Η Μάχη στα Κάτω Μηνάγια και οι μετέπειτα κινήσεις των αντίπαλων δυνάμεων
Την 11ην και την 12ην Φεβρουαρίου ο Ιμπραήμ πασάς κατόρθωσε να εισπλεύσει ανενόχλητος στο λιμάνι της Μεθώνης. Οι αγωνιζόμενοι για εθνική ελευθερία Έλληνες θα αντιμετωπίσουν αρχικώς την απόβαση του Ιμπραήμ αφενός με μειωμένες τις – ανέκαθεν ανεπαρκείς- υλικές και πολιτικές δυνάμεις τους, με κλονισμένες τις ηθικές και αφετέρου, χωρίς ουσιαστική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία. Είχαν προηγηθεί δύο εμφύλιοι (Μάρτιος-Ιούνιος 1824 και Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1824), που υπήρξαν καταστρεπτικοί και είχαν πολύ σοβαρές συνέπειες για πολύ μεγάλο διάστημα.
Στις 18 Φεβρουαρίου 1825 ο Ιμπραήμ άφησε το Νεόκαστρο, καθώς δεν είχε επαρκείς δυνάμεις ούτε πολιορκητικό πυροβολικό για να καταλάβει το φρούριό του, και άρχισε επιχειρήσεις εναντίον των πολιορκητών της Κορώνης. Το φρούριο αυτό κάλυπταν οι δυνάμεις του στρατηγού Παναγιώτη Γιατράκου, ο οποίος, από την ημέρα της απόβασης του Ιμπαρήμ είχε βάλει προφυλακές στο Γρίζι, στα Μηνάγια και στη Λογκά.
Βάση των πληροφοριών σχετικά με τις αμυντικές θέσεις των Ελλήνων, ο Ιμπραήμ καταρτίζει σχέδιο το οποίο προβλέπει αιφνιδιασμό των Ελληνικών δυνάμεων με ταυτόχρονη νυχτερινή ενέργεια επί των κατευθύνσεων Μηλίτσα και Γρίζι, όπου βρίσκονται οι προφυλακές των Ελλήνων, με τελική σύγκλιση των δύο φαλάγγων στο χωριό Βουνάρια, ώστε να αποκόψει τα ελληνικά σώματα που πολιορκούν την Κορώνη. Έτσι, οι Αιγύπτιοι αιφνιδιαστικά, μέσα στην νύκτα τις 18ης Φεβρουαρίου, οδηγούμενοι από τους Τούρκους της Μεθώνης, προχώρησαν ανατολικά στην ενδοχώρα της περιοχής με κατεύθυνση προς το φρούριο της Κορώνης. Οι Αιγύπτιοι επήλθαν χωρισμένοι σε δύο φάλαγγες. Η πρώτη βάδισε κατευθείαν από τη Μεθώνη προς την Κορώνη μέσω Γριβιτσών, ενώ η άλλη κινήθηκε βορειότερα, περνώντας από Μεσοχώρι και Μεχμέτ Ρέϊζι, σχεδόν έτσι παράλληλα με την πρώτη και με σκοπό να κτυπήσει πιο ψηλά, ώστε να αποκόψει τις ελληνικές πολιορκητικές δυνάμεις που βρίσκονται μεταξύ Μηναγίων και Μηλίτσας. Η βόρεια φάλαγγα πιθανότατα δεν ξεκίνησε από το στρατόπεδο της Μεθώνης, αλλά από περιοχή κοντά στο Νεόκαστρο και ίσως ήταν οι προφυλακές που είχαν προωθηθεί ως εκεί τις προηγούμενες ημέρες.
Σοβαρότερη φάλαγγα ήταν η πρώτη καθώς την αποτελούσαν τέσσερα τάγματα πεζικού, 400 ιππείς και αρκετοί Τούρκοι της Μεθώνης, ενώ αρχηγός της ήταν ο ίδιος ο Ιμπραήμ. Και οι δύο φάλαγγες προχώρησαν μέσα στην νύκτα της 18ης -19ης Φεβρουαρίου χωρίς να τις αντιληφθούν οι Έλληνες. Η απόσταση μέχρι τους πρώτους πολεμικούς στόχους υπερβαίνει τα 15 χιλιόμετρα και η νυκτερινή κίνηση επί ημιονικών και λασπωδών, λόγω του Χειμώνα, δρομολογίων είναι δυσχερής και βραδεία για τους Αιγυπτίους. Έτσι η πρώτη επαφή με τις προφυλακές των Ελλήνων γίνεται την αυγή της 19ης Φεβρουαρίου (ημέρα Πέμπτη). Η πρώτη φάλαγγα επιτέθηκε αιφνιδιαστικά την αυγή της 19ης Φεβρουαρίου στην προφυλακή που βρισκόταν στο Γρίζι. Η προφυλακή των Ελλήνων που ήταν εκεί, γύρω στους 30 στρατιώτες, μόλις είδαν την ισχυρή δύναμη των Αιγυπτίων ξαφνικά μπροστά τους, δεν πρόβαλαν καμία αντίσταση και ίσα που πρόλαβαν να διαφύγουν και να υποχωρήσουν στα γύρω βουνά. Οι Αιγύπτιοι έπιασαν εκεί δύο ηλικιωμένες και καμιά δεκαριά χωρικούς στα χωράφια και τους κατακρεούργησαν.
Η άλλη φάλαγγα κτύπησε βορειότερα την ισχυρότερη αριθμητικά προφυλακή της Μηλίτσας που βρισκόταν, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις και τους χάρτες της εποχής, ανατολικά της Μηλίτσας και νότια των Μηναγίων. Το τοπωνύμιο αυτό σήμερα ονομάζεται «στου Λια το μνήμα» (αξίζει να σημειωθεί ότι την δεκαετία του 1930 βρέθηκαν στην συγκεκριμένη περιοχή ανθρώπινα οστά). Αυτή τη θέση κρατούσαν ο στρατηγός Λιάκος Γιατράκος (1795 – 1875) και μερικοί ντόπιοι. Οι τελευταίοι, μόλις αντίκρισαν τους εχθρούς, εγκατέλειψαν τη θέση και έτρεξαν να σώσουν τις οικογένειες τους. Ο Λιάκος, αν και τον άφησαν μόνο, περίπου με 50 στρατιώτες του, έμεινε και πολέμησε προβάλλοντας απεγνωσμένη αντίσταση, προξενώντας στον εχθρό αρκετές απώλειες, παρότι το σώμα του ήταν μικρό σε σχέση με την πολυπληθέστερη δύναμη των Αιγυπτίων. Βλέποντας όμως ότι δεν θα μπορούσε να κρατήσει επί πολύ την πίεση του εχθρού, που μάλιστα διέθετε και ιππικό, υποχώρησε πολεμώντας. Κατά την μάχη ο Λιάκος έχασε 5 παλικάρια του και είχε και δύο τραυματίες. Ανάμεσα στους νεκρούς συντρόφους του ήταν και ο εξάδελφος του Αθανάσιος Αποσποράκος Τσαούσης.
Ο αρχηγός των εκεί ελληνικών δυνάμεων στρατηγός Παναγιώτης Γιατράκος βρισκόταν πιο πίσω, στο στρατόπεδο πολιορκίας της Κορώνης. Ήταν αυγή ακόμη όταν έλαβε την είδηση ότι οι Αιγύπτιοι ανέτρεψαν την αντίσταση του αδελφού του Λιάκου και εξεβίασαν τη δίοδο προ τη Μηλίτσα. Αμέσως απέσυρε δυνάμεις από τον Άγιο Δημήτριο και από τους Γερακάδες και έτρεξε προς τα Βουνάρια για να τους ανακόψει. Στον δρόμο όμως έμαθε ότι η πρώτη είδηση ήταν ψεύτικη και ότι ο Λιάκος κρατούσε ακόμη τη δίοδο προς την Μηλίτσα. Αμέσως του έστειλε για βοήθεια τον άλλο αδελφό Νικολάκη με το σώμα του και μερικούς Κορωναίους με τον Ηλία Καραπαύλο. Ο ίδιος ακολούθησε αργότερα με τις υπόλοιπες δυνάμεις, αλλά δεν πρόλαβε.
Σε επιστολή που στέλνει ο στρατηγός Π. Γιατράκος προς την Διοίκηση γράφει σχετικά με τη μάχη αυτή: «Εις δε Μηλίτζαν όπου ήτον ο αυταδελφός μου καπετάν Λιάκος φιλοτιμηθείς με όλον ότι οι εκεί διωρισμένοι εντόπιοι κατέφυγον εις προφύλαξιν των φαμελιών των, συνεκρότησε πόλεμον μετά των εχθρών. Ήτον όμως αδύνατον με ολίγους και ανεφοδίαστους στρατιώτας να εμποδίση την δίοδο των εχθρών, οίτινες νυκτός ως άνωθεν ήσαν προχωρημένοι, αντεστάθη όμως εις την ιππικήν δύναμιν του εχθρού, καθ΄όσον ηδυνήθη, και πολεμών ανεχώρησεν. Εις αυτήν την συμπλοκήν έπεσαν εις εξάδελφός μας Αθανάσιος Αποσποράκος Τσαούσης του εξ. στρατηγού Γεωργάκη (Γιατράκου) και άλλοι τέσσαρες και δύο επληγώθησαν, εφονεύθησαν δε και από τους εχθρούς αρκετοί, ένα των οποίων σκότωσε ο φονευθείς Αποσποράκος.»
Η νότια φάλαγγα του εχθρού, αφού ανέτρεψε την προφυλακή στο Γρίζι, στράφηκε προς Βορρά, πέρασε από το Χωματερό και το βράδυ μπήκε στα Βουνάρια. Η βόρεια, αφού απώθησε την προφυλακή του Λιάκου Γιατράκου, προέλασε μέσω Μηλίτσας προς νοτιοανατολικά και συνενώθηκε με τη νότια. Οι πολιορκητές της Κορώνης υπό τους Παναγιώτη και Νικό Γιατράκο και Ιωάννη Καραπαύλο, καθώς και οι ευρισκόμενοι στα Βουνάρια μετά του έπαρχου Δημ. Βυζαντίου, ειδοποιηθέντες περί της εχθρικής προελάσεως κινήθηκαν εσπευσμένως προς Λογκά, ενώ οι Αιγύπτιοι προωθήθηκαν ως τα Καστέλια. Έτσι απώθησαν τους Έλληνες, τους απέκοψαν από την Κορώνη και απέκτησαν επαφή με αυτή.
Συμπερασματικά, θα λέγαμε, ότι, ο Ιμπραήμ δεν είχε ακόμη την πρόθεση να βγει πιο έξω από τη μεσσηνιακή χερσόνησο, οπότε θα υπήρχε ο κίνδυνος να εμπλακεί σε αγώνα με υπέρτερες δυνάμεις, να επεκτείνει δυσανάλογα τις επικοινωνίες και τις μεταφορές του και να διασπείρει τις λίγες δυνάμεις του. Ο σκοπός του προς το παρόν ήταν να διαλύσει τις πολιορκίες των δύο φρουρίων, Μεθώνης και Κορώνης και να αποκτήσει ερείσματα, καθώς για την συνέχεια των επιχειρήσεων θα περίμενε να του έλθουν και άλλες δυνάμεις. Εγκατέλειψε λοιπόν ακόμη και μέρος από τα εδάφη που είχε καταλάβει, απέσυρε τις δυνάμεις του και από το Νεόκαστρο και τις συγκέντρωσε γύρω από τη Μεθώνη αμυντικά. Μόνο ελαφρές προφυλακές έταξε στη Λογκά και στα Βουνάρια και πιθανότατα αυτή η τόσο φρόνιμη τακτική οφειλόταν σε άγνοια της κακής ελληνικής κατάστασης.