Διαβάζετε τώρα
4 Ιουλίου 1822. Μάχη της Σπλάντζας

4 Ιουλίου 1822. Μάχη της Σπλάντζας

Στη μάχη της Σπλάντζας (σημερινή Αμμουδιά Πρεβέζης) ο οπλαρχηγός Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, νεώτερος αδελφός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, πριν πεθάνει από σφαίρα των Οθωμανών, διέταξε τον ιπποκόμο του να πάρει την αιματοβαμμένη ζώνη του και να την παραδώσει στην οικογένειά του στη Μάνη.

Για να εκδικηθούν τον θάνατό του, οι Έλληνες σκότωσαν πέντε αιχμάλωτους. H μάχη δεν είχε νικητή και στο τέλος οι δύο πλευρές οπισθοχώρησαν.

Η κατάληψη της Σπλάντζας

Στα μέσα Ιουνίου 1822 ο Μανιάτης οπλαρχηγός Κυριακούλης Μαυρομιχάλης κατέλαβε τη Σπλάντζα, αφού είχε αναγκαστεί από αγγλικό πολεμικό πλοίο να αποχωρήσει από το λιμάνι του Μούρτου (σημερινά Σύβοτα Θεσπρωτίας), το οποίο είχε επίσης καταλάβει. Οι Οθωμανοί πασάδες πληροφορήθηκαν την κίνηση του Μαυρομιχάλη και των επαναστατών και έστειλαν δύναμη 3.000 αντρών με επικεφαλής τον Μουσταφάμπεη. Ο τούρκος είχε αιχμαλωτιστεί κατά την πολιορκία της Τριπολιτσάς ένα χρόνο πριν, αλλά στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος.

Στις 3 Ιουλίου ο Μουσταφάμπεης συγκέντρωσε τις δυνάμεις του σε μία τοποθεσία, μία ώρα μακριά από τη Σπλάντζα. Ήθελε να έχει το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού, καθώς οι άντρες του μπορούσαν να κρυφτούν μέσα στους θάμνους και τις καλαμιές.

Ο τσοπάνης και η Μάχη

Τις κινήσεις των τούρκων είδε ένας τσοπάνης και ενημέρωσε τους οπλαρχηγούς. Στη Σπλάντζα σήμανε συναγερμός, ωστόσο οι Έλληνες ήταν απροετοίμαστοι, καθώς δεν περίμεναν τόσο γρήγορη αντίδραση από τους πασάδες. Παρά τις διαφωνίες στο αρχηγείο, επικράτησε η άποψη του Μαυρομιχάλη και των Σουλιωτών να πολεμήσουν.

Η τουρκική επίθεση ξεκίνησε μία ώρα πριν την ανατολή του ηλίου. Ο Μουσταφάμπεης πίστευε ότι θα είχε εύκολο έργο και ότι οι Έλληνες θα αιφνιδιάζονταν. Όταν αντιλήφθηκε τα πρόχειρα οχυρωματικά των Ελλήνων διέταξε τους στρατιώτες του να ανοίξουν πυρ. Απροσδόκητα, τα όπλα των αντρών του δεν εκπυρσοκρότησαν κατά το ένα τρίτο. Είχαν μπλοκάρει από την διάβρωση της πυρίτιδας από την υγρασία. Οι άντρες του Μαυρομιχάλη βρήκαν την ευκαιρία και ανταπέδωσαν τα πυρά. Οι Μανιάτες δεν είχαν ακόμη εμπλακεί στα πρώτα στάδια της μάχης.

Ο Μαυρομιχάλης μπήκε μπροστά στη μάχη και ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τον Μουσταφάμπεη. Κανένας από τους δύο δεν έκανε κίνηση να πυροβολήσει, αφού οι δύο αρχηγοί ήταν γνώριμοι από τη μάχη της Τριπολιτσάς.

Η «αδέσποτη» σφαίρα

Καθώς η μάχη δυνάμωνε, μία σφαίρα από εχθρικό όπλο καρφώθηκε στη μασχάλη του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη. Ο οπλαρχηγός, πριν αφήσει την τελευταία του πνοή διέταξε τον ιπποκόμο του να πάρει την αιματοβαμμένη ζώνη του και να την παραδώσει στην οικογένειά του στη Μάνη. Στη συνέχεια ένα ελληνικό βόλι σκότωσε τον Μουσταφάμπεη, ενώ Τούρκοι και Έλληνες οπισθοχώρησαν.

Η μάχη, η οποία κράτησε τρεις ώρες, έληξε χωρίς νικητή στο πεδίο. Ο απολογισμός ήταν 43 νεκροί για τους Τούρκους και 3 για τους Έλληνες. Οι Μανιάτες για να εκδικηθούν τον θάνατο του αρχηγού τους, σκότωσαν πέντε αιχμαλώτους, επιβιβάστηκαν στα πλοία και αναχώρησαν για το Μεσολόγγι μεταφέροντας τη σορό του αρχηγού τους.

Το Δημοτικό τραγούδι, αντί να περιγράψει το θάνατό του, με πρωτοτυπία εκθέτει την ανακοίνωση του θανάτου του από τον Πετρόμπεη στη σύζυγό του στη Μάνη:

«Πετρόμπεης καθότανε ψηλά στο Πετροβούνι

κι εσφούγγιζε τα μάτια του μ΄ ένα χρυσό μαντήλι

-Τι έχεις Μπέη και χλίβεσαι και χύνεις μαύρα δάκρυα

-Σα με ρωτάς Κυριάκαινα και θέλεις για να μάθης

απόψε μου ΄ρθαν γράμματα από το Μεσολόγγι

τον Κυριακούλη σκότωσαν, τον πρώτο καπετάνιο

και στάζουνε τα μάτια μου και τρέχουν μαύρα δάκρυα».

Η ελληνική εκστρατεία στην Ήπειρο σημείωσε μεγάλη αποτυχία, αφού την ίδια μέρα με τη μάχη της Σπλάντζας οι Έλληνες δέχθηκαν σημαντική ήττα στο Πέτα της Άρτας. Μετά από λίγο οι Σουλιώτες συνθηκολόγησαν με τους Οθωμανούς και εγκατέλειψαν το Σούλι για τα Επτάνησα.

Πηγή

View Comments (0)

Leave a Reply

Your email address will not be published.