Ελληνικός στόλος, υπό τον Ανδρέα Μιαούλη, στον οποίο μετέχουν 27 υδραίικα, 20 σπετσιώτικα και 16 ψαριανά πλοία, καταναυμαχεί τον τουρκικό στόλο υπό τον Καραπεπέ Αλή. Πραγματοποιείται η πρώτη κατά παράταξη σύγκρουση στη θάλασσα.
Στις αρχές του 1822 ο τουρκοαιγυπτιακός στόλος, με αρχηγούς τον αντιναύαρχο Καρά Πεπέ Αλή και τον αιγύπτιο υποναύαρχο Ισμαήλ Γιβραλτάρ, πέρασε τον Ελλήσποντο κατευθυνόμενος προς την επαναστατημένη Πελοπόννησο, προκειμένου να ανεφοδιάσει τους πολιορκούμενους από τους Έλληνες επαναστάτες, Τούρκους. Στο κατόπι του βρέθηκε στόλος 63 ελληνικών πλοίων από τα Ψαρά, την Ύδρα και τις Σπέτσες με αρχηγούς τον Νικολή Αποστόλη, τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Γκίκα Τσούπα.
Στις 15 Φεβρουαρίου ο τουρκικός στόλος ναυλόχησε στο λιμάνι της Πάτρας, λόγω κακοκαιρίας. Ο Ανδρέας Μιαούλης, που είχε αναλάβει τη διοίκηση της ελληνικής αρμάδας και ήταν προσορμισμένος στη Ναύπακτο, θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για επίθεση. Το σχέδιό του έγινε αποδεκτό από όλους. Ήταν η πρώτη φορά που τόσα πολλά ελληνικά πλοία θα αντιμετώπιζαν τον εχθρό κατά παράταξη. Επειδή όμως είχε ξεσπάσει τρικυμία, τα ελληνικά πλοία αναγκάστηκαν να καταφύγουν στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, στις 16 Φεβρουαρίου 1822.
Στις 20 Φεβρουαρίου, και παρόλο που συνεχιζόταν η τρικυμία, ο Μιαούλης, ο οποίος εν τω μεταξύ αναγνωριζόταν από όλους ως γενικός αρχηγός της επιχείρησης, διέταξε επίθεση κατά του λιμανιού της Πάτρας, στο οποίο είχαν καταφύγει 36 τουρκικά πλοία. Τα ελληνικά πλοία, με πρώτα αυτά του Μιαούλη, άρχισαν να κανονιοβολούν εναντίον του τουρκικού στόλου. Οι Οθωμανοί αιφνιδιάστηκαν, καθώς δεν περίμεναν πως οι Έλληνες θα έκαναν επίθεση με τα μικρά τους πλοία, με τέτοια κακοκαιρία. Προσπάθησαν, πανικοβλημένοι, να εκπλεύσουν, αλλά κατέφθασαν και άλλα ελληνικά πλοία, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει λυσσαλέα ναυμαχία, για πεντέμισι ώρες. Τελικά οι Έλληνες κατάφεραν να καταστρέψουν σχεδόν ολοκληρωτικά μία φρεγάτα· άλλα πλοία του εχθρού υπέστησαν σημαντικές ζημιές και αρκετοί Τούρκοι τραυματίστηκαν ή σκοτώθηκαν. Ο τουρκικός στόλος αναγκάστηκε να διαφύγει στη Ζάκυνθο, η οποία ευρίσκετο υπό αγγλική διοίκηση. Όταν οι Έλληνες έπλευσαν εκεί για να επαναλάβουν την επίθεσή τους, εμποδίστηκαν από τους Άγγλους, που προφασίστηκαν την ουδετερότητα του νησιού. Ο ελληνικός στόλος επέστρεψε στις 24 Φεβρουαρίου και αγκυροβόλησε στο Μεσολόγγι, έτοιμος για να νέα αναμέτρηση.
Το αποτέλεσμα της μάχης δεν ικανοποίησε απόλυτα τους Έλληνες αρχηγούς, καθώς λόγω της τρικυμίας δεν μπόρεσαν να λάβουν μέρος όλα τα πλοία, ενώ απέτυχαν περισσότερες από μία απόπειρες να χρησιμοποιηθούν πυρπολικά. Σε ένα από αυτά τα πυρπολικά, διακρίθηκε ο Ψαριανός Ιωάννης Θεοφιλόπουλος.
Λεπτομέρειες για αυτά τα γεγονότα παρέχονται από την αλληλογραφία των Ελλήνων ναυάρχων με τη Βουλή και τα νησιά τους, καθώς και από το ημερολόγιο του Αναστάσιου Τσαμαδού, ο οποίος συμμετείχε με το πλοίο του, Αγαμέμνων.
Αν και οι ζημιές στον τουρκικό στόλο δεν ήταν εντυπωσιακές, το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ήταν τεράστιας σημασίας για το ηθικό των Ελλήνων, οι οποίοι κατάλαβαν τότε ότι μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τον εχθρό όχι μόνο με επιθέσεις πυρπολικών, αλλά και κατά παράταξη.