…Συνήθως μιλάμε για συγκέντρωση κλεφταρματολών στου Μαγεμένου στη Λευκάδα, στις 6-7-1807. Δεν πρόκειται όμως απλώς για συγκέντρωση, και θεωρώ πως πρέπει να ειπωθεί με το πραγματικό του όνομα το μέγα τούτο ιστορικό γεγονός. Ήταν η «εν Λευκάδι Συνέλευσις», η πρώτη επίσημη Προεπαναστατική Εθνική Συνέλευσις, με Όρκο των πιο σπουδαίων αγωνιστών του 1821 υπέρ της ανεξαρτησίας όχι μόνον της Λευκάδας, αλλά ολόκληρης της Ελλάδας.
Γράφει ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης: «Όταν η Ελληνική νεολαία συναισθανθή την ανάγκην να συμπληρώση όλα τα κενά της Εθνικής μας Ιστορίας, τότε αναντιρρήτως θέλειαποδειχθή ότι τα γενόμενα εν Ηπείρω περί τα τέλη της 18ης και τας αρχάς της 19ης εκατονταετηρίδος είναι ο πρόλογος της Επαναστάσεως του 21. Και ότι προς τον κοινόν και μέγαν σκοπόν όχι ολίγον συνέτεινε και η εις Λευκάδα αποστολή του Ι. Καποδίστρια, ελθόντος εις επαφήν προς τους μάλιστα εμπειροπολέμους Έλληνας και ενισχύσαντος την καρδίαν αυτών εις την επιδίωξιν της μεγάλης και ιεράς ιδέας…»
Και ο ποιητής συνεχίζει: «Το μεγαλύτερον, το θαυμαστότερον, το ελληνικώτερον κατόρθωμα του αειμνήστου Καποδίστρια υπήρξεν η εν Λευκάδι συγκέντρωσις των ενδοξοτέρων καπετανάτων της Ρούμελης, και ο αδελφικός σύνδεσμος όστις προέκυψεν εκ της συγκεντρώσεως ταύτης μεταξύ των σημαντικοτέρων οπλαρχηγών της δουλωμένης Ελλάδος. Οι κλέφται μετεμορφώθησαν εις κλεφτουριάν, δηλαδή απέβαλον την ιδέαν της ατομικής κεχωρισμένης κατά των εχθρών αντιδράσεως και συνησπίσθησαν και συνετάχθησαν υπό την αρχηγίαν του Κατσαντώνη εις στρατόν εθνικόν, με έν και μόνον σύνθημα, άσπονδον κατά των τυράννων της πατρίδος πόλεμον, με ένα και μόνον σκοπόν, την απελευθέρωσιν της βασανιζομένης μητρός των».
Τα Επτάνησα, και πιο πολύ η Λευκάδα, στάθηκαν σ’ αυτά τα δύσκολα για τον Ελληνισμό χρόνια, το πιο κοντινό και το πιο σίγουρο καταφύγιο και ορμητήριο της αδούλωτης Κλεφτουριάς, στάθηκαν «Η φωλιά τ’ Αρματωλού», ως εκ τούτου ήταν ανυπέρβλητο εμπόδιο για τα επεκτατικά σχέδια του Αλή Πασά, και έπρεπε με κάθε τρόπο το εμπόδιο αυτό να εκλείψει. Ο Αλή Πασάς είχε αλώσει το Σούλι, ισοπέδωσε την Πρέβεζα και συστηματικά και μεθοδευμένα συγκέντρωνε δυνάμεις, πυροβόλα και πυρομαχικά στην απέναντι ακτή της Ακαρνανίας. «Γήφερεν ο Πασάς μεγάλο σεφέρι στην Πλαγιά κι επολέμαγε με το Μόσκοβο, κι ήταν κι ο Δεσπότης της Άρτας Ιγνάτιος κοντά με το Μόσκοβο…» (γράφει τον Μάρτιο του 1807 ο ιερέας του Σπανοχωρίου, Σπυρ. Χαλκιάς στο ληξιαρχικό βιβλίο της εκκλησίας).
Ο Πασάς από τον Φεβρουάριο του 1807 «υπό την διεύθυνσιν Γάλλων αξιωματικών», ανήγειρε οχυρά «εν Ακαρνανία, προωρισμένων να προσβάλλωσι δύο μικρά φρούρια της Λευκάδος, εις τα οποία οι Ρώσοι είχον δώσει τα ονομασίας Αλεξάνδρου και Κωνσταντίνου». Τα οχυρά ήταν στη θέση Καστρί (το φρούριο του Τεκέ), όπου εγκατέστησε 4 πυροβόλα και βομβάρδιζε ανηλεώς τις θέσεις των αμυνομένων στη Λευκάδα και στη θέση Άγιος Γεώργιος. Ο Αλή Πασάς απειλούσε την Λευκάδα με πανστρατιά Τουρκαλβανών «ίνα επιπέση κατά της Λευκάδος, υποσχόμενος εις τας αγρίας ορδάς του, γέρας της νίκης, τας γυναίκας και τας περιουσίας των Λευκαδίων και ομνύων επί του Κορανίου, ότι θα διέτεμνε τας κοιλίας των μητέρων, ίνα μη υπάρξη ουδ’ εν τω μέλλοντι ίχνος των εχθρών του και ότι εν Λευκάδι δεν θα έμενε λίθος επί λίθον…»
Εν μέσω λοιπόν αυτής της απελπιστικής κατάστασης, με το νησί ολότελα αποκλεισμένο από την στεριά και την επικείμενη κατάληψή του από μέρα σε μέρα, τον Μάϊο του 1807 από την Γερουσία της Επτανήσου Πολιτείας, ο μόλις 31 ετών Ιωάννης Καποδίστριας«διατάσσετο να μεταβή αμέσως στην Λευκάδα, ως έκτακτος αρμοστής της Κυβερνήσεως, εντεταλμένος ίνα προνοήση περί παντός μέτρου, αναγκαίου δια την άμυναν της νήσου». Τον συνόδευαν Κερκυραίοι ευπατρίδες και επί κεφαλής σώματος εθελοντών Σουλιωτών ο πρώην Επίσκοπος Άρτας Ιγνάτιος, «αντικαταστήσας την ποιμαντορικήν ράβδον δια της σπάθης του οπλαρχηγού».
Το στρατηγικό μυαλό του Καποδίστρια οργάνωσε αντιπερισπασμό στα νώτα του Αλή, για να απαλλάξει τη Λευκάδα από την πολιορκία. Συντονίζοντας με τον Ιγνάτιο τις επιθέσεις του Μπότσαρη, του Κατσαντώνη, των Τζαβελαίων και άλλων, πέτυχε η μισή δύναμη του Αλή να αποσπασθεί. Συγχρόνως ο Καποδίστριας δημιούργησε και ναυτική δύναμη, μισθώνοντας εννέα πλοία, για να αφήνουν ανοιχτά τα θαλάσσια περάσματα. Στο ένα μάλιστα ηγείτο ο Κολοκοτρώνης, (ο Γέρος του Μωριά). Διέταξε τον μηχανικό ακόλουθό του Μισσώ «να περιέλθη την νήσον και να υποβάλη εν τάχει σχέδιον πλήρους οχυρώσεως αυτής, παρήγγειλεν εις τας αδελφάς νήσους να συνδράμωσι την Λευκάδα δι’ εθελοντών, δια χρημάτων και υλικών δια την οχύρωσιν…».
Παράλληλα ο μεγαλοφυής αυτός ηγέτης, ανάμεσα στ’ άλλα, αναμόρφωσε το ρωσικό νοσοκομείο και ίδρυσε πολυϊατρείο για τους τραυματίες των μαχών. Ο ίδιος γράφει προς τη Γερουσία: «Το όλον υπό του μηχανικού χαραχθέν έργον έχει μήκος τριών σχεδόν μιλίων… πρόχωμα ύψους έξ ποδών… τάφρον αναλόγου πλάτους και βάθους. Η αμυντική αύτη γραμμή θα προστατεύηται υπό τριών πυροβολείων, κυκλουμένων υπό άλλων τάφρων και υπερασπιζομένων δια λίαν ευρέων και υψηλών θωρακείων. Εζήτησα προς τον σκοπόν τούτον από τους κατοίκους είκοσι τέσσαρας χιλιάδας πασσάλων, άλλας τόσας δέσμας χαμοκλάδων, μεγάλην ποσότητα εργαλείων, σάκκους, καλάθους και πλείστα άλλα πράγματα, ως και μέγαν αριθμόν εργατών…». Και καταλήγει «το φως της σελήνης εβοήθησεν ημάς εις το έργον…».
Για την εκτέλεση των έργων, ο Καποδίστριας διέταξε το κόψιμο πολλών χιλιάδων κυπαρισσιών «περιελθών δε τα χωρία της Λευκάδος, ενεθάρρυνε δια της παρουσίας και του λόγου του τους κατοίκους εις βαθμόν τοιούτον, ώστε μετά μεγάλης πλέον προθυμίας και ζήλου συνέδραμον πάντες και ειργάσθησαν». Η Κέρκυρα έστειλε εκατό εργάτες, εξακόσια κυπαρίσσια και άλλα χρήσιμα πράγματα, η Κεφαλλονιά τριακόσιους εργάτες, έξ χιλιάδες πασσάλους κλπ. Πρώτοι δε όλων, ως πλησιέστεροι, έσπευσαν οι Ιθακήσιοι με εκατό εργάτες, υπό την αρχηγία τεσσάρων προυχόντων.
Έτσι στη Λευκάδα δεν έπαυαν να στέλνονται ενισχύσεις από όλα τα Επτάνησα. Προς το τέλος του Ιουνίου είχαν συγκεντρωθεί μικρά και μεγάλα πολεμικά πλοία με στρατό, και γινόταν πλέον λόγος για σχέδιο επιθετικών ενεργειών κατά του Αλή… Στις 27 Ιουνίου έφθασε στην Λευκάδα και ανέλαβε τη διοίκηση των στρατιωτικών δυνάμεων και τη διεύθυνση των επιχειρήσεων ο στρατηγός Εμμ. Παπαδόπουλος, που ήταν στην υπηρεσία των Ρώσων. Στις 30 Ιουνίου ο Καποδίστριας προς τιμήν του και προς τιμήν όλων των συμμετεχόντων, όπως και του Καραΐσκου και του Βαρνακιώτη, Αρματολών της Στερεάς που στο διάστημα αυτό αφίχθησαν από τον Κάλαμο, φρόντισε «μετά των παλληκαριών τους να παραθέση αυτοίς γεύμα, είς τινα κήπον του ευπατρίδου Αγγέλου Χαλικιοπούλου, στο οποίο παρεκάθησαν (εκτός των άλλων) οι αρχές και οι Ρώσοι αξιωματικοί…
Συνεννοήθηκε επίσης, ο εμπνευσμένος αυτός Ταγός του Ελληνισμού, με τούς αρματολούς Κίτσο Μπότσαρη, Σκυλοδήμο, Κατσαντώνη και Κουμπάρη, οι οποίοι στις επαρχίες της Άρτας και των Αγράφων παρενοχλούσαν το στράτευμα του Αλή, σε κατάλληλη ευκαιρία να διασπάσουν αυτό και να διαπεραιωθούν στη Λευκάδα. Έτσι οι ανδρείοι εκείνοι μετά από πολλές και αιματηρές μάχες (σε μία από αυτές σκοτώθηκε και το πρωτοπαλλήκαρο του Κατσαντώνη, ο Δίπλας), κατόρθωσαν να διασπάσουν τους Τουρκαλβανούς και να φθάσουν στο Ακρωτήριο της Ακαρνανίας Κεφάλι, απέναντι από τη Νικιάνα. Από εκεί με βάρκες διεπεραιώθησαν στην ακτή Μαγεμένου, πάνω από 400 κλεφταρματολοί, και στον αύλειο χώρο του ναΐσκου του Παντοκράτορος Σωτήρος (μετόχι της άλλοτε Μονής της Κόκκινης Εκκλησιάς), σύμφωνα με τα διαχρονικά ελληνικά έθιμα, παρεκάθισαν σε Συμπόσιο για να γιορτάσουν τα επινίκια, στις 6 Ιουλίου 1807.
Ο ίδιος ο Καποδίστριας γράφει: «Ο Σεβασμιώτατος Ιγνάτιος, καίτοι ασθενής και καταβεβλημένος εκ των κόπων, μετέβη και ούτος εις την θέσιν «Μαγεμένος» και κατεσκήνωσεν εν μέσω τετρακοσίων και πλέον αγωνιστών. Η ημέρα ήτον εκτάκτως ωραία. Υπό την σκιάν μεγάλης και πολυκλάδου καρυάς, ο Επίσκοπος, ο στρατηγός Παπαδόπουλος και εγώ, μετά του ανδρείου Μπότσαρη, του αρειμανίου Κατσαντώνη και άλλων οπλαρχηγών, ελάβομεν θέσιν εν μέσω του κύκλου τον οποίον είχον σχηματίσει οι γενναίοι οπαδοί των. Τας πρωινάς ώρας μέχρι της μεσημβρίας διήλθομεν ακροώμενοι αυτών, τα νωπά κατορθώματά των κατά των Τούρκων… Την μεσημβρίαν παρέθηκα εις άπαντας γεύμα, υπενθυμίζον μοι τα συμπόσια των Ομηρικών ηρώων, τούτω δε επηκολούθησαν ηρωικά άσματα και χορός». Με αθάνατα τραγούδια της τάβλας και του τραπεζιού και με χορό κλέφτικο της λεβεντιάς και της αδούλωτης ελληνικής ψυχής…
Και μέσα σε κείνη τη μέθεξη του αέρα της λευτεριάς και της αντρειοσύνης, ο εμπνευσμένος «Άγιος της Πολιτικής» Ι. Καποδίστριας, με «θυμήρη προσφώνησιν, τονίσας ότι εν ου απομεμακρυσμένω μέλλοντι η σάλπιξ της πατρίδος θα καλέση αυτούς να χύσωσι και την τελευταία ρανίδα του αίματός των υπέρ σκοπού, πολύ σπουδαιοτέρου εκείνου, δι’ όν είχον συναθροισθή εν Λευκάδι, της αποκαταστάσεως δηλονότι του όλου γένους, εκείνοι δ’ εγερθέντες και υψώσαντες γυμνά τα ξίφη, ώμοσαν επί της ακτής εκείνης της Λευκάδος τον πρώτον φοβερόν όρκον, ούτινος η πραγματοποίησις έμελλε να επέλθη μετά δέκα και τέσσαρα έτη».
Και ενώ συνέβαιναν αυτά, η υπογραφείσα συνθήκη του Τιλσίτ δύο ημέρες αργότερα μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας, έδωσε τέλος στην Ιόνιο Πολιτεία και με μυστικό άρθρο δυστυχώς η Επτάνησος παραχωρήθηκε στην κυριαρχία της Γαλλίας…
Ο δρόμος λοιπόν προς την Εθνεγερσία έχει σημαδιακό σταθμό την Προεπαναστατική Συνέλευση των Πανελλήνων Ηρώων Αγωνιστών του 1821, στο επινίκιο Συμπόσιο στου Μαγεμένου στη Λευκάδα, υπό την καθοδήγηση του εμπνευσμένου Εθνάρχη Ι. Καποδίστρια. Ο «πρώτος φοβερός όρκος» υπέρ της ανεξαρτησίας της Πατρίδος μας, με όλους τους Έλληνες ενωμένους, δόθηκε στην ιστορική ακτή της «Σωτήρως» στη Νικιάνα, στους πρόποδες των Σκάρων.
Έτσι λοιπόν η μαγευτική τοποθεσία «Μαγεμένου» της Νικιάνας με τον μικρό ναΐσκο του Παντοκράτορος (Σωτήρω), είναι σημαίνοντες ιστορικοί χώροι, με καίρια και καταλυτική επίδραση στην προεπαναστατική περίοδο της Παλιγγενεσίας του 1821.
Η ανασεμιά της φύσης μαζί και της ψυχής
στον Παντοκράτορα, στου Μαγεμένου την ακτή
έδωσαν σάρκα και οστά στον όρκο της φυλής,
των αντρειωμένων τ΄ όνειρο της Μάνας Ελλάδος Γης…