«Εις Ελόγου Σας χωρία της Λιοδώρας, όλα από Ζάτουνα έως Ασπρα Οσπήτια. Ευθύς όπου λάβετε το παρόν μου να ακούσετε την φωνήν του γενναιοτάτου χιλιάρχου Δημητράκη Πλαπούτα, τον οποίον διορίζω με πληρεξουσιότητα να πάρη τα άρματα σας και όλοι μαζύ να ελθήτε το ογληγορώτερον κατά το χρέος σας.
Του έδωσα άδεια δια εκείνους από εσάς όπου δεν θελήσουν να θύση και να απολέση με φωτιά και τζεκούρι, οι δε λοιποί είσθε εις την αγάπην μου και κάμνετε το χρέος σας με προυθυμίαν, και ελπίζω ότι θ’ ακολουθήσετε χωρίς δυσκολίας. Ακολουθήσατε λοιπόν καθώς σας γράφω και ακολουθήσατε τον Καπιτάν Δημητράκη να προφθάσετε το ογληγορώτερον.
15 Ιουνίου 1822, Σαραβάλι εκ της πολιορκίας Πατρών,
Ο Στρατηγός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης».
Το συγκεκριμένο κείμενο συντάχθηκε από τον Θ. Κολοκοτρώνη στις 15 Ιουνίου 1822 και με αυτό απευθύνθηκε στους κατοίκους χωριών, προκειμένου να τους παροτρύνει να βοηθήσουν στην πολιορκία της Πάτρας.
Ο Κολοκοτρώνης έφθασε στην Πάτρα στα τέλη Φεβρουαρίου του 1822, επικεφαλής 4.000 στρατιωτών. Η επαναστατική κυβέρνηση τον είχε διορίσει, μετά από πολλές παλινωδίες, αρχηγό της πολιορκίας. Εκεί τον ανέμεναν τα αχαϊκά σώματα, η συνολική δύναμη των οποίων δεν ξεπερνούσε τους 3.000 άνδρες. Οι πολιορκητές πληροφόρησαν τον Κολοκοτρώνη πως ο εχθρός διέθετε 12.000 άνδρες.
Η αρχική φρουρά της πόλης (3.000 άνδρες) είχε ενισχυθεί από 9.000 Μικρασιάτες Τούρκους με επικεφαλής τον Μεχμέτ Πασά.
Τον επόμενο μήνα, μετά από μια σειρά συμπλοκών, ο Γέρος του Μοριά κατάφερε να περισφίξει τον κλοιό γύρω από την πόλη.
Η πολιορκία όμως, παρά τις αρχικές ελληνικές επιτυχίες, είχε άδοξο τέλος. Η άπειρη, σε ό,τι αφορά τα στρατιωτικά ζητήματα, κυβέρνηση εξακολουθούσε να θεωρεί την κατάληψη της πόλης δευτερεύον ζήτημα. Κατά συνέπεια, δεν φρόντισε καν για τη συντήρηση των πολιορκητών. Ο Κολοκοτρώνης ζήτησε να του παρασχεθούν τα απαραίτητα μέσα για τη συνέχεια των επιχειρήσεων, αλλά η Γερουσία, στην οποία απευθύνθηκε αρχικά, δεν διέθετε τα χρήματα. Η δε κυβέρνηση δεν φάνηκε διατεθειμένη να κατανοήσει τη στρατηγική σπουδαιότητα της πολιορκίας.
Αντί να συντονίσει τις ενέργειές της για την επίσπευση της κατάληψης της πόλης, διέταξε τον Κολοκοτρώνη να αναχωρήσει με 2.000 άνδρες για τη δυτική Στερεά. Ο Έλληνας στρατηγός απάντησε πως δεν ήταν φρόνιμο να εγκαταλειφθεί η πολιορκία και ότι ήταν συμφέρον να εξουδετερωθεί όσο το δυνατόν ταχύτερα ο τουρκικός αυτός θύλακας ώστε να ανακουφισθούν οι βορειοδυτικές επαρχίες της Πελοποννήσου, οι οποίες, λόγω του πληθυσμού τους και της παραγωγής τους, μπορούσαν να βοηθήσουν περισσότερο τον γενικό αγώνα αν ησύχαζαν.
Δεν ήταν εξάλλου δυνατόν να αφήσει στην Πάτρα 12.000 Τούρκους, οι οποίοι ανά πάσα στιγμή μπορούσαν να ερημώσουν ολόκληρη τη δυτική Πελοπόννησο. Σε ό,τι αφορά στη δυτική Στερεά, εκεί, κατά τη γνώμη του, υπήρχαν πολλοί εμπειροπόλεμοι και ικανότατοι οπλαρχηγοί που γνώριζαν και την περιοχή και τους ανθρώπους της και, επομένως, μπορούσαν να φέρουν καλύτερα από κάθε άλλον σε πέρας τον Αγώνα. Άλλωστε, είχε ήδη στείλει εκεί τον γιο του Γενναίο με όση δύναμη ήταν δυνατόν να διαθέσει.
Τέλος, παρακάλεσε την κυβέρνηση για την αποστολή τροφών και πυρομαχικών.
Η προσβλητική απάντηση του Κωλέττη
Την επιστολή αυτήν απηύθυνε ο Κολοκοτρώνης προς τον Ιωάννη Κωλέττη, υπουργό των Στρατιωτικών. Όμως, ο Κωλέττης του ανέφερε πως η απάντησή του ήταν απείθεια προς την κυβέρνηση, η οποία ήταν δυνατόν να έχει δυσάρεστες συνέπειες για τον ίδιο. Για να σώσει την υπόληψη του στρατηγού όμως, δεν γνωστοποίησε την απάντησή του στην κυβέρνηση και τον καλούσε να σκεφθεί ωριμότερα και να υπακούσει στη διαταγή. Ο Κολοκοτρώνης εξοργίστηκε από το ύφος της επιστολής του Κωλέττη.
Ταυτόχρονα όμως, συνέβαιναν και άλλα δυσάρεστα γεγονότα. Παραχωρήθηκε το δικαίωμα στους προκρίτους να στρατολογούν στις επαρχίες τους και αυτή η στρατολογία απέβαινε σε βάρος του στρατοπέδου των Πατρών διότι αρκετοί έφευγαν για να καταταγούν στα νέα αυτά σώματα.
Τότε ο Γέρος αποφάσισε να συνεννοηθεί προσωπικά με την κυβέρνηση. Προανήγγειλε την απόφασή του αυτή με επιστολή και, αφού όρισε ως υπεύθυνο της πολιορκίας τον Δημήτριο Πλαπούτα, αναχώρησε για την Κόρινθο, όπου βρισκόταν η έδρα της κυβέρνησης, συνοδευόμενος από σωματοφυλακή 80 ανδρών.
Όταν πληροφορήθηκε η κυβέρνηση τη μετάβαση του Κολοκοτρώνη στην Κόρινθο, ανησύχησε. Η πράξη του κρίθηκε στασιαστική. Θορυβήθηκε ακόμη περισσότερο όταν πληροφορήθηκε ότι ο στρατηγός συνοδευόταν από 80 άνδρες. Όταν ο Κολοκοτρώνης έφθασε έξω από την Κόρινθο, έλαβε επιστολή από τον Κωλέττη, με την οποία διατασσόταν να εισέλθει στην πόλη μόνο με πέντε άνδρες. Ο Γέρος αγνόησε τη διαταγή.
Η σύγκρουση με την κυβέρνηση
Την επόμενη ημέρα πρόλαβαν τον Κολοκοτρώνη στο Ζευγολατιό ο επίσκοπος Κορίνθου Κύριλλος, ο Πανούτσος Νοταράς και ο Κωλέττης, ως απεσταλμένοι της κυβέρνησης. Δικαιολογήθηκαν στον Κολοκοτρώνη ότι υπήρξε παρεξήγηση και ότι ο ίδιος θα έπρεπε να επιστρέψει. Εκείνος γνωστοποίησε την απόφασή του να έλθει σε συνεννόηση με τη Γερουσία της Πελοποννήσου, εφόσον δεν έγινε δεκτός από την κυβέρνηση. Κάτι τέτοιο σήμαινε ενίσχυση της Γερουσίας με τη στρατιωτική δύναμη του Κολοκοτρώνη και εξασθένηση της κυβέρνησης. Οι απεσταλμένοι τού είπαν τότε να επιστρέψει και να καταθέσει την άποψή του στην κυβέρνηση. Τον παρακάλεσε για τον ίδιο σκοπό και ο Κωλέττης, αλλά ο Κολοκοτρώνης, που θεωρούσε πάντα ύποπτη απέναντί του την πολιτική του Ηπειρώτη υπουργού, του απάντησε θυμωμένος να μεταβεί και να ασκήσει υπουργικά καθήκοντα στα Ιωάννινα. Τελικά επενέβη ο Κύριλλος και μετέπεισε τον Γέρο.
Στην Κόρινθο ο Κολοκοτρώνης ανέπτυξε τις γνωστές απόψεις του. Η κυβέρνηση φάνηκε να πείθεται και του ανέθεσε τη συνέχιση της πολιορκίας της Πάτρας. Ο Γέρος επέστρεψε προβληματισμένος στο στρατόπεδο της Πάτρας.
Για πρώτη φορά μίλησε στους στρατιώτες περί «χριστιανών» εχθρών της πατρίδας.
Η κυβέρνηση, συνεχίζοντας την προσπάθεια αποδυνάμωσης του στρατηγού, δεν έστειλε τα εφόδια για τη συντήρηση του στρατού. Επίσης, διεύρυνε το δικαίωμα στρατολόγησης ανδρών σε όλους τους προκρίτους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη διάλυση του στρατοπέδου της Πάτρας. Αξιωματικοί λάμβαναν κυβερνητικές διαταγές να φύγουν από την Αχαΐα και να καταταχθούν στα νεοσύστατα σώματα των επαρχιών τους. Μπροστά σ’ αυτήν την κατάσταση ο Κολοκοτρώνης, αφού εξασφάλισε σε ορεινά μέρη τις ελληνικές οικογένειες της Πάτρας και των γειτονικών περιοχών, έλυσε την πολιορκία. Αποτέλεσμα των «πατριωτικών» ενεργειών της κυβέρνησης και των προκρίτων ήταν να παραμείνει η πόλη στην κατοχή των Τούρκων ως το τέλος του Αγώνα.