν εαυτούς, έτρεψαν τα εχθρικά στρατεύματα σε φυγή και συνέβαλαν με την αυτοθυσία τους στη θετική έκβαση της επανάστασης. Οι Οθωμανοί εγκατέλειψαν στο πεδίο της μάχης μεγάλο αριθμό νεκρών και λογχοφόρων όπλων, τα οποία ο Καρατάσος μετά την νίκη έστειλε ως τρόπαια στην Τρίπολη.
Σύμφωνα με τον Νικόλαο Κασομούλη στο β’ τόμο του έργου του «Ενθυμήματα Στρατιωτικά της Επαναστάσεως των Ελλήνων (1821-1833)», «Ο Καρατάσιος με τους υπό την οδηγίαν του – ήτον την 15 Μαρτίου – τοποθετημένος εις το χωρίον Σχινόλακκα, εκτεθείς με 300 μόνον μακράν των λοιπών στρατευμάτων, ο Ιμπραΐμης, μετά τον χαλασμόν των πρώτων, εκίνησεν παστρατιά καταπάνω του. Αυτός με όλους (τους ιδικούς του) εκλείσθη εις τας οικίας· άφησεν έως ότου εμβήκαν οι Άραβες έως μέσα εις το χωρίον, και κατά το σύνθεμα (ότι τότες να ντουφεκίσουν όλοι, όταν αρχίση από το μέρος του η φωτιά) εκαρτέρεσαν όλοι, και μετά την φωτιάν – φωτιά πανταχόθεν (και αυτοί), και ετρόμαξεν τόσο τους Αιγυπτίους, ώστε αφού πολέμησαν έως 4 ώραις, και εφονεύθησαν πολλοί (από αυτούς), ατακτήσαντες, άφησαν πλήθος όπλα και φονευμένους και έφυγαν κακήν κακώς κυνηγημένοι από τους Έλληνας. …Ο στρατος όλος ενθαρρύνθη, και δεν έβλεπαν την στιγμήν πότε να πέσουν εις άλλην συμπλοκήν. Τα όπλα οπού κυρίευσαν τα έπεμψαν εις Ναύπλιον προς την διοίκησιν, και τα είδαν όλοι. Όλοι ευφημούσαν πλέον τον γέρο-Καρατάσιον».