Επαναστατικός αναβρασμός επικρατούσε στη Μάνη τον Μάρτιο του 1821. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης βρισκόταν στην Καρδαμύλη προετοιμάζοντας την επανάσταση, ενώ οι Φιλικοί είχαν μεταπείσει τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη που μέχρι τότε πίστευε πως δεν είναι η κατάλληλη στιγμή για τον ξεσηκωμό.
Στα μέσα του μήνα, κατέφθασε στο λιμάνι του Αρμυρού ένα πλοίο γεμάτο πολεμοφόδια, το οποίο είχαν στείλει στους επαναστάτες οι Φιλικοί της Σμύρνης. Τότε ο Παπαφλέσσας κατάφερε με τέχνασμα να πάρει άδεια εκτελωνισμού του φορτίου του πλοίου, δηλώνοντας ότι μετέφερε δήθεν λάδι και το συνόδευαν ένοπλοι χωρικοί για το φόβο των ληστών.
Ο βοεβόδας της Καλαμάτας Σουλεϊμάν αγάς Αρναούτογλου πείσθηκε και ζήτησε τη βοήθεια των Μανιατών, που έστειλαν στην πόλη 150 άνδρες, υπό τον Ηλία Μαυρομιχάλη (20 Μαρτίου). Ο Μαυρομιχάλης κατόρθωσε να πείσει τον Αρναούτογλου ότι χρειάζονταν κι άλλες ενισχύσεις γιατί επρόκειτο να επιτεθούν κλέφτες στην Καλαμάτα, με σκοπό να τη λεηλατήσουν. Εν τω μεταξύ, οι Έλληνες καπετάνιοι είχαν πείσει τον Πετρόμπεη να γίνει αρχηγός του αγώνα τους και περίμεναν συγκεντρωμένοι στις Κιτριές, έξω από την Καλαμάτα. Είχε προηγηθεί στις 17 Μαρτίου δοξολογία για την επανάσταση στην Αρεόπολη, στον Ναό των Ταξιαρχών. Έτσι το κάλεσμα του Αρναούτογλου για ενισχύσεις ήταν η ευκαιρία που περίμεναν οι επαναστάτες για να καταλάβουν την πόλη.
Από το απόγευμα της 22ας Μαρτίου έως τα χαράματα της επόμενης ημέρας, ο Πετρόμπεης και ο Κολοκοτρώνης, με 2000 άντρες, φθάνουν έξω από την Καλαμάτα και καταλαμβάνουν τους γύρω λόφους. Τότε μόνο ο διοικητής Αρναούτογλου κατάλαβε την παγίδα, αλλά καθώς η Καλαμάτα ήταν ολόγυρα αποκλεισμένη, δεν μπορούσε πια να διαφύγει προς την Τριπολιτσά και αποφάσισε να αντιτάξει άμυνα με τους Τούρκους της πόλης. Όταν όμως το πρωί της 23ης Μαρτίου 1821 οι επαναστάτες εισέρχονται στην Καλαμάτα, ο Ηλίας Μαυρομιχάλης ζητά από τον Αρναούτογλου να εγκαταλείψει τις σκέψεις για αντίσταση, αφού αυτή θα ήταν μάταιη, και να παραδοθεί. Έτσι την ίδια ημέρα ο Τούρκος διοικητής παρέδωσε με έγγραφη συμφωνία την πόλη και όλο τον τούρκικο οπλισμό.
Το μεσημέρι, χιλιάδες κόσμου κάθε ηλικίας – οπλισμένων, αμάχων, γυναικών και παιδιών, είχαν συρρεύσσει μπροστά στον βυζαντινό ναό των Αγίων Αποστόλων, όπου 24 ιερείς και ιερομόναχοι ευλόγησαν, μετά από συγκινητική δοξολογία, τις επαναστατικές ελληνικές σημαίες και όρκισαν τους επαναστάτες. Η τελετή αυτή έλαβε χώρα στις όχθες του Νέδωνα, μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα, ενώ ακούγονταν οι καμπάνες και οι θριαμβευτικές κραυγές των Ελλήνων.
Ο Πετρόμπεης, έδωσε όρκο ότι θα αγωνισθεί μέχρις εσχάτων για την ελευθερία της πατρίδας («ορκίζομαι ίνα αμύνω την πατρίδα και μόνος και μετά πάντων καί ιερά τά πάτρια τιμήσω»). Ορκίστηκαν και όλοι οι πολεμιστές, σηκώνοντας το χέρι («Ινα μή καταισχύνωμεν τά όπλα τά ιερά, ούτε εγκαταλείψωμεν τόν παραστάτην (αρχηγόν), όσω άν στοιχήσωμεν»).
Επακολούθησε σύσκεψη των οπλαρχηγών, κατά την οποία συστάθηκε επαναστατική επιτροπή, με το όνομα «Μεσσηνιακή Γερουσία», για τον καλύτερο συντονισμό του αγώνα. Ηγέτης της, τιμητικά, διορίστηκε ο Πετρόμπεης στον οποίο δόθηκε ο τίτλος “αρχιστράτηγος των Σπαρτιατικών δυνάμεων“. Την ίδια μέρα, η «Μεσσηνιακή Γερουσία», με Προκήρυξή της προς την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, γνωστοποιούσε ότι οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν για την ελευθερία τους.