Διαβάζετε τώρα
27 Ιουνίου 1821. Οι τούρκοι σφάζουν μοναχούς της Μονής Τομπλού και Έλληνες χωρικούς στην Σητεία

27 Ιουνίου 1821. Οι τούρκοι σφάζουν μοναχούς της Μονής Τομπλού και Έλληνες χωρικούς στην Σητεία

ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΟΠΛΟΥ

Η Ιερά Μονή της Παναγίας Ακρωτηριανής και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου Τοπλού Σητείας, που βρίσκεται στο βόρειο-ανατολικό άκρο της Κρήτης, αποτελεί μια από τις πιο παλιές και πιο ιστορικές μονές στην Κρήτη στο πέρασμα των αιώνων. Είναι κτισμένη ανατολικά της Σητείας και  κοντά στο Φοινικόδασος του Βάι. Κτίστηκε κατά τον 14ο αιώνα, όπως προκύπτει από την χρονολόγηση των αγιογραφιών του κεντρικού ναού.

Είναι το μεγαλύτερο και το πιο επιβλητικό οχυρωματικού τύπου Μοναστήρι της Ανατολικής Κρήτης, με το περίτεχνο καμπαναριό του να δεσπόζει από μακριά. Αποτέλεσε ασφαλές φρούριο για τους κατοίκους της γύρω περιοχής στα δύσκολα χρόνια των αλλεπάλληλων πειρατικών επιδρομών κατά τον Μεσαίωνα, αλλά και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας που ακολούθησε. Για το λόγο αυτό η Μονή είχε το προνόμιο να διαθέτει κανόνι (τοπ) για καθαρά αμυντικούς λόγους. Γι’ αυτό και ονομάστηκε μετά την κατάληψη της Σητείας από τους Τούρκους «Τοπλού».

ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ

Το 1646 οι Τούρκοι κατέκτησαν την Σητεία και έληξε η περίοδος της μεγάλης ακμής του Μοναστηριού, αφού ξεκίνησε η διαρκής λεηλασία του από τους Γενίτσαρους, λόγω της φήμης αμύθητων θησαυρών που υποτίθεται ότι η Μονή είχε στην κατοχή της. Την περίοδο αυτή η Μονή, που ήταν γνωστή με το όνομα « Ακρωτηριανή», μετονομάστηκε σε Τοπλού και αναφέρθηκε για πρώτη φορά σε τουρκικό έγγραφο του 1673.  Η ονομασία Τοπλού προέρχεται πιθανότατα απο την τουρκική λέξη «τοπ» που σημαίνει μπάλα ή βόλι κανονιού. Για να αποκρούουν οι μοναχοί τις εχθρικές επιθέσεις, οι βενετσιάνοι είχαν εξοπλίσει το Μοναστήρι με μικρό τηλεβόλο που εντόπισαν οι Τούρκοι.

Η Μονή ανέπτυξε σπουδαίο εθνικό και κοινωνικό έργο στα δύσκολα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ενώ καθοριστική ήταν η συμβολή της στην επανάσταση του 1821 για την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού.

Η Μονή της Παναγίας Ακρωτηριανής ανακηρύχθηκε ως Σταυροπηγιακή το 1704 με Σιγίλλιο του Πατριάρχου Γαβριήλ, προκειμένου να διασωθεί από τα τεράστια χρέη που δημιουργήθηκαν από τις βαρύτατες φορολογίες, τις συνεχείς αφαιμάξεις των αγάδων και τις διαρπαγές των γεννιτσάρων. Το 1798 ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γρηγόριος ο Ε΄ εκδίδει νέο Σιγίλλιο, με το οποίο ανανεώνεται η Σταυροπηγιακή αξία της Μονής, κηρύσσεται η περιουσία της αδούλωτη και ανενόχλητη, καταχωρείται στον Κώδικα της Μεγάλης  Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και απαγορεύεται στο εξής η εκποίησή της χωρίς την άδεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Χαρακτηριστικό, όμως, των συνθηκών της τότε εποχής είναι το γεγονός ότι παρά την Πατριαρχική προστασία, οι Τούρκοι εξακολουθούσαν να παρενοχλούν τη Μονή.

Έτσι με τη συνεργασία Μοναχών της Μονής δολοφονήθηκε από άλλο Τούρκο ο Αγάς Κασάπης, μετά την επίσκεψή του στη Μονή το 1811 με σκοπό τη διαρπαγή αγαθών, όπως έκανε συστηματικά. Όταν ανακαλύφθηκε η ευθύνη της Μονής, ακολούθησαν αντίποινα, οι Μοναχοί φυλακίστηκαν και κακοποιήθηκαν,  και οι Τουρκικές αρχές επέβαλαν τεράστιο πρόστιμο, το οποίο για να εξευρεθεί, αναγκάστηκε η Μονή να πουλήσει τα κτήματά της στη πεδιάδα της Σητείας και να παραχωρήσει στην οικογένειά του μέρος της περιουσίας της που βρισκόταν κοντά στην πόλη. Μερικά χρόνια αργότερα, η Μονή πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος με την σφαγή 12 Μοναχών στην πόρτα της (εξωτερική είσοδος της Μονής) και άλλων τόσων περίπου λαϊκών, οι οποίοι σφαγιάσθηκαν τη νύχτα της 26ης προς την 27η  Ιουνίου του 1821. Οι αποθήκες λεηλατήθηκαν και οι υπόλοιποι Μοναχοί κατόρθωσαν να διαφύγουν τη σύλληψη και την σφαγή από τα παράθυρα, όπως αναφέρει σημείωση σε Μηναίο του Ιουνίου εκείνης της περιόδου.  Αποτέλεσμα ήταν η ερήμωση και παραλίγο η διάλυση της Μονής. Οι εγκαταστάσεις της χρησιμοποιήθηκαν ως προσωρινό καταφύγιο των Τούρκων, όταν οι Κρήτες επαναστάτες εισέβαλαν στη Σητεία, ενώ κατά την αποχώρησή τους πήραν μαζί τους σχεδόν όλους τους κινητούς θησαυρούς. Μετά την καταστολή της Ελληνικής επανάστασης στην Κρήτη και την περίοδο της αιγυπτιακής κατοχής που επακολούθησε (1830-1840), άρχισε η ανασύνταξη της ερειπωμένης πια Μονής από τον Ηγούμενο Κύριλλο Σμυρίλιο.

Από το 1866 η Μονή συμμετείχε στη νέα μεγάλη Κρητική επανάσταση (1866-1869).  Ο  Ηγούμενος Μελέτιος Μιχελιδάκης, που σημειωτέον όχι μόνο διατήρησε, αλλά αύξησε την περιουσία της Μονής, εξελέγη μέλος της επαναστατικής επιτροπής και αναγκάστηκε μαζί με πολλούς μοναχούς να διαφύγουν στα νησιά Κάσο και Σύμη, επειδή έγινε κατάδοση στη τουρκική διοίκηση από ντόπιους μουσουλμάνους, ότι στη Μονή φυλάσσονταν πολεμοφόδια.  Αρκετοί μοναχοί, ανάμεσά τους ο  Ιερομόναχος Νεόφυτος, ο μοναχός Παρθένιος και ο Ιεροδιάκονος Άνθιμος, οδηγήθηκαν αιχμάλωτοι στα Χανιά, όπου υπέστησαν φοβερά βασανιστήρια, προκειμένου να μαρτυρήσουν σε ποιο μέρος της Μονής είχαν κρύψει τα πολεμοφόδια.

Κατά τον 18ο αιώνα η Μονή ήταν ένα από τα πιο σημαντικά εκκλησιαστικά-πνευματικά κέντρα της Κρήτης. Μαλιστα, από το 1856 λειτούργησε στούς χώρους της οργανωμένο σχολείο, που δίδασκε τα εκκλησιαστικά γράμματα με την ευθύνη της δημογεροντίας.  Εκεί φοιτούσαν τα καλογεροπαίδια, αλλά και τα παιδιά των λαϊκών της περιοχής.  Από αυτό το σχολείο αποφοιτούσαν οι Ιερείς και οι αναγνώστες που εξυπηρετούσαν τις λειτουργικές ανάγκες των ναών της επαρχίας και ξεχώρισαν στην τοπική κοινωνία. Επίσης από το 1870 συνεστήθη αλληλοδιδακτικό σχολείο υπό τη διεύθυνση του Ανδρέα Αντύπα.Τα οικονομικά προβλήματα, όμως, συνεχίσθηκαν για πολλά χρόνια. Οι αχανείς και άνυδρες εκτάσεις της Μονής που κατελάμβαναν εξ  ολοκλήρου το ανατολικότερο μέρος της Κρήτης προσφέρονταν για τη βοσκή αιγοπροβάτων. Μαλιστα σε μια σωζόμενη καταγραφή, το 1874 η Μονή είχε 1142 αιγοπρόβατα, το 1881 το Μοναστήρι αριθμούσε 82 κατοίκους (26 Μοναχοί και 56 λαϊκοί υπηρέτες και καλλιεργητές των κτημάτων της Μονής) και ήταν σε πληθυσμό το μεγαλύτερο μοναστήρι της Κρήτης και το δεύτερο μετά το Αρκάδι σε αριθμό Μοναχών.

ΝΕΩΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ

Στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας και αργότερα μετά την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα το 1913 η Μονή συνεχίζει να επιτελεί μοναδικό κοινωνικό, φιλανθρωπικό και εθνικό έργο στη γύρω περιοχή. Κατά την περιόδο της γερμανικής Κατοχής η Μονή φιλοξενούσε ασύρματο και περιέθαλπτε αντάρτες των συμμαχικών δυνάμεων. Πλήρωσε όμως βαρύ φόρο αίματος, αφού ο Ηγούμενος Γεννάδιος Συλλιγνάκης, δύο Μοναχοί και αρκετοί λαϊκοί αγνωνιστές συνελλήφθησαν από τους Γερμανούς και εκτελέστηκαν στην Αγυιά Χανίων.

Σήμερα, η Ιερά Μονή Τοπλού, ανακαινισμένη και αναστηλωμένη πλήρως, χάρη στις άοκνες προσπάθειες του Ηγουμένου Φιλοθέου Σπανουδάκη, αποτελεί ένα από τα πλέον σημαντικά πολιτισμικά μνημεία της Χώρας μας. Οι τεράστιας μνημειακής αξίας θησαυροί της (συλλογές φορητών εικόνων και κειμηλίων, χειρογράφων και παλαιτύπων, χαρακτικών και χαλκογραφιών κ.α) εκτίθενται συντηρημένοι σε ειδικά διαμορφωμένους επισκέψιμους χώρους και προσελκύουν μεγάλο αριθμό προσκυνητών – επισκεπτών, όχι μόνο από την Ελλάδα, αλλά και το εξωτερικό.

Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.