Διαβάζετε τώρα
28 Ιουνίου 1821. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης παραδίδει το φρούριο της Λιβαδειάς

28 Ιουνίου 1821. Ο Ηλίας Μαυρομιχάλης παραδίδει το φρούριο της Λιβαδειάς

  • του Δημητρίου Λάμπρου

Η πολιορκία και η καταστροφή της Λιβαδειάς από τα στρατεύματα του Σουλτάνου τον Ιούνιο του 1821 αποτελεί κομβικό γεγονός για την παλιγγενεσία στην Ανατολική Στερεά Ελλάδα, χωρίς να είναι ευρέως γνωστό στις λεπτομέρειές του. Δεν είναι μόνον η καταστροφή της πλέον πολυάνθρωπης, της πιο πλούσιας και της ισχυρότερης πόλης στην Ανατολική Ελλάδα, ούτε ο μεγάλος φόρος αίματος που οι Λιβαδείτες πλήρωσαν με χίλιους πεντακόσιους -ή κατ’ άλλους δύο χιλιάδες νεκρούς. Είναι κυρίως η Έξοδος των πολιορκημένων κατοίκων από το Κάστρο της πόλης, η οποία απετέλεσε προάγγελο της ιστορικής, της μεγάλης Εξόδου του Μεσολογγίου και σηματοδότησε την ακλόνητη αποφασιστικότητα των Λιβαδειτών για την κατάκτηση της πολιτικής τους ελευθερίας.

Οταν έγιναν γνωστές οι πρώτες ειδήσεις για τον ξεσηκωμό των χριστιανών στην ελληνική χερσόνησο, οι τουρκικές στρατιές που πολιορκούσαν τον Αλή πασά στην Ηπειρο έλαβαν εντολή να σπεύσουν -μετά την εξόντωσή του- προς ενίσχυση των Οθωμανών της Τριπολιτσάς. Ομως για να διαπεραιώσουν στην Πελοπόννησο έπρεπε να καταπνίξουν τις εστίες της εξέγερσης στην υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Δράμαλης επιτέθηκε από τη Λάρισα και διέλυσε τα σώματα των Θεσσαλών και διασκόρπισε τους επαναστάτες του Πηλίου. Ο Χουρσίτ πασάς, υπεύθυνος για τη Νότια Ελλάδα, διέταξε τον Ομέρ Βρυώνη και τον Κιοσέ Μεχμέτ, δύο από τους ικανότερους στρατηγούς του, να εκστρατεύσουν στην Ανατολική Στερεά με στόχο την κατάπνιξη της ελληνικής εξέγερσης και ακολούθως την εισβολή στην Πελοπόννησο. Οι δύο στρατηγοί, αφού εξουδετέρωσαν τον Αθανάσιο Διάκο στην θρυλική μάχη της Αλαμάνας κι αφού ηττήθηκαν στο Χάνι της Γραβιάς από τη στρατηγική ιδιοφυΐα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, εμφανίστηκαν στις αρχές Ιουνίου στις πύλες της Λιβαδειάς και για την ακρίβεια στρατοπέδευσαν στο Τουρκοχώρι.

Επίθεση στη Λιβαδειά

Οι δύο πασάδες, αφού μέχρι τις 9 Ιουνίου έμειναν στο Τουρκοχώρι περιμένοντας απάντηση από τον Ανδρούτσο στην πρότασή τους για ειρηνική υποταγή των κατοίκων, αμνηστία και αμοιβή για τους αρχηγούς τους, ξεκίνησαν για τη Λιβαδειά, όπου λίγο πριν φτάσουν έστειλαν και πάλι απεσταλμένους στους προκρίτους με προτάσεις για ειρήνη.

Ο Διονύσιος Κόκκινος περιγράφει με συγκλονιστική ενάργεια τα γεγονότα:

“Αλλ’ οι Λειβαδίται, που είχαν εμπιστοσύνην εις τας δυνάμεις των και είχαν εγκαρδιωθή από την είδησιν της ευρισκομένης καθ’ οδόν ενισχύσεως των Πελοποννησίων, δεν εδέχθησαν καμμίαν συνεννόησιν, ούτε εφρόντισαν διά παρελκύσεως με δήθεν διαπραγματεύσεις να κερδίσουν καιρόν έως ότου δυνηθούν τα εις την επαρχίαν ευρισκόμενα σώματα ή οι αναμενόμενοι εκ Πελοποννήσου να τους βοηθήσουν. Τουναντίον έκαμαν έξοδον εκ της πόλεως και επετέθησαν κατά των προφυλακών του εχθρού. Τούτο ήτο εντελώς άστοχον. Διότι, εκτός της ανεπαρκείας της δυνάμεως που διέθεταν προς υπεράσπισιν του φρουρίου απέναντι τόσον ισχυρού εχθρού, η πόλις ήτο απολύτως άφρακτος και τα γυναικόπαιδα εκτεθειμένα εις άμεσον κίνδυνον εν περιπτώσει προσβολής. Ο Ανδρούτσος, που είχε κατορθώσει να εισδύση εις την πόλιν, τους συνεβούλευσε ν’ απομακρύνουν κατά την νύκτα τα γυναικόπαιδα προς τα ορεινά μέρη. Αλλ’ οι Λειβαδίται δεν ηθέλησαν να ακούσουν τον έμπειρον αρχηγόν. Επιπολαία αντίληψις ηρωισμού τους παρωθούσεν εις άμυναν μέχρις εσχάτων ή μάλλον εις την παραμονήν των εις την πόλιν μεθ’ ολοκλήρου του πληθυσμού, διότι η πραγματική άμυνα ήτο αδύνατος“.

Στις 10 Ιουνίου τρία σώματα τουρκικών στρατευμάτων έκαναν επίθεση στην πόλη. Στη θέα των Τούρκων στρατιωτών, γυναίκες και παιδιά, ο άμαχος πληθυσμός εν γένει, πάγωσε και καταλήφθηκε από τρόμο. Ετρεχαν στους δρόμους καταδιωκόμενοι προσπαθώντας να βρουν οδό διαφυγής από τον θάνατο, κραύγαζαν και θρηνούσαν με τέτοια ένταση που σκέπαζε κι αυτούς ακόμα τους πυροβολισμούς. Και συνεχίζει:.

“Οσοι είχαν όπλα εκλείσθησαν εις τα ισχυρότερα σπίτια και επυροβολούσαν, αλλά ετούτο επέτεινε την σύγχυσιν του πληθυσμού, την μανίαν των εισβαλλόντων και την καταδίωξιν. Η φρουρά της πόλεως εκλείσθη εις το παλαιόν φρούριον μαζί με μερικούς από τους άνδρας του Ανδρούτσου. Αλλά η καταφυγή εις το φρούριον δεν είχεν άλλον λόγον παρά την κατά το δυνατόν προστασίαν των γυναικοπαίδων. Το φρούριον δεν ήτο δυνατόν να αντισταθή επί πολύ εις τον διαθέτοντα ήδη ισχυρόν πυροβολικόν εχθρόν, και ο Ανδρούτσος κρίνων ορθώς ότι η βοήθειά του θα ήτο αποτελεσματικωτέρα αν είχεν ελευθέρας κινήσεις -δεν διέθετεν, άλλωστε, παρά ολίγους άνδρας- έφυγεν από την Λειβαδιάν προς την Γρανίτσαν“.

Το ίδιο το βράδυ του αποκλεισμού, ο Ανδρούτσος επικεφαλής διακοσίων πενήντα στρατιωτών περνάει στον βράχο της Αγίας Ιερουσαλήμ απέναντι από το κάστρο της Λιβαδειάς και όπως αναφέρει ο Τάκης Λάππας:

“Για να ψυχώσει τους κλεισμένους στο κάστρο της Λειβαδιάς και να τους δώσει είδηση πως κει κοντά τριγυρίζει, φτάνει στον αντίπερα από το κάστρο βράχο της Αγιουρσαλής. Ρίχνει από το καταρράχι πάνω μια μπαταριά για σύνθημα και πηγαίνει στο χωριό Σούρπη“.

Η σφαγή των Λιβαδειτών

Συνεχίζοντας την παράθεση των γεγονότων ο Δ. Κόκκινος περιγράφει τον όλεθρο που ακολούθησε την κατάληψη της φημισμένης πολιτείας: “Η πόλις εγκατελείφθη εις το έλεος του εχθρού. Οι δρόμοι της κατέστησαν θέατρον των δραματικωτέρων σκηνών μεταξύ των διωκόντων και των διωκομένων γυναικών και παιδιών, ενώ τα σπίτια ελεηλατούντο. Εις χιλίους ανήλθον περίπου οι νεκροί, μεταξύ των οποίων ο αριθμός των γυναικών και των παιδιών που εσφάγησαν δεν ήτο μικρός. Δυόμισι χιλιάδες γυναικόπαιδα ηχμαλωτίσθησαν και εις δύο ακόμη χιλιάδας υπελογίσθησαν οι κλεισθέντες εις το φρούριον”.

Ο Ανδρούτσος από τη Γρανίτσα μετέβη στη Σούρπη, για να συνεννοηθεί με τους άλλους οπλαρχηγούς που βρίσκονταν στην επαρχία για το τι μέλλει γενέσθαι, για την επίθεση στους Τούρκους και τη λύση της πολιορκίας του φρουρίου – υπήρχε ενημέρωση για όσα διαδραματίζονταν εκεί από έναν ποιμένα που έμπαινε από τη μικρή είσοδο στον χώρο που εικάζεται ότι βρίσκεται το Τροφώνειο μαντείο. Ο Γκούρας έφτασε τέσσερις μέρες μετά.

“Εν τω μεταξύ έφθασεν η εκ Πελοποννήσου αναμενομένη βοήθεια διά των Μεγάρων. Ο Ανδρούτσος έσπευσε να συνάντηση τους ερχομένους εις το Στεβενίκο και από εκεί ωδήγησε τους καταφθάσαντας πρώτους Νικηταράν και Ηλίαν Μαυρομιχάλην και Τσαλαφατίνον εις την Σούρπην. Οι ελθόντες ολίγον αργότερα άλλοι αρχηγοί, εις τους οποίους είχαν ήδη προστεθή ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, ο Σταυριανός Καπετανάκης και ο ΧατζηΒασιλείου, εξ αγνοίας της οδού, έπεσαν προ ενός οχυρώματος των Τούρκων κατά την μονήν της Ιερουσαλήμ και κατόπιν απωλείας δεκαπέντε ανδρών κατέφυγον εις την Γρανίτσαν όπου ωχυρώθησαν. Εκεί, μεταξύ των ευρισκομένων εις την Σούρπην και των ωχυρωμένων εις την Γρανίτσαν, κατεστρώθη σχέδιον νυκτερινής εφόδου κατά του εχθρικού στρατοπέδου“.

Η άφιξη του Ηλία Μαυρομιχάλη στο Στεβενίκο έγινε γνωστή στο κάστρο της Λιβαδειάς και αναπτέρωσε το ηθικό των πολιορκούμενων Λιβαδειτών.

Οι Πελοποννήσιοι

Πάντα σύμφωνα με τον Διονύσιο Κόκκινο, στρατιωτικές δυνάμεις “κατά τας αρχάς Ιουνίου απεστάλησαν εις την Ανατολικήν Ελλάδα υπό του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη κατόπιν αιτήσεως των εκεί αρχηγών και πιθανώτατα μόνον του Ανδρούτσου. Αι συνεχιζόμενοι πολιορκίαι των φρουρίων της Πελοποννήσου και ιδίως της Τριπολιτσάς, όπου ήτο εστραμμένη όλη η προσοχή, δεν επέτρεπαν την απομάκρυνσιν ούτε ενός ανδρός. Τουναντίον οι πολιορκηταί είχον αυτοί ανάγκην βοηθειών διά να γίνουν κύριοι των φρουρίων και επομένως κύριοι της καταστάσεως, πριν διαβούν τον Ισθμόν ισχυρά τουρκικά στρατεύματα. Εν τούτοις διά να αποτραπή ο κίνδυνος της τουρκικής εισβολής εκρίθη ανάγκη να ενισχυθούν οι εις την Ανατολικήν Ελλάδα μαχόμενοι εναντίον του Ομέρ Βρυώνη και του Κιοσσέ Μεχμέτ Ρουμελιώται αρχηγοί. Ο αγών της Ανατολικής Ελλάδος είχεν ακόμη τότε την θέσιν ισχυράς αλλ’ επικινδύνως πιεζομένης προφυλακής της επαναστάσεως της Πελοποννήσου”.

Ο τελικός σκοπός, άλλωστε, της εκστρατείας των Τούρκων πασάδων ήταν η καταστολή της εξέγερσης από τον Ισθμό και κάτω, όπου εντοπιζόταν η ουσιαστική απειλή. Και η επαναστατική αντίσταση σε διάφορες περιοχές της Ανατολικής Ελλάδας, που ήταν ανοιχτή από τον βορρά στην προέλαση των στρατευμάτων τους ενοχλούσε και τους εμπόδιζε: έπρεπε να εξουδετερωθεί, για να φτάσουν στην Πελοπόννησο και να χτυπήσουν την επανάσταση στην κύρια εστία της. Γι’ αυτό και “δεν εβράδυναν εις το περί την Τριπολιτσάν στρατόπεδον να αποφασίσουν την αποστολή βοηθείας εις την Ανατολικήν Ελλάδα, έστω κι αν εκ τούτου απεσύρωντο εκ της Πελοποννήσου δυνάμεις και αρχηγοί χρήσιμοι διά τας ενεργουμένας εκεί πολεμικάς επιχειρήσεις. Την διά την Στερεάν προοριζομένην εκ Πελοποννήσου δύναμιν ανέλαβε, κατόπιν εντολής του Κολοκοτρώνη, να οργανώση ο Νικηταράς, απησχολημένος έως τότε με την πολιορκίαν του Ναυπλίου. Ο Νικηταράς άφησεν εις το Ναύπλιον αντικαταστάτην του τον αδελφόν του Νικόλαον, παρέλαβε τους διαθεσίμους εκ των ανδρών του και μετέβη εις το Αργος, όπου τον ηκολούθησαν με τους υπ’ αυτούς άνδρας ο Ηλ. Μαυρομιχάλης, ο Ν, Δεληγιάννης και ο Αχ. Θεοδωρίδης και όλοι μαζί μετέβησαν εις το ελληνικόν στρατόπεδον του Ακροκορίνθου, το απησχολημένον με την πολιορκίαν του φρουρίου. Εκεί ηνώθησαν μαζί των ο Δημ. I, Κριεζής με Υδραίους, ο Κυρ. Δουζίνας, ο Χριστ. Μέξης και ο Γεωργ. Κριεζής με Ποριώτας και Σπετσιώτας και εξεκίνησαν διά την Στερεάν“.

Το αποτυχημένο σχέδιο της ελληνικής αντεπίθεσης

Η ελληνική δύναμη ανερχόταν σε χίλιους διακόσιους άντρες. Επελέγησαν τα σημεία απ’ όπου θα γινόταν η επίθεση, αποφασίστηκε ο χρόνος για την έφοδο και ορίστηκαν οι αρχηγοί. Ο Ανδρούτσος και ο Νικηταράς θα έκαναν επίθεση εκεί όπου είχε στήσει τις σκηνές του ο Ομέρ Βρυώνης. Το σχέδιο ήταν καλό, αλλά στην εκτέλεσή του συνέβη κάτι που θα εμπόδιζε την ευόδωσή του. Ο Δ. Κόκκινος αναφέρει ότι “ενώ εκινείτο η ελληνική εμπροσθοφυλακή, οι στρατιώται του Γκούρα την εξέλαβαν ως τουρκικόν απόσπασμα και ήρχισαν να την πυροβολούν. Επήλθε σύγχυσις και αταξία. Η επίθεσις ανεκόπη και ανεβλήθη δι’ άλλην νύκτα. Αλλά εκ του επεισοδίου τούτου απεκαλύφθη και η θέσις των Ελλήνων και το σχέδιόν των. Την επομένην έγινεν επίθεσις τριών χιλιάδων τουρκικού στρατού και εξακοσίων Αλβανών εναντίον των ευρισκομένων εις την Γρανίτσαν. Οι Ελληνες επολέμησαν γενναίως, αλλ’ η εναντίον των επιπεσούσα δύναμις ήτο μεγάλη. Τριάντα νεκροί έπεσαν και μεταξύ αυτών ο επιδείξας πραγματικόν ηρωισμόν και μαχόμενος εις την πρώτην σειράν Δουζίνας. Ο Ανδρούτσος κατέφθασεν εγκαίρως και απασχολήσας τους Τούρκους απήλλαξε τους υπερασπιστάς της Γρανίτσας από του κινδύνου και έδωσε τέλος εις την μάχην.

Επέκειτο ήδη η εκτέλεσις της νυκτερινής εφόδου κατά των Τούρκων κατόπιν της πρώτης ματαιώσεώς της. Η συγκέντρωσις όλων έγινεν εις την Σούρπην. Αλλά ο Ομέρ Βρυώνης, που είχεν ήδη κατοπτεύσει μόνος του τας ελληνικάς θέσεις, επρόλαβεν. Επί κεφαλής πέντε χιλιάδων στρατού και με την σύμπραξιν του Κιοσσέ Μεχμέτ ενήργησεν νυκτερινήν επίθεσιν κατά του ελληνικού στρατοπέδου. Οι προ του χωρίου ευρισκόμενοι Ελληνες φρουροί καταληφθέντες εξ απροόπτου κατεσφάγησαν. Και θα ήτο οικτρά η τύχη των στρατοπεδευόντων εις την Σούρπην και μη αναμενόντων ακόμη επίθεσιν και κοιμωμένων κατ’ εκείνην την ώραν, αν ο ευρισκόμενος με τους Τούρκους αρχηγούς Χρήστος Παλάσκας δεν είχεν μίαν ευφυά έμπνευσιν διά να τους σώση. Είπεν εις τον Ομέρ Βρυώνην και τον Κιοσσέ Μεχμέτ ότι δεν ήρμοζεν εις στρατηγούς όπως αυτοί και εις ισχυρόν σουλτανικόν στρατόν να επέρχεται αθορύβως ως εξ ενέδρας εναντίον τόσον ασημάντου εχθρού και ότι, διά να δείξουν ότι δεν φοβούνται τους ολίγους κλέφτες της Σούρπης, έπρεπε να διατάξουν να αρχίσουν να κτυπούν τα τύμπανα τα αναγγέλλοντα την πολεμικήν πορείαν. Ηθελε να ειδοποιηθούν δι’ αυτού του τρόπου οι Ελληνες αρχηγοί περί της ενεργουμένης επιθέσεως. Τα τουρκικά τύμπανα ήρχισαν να κτυπούν δαιμονιωδώς, πριν οι Τούρκοι εισέλθουν εις την Σούρπην, και οι Ελληνες επρόφθασαν να φύγουν εκείθεν και να σκορπισθούν“.

Η ηρωική έξοδος των Λιβαδειτών από το Κάστρο

Υστερα από αυτά χάθηκε κάθε ελπίδα για τους πολιορκούμενους Λιβαδείτες, οι οποίοι εν συνεχεία δέχτηκαν νέες προτάσεις με ευνοϊκούς όρους, για να αναχωρήσουν από το φρούριο χωρίς κίνδυνο, από τους πασάδες που βιάζονταν να φύγουν από την περιοχή. Οι έγκλειστοι, απελπισμένοι καθώς δεν ανέμεναν βοήθεια από πουθενά πια, συμφώνησαν στην παράδοση του φρουρίου και δεδομένου ότι δεν θα δέχονταν όχληση από τους Τούρκους. Ομως ο Παλάσκας, επειδή φοβόταν αιματοκύλισμα κατά την έξοδό τους, με ένα του νεύμα την ώρα που άνοιγαν την πύλη για να μπουν οι Τούρκοι, απαίτησε να την κλείσουν ξανά παρά τη συμφωνία. Τελικά αποφασίστηκε η έξοδος από το φρούριο διαμέσου του τουρκικού στρατοπέδου τη δέκατη έβδομη ημέρα από την έναρξη της πολιορκίας, οπότε:

“Οι Λειβαδίται με τους ενόπλους επί κεφαλής, με τα γυναικόπαιδα εις το μέσον και με οπισθοφυλακήν ώρμησαν έξω από την προς το Τροφώνειον μαντείον πύλην του φρουρίου. Οι αποτελούντες την εμπροσθοφυλακήν με τα σπαθιά εις τα χέρια ήνοιξαν δίοδον διά τα ακολουθούντα γυναικόπαιδα μεταξύ των Τούρκων στρατιωτών, οι οποίοι καταληφθέντες εξ απροόπτου υπεχώρησαν επ’ ολίγον, αλλά έπειτα εστράφησαν εις καταδίωξιν των εξελθόντων. Η ηρωική αυτή έξοδος των ενόπλων Λειβαδιτών με τα γυναικόπαιδα διά μέσου των τάξεων του τουρκικού στρατού, καλώς προπαρασκευασθείσα, δεν είχεν πολλάς ζημίας. Εξήντα μόνον εκ των δύο χιλιάδων, υπολογιζομένων και των γυναικοπαίδων, εχάθησαν. Πολύ ολίγοι, λαμβανομένου υπ’ όψιν του απεγνωσμένου και του επικινδύνου του τολμήματος. Aλλ’ η πράξις αυτή, νέον ηρωικόν κίνημα των Λειβαδιτών μετά την κήρυξιν της επαναστάσεως και την υπεράσπισιν της γεφύρας της Αλαμάνας από τους περί τον Διάκον συμπολίτας των, είναι η πρότυπος μικρογραφία του μετ’ ολίγα έτη επισυμβάντος δράματος της εξόδου εις το Μεσολόγγι“.

Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.