Μετά την πρώτη εξέγερση στην περιοχή της Πάρνηθας από τον Μελέτη Βασιλείου, ο οπλαρχηγός αυτός έστειλε μήνυμα στην Λειβαδιά ζητώντας έναν ικανό αρχηγό που να αντιπροσωπεύει την Φιλική Εταιρεία. Οι άρχοντες της Λειβαδιάς όρισαν τον Δήμο Αντωνιάδη, τον οποίο υποδέχτηκαν οι Αττικοί με μεγάλο ενθουσιασμό και αφοσίωση.
Οι κάτοικοι Τούρκοι της Αθήνας τότε ήταν περίπου 400 οικογένειες. Βρίσκονταν και 60 Αλβανοί για την ασφάλειά τους. Οι Τούρκοι και Αλβανοί βλέποντας την εξέγερση των χριστιανών ανέβαιναν στην Ακρόπολη και κλείνονταν μέσα κάθε βράδυ. Στις 11 Απριλίου συνέλαβαν τους προεστούς μαζί με άλλους δέκα τυχαίους πολίτες και τους φυλάκισαν στην ακρόπολη για ομήρους.
Τη νύχτα της 25ης Απριλίου, 600 περίπου χριστιανοί που είχαν μαζευτεί στο στρατόπεδο στις Αχαρνές, με επικεφαλής τον Μελέτιο Βασιλείου από την Χασιά, τον καπετάν Θανάση Σκουρτανιώτη από τα Δερβενοχώρια και τον καπετάν Γιάννη Ντάβαρη από τα Μεσόγεια (Λιόπεσι), οπλισμένοι άλλοι με όπλα, άλλοι με λόγχες και άλλοι με ρόπαλα ξεκίνησαν για την Αθήνα. Τα χαράματα έφθασαν ήσυχα μεταξύ των πυλών των αγίων Αποστόλων και της πύλης της Μπουμπουνίστρας και μπήκαν μέσα στην πόλη τουφεκίζοντας και αλαλάζοντας. Λίγοι Τούρκοι που δεν είχαν ανέβει στην Ακρόπολη σκοτώθηκαν, ενώ 36 άνδρες, γυναίκες και παιδιά κατέφυγαν στα προξενεία και διασώθηκαν. Οι χριστιανοί κυρίευσαν την πόλη και ύψωσαν την σημαία στις 28 Απριλίου.
Μετά την απελευθέρωση της Αθήνας, άρχισαν να λειτουργούν πυριτόμυλοι, φτιάχτηκαν βόλια, ενώ σε διάφορα σημεία της Πνύκας, του Μουσείου και προς το ναό του Ολυμπίου Διός στήθηκαν επτά κανόνια. Ένα άλλο πλοίο από την Ύδρα έφερε στον Πειραιά άλλα 11 κανόνια, που έστειλαν οι αδελφοί Κουντουριώτες και ο Γεώργης Νέγκας.
Στην Αθήνα μαζεύτηκε γρήγορα μεγάλος αριθμός οπλισμένων μαχητών από την Αίγινα, Κέα, Ύδρα και αλλού, γύρω στις τρεις χιλιάδες. Οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στην Ακρόπολη πολιορκήθηκαν για καιρό χωρίς σημαντικές αψιμαχίες. Πολιορκητές και πολιορκημένοι έριχναν επεισοδιακά κανονιές και βόλια χωρίς να βλάπτουν ή να βλάπτονται. Μερικοί Τούρκοι όμως κατάφεραν να διασπάσουν την πολιορκία και να ξεφύγουν στην Εύβοια, όπου βρίσκονταν ο Ομέρ Βρυώνης και ο Καρύστιος Ομέρ Βέης. Ο τελευταίος είχε καταστρέψει τους Έλληνες στην επαρχία Καρύστου και είχε πυρπολήσει την Κύμη. Οι Ομέρ Βρυώνης και Ομέρ Βέης, αν και αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην Εύβοια με τους επαναστατημένους Έλληνες, έφτασαν στην Αττική και ενίσχυσαν τους πολιορκημένους. Οι Έλληνες αμέσως διαλύθηκαν, καταφεύγοντας στον Πειραιά, την Ελευσίνα και Αίγινα. Οι Τούρκοι, γύρω στις 20 Ιουλίου, στρατοπέδευσαν στα Πατήσια, και μετά μπήκαν στην Αθήνα, έλυσαν την πολιορκία και έδωσαν τροφές στους πολιορκημένους. Ο Ομέρ Βρυώνης παρέμεινε στην Αττική, καταστρέφοντας και αφανίζοντας τους Έλληνες χωρίς διαλογή, ενώ ο Ομέρ Βέης με τετρακόσιους Καρυσινούς Τούρκους επέστρεψε στην Χαλκίδα.
Ο Ιστορικός Φωτιάδης περιγράφει την όλη επιχείρηση ως εξής: «Τη νύχτα, 25 με 26 του Απρίλη, ξεκίνησε ο Μελέτης Βασιλείου με τους ξωτάρηδές του από το Μενίδι. Από τους χίλιους διακόσιους μονάχα οι μισοί είχανε άρματα. Οι άλλοι κράταγαν μαχαίρια, σουβλιά, αξίνες και τσεκούρια. Όταν φτάσανε μπροστά στο τειχί, ανάμεσα στις πόρτες της Μπουμπουνίστρας και των Αγίων Αποστόλων, πρώτος κατάφερε ν’ ανέβει σ’ αυτό και να πηδήξει μέσα στην Πολιτεία ο Δημήτρης Σκορδίνος. Τον ακολούθησε ο Γιώργης Κουρτέσης, κι ας μην είχε όπλο. Ρίχνεται πάνω σ’ ένα Τούρκο, αρπάζει το μαχαίρι του, τον σκοτώνει και παίρνει τα’ άρματα. Οι δυο τους ανοίγουνε την πόρτα της Μπουμπουνίστρας. Οι χωριάτες της Αττικής ξεχύνονται μέσα στην Αθήνα φωνάζοντας: Χριστός Ανέστη! Λευτεριά!
…Στις 28 του Απρίλη υψώθηκε, με μεγάλη τελετή, στο Τούρκικο Διοικητήριο η Ελληνική Σημαία. Είχε φτάσει η ώρα που οι αιώνες καρτέραγαν – η Αθήνα ξαναγινόταν Ελλάδα».