Ο Ελληνικός στρατός που βρίσκονταν στο Πέτα χωρίστηκε σε δύο σώματα. Το μεν πρώτο τέθηκε υπό τους Μάρκο Μπότσαρη, Καρατάσσο Γάτζο, Ανδρέα Ιάσκο, Αλέξη Βλαχόπουλο και είχε δύναμη 1.200 ανδρών.
Ξεκίνησε στις 28 Ιουνίου για την Πλάκα για να ενισχύσει τους Σουλιώτες. Πριν αναχωρήσουν όμως, ήρθαν απεσταλμένοι από το Σούλι και τους ανήγγειλαν, ότι αν πλησιάσουν τα στρατεύματα προς το μέρος εκείνο, αμέσως θα βγει ένα μέρος των Σουλιωτών για να τους υποστηρίξει. Στο Πέτα έμειναν οι τακτικοί, οι Φιλέλληνες, ο Θ. Γρίβας, ο Γώγος και μερικοί άλλοι αρχηγοί.
Ο Μάρκος έφθασε με τους υπόλοιπους στην Πλάκα, που βρίσκεται σε ψηλό μέρος, δώδεκα ώρες έξω από το Σούλι. Οι Οθωμανοί, όταν έμαθαν την άφιξη του Μπότσαρη, τρόμαξαν και διέταξαν να έλθουν αμέσως όλες οι φρουρές των Ιωαννίνων, Άρτας και Πρέβεζας και να τεθούν υπό τις διαταγές του Ρεσίτ Μεχμέτ Πασά Κιουταχή, ο οποίος διατάχτηκε να παραλάβει και τους υπόλοιπους Πασάδες Χασάν Πασά, Ισμαήλ Πασά Ηλιάσαν και Αχμέτ Πασά Βρυώνη και να βγει να αποκρούσει τον Μάρκο Μπότσαρη και τους άλλους αρχηγούς. Οι Τούρκοι είχαν δύναμη 8.000 ανδρών.
Η μάχη άρχισε στις 29 Ιουνίου. Το επόμενο μεσημέρι κατέφθασαν περισσότερες Τουρκικές ενισχύσεις και έτρεψαν ένα μέρος των Ελλήνων σε φυγή. Ο Μάρκος όμως με τους άνδρες του συνέχιζε να καταδιώκει τους εχθρούς, μέχρι που βρέθηκε περικυκλωμένος από παντού. Οι Τούρκοι άρχισαν να φωνάζουνε «αιχμάλωτο τον έχουμε τον εχθρό της Πίστης».
Ο Μάρκος αναγνωρίζοντας την θέση του δεν πτοήθηκε, αλλά κατάστρωσε σχέδιο διεξόδου και με ορμή έπεσε πάνω στους εχθρούς, τους διέσχισε και με μεγάλο κίνδυνο μόλις και σώθηκε. Στην μάχη αυτή έπεσαν περίπου εκατό Έλληνες, εκτός των άλλων και ο αδελφός του Γάτζου.
Οι Σουλιώτες κράτησαν τον λόγο τους και έστειλαν πεντακόσιους, οι οποίοι όμως βρήκαν δυσκολίες στον δρόμο και έφτασαν αργά, ενώ οι Έλληνες είχαν ήδη τραπεί σε φυγή. Οι Σουλιώτες επέστρεψαν στο Σούλι, οι δε υπόλοιποι Έλληνες επέστρεψαν κακώς έχων στο Πέτα στις 1 Ιουλίου και έτσι ματαιώθηκαν τα σχέδια για το Σούλι.