Ο Λόντεβικ βαν Χέιντεν ή Λογγίνος φον Χέυδεν (ρωσικά: Логин Петрович Гейден, Λόγκιν Πετρόβιτς Χέιντεν, ολλανδικά: Lodewijk van Heiden, 6 Σεπτεμβρίου 1772 ή 1773 – 17 Οκτωβρίου 1850), ήταν Ολλανδός ναύαρχος του ρωσικού στόλου. Στην Ελλάδα είναι κυρίως γνωστός ως ένας από τους τρεις διοικητές του ενωμένου στόλου των Μεγάλων Δυνάμεων στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
Ο Λόντεβικ Σίγκισμουντ Βίνσεντ Γκούσταφ, Κόμης φαν Χάιντε-Ράινεσταϊν, γεννήθηκε στο Ζαουντλάρεν της Ολλανδίας. Κατατάχθηκε στο ναυτικό σε ηλικία εννέα ετών και πήρε προαγωγή σε ηλικία 16 ετών. Το 1827 ήταν αρχηγός του ρωσικού στόλου, που αποτελούμενος από οκτώ πλοία (τέσσερις ναυαρχίδες και ισάριθμες φρεγάτες) κατέστρεψε μαζί με τους στόλους της Αγγλίας και της Γαλλίας τον Τουρκο-Αιγυπτιακό στόλο έξω από το Ναυαρίνο. Tην ίδια χρονιά λέγεται ότι έφερε πρώτος τα μανταρίνια στην Ελλάδα. Ο Χέυδεν υπήρξε επίσης κυβερνήτης της Ρεβάλης. Το 1832 επέστρεψε για τελευταία φορά στην Ολλανδία. Πέθανε σε ηλικία 77 ή 78 ετών.
Νυμφεύτηκε το 1805 την Άννα Μαρία Άκελαϊε (1778-1850), κόρη του Δανού αξιωματικού Γιόχαν Άκελαϊε, ο οποίος επίσης υπηρετούσε στο ρωσικό ναυτικό. Μαζί απέκτησαν έξι παιδιά, τον Λουδοβίκο τον νεότερο (1806), τη Μαρία (1808), τον Αλέξανδρο (1810), την Ελισάβετ (1812), τη Λουίζα (1819) και τον Φρειδερίκο (1821). Ο Φρειδερίκος Χέυδεν έγινε μετέπειτα κυβερνήτης του δουκάτου της Φινλανδίας.
Το όνομά του φέρει μία οδός στην Αθήνα, κοντά στην Πλατεία Βικτωρίας, η οποία μνημονεύει τη ναυμαχία, ενώ παράλληλες σε αυτήν οδοί φέρουν τα ονόματα των επικεφαλής των άλλων στόλων που συμμετείχαν στην ναυμαχία του Ναυαρίνου, Έντουαρντ Κόδριγκτον και Ανρί Δεριγνύ.