Από τις 20 Μαΐου έως τις 26 Μαΐου 1821 πραγματοποιήθηκε η Συνέλευση των Καλτεζών στη Μονή των Καλτεζών, στο χωριό Καλτεζές του νομού Αρκαδίας, πολύ κοντά στην Τρίπολη.
Στην συνέλευση πήραν μέρος κληρικοί και προεστοί από όλη την Πελοπόννησο. Πρόεδρος της συνέλευσης ήταν ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης. Από την Συνέλευση προέκυψε το πρώτο επίσημο νομικό κείμενο της σύγχρονης Ελλάδας και ο πρώτος Καταστατικός της Χάρτης. Η συνέλευση συνέστησε τον Γενικό Οργανισμό της Πελοποννήσου και τον Οργανισμό της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Η τελευταία ίσχυσε μέχρι την Β’ Εθνοσυνέλευση Άστρους, τον Απρίλιο του 1823.
Το εισαγωγικό κείμενο της Συνέλευσης, που αποτελεί και διακήρυξη εθνικής ανεξαρτησίας και ηθικών αρχών, έχει ως εξής:
Πράξις της εν Καλτεζαίς Συνελεύσεως
της 26 Μαΐου 1821:
Η γενική ευταξία των υποθέσεων της πατρίδος μας Πελοποννήσου και η αισία έκβασις του προκειμένου ιερού αγώνος περί της σεβαστής ελευθερίας του γένους μας επειδή και αναγκαίως απήτουν την γενικήν συνέλευσιν και σκέψιν, συνηθροίσθημεν επί τούτω οι υπογεγραμμένοι, από μέρους των επαρχιών μας, έχοντες και την γνώμην και όλων των λοιπών απόντων μελών, κατά την σεβαστήν μονήν των Καλτεζιών, κατ’ εύλογον κοινήν ημών γνώμην και απόφασιν και όλων των απόντων, εκλέξαντες τους φιλογενεστάτους κυρίους τόν τε άγιον Βρεσθένης Θεοδώρητον, Σωτήριον Χαραλάμπην, Αθανάσιον Κανακάρην, Αναγνώστην Παπαγιαννόπουλον, Θεοχαράκην Ρέντην, και Νικόλαον Πονηρόπουλον, καθ’ υπακοήν και συγκατάνευσιν αυτών εις την κοινήν ημών ταύτην πρότασιν, τους διορίζομεν δια να παρευρίσκωνται μετά του ενδοξοτάτου κοινού αρχιστρατήγου μας Πετρόμεη Μαυρομιχάλη, και πάντες οι άνωθεν, επέχοντες την Γερουσίαν όλου του δήμου των επαρχιών της Πελοποννήσου, προηγουμένου της Ενδοξότητός του, να συσκέπτωνται, προβλέπωσι, και διοικώσι, και κατά το μερικόν και κατά το γενικόν, απάσας τας υποθέσεις, διαφοράς, και παν ό,τι συντείνει εις την κοινήν ευταξίαν, αρμονίαν, εξοικονομίαν τε και ευκολίαν του ιερού αγώνος μας καθ’ όποιον τρόπον η θεία Πρόνοια τους φωτίσει και γνωρίσωσιν ωφέλιμον, έχοντες κατά τούτο κάθε πληρεξουσιότητα, χωρίς να εμπορή τινάς ν’ αντιτείνη ή να παρακούση εις τα νεύματα και διαταγάς των, και τούτο το υπούργημά των και η ημετέρα εκλογή θέλει διατρέξει και θέλει έχει το κύρος μέχρι της αλώσεως της Τριπολιτζάς και δευτέρας κοινής σκέψεως. Και περί μεν της από το μέρος των ειλικρινούς, απαθούς, και μετά της δυνατής επιμελείας και σκέψεως εις το άνωθεν υπούργημά των εξακολουθίας καθώς και της από το μέρος ημών τε και όλων των απόντων υπακοής και, άνευ τινός ανθιστάσεως, προφασιολογίας, και αναβολής της εξακολουθίας και ενεργείας των νευμάτων και δαταγών των ελάβομεν αμφότερα τα μέρη τον πρέποντα όρκον ενώπιον του Υψίστου Θεού, εν βάρει συνειδότος και της τιμής μας, και ούτως επεδόθη αυτοίς το παρόν ενυπόγραφον αποδεικτικόν και κυρωτικόν γράμμα μας.
1821, Μαΐου 26 (έπονται υπογραφαί)
Στη συνέλευση πήραν μέρος οι:
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πρόεδρος της συνέλευσης, Ρήγας Παλαμήδης, Κανέλλος Δεληγιάννης, ο Έλους Άνθιμος, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος, Σωτήρης Χαραλάμπης, Αθανάσιος Κανακάρης, Νικόλαος Πονηρόπουλος, Εμμανουήλ Μελετόπουλος, Νικόλαος Ταμπακόπουλος, Αναγνώστης Παπαγιαννόπουλος, Αμβρόσιος Φραντζής, Παναγιώτης Κρεβατάς, Ν. Παλλαδάς, Ν. Σπηλιωτόπουλος, Κορδάτος, Νικόλαος Πετιμεζάς, Παναγιωτάκης Ζαριφόπουλος, Νικόλαος Γολόπουλος, Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄.
Μετά την πράξη σύστασης της Πελοποννησιακής Γερουσίας, εψάλη δοξολογία στο ναό της Μονής. Ο επίσκοπος Έλους Άνθιμος απήγγειλε ευχές για ευόδωση του αγώνα, και κατόπιν πήρε τις πιστόλες από τη ζώνη του Χαραλάμπη και σχημάτισε σταυρό πάνω στην εικόνα του Χριστού λέγοντας “Έλληνες, ο Κύριος ευλόγησε τα όπλα σας”. Ο Γερμανός ιστορικός της Επανάστασης Μ. Μπαρτόλντυ θεωρεί τη πράξη των Καλτεζών ως το πρώτο δημοσίου δικαίου έγγραφο του νέου ελληνικού κράτους.
Η Γερουσία δεν έλαβε σημαντικές πολεμικές αποφάσεις διότι τα κατά τόπους πολεμικά σώματα υπάκουαν κυρίως στους οπλαρχηγούς τους. Έλαβε όμως σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, και κυρίως την υπαγωγή υπό την εξουσία της, ή τη δημιουργία διαφόρων τοπικών αρχών, εφοριών και υποεφοριών. Όρισε ότι ο φόρος της δεκάτης που έως τότε πληρωνόταν στους Τούρκους, καθώς και οι πρόσοδοι από τις περιουσίες που εγκατέλειπαν οι Τούρκοι θα δίνονταν υπέρ του Αγώνα. Κάθε επαρχία θα αναλάμβανε την τροφοδοσία των στρατιωτικών της περιοχής της. Απαγορεύθηκε οποιαδήποτε εξαγωγή τροφίμων εκτός Ελλάδος. Οι γυναίκες και τα ορφανά των νεκρών πολεμιστών θα τρέφονταν με δαπάνες της κάθε επαρχίας. Συστάθηκε αστυνομική υπηρεσία που θα τιμωρούσε για διάφορες παραβάσεις, απαγορευόταν όμως η ποινή του θανάτου και της δήμευσης.